Κλεομένης Κατσούλας, Ελάτεια. Του καιρού τ’ αλλάγματα, Αθήνα 2020, σελ. 137
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένα ακόμη βιβλίο για «το χωριό μου». Θυμάμαι τα βιβλία του Γιάννη Ζουγλάκη για τη Βαϊνιά, του Γιώργη Μανιαδάκη για το χωριό της μάνας μου, το Κεντρί, του Γιώργη Ψαρουδάκη για το Κάτω Χωριό, το χωριό μου, για το οποίο έχω γράψει κι εγώ, («Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά», έκπτωση κάπου 70%, μόνο 3 ευρώ), του Γιάννη Ροβυθάκη για το Χριστό, το Μεταξοχώρι (το χωριό της γιαγιάς μου της παρσωτοπούλας, που προς τιμή του Πατριάρχη Μελέτιου Μεταξάκη, πρωτοθείου της, μετονομάσθηκε σε Μεταξοχώρι) και το Σελάκανο, όμως σίγουρα θα είναι κι άλλα που μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή.
Το βιβλίο χωρίζεται στα εξής κεφάλαια: Μέσα παραγωγής, αγροτικές εργασίες, επαγγελματίες, λειτουργοί και δημόσιοι φορείς, φυσιογνωμίες, οι σύλλογοι, και τέλος οι γιορτές.
Δεν νομίζω να άφησε τίποτα απέξω.
Γλαφυρός στις αφηγήσεις του και λεπτομερειακός στις περιγραφές του, κάνει την ανάγνωση μια ευχάριστη περιδιάβαση στην ιστορία ενός χωριού, και όχι μόνο για τους χωριανούς του.
Η Ελάτεια δεν είναι ακριβώς χωριό, είναι μια κωμόπολη στο νομό Φθιώτιδας, που διατηρεί όμως όλα τα χαρακτηριστικά του χωριού. Στη βικιπαίδεια διαβάζω ότι κατά την απογραφή του 2011 είχε πληθυσμό 2.372 κατοίκους.
Τόσους είχε και η κοινότητα του χωριού μου (τέσσερα χωριά σε απόσταση ενός χιλιομέτρου το ένα από το άλλο) στις καλές εποχές, δεκαετία του ’50. Στην ίδια απογραφή είχαν πληθυσμό μόλις 946 κατοίκους.
Ζήλεψα που η Ελάτεια εξακολουθεί να έχει φαρμακείο, όπως και το χωριό μου τότε. Ένα που άνοιξε πριν δυο χρόνια, έκλεισε στο χρόνο επάνω. Έχει κινηματογράφο, ενώ εκείνος του χωριού μου έκλεισε το 1972. Έχει ραφείο και υποδηματοποιείο, το χωριό μου πια δεν έχει. Έχει περίπτερα, όμως τα δυο που είχε το χωριό μου έκλεισαν με τον θάνατο των ιδιοκτητριών τους. Έχει μονάδα κατασκευής αναψυκτικών, αλλά εκείνη του χωριού μου έκλεισε ήδη το τέλος της δεκαετίας του ’50 με την αυτοκτονία του ιδιοκτήτη. Είχαμε τενεκετζή και σωμαρά, τώρα για ευνόητους λόγους δεν έχουμε. Είχαμε δυο γιατρούς, πέθαναν και οι δύο πλήρεις ημερών. Όμως η Ελάτεια έχει. Αλλά παρηγορούμαστε που η Ιεράπετρα απέχει μόνο επτά χιλιόμετρα, όλοι οι χωριανοί έχουν αυτοκίνητο και η συγκοινωνία είναι πυκνή. Όμως ένας γέρος, όπως ο πατέρας μου, είναι αδύνατο να επιβιώσει σήμερα χωρίς κάποιον δικό του που θα του κάνει τα ψώνια και θα του προμηθεύει τα φάρμακα από την Ιεράπετρα. Όμως είχαμε και εμείς ηλεκτρικό ρεύμα, ήδη προπολεμικά, από τον ελαιουργικό συνεταιρισμό.
Έκανα τη σύγκριση αυτή για να δείξω ότι, παρά το οικολογικό σλόγκαν «το μικρό είναι όμορφο», όσο πιο μικρό το χωριό τόσο και πιο πολλά αρνητικά. Το χωριό μου δεν είναι αυτάρκες ενώ η Ελάτεια, σαν κωμόπολη (στην ουσία μεγάλο χωριό) είναι.
Όμως να παραθέσουμε αποσπάσματα, και σαν δείγματα γραφής και για να σχολιάσουμε.
«Αργότερα, ειδικά στις αρχές του εικοστού αιώνα, χρησιμοποιήθηκε για το όργωμα σιδερένια κατασκευή, η λεγόμενη μηχανή, πιο σύνθετη από το ξύλινο άροτρο, δίνοντας τη δυνατότητα καλύτερης άροσης» (σελ. 19).
Εμείς το λέγαμε αλέτρι. Το πρώτο σιδερένιο αλέτρι το έφερε στο χωριό ο πατέρας μου. Ξύλινο αλέτρι δεν είχαμε ποτέ. Τώρα βρίσκεται ακουμπισμένο στο μπεντένι στο βάθος του κήπου. Αν δεν φτιάξουν γρήγορα στο χωριό μου λαογραφικό μουσείο κάποιος θα βρεθεί να το κλέψει.
«Οι περισσότεροι με μπετονάκια αγόραζαν το λάδι από τα μπακάλικα και οι φτωχότεροι με το μπουκάλι ή με το ροΐ. Και ενώ οι ελιές θεωρούνται η τροφή του φτωχού, εντούτοις έλειπαν από τα τραπέζια… Γενικά οι αγρότες της Ελάτειας θεωρούσαν σημαντικότερη την παραγωγή των άλλων καλλιεργειών. Η ελαιοπαραγωγή ήταν δευτερεύουσας σημασίας γι’ αυτούς, ως εξειδικευμένη. Έτσι λοιπόν, πέρασαν αρκετά χρόνια για να αλλάξουν τα πράγματα, να γεμίσουν οι πλαγιές με ελαιόδενδρα και να πάρουν τη σημερινή τους μορφή» (σελ. 33).
Σε εμάς η κύρια παραγωγή ήταν το λάδι. Η μητέρα μου έφτιαχνε ελιές, άγουρες κοπανιστές που τις πασπάλιζε με αλάτι, και ώριμες μαύρες. Σήμερα οι ελιές στον κάμπο ξεπατώνονται σιγά σιγά και στήνονται θερμοκήπια, και μόνο οι ελιές στις βουνοπλαγιές φαίνεται ότι θα επιβιώσουν τελικά. Φτηνό το λάδι, ακριβά τα καλλιεργητικά. Ευτυχώς που υπάρχει η επιδότηση, και ευτυχώς που υπάρχουν οι πακιστανοί να τις μαζεύουν.
Αυτό μέχρι πέρυσι. Οι φίλοι μου έχουν το άγχος μήπως οι πακιστανοί που θα πάρουν για το λιομάζωμα έχουν κορονοϊό. Καθώς ζούνε πολλοί μαζί σε ένα σπίτι για να μειώσουν τα έξοδα – πρέπει να στείλουν χρήματα και στις οικογένειές τους στο Πακιστάν – ένας να κολλήσει, κόλλησαν όλοι.
Άκου να δεις!!! Λαϊκή παροιμία: «Καλύτερα να σου πεθάνει ένα παιδί παρά το βόδι» (σελ. 35). Τότε οι οικογένειες έκαναν πολλά παιδιά, κάποια πέθαιναν, τι ένα παραπάνω, το βόδι να είναι καλά.
«Σκουρόχρωμος ο καλατζής («Ο κασσιτερωτής χαλκωμάτων, γενικότερα ο γανωτής ή γανωτζής» μας λέει σε υποσημείωση ο Κλεομένης), έδινε την αφορμή στις μητέρες να τρομάζουν τα κλαψιάρικα μικρά τους με την απειλή ότι θα τα πάρει ο καλατζής με το μαύρο τσουβάλι» (σελ. 41).
Εμείς δεν είχαμε καλατζήδες, μόνο Καλαϊτζάκηδε, επώνυμο. Εμάς οι μανάδες μας μας τρόμαζαν με τους αρναούτες. Δεν ξέραμε τι σημαίνει αρναούτης, αλλά ο απειλητικός τόνος της φωνής των μανάδων μας δεν άφηνε καμιά αμφιβολία πως πρόκειται για ανθρώπους φοβερούς και τρομερούς
«Πρόσφυγας ο γερο-Κώστας ο Τζουράς, ήταν από τους παλαιότερους κουρείς της Ελάτειας, με το κουρείο του λίγο πιο κάτω απ’ το ραφείο του Τσικλιτάρη. Τα γερασμένα του χέρια δεν δούλευαν καλά τη μηχανή και τραβούσε τα μαλλιά των μικρών που καθισμένα σε ένα σανίδι, πάνω στην καρέκλα του κουρείου, έβαζαν τα κλάματα όταν τα κούρευε με την ψιλή» (σελ. 56).
Την ίδια εμπειρία είχαμε κι εμείς με το Μιχάλη του μπαρμπέρη (οικογενειακό το επάγγελμα, ο πατέρας το κληρονόμησε στο γιο του το Μιχάλη).
Ο Μαντζουράνης, μια από τις «φυσιογνωμίες» για τις οποίες γράφει ο Κλεομένης, ήταν ντελάλης.
«Με το ζωνάρι να του κρατάει το λερωμένο παντελόνι, το κακοφορμισμένο σακάκι και την στραπατσαρισμένη τραγιάσκα, προχωρούσε με χορευτικά απ’ το μεθύσι, αργά και απρόβλεπτα βήματα. Ερήμωνε τότε ο δρόμος από παιδιά στη θέα του μεθυσμένου Μαντζουράνη. Οι αγριότριχες του μαύρου του μουστακιού γυρισμένες ακατάστατα προς τα κάτω, σκέπαζαν το απείθαρχο απ’ το κρασί στόμα του, και τα ακατανόητα λόγια του έσπερναν τρόμο στα γειτονόπουλα, που τα είχε κρατήσει το παιχνίδι μέχρι το σούρουπο έξω απ’ τα σπίτια τους».
Οι δυο μέθυσοι του χωριού μου όμως δεν ήταν καθόλου τρομακτικοί. Ο γιος χειρότερος, ήταν αντικείμενο κοροϊδίας.
Ο πολιτιστικός σύλλογος Ανατολής αναβιώνει κάθε χρόνο τα «Τελαλήματα». Αλλά και άλλοι πολιτιστικοί σύλλογοι, στην Κρήτη και στην Αθήνα.
«Τη ζάχαρη την είχε σε ασπρουδερά από κάμποτο σακιά, και όταν άδειαζαν, τα έπαιρναν οι άνδρες για να τους φτιάξουν μ’ αυτά οι γυναίκες τους σώβρακα!» (εκείνη την εποχή της φτώχειας ήταν πολυτέλεια να πετάξεις κάτι το οποίο μπορούσες να χρησιμοποιήσεις. Η μητέρα μου από παλιά ρούχα έκανε κουρέλια και ύφαινε της λεγόμενες «κουρελούδες». Έχω τρεις τέσσερις στα προικιά μου. Επειδή δεν είχε κόρη ήθελε να προικίσει το μοναχογιό της.
Έμαθα και την ετυμολογία του «μόρτης». Την παραθέτει ο Κλεομένης σε υποσημείωση.
«Μόρτης<ιταλική λέξη beccamorti, becca (σκαπτικά εργαλεία)+morti (νεκροί), νεκροθάφτης. Σημ. 1. Άνθρωπος που είχε πάθει ανοσία στην πανούκλα και έθαβε τους νεκρούς. 2. Αλήτης, μάγκας» (σελ. 86).
Δυστυχώς σε εμάς σήμερα δεν παθαίνει κανείς ανοσία από τον κορονοϊό. Οι εργαζόμενοι στο χώρο υγείας είναι σαν στρατιώτες στο μέτωπο.
«Έπαθαν οι Δραχμαναίοι, οι νέοι ιδιαίτερα, όταν ήρθε η καινούρια [μαία]. Νεαρή, ωραία, με μαύρα ημιδιαφανή γυαλιά του ήλιου, καθήλωνε με το στυλ της τον καθένα… Η ίδια συμπάθησε τον τόπο και τους ανθρώπους τόσο, που έγινε νύφη…».
Το ίδιο και η δική μας. Ο Γιώργης ο συμμαθητής μας μιλούσε με ενθουσιασμό γι’ αυτήν. Μετά από λίγο έγινε νύφη, την άρπαξε αυτός που είχε τα περισσότερα προσόντα.
Θυμάμαι που ήλθε να μου κάνει ένεση (είχαμε τότε ιατρείο και νοσοκόμα, αλλά η μαία εκτελούσε και χρέη νοσοκόμας). Ξαπλωμένος στο κρεβάτι έκανα μάτι τη γάμπα της την οποία αποκάλυπτε η ελαφρά σηκωμένη φούστα της. Με έκοψε, και με μια γρήγορη κίνηση την τράβηξε προς τα κάτω και τη σκέπασε. Δεν θυμάμαι αν ένοιωσα αμηχανία.
«Ήταν μια ομάδα, μαζί με το Γιώργο τον Φούντα, που έδινε ζωή στο χωριό κι ανέβαζαν το επίπεδο της κοινωνίας με τη συμμετοχή τους σ’ όλες τις εκδηλώσεις» (σελ. 99).
Μήπως είναι λάθος τα στοιχεία της βικιπαίδειας; Το 1971 είχα απογράψει την πρώην γυναίκα του. Τουλάχιστον έτσι μου είπε. Ήταν μαζί με την όμορφη κόρη της.
«Εκεί είχαν επιτρέψει την εγκατάσταση και τη φροντίδα σε έναν ανθρωπάκο με το όνομα Ερρίκος, για τον οποίο κυκλοφορούσε η φήμη ότι ήταν ξεπεσμένος Γερμανός» (σελ. 118).
Να ήταν άραγε ο ίδιος Ερρίκος που εμφανιζόταν κατά καιρούς στο χωριό μας μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’60, και για τον οποίο κυκλοφορούσε η φήμη ότι ήταν πράκτορας;
«Ερχόταν και ο Άι-Βασίλης, χωρίς όμως δώρα φορτωμένος. Λίγες ήταν οι οικογένειες που τα παιδιά τους έβλεπαν να τους αφήνει παιχνίδια. Τα περισσότερα, το πρωί μόνο το σβηστό τζάκι έβλεπαν. Έμεναν ικανοποιημένα με τα κέρδη από τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα» (σελ. 217).
Ούτε και σε μένα ήλθε ποτέ ο Άι-Βασίλης. Όμως στο γιο μου ερχόταν απαρέγκλιτα κάθε πρωτοχρονιά. Μέχρι βέβαια που έγινε οκτώ χρονών, οπότε κατάλαβε ότι το δώρο του το αφήναμε εμείς στο τζάκι, ότι Άι-Βασίλης δεν υπάρχει.
«Επίκαιρο και το πρόβλημα των καλικαντζάρων, των σκαλικαντζουριών, κατά την τοπική γλώσσα, που δεν έλεγαν να φύγουν! (σελ. 128).
Ήμουν μαθητής γυμνασίου όταν ανακάλυψα μια έκθεση που είχα γράψει στη δευτέρα δημοτικού με θέμα «Το δάσος».
Δάσος δεν υπήρχε στο χωριό μας, όμως είχαμε διαβάσει γι’ αυτό. Η έκθεσή μου ήταν δυο εκτεταμένα εφέ απαρίθμησης. Το δάσος έχει πολλά δένδρα, αμυγδαλιές πορτοκαλιές, μανταρινιές, αμυγδαλιές, ελιές… Επίσης έχει πολλά ζώα, κάτες, σκύλους, γαϊδάρους, κατσίκες, πρόβατα… και καλικαντζάρους. Τους καλικαντζάρους τους είχα αφήσει τελευταίους.
Και κατέληγα: Το δάσος πρέπει να το προστατεύουμε, και αν δούμε κανένα να το πηράζι, πρέπει να το λέμε του δασοφύλακα να τον τιμορή.
Ανορθόγραφος από τότε. Δεν νομίζω ότι ο δάσκαλος που διάβασε αυτή μου την έκθεση υποψιάστηκε ότι θα γινόμουν συγγραφέας.
«Φωτιές τις Απόκριες οι νότιοι, φωτιές και οι βόρειοι… Με το πέρασμα της ώρας τελείωναν οι φάνες, οπότε έμπαινε σε εφαρμογή η επιχείρηση πουρνάρια. Ξαναφούντωνε λοιπόν η φωτιά, ενώ ο κόσμος διαλυόταν σιγά-σιγά με την απορία, ποιου χωριανού η γυναίκα δεν θα είχε την άλλη μέρα πουρνάρια να ανάψει το φούρνο!» (σελ. 129).
Εμείς δεν κλέβαμε όλες τις αγκαλιές από την ίδια ταράτσα, κλέβαμε από διάφορες, για να συμπληρώσουμε το σωρό στον οποίο θα βάζαμε φωτιά και θα καίγαμε τον Ιούδα με το που θα έλεγε ο παπάς το «Χριστός Ανέστη».
Και με χιούμορ ο Κλεομένης, απόλαυσα πραγματικά το βιβλίο του, και έμαθα πράγματα που δεν τα ήξερα, όπως π.χ. για το πώς γινόταν η καλλιέργεια και η κατεργασία του καπνού.
Κλεομένη, εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο σου.
Και ένας ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος: «την σκέπαζαν και πλάκωναν το σκέπασμα με πέτρες» (σελ. 32).
No comments:
Post a Comment