Η
ιστορία δεν είναι πραγματική, όμως το θέμα είναι πραγματικό.
Η Leyla, με γονείς που έχουν
έλθει από το Μαρόκο, βλέποντας να την αντιμετωπίζουν ρατσιστικά
ριζοσπαστικοποιείται θρησκευτικά, παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της.
Παντρεύεται έναν τζιχαντιστή, φεύγουν για την Ιορδανία, και εκεί διαπιστώνει
ποιος ήταν ο σκοπός αυτής της φυγής: ο άνδρας της είχε αποφασίσει να πεθάνει
σαν μάρτυρας, σε κάποια αποστολή αυτοκτονίας. Την αγαπάει, της δίνει το διαβατήριο
της επιστροφής της, παρόλο που το πρωτόκολλο έλεγε ότι θα έπρεπε να μείνει
εκεί. Η ίδια βέβαια δεν είχε ενθουσιαστεί καθόλου με τον τρόπο που την
αντιμετώπιζαν σαν γυναίκα. Στην τελευταία σκηνή, έχοντας μόλις επιστρέψει στο
Άμστερνταμ, τη βλέπουμε μπροστά στον ανακριτή, με δάκρυα στα μάτια, να μην
μπορεί να απαντήσει στις ερωτήσεις του.
Στα
γράμματα τέλους διαβάζουμε: «Ο επαναπατρισμός νέων ανθρώπων όπως η Λεϊλά Μ.
δημιουργεί αντιπαραθέσεις στην Ευρώπη. Καθώς το ISIS εξακολουθεί να χάνει τη δυναμική του στη Μέση
Ανατολή, νέοι που άφησαν την πατρίδα ζητούν επιείκεια και αποδοχή. Κάθε χώρα της
ΕΕ έχει επιλέξει να αντιμετωπίσει διαφορετικά αυτές τις υποθέσεις».
Θα
κάνω κάποια σχόλια.
Η Λεϊλά
γίνεται ισλαμίστρια αντιμετωπίζοντας τον ρατσισμό.
Το
ισλάμ ευαγγελίζεται την εξάπλωσή του σε όλο τον κόσμο, ιδανικά τον προσηλυτισμό
όλων στη θρησκεία του Αλλάχ.
Εδώ
βλέπουμε μια αντίφαση.
Το
ισλάμ αντιμετωπίζει «ρατσιστικά» τους μη μουσουλμάνους. Ας θυμηθούμε το
χαράτσι, τις έμμεσες πιέσεις εξισλαμισμού, που στη Σενεγάλη έγιναν με την
απειλή της εκτέλεσης, όπως είδαμε στην ταινία «Ceddo» (1977) του σενεγαλέζου Ουσμάν Σεμπένε.
Δεν
είναι ο χριστιανισμός που καταπιέζει τους μαύρους στην Αμερική, όπως πιστεύουν
πολλοί που ασπάζονται τον μουσουλμανισμό, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον
πυγμάχο Κάσιους Κλέι που έγινε Μοχάμεντ Άλι. Έτυχε οι καταπιεστές να είναι χριστιανοί.
Εμείς οι έλληνες δεν γνωρίσαμε τον μουσουλμανικό ρατσισμό αλλά κάτι χειρότερο, τη
μουσουλμανική κατάκτηση και καταπίεση. Εμείς οι κρητικοί μάλιστα δυο φορές, μια
το 828, που κράτησε σχεδόν 150 χρόνια και σε αυτό το διάστημα η συντριπτική
πλειοψηφία του πληθυσμού είχε ασπαστεί τον μουσουλμανισμό. Δεν πιστεύω ότι
πείστηκε για την ανωτερότητά του σε σχέση με τον χριστιανισμό, απλά
εξαναγκάστηκε, ίσως όχι με τον ίδιο βάρβαρο τρόπο που εξαναγκάστηκαν οι
σενεγαλέζοι. Στη συνέχεια είχαμε τους τούρκους.
Σε μια
προηγούμενη
ανάρτησή μου γράφω: «Το έχω
ξαναγράψει, κάτι που το ξεχνάμε εύκολα. Αυτοί που κυρίως πολεμούν το
φονταμενταλιστικό ισλάμ δεν είναι οι διάφορες υπηρεσίες της Δύσης αλλά οι
μετριοπαθείς μουσουλμάνοι. Αυτοί απέτρεψαν στην Αίγυπτο τους
αδελφούς-μουσουλμάνους από το να καταλάβουν την εξουσία. Και βέβαια στην
Αλγερία ήταν η ίδια η κυβέρνηση που συγκρουόταν μαζί τους. Η Γιασμίνα Χαντρά στα πρώτα της βιβλία αναφέρεται σ’ αυτή τη
σύγκρουση».
Οι μετριοπαθείς μουσουλμάνοι, σαν τους γονείς
της Λεϊλά, είναι μια ελπίδα. Σίγουρα υπάρχουν άλλοι τέτοιοι γονείς που τα
κατάφεραν. Γιατί θα υπάρξει μεγάλο πρόβλημα, προπαντός για τους ίδιους τους μουσουλμάνους,
αν γιγαντωθεί ο ισλαμικός φονταμενταλισμός. Είναι σίγουρο ότι θα εκθρέψει σαν
αντίδραση τον ακροδεξιό ρατσισμό, με απρόβλεπτες εξελίξεις.
No comments:
Post a Comment