Ρέα Γαλανάκη, Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του
Οιδίποδα, Καστανιώτης 2009, σελ. 270.
Ένα
ακόμη μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη, με φόντο ένα ορεινό χωριό της Κρήτης
Με το νέο της μυθιστόρημα
«Φωτιές του Ιούδα στάχτες του Οιδίποδα» η Ρέα Γαλανάκη κάνει μια ακόμη στροφή,
ενδοειδική αυτή τη φορά. Η πρώτη ήταν εξωειδική, από την ποίηση στην
πεζογραφία, κατά την οποία μας έδωσε το κορυφαίο «Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ
Πασά», μια μυθιστορηματική βιογραφία, εξολοκλήρου όμως βυθισμένη στα νάματα της
ποίησης. Τα επόμενα έργα της, καθαρά πεζογραφικά αυτή τη φορά αλλά με ποιητικό
τρόπο γραφής αναφέρονται πάλι στη ζωή υπαρκτών προσώπων, όπως ο Ανδρέας
Ρηγόπουλος («Να με φωνάζετε Λούι»), η Ελένη Μπούκουρα («Ελένη ή ο κανένας») και
η Τασούλα («Αμίλητα βαθιά νερά»). Και στα διηγήματά της επίσης («Ένα σχεδόν
γαλάζιο χέρι») φιγουράρουν πραγματικά πρόσωπα, άλλα επώνυμα άλλα μη επώνυμα (να
μην τα πούμε ανώνυμα, όλοι έχουν όνομα). Σ’ αυτό εδώ όμως το μυθιστόρημα η
πλοκή είναι εντελώς φανταστική. Και, σε
μια αντιστροφή θα έλεγα με τα προηγούμενα μυθιστορήματά της, όπως και με αυτό
που είθισται συνήθως στην πεζογραφία, εδώ η πλοκή αποτελεί το πρόσχημα για την
εικονογράφηση του φόντου, του χώρου, του κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο
οποίο αναπτύσσεται η δράση και το οποίο η Γαλανάκη καταγγέλλει.
Και ποιος είναι αυτός ο χώρος;
Δεν κατονομάζεται, αλλά όταν
περιγράφεται ως ένα ορεινό χωριό της Κρήτης όπου οι κάτοικοι οπλοφορούν και
ασχολούνται με χασισοκαλλιέργειες, είναι σαν να λέμε τι κάνει νιάου νιάου στα
κεραμίδια. Συνηγορώντας με την καταγγελία της παραθέτουμε ένα πολύ
χαρακτηριστικό απόσπασμα.
«Αυτά φυσικά συνέβαιναν επειδή
η οπλοφορία ήταν, πάνω απ’ όλα, μια βιτρίνα, και καλά το ήξερε ο Πέτρος: πίσω
από την δήθεν επίκληση των παλιών τοπικών εθίμων, θέριευε ανεξέλεγκτη και
παράνομη μια διαφορετική ζωή, η σημερινή ζωή αρκετών, μα ευτυχώς όχι όλων, σ’
αυτό το χωριό, με πολιτευτές «νονούς» και των δυο κομμάτων, ενίοτε με την
συνενοχή των Αρχών της νήσου, συχνά με τη συμμαχία του Τύπου, των δικαστών, και
πάει λέγοντας. Παίρνανε πια και τα παιδιά τον ίδιο δρόμο, από την σαγήνη του
παρά…» (σελ. 87).
Μέχρι εδώ καλά. Το θέμα της
οπλοχρησίας και της χασισοκαλλιέργειας έρχεται συχνά στην επικαιρότητα, το
ξέρουν όλοι. Τα υπόλοιπα όμως, αμφιβάλλω κατά πόσο είναι τυπικά. Μπορεί και να
κάνω λάθος, κατάγομαι από τον νομό εκείνο της Κρήτης που λένε ότι αν δεν
υπήρχαν οι άλλοι τρεις η Κρήτη δεν θα υπήρχε στο χάρτη, ή κάτι παρόμοιο, δεν
είμαι σίγουρος. Πάντως φαινόμενα αντισημιτισμού στην Κρήτη διάβασα μόνο στους
«Κρητικούς γάμους» του Σπύρου Ζαμπέλιου, που αναφέρεται στην περίοδο της
ενετικής κατοχής, πριν την τουρκοκρατία.
Και το τρίτο πράγμα που καταγγέλλει η Γαλανάκη, μετά την οπλοχρησία και
τις χασισοκαλλιέργειες, είναι ο αντισημιτισμός κάποιων ανθρώπων.
Υπάρχει και ένα τέταρτο, που κι
αυτό είναι επίκαιρο: ο ρατσισμός. Δεν υποφέρει μόνο η κατά το ήμισυ εβραία
Μάρθα, η ηρωίδα της Γαλανάκη, αλλά και ο μικρός αλβανός μαθητής της. Κύριοι
φορείς του φασισμού αυτού είναι ο δάσκαλος, που μάλιστα κάποια στιγμή επιχειρεί
να τη βιάσει, και ο δημοσιογράφος.
Ως προς τον αντισημιτισμό είναι υπερβολική σ’
αυτό το σημείο η Γαλανάκη, αλλά δυστυχώς δεν μπορείς να έχεις και την πίττα
σωστή και τον σκύλο χορτάτο. Ο αντισημιτισμός αυτός είναι απαραίτητος για να
δικαιολογήσει την δεύτερη πλοκή που υπάρχει στο μυθιστόρημα, μια πλοκή την
οποία θέλει να συνδέσει θεματικά με την πρώτη πλοκή. Και η δεύτερη αυτή πλοκή
είναι η μυθιστορηματική ανάπλαση μιας παράδοσης, της οποίας μια έμμετρη εκδοχή
χρονολογείται πριν πέντε αιώνες, ενώ μια πεζή σώθηκε προφορικά μέχρι τον 20ο
αιώνα οπότε και καταγράφηκε. Η παράδοση αυτή κάνει τον Ιούδα ακόμη πιο
αποτρόπαιο, αποδίδοντάς του χαρακτηριστικά του Οιδίποδα. Σκοτώνει τον πατέρα
του, παντρεύεται τη μητέρα του, μάλιστα σκοτώνει και τον αδελφό του σαν άλλος
Κάιν. Έτσι ο Ιούδας περνάει μέσα στη λαϊκή παράδοση της δυτικής Κρήτης ως
«’μομίχτης». Την παράδοση αυτή εκτρέφει και το έθιμο του καψίματος του Ιούδα
κάθε μεγάλο Σάββατο, έθιμο το οποίο με τη σειρά του εκτρέφει, κατά τη Γαλανάκη,
τον αντισημιτισμό. Και η Γαλανάκη λέει, με την περσόνα της δασκάλας ηρωίδας
της:
«…ο Ιούδας, έτσι όπως τον
έπλαθε ανά τους αιώνες η χριστιανική φαντασία, απορρόφησε σιγά σιγά όλα τα
αρχετυπικά αμαρτήματα, ώστε να αποτελέσει ένα υπερεθνικό, και μαζί διαχρονικό,
πρότυπο «του κακού», ένα σύμβολο της απόλυτης αμαρτίας. Και προκειμένου να
γίνει αυτό… ο διαχωρισμός του κόσμου από τους ιστορικούς σε αρχαίο και σε
χριστιανικό, ένας αναγκαίος αλλά κι εν μέρει αυθαίρετος διαχωρισμός, σε τίποτε
δεν εμπόδισε τον κόσμο να ενώσει με απόλυτη ελευθερία στη φαντασία του αυτές
τις δυο χωριστές περιόδους μέσα σε μιαν ενιαία, μυθική, αν και μάλλον
χοντροκαμωμένη αφήγηση» (σελ. 183-4).
Παρεμπιπτόντως, η Γαλανάκη
γράφει ότι προσήλκυε αυτό το έθιμο πολλούς ανθρώπους από άλλα μέρη. Είχα την
εντύπωση ότι το έθιμο αυτό υπάρχει σε κάθε χωριό της Κρήτης, αλλά φαίνεται πως
όχι. Πάντως στα δικά μας μέρη, στα χωριά της Ιεράπετρας, κάθε χωριό καίει και
τον Ιούδα του το μεγάλο Σάββατο. Οι πιο ωραίες αναμνήσεις μου από τα παιδικά
μου χρόνια έχουν να κάνουν με αυτό το έθιμο. Εμείς τα παιδιά ήμασταν
επιφορτισμένοι με το καθήκον να μαζεύουμε ξύλα για το κάψιμο του Ιούδα.
Ανεβαίναμε στο λόφο του προφήτη Ηλία, στις πρόποδες του οποίου είναι κτισμένο
το χωριό μου, το Κάτω Χωριό, και κόβαμε σκίνα, τα οποία σέρναμε μετά μέχρι το
μικρό οικοπεδάκι δίπλα στην Αγιά Τριάδα όπου καίγαμε κάθε χρόνο τον Ιούδα. Αλλά
τα σκίνα ήταν χλωρά, δεν καιγόντουσαν, έπρεπε να μαζέψουμε και ξερά ξύλα. Γυρνάγαμε
λοιπόν το χωριό φωνάζοντας: «Μιαν αγκαλιά στη φουνάραααααα» (ένα δεμάτι ξερά
λεπτά ξύλα). Όσες αγκαλιές και να μας έδιναν δεν έφταναν, γι αυτό κλέβαμε και
από τις ταράτσες των σπιτιών, όπου τις είχαν στοιβαγμένες οι χωριανοί, όχι για
το τζάκι, αλλά για την παραστιά, για το μαγείρεμα. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν
ούτε πετρογκάζ ούτε ηλεκτρικές κουζίνες. Κατέφτασαν στο χωριό όταν πια είχα
πάει στο γυμνάσιο. Κάποιες φορές οι γυναίκες μας έπαιρναν χαμπάρι – οι άνδρες
ήσαν στα χωράφια – και μας κυνηγούσαν ξεστομίζοντας κατάρες και βρισιές. Εμείς
όμως απτόητοι. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, και αυτή η κλεψιά ήταν για ιερό σκοπό.
Διαβάζοντας για τη Μάρθα, τη
νεαρή δασκάλα της Ρέας Γαλανάκη, που τράβηξε αρκετά στην εξορία της, θυμήθηκα
τη Στέλλα, τη νεαρή καθηγήτρια στον «Άγιο της μοναξιάς» της άλλης μεγάλης
πεζογράφου μας –και επί πλέον επίσης κρητικιάς - της Ιωάννας Καρυστιάνη, που
δεν πέρασε κι αυτή καλύτερη ζωή στο νησί που διορίστηκε. Μυθιστορηματικά
πρόσωπα, αλλά εγώ, ως συνάδελφος εκπαιδευτικός, δεν μπορώ παρά να συμπάσχω μαζί
τους. Θυμάμαι τον διορισμό μου, στην Κάσο, αυτός κι αν ήταν τόπος εξορίας!
Κυριολεκτικά. Έμενα στο σπίτι όπου έμενε ως εξόριστος ο Σπύρος Πλασκοβίτης.
Πάντως εγώ δεν έχω παράπονο, πέρασα εκεί καλή ζωή με τους συναδέλφους. Σιχάθηκα
το κρασί, όταν επέστρεψα στην Αθήνα έκανα μισό χρόνο να το βάλω στο στόμα μου.
Παρασύρθηκα από τις δικές μου
αναμνήσεις, κάπου εδώ θα πρέπει να τελειώνω. Το μυθιστόρημα είναι πάρα πολύ
καλό, έχει συναρπαστική πλοκή, υπάρχει ένας δολοφονημένος, χωρίς όμως σασπένς
γιατί ξέρουμε όλοι από την αρχή ποιος τον σκότωσε. Και φυσικά υπάρχει η
πρωτότυπη ποιητική γραφή της Ρέας Γαλανάκη, που την έχει καταξιώσει ως μια από
τις κορυφαίες πεζογράφους μας.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment