Στάθης Κουτσούνης, Στου καθενός τη χώρα, Μεταίχμιο 2020, σελ. 45
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Καβαφικά ολιγογράφος ο Κουτσούνης, πάλι έξι χρόνια χωρίζουν την καινούρια ποιητική του συλλογή που έχει τίτλο «Στου κανενός τη χώρα» από την προηγούμενη, τα «Στιγμιότυπα του σώματος».
Και σ’ αυτή την ποιητική συλλογή διακρίναμε τον ίδιο Κουτσούνη που ξέραμε και από τις προηγούμενες. Λιτός, διαυγής, ερωτικός, με κοινωνικές ευαισθησίες.
Τα σύντομα σαν χάι κου ποιήματα που συναντήσαμε και στις προηγούμενες συλλογές ομαδοποιούνται εδώ κάτω από τον τίτλο «Νεκρές φύσεις», τέσσερις συνολικά, διάσπαρτες στη συλλογή. Παραθέτω την πρώτη από την τέταρτη ομαδοποίηση, που δείχνει και την κοινωνική του ευαισθησία.
μπρούμυτα στην ακτή μελανιασμένο
παιδί χωρίς πατρίδα
που το ξέβρασε η θάλασσα
Υπάρχει κανείς που δεν θυμάται τη φωτογραφία με το ξεβρασμένο παιδί στην ακτή;
Ο Κουτσούνης δεν είναι σίγουρος, γι’ αυτό και παραθέτει υποσημείωση στο τέλος:
«… αφιερώνεται στη μνήμη του αδικοχαμένου Alan Kurdi, τρίχρονου παιδιού προσφύγων από τη Συρία, που πνίγηκε τον Σεπτέμβριο του 2015 στα νερά του Αιγαίου και ξεβράστηκε στην ακτή της Αλικαρνασσού· και δι’ αυτού σε όλα τα προσφυγόπουλα που άφησαν την τελευταία πνοή τους στο δρόμο για τη γη της επαγγελίας».
Σίγουρα η γη της επαγγελίας δεν είναι η Ελλάδα της κρίσης, όλοι οι μετανάστες τη θεωρούν ως μεταβατικό σταθμό προς τα βόρεια. Όμως οι βόρειοι δεν είναι και τόσο φιλόξενοι.
«ο πρωταθλητισμός».
τρέχουμε, τρέχουμε
δρομείς που βιάζονται να φτάσουν
ψελλίζοντας ανίδεοι
νενικήκαμεν
Εγώ δεν βιάζομαι να φτάσω με τη μηχανή μου. Πηγαίνω αργά, προσεκτικά, ώστε να προλάβω να αποφύγω τον απρόσεκτο Άλλο (μου έχει τύχει κάμποσες φορές). Η βιασύνη μπορεί να με οδηγήσει εκεί που οδήγησε και τον Φειδιππίδη: στο θάνατο. Και ο δικός μου θάνατος δεν θα έχει τη δόξα τη δικιά του.
Όλοι οι ποιητές εμπνέονται κατά καιρούς από την μυθολογία, θρησκευτική και μη. Η «εύα»,
η γυναίκα γυμνή
βαδίζει ανάμεσα στα δέντρα
κόβει το μήλο για να δοκιμάσει
και με την πρώτη δαγκωνιά
ξεπροβάλλει ένα σκουλήκι
είσαι όμορφη της λέει
αν μ’ αφήσεις να μπω μέσα σου
θα σου φανερώσω τη γνώση
το μυστικό να μείνεις αμάραντη…
από τότε μεγαλώνει
θεριεύει εντός μου και τρώει
οχιά τα σωθικά μου
Θυμήθηκα ένα ανέκδοτο:
Τι είναι χειρότερο από το να αρχίσεις να τρως ένα μήλο και ξαφνικά να δεις μέσα ένα σκουλήκι;
Να δεις μισό σκουλήκι.
Στο «Σκεύος εκλογής» ο Κουτσούνης αφηγείται μια μεσαιωνική εκδοχή για τον προδότη Ιούδα, την οποία χρησιμοποιεί και ο Καζαντζάκης στον «Τελευταίο Πειρασμό». Ο Ιούδας πρόδωσε κατόπιν προδιαγεγραμμένου σχεδίου, για να εκπληρωθεί το ρηθέν, όχι για τα τριάκοντα αργύρια. Και μετά;
δίσταζα ως την ύστατη στιγμή
δεν ήθελα να πονέσει
στον τελευταίον όμως δείπνο με ενθάρρυνε
ο ποιείς ποίησον τάχιον
λες και βιαζότανε να σταυρωθεί
μα να τελειώσει τη δουλειά του αδημονούσε
και μετά μήτε καν ένα βλέμμα συμπόνιας
θύμα ήμουνα χωρίς επιλογή
μια παράπλευρη απώλεια της φιλοδοξίας του…
Το «νήμα» είναι ένα άλλο δείγμα της ευαισθησίας του Κουτσούνη.
μπροστά μου ένα σκουλήκι και αυθόρμητα
σηκώνω το πέλμα μου να το λιώσω
μα ξάφνου κάποιος συνειρμός
μετέωρο κρατά
στον αέρα το πόδι μου
με ταραχή και θαυμασμό
κοιτάζω τώρα το σκουλήκι
τα μάτια μου βουρκώνουν
κι ευθύς παραμερίζω να περάσει
Αντιγράφω από την ανάρτηση που έκανα για την ταινία «Οι φωνές των μυρμηγκιών» (2006) του ιρανού σκηνοθέτη Μοχσέν Μαχμαλμπάφ:
«Η γυναίκα, ψάχνοντας για τον «ολοκληρωμένο άνθρωπο» σε ένα ερημικό τοπίο, ή μάλλον κανονική έρημο αφού πατάνε πάνω στην άμμο, σκέφτεται με τρόμο πως σε κάθε βήμα της παίρνει τη ζωή ενός μυρμηγκιού. Μια ατάκα που μου άρεσε και την κατέγραψα, είναι: «Θεέ μου, ακούς τις φωνές των μυρμηγκιών;». Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να ξέραμε την απάντηση».
Την «απολογία» ο Κουτσούνης την εμπνέεται από το μύθο των Ατρειδών. Ανατρεπτικός, δικαιώνει την Κλυταιμνήστρα για την πράξη της.
δέκα χρόνια καρτερούσα τη στιγμή κι εσύ
ξάπλωσες πλάι μου ξερός κι ούτε ένα χάδι καν…
μάταια όμως
η αδιαφορία σου με τρέλαινε
ένιωσα αίφνης γερασμένη σχεδόν ένα τίποτα
ώσπου άρχισα σύγκορμη να μανιάζω πνιγόμουν
και τότε το μάτι μου πήρε λοξά
το τσεκούρι
Δεν μας το λέει ο Όμηρος, αλλά σίγουρα ο Οδυσσέας πλάγιασε με την Πηνελόπη. Διαφορετικά ίσως να είχε την μοίρα του Αγαμέμνονα.
Το «θέατρο» είναι ένα ποίημα το οποίο θα αρέσει σε κάθε χορτοφάγο. Ενώ είναι έτοιμος να καταβροχθίσει το κοτόπουλο, έκπληκτος το ακούει να του μιλάει.
…μα κάποτε κι εσύ θα γίνεις έδεσμα
και θα σε τρων στη γη από τη σκάφη
χωρίς την πολυτέλεια τραπεζιού
ώσπου να φτάσεις εκεί απ’ όπου ήρθες
και να κερδίσεις πάλι
το έπαθλο του τίποτα
Είναι όλα τα ποιήματα τόσο εξαιρετικά, δεν ξέρω ποιο να ξεχωρίσω. «Το πάρτι»; Τον «κανιβαλισμό»; Το «χρονικό»; Τη «χίμαιρα»; Την «coda»; (με μικρό το αρχικό γράμμα, ο Κουτσούνης δεν χρησιμοποιεί κεφαλαία, ισότητα στο αλφάβητο, δεν έχουμε κανένα αρχικό να ξεχωρίζει με το μέγεθός του).
Θα παραθέσω στίχους από το προτελευταίο ποίημα «Παίζω άρα υπάρχω» («Homo ludens» του Huizinga, το διάβασα πριν χρόνια) όπου υπάρχει μια μεγάλη πυκνότητα στίχων σε κανονικά μέτρα.
του προσώπου μου αίφνης οι μύες
ανοίγουν και φως αναβλύζει
μπροστά μου μια πράσινη θάλασσα (ανάπαιστοι)
….
καλοπιάνω την τύχη μου (ανάπαιστος)
σκυλί που τα πόδια του αφέντη του γλείφει (αμφίβραχυς)
….
μα η γκίνια ανένδοτη (ανάπαιστος
….
Κι οι γυναίκες ψυχρά τραπουλόχαρτα (ανάπαιστος)
Ο πόθος όμως άσσος στο μανίκι μου (ίαμβος, αλλά όχι δεκαπεντασύλλαβους. Αυτούς τους παραθέτουμε στο τέλος)
….
Κι ευθύς ποντάρω απ’ την αρχή (ίαμβος)
Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι:
Φτιάχνουν φωλιές στο σώμα σου κι αρχίζει το τραγούδι
Τώρα χορτάτος μα νωθρός κρυμμένος σε μια λόχμη
Μου αρέσει πολύ η ποίηση του Στάθη. Δεν έχει τη σκοτεινότητα άλλων σύγχρονων ποιητών που πρέπει να αποκρυπτογραφήσεις το στίχο μπας και καταλάβεις τι λένε, εννοώντας το κρυπτικό ως βάθος. Η ποίηση του Κουτσούνη έχει μια καβαφική διαύγεια και βάθος.
No comments:
Post a Comment