Antoine de Baecque, Αντρέι Ταρκόφσκι, μια ξενάγηση στο έργο του (μετ. Δώρα Δημητρούλια), Γκοβόστης 1991, σελ. 193.
Έχω ξαναγράψει ότι έχω πρόβλημα με τα δοκιμιακά έργα. Ο λόγος είναι ότι διαφωνώ σε πολλά από εκείνα που διαβάζω, και κάθομαι και σκέφτομαι: γιατί να χάσω τόσο χρόνο διαβάζοντάς το;
Όμως κάποια έργα είναι must (πρέπει να τα διαβάσεις), έτσι πίεσα τον εαυτό μου για τέταρτη φορά και διάβασα το «Μύθο του Σίσυφου».
Αντιγράφω από την ανάρτηση που έκανα:
«…διάβασα στον Tristram Shandy: «Ο Πλίνιος ο Νεότερος δηλώνει ότι ουδέποτε διάβασε βιβλίο οσοδήποτε κακό, χωρίς να έχει κάποιο όφελος» (σελ. 63)». Και βέβαια το βιβλίο αυτό του Καμύ δεν είναι κακό, όμως εκπέμπει σε ένα μήκος κύματος που αδυνατούν να συλλάβουν οι δικές μου αντένες. Και βέβαια είχα κάποιο όφελος, έστω και πιέζοντας τον εαυτό μου να το διαβάσω μέχρι τέλους…».
Το βιβλίο του Αντουάν ντε Μπέκε δεν είναι ακριβώς ένα βιβλίο «must», αλλά έπρεπε να το διαβάσω αφού έβλεπα τον Ταρκόφσκι πακέτο. Και αυτό επίσης «εκπέμπει σε ένα μήκος κύματος που αδυνατούν να συλλάβουν οι δικές μου αντένες». Το ότι είναι καλό φαίνεται και από το ότι μεταφράστηκε στα ελληνικά. Ένα κακό βιβλίο ποτέ δεν μεταφράζεται σε μια άλλη γλώσσα.
Δεν θα το αδικήσω λοιπόν λέγοντας ότι είναι κακό βιβλίο και θα προχωρήσω σε αποσπάσματα που έχω υπογραμμίσει.
Ο λόγος για τα «Παιδικά χρόνια του Ιβάν».
«Το φιλμ παρουσιάστηκε λοιπόν στη Βενετία το 1962, με μια λογική σύμφωνη με την τότε σοβιετική γραμμή, αυτή που ο Σαρτρ θα βαφτίσει με το όνομα «σοσιαλιστικές σουρεαλισμός»· γραμμή που οι αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής για τις τέχνες, είχαν κατακυρώσει την εποχή του Χρουτσόφ, παραχωρώντας στους καλλιτέχνες το δικαίωμα να επιλέγουν τη φόρμα του έργων τους, αρκεί να μην παραλείπουν να τους δίνουν ένα σοσιαλιστικό περιεχόμενο» (σελ. 17).
Στο «Σμιλεύοντας το χρόνο» διαβάζω ότι ο Ταρκόφσκι διαφωνεί με την κριτική του Σαρτρ για την ταινία.
Από γράμμα του Ταρκόφσκι στον πρόεδρο της Goskino:
«…ταξινομημένο μάλιστα στην πιο ψηλή κατηγορία (τα άλλα μου φιλμ είχαν ταξινομηθεί στη δεύτερη, δηλαδή στην τρίτη κατηγορία, για να μου δείξουν την αξία και τη θέση μου…)» (σελ. 21).
Η δεύτερη φορά που το συναντώ αυτό, να ταξινομούνται τα έργα σαν πρώτης, δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας. Η πρώτη ήταν διαβάζοντας την «Κοινωνική ιστορία του Ιρανικού κινηματογράφου» του Hamid Naficy. Ίδιο μάλλον των αυταρχικών καθεστώτων.
«Η μοναξιά είναι τελικά προϋπόθεση, όρος «ων ουκ άνευ» (σελ. 63).
Το 1987 εκδόθηκε το βιβλίο μου «Η αναγκαιότητα του μύθου». Ο συγχωρεμένος ο Θάνος μου είπε να βάλω κάτι σαν μότο σε κάθε κεφάλαιο, ένα μικρό κειμενάκι, μια παράγραφο, στη διπλανή σελίδα. Στο κειμενάκι αυτό για το πρώτο κεφάλαιο «Αυτορρύθμιση και προσαρμογή» γράφω: «Η αυτορρύθμιση συνιστά τη βασική διαφορά ανάμεσα στη ζωντανή και στην άψυχη ύλη. Αποτελεί τόσο «εκ των ουκ άνευ» προϋπόθεση για τη διατήρησή της, όσο και οι μεταβολικές λειτουργίες και η αναπαραγωγή».
Όταν έγραφα αυτό το «εκ των ουκ άνευ» είχα αμφιβολία αν είναι σωστό. Πού να το ψάχνεις όμως εκείνη την εποχή, δεν υπήρχε διαδίκτυο, οπότε είπα, δεν βαριέσαι, ας το αφήσουμε έτσι.
Αργότερα ανακάλυψα ότι το σωστό είναι «εκ των ων ουκ άνευ», και το αντίστοιχο στα λατινικά είναι «sine qua non», πιο σύντομο.
Η μεταφράστρια έχει γράψει μόνο το μισό. Όμως έτσι δεν πάει. Βρήκα μια παρόμοια φράση στο διαδίκτυο: «Αυτό δεν είναι ένας όρος εκ των ων ουκ άνευ». Σ’ αυτήν υπάρχει μπροστά το «εκ των».
Συγχωρεμένη για το ατόπημα, όπως κι εγώ, ούτε το 1991 υπήρχε διαδίκτυο, ή αν υπήρχε ήταν στα σπάργανα, δεν ήταν καθόλου πλατιά διαδομένο.
Τώρα πια τα ψάχνω στο διαδίκτυο. Και τι βρήκα; Ότι το 1991 το διαδίκτυο άνοιξε για το κοινό. Στον σύνδεσμο που παραθέτω διαβάζω ακριβώς: Today is a significant day in the history of the Internet. On 6 August 1991, exactly twenty years ago, the World Wide Web became publicly available.
Καταλαβαίνετε; Στις 6 Αυγούστου του 2021 θα γιορτάσουμε τα τριάντα χρόνια.
«…είδος στο οποίος οι Σοβιετικοί παραμένουν σπεσιαλίστες: το είδος της ταινίας με παιδιά για παιδιά» (σελ. 69).
Οι ιρανοί τους έχουν ξεπεράσει, με ταινίες με παιδιά που δεν είναι μόνο για παιδιά. Η τελευταία που είδα ήταν η ταινία του Fereydoun Najafi «Ο σκιέρ».
«Το ταξίδι προς τον Solaris είναι μάλλον πορεία στο εσωτερικό του εαυτού του, παρά μετακίνηση από πλανήτη σε πλανήτη» (σελ. 103).
Εγώ, απλοϊκός ρεαλιστής, το είδα απλά σαν ένα ταξίδι από το γη στο Solaris. Το γράφω για να παραθέσω μια από τις διαφωνίες μου.
«Ο σκηνοθέτης επιλέγει αποφασιστικά ένα στρατόπεδο, το στρατόπεδο της συγκίνησης» (σελ. 118).
Εδώ θα προσυπογράψω απόλυτα.
Από τη συνέντευξη του Ταρκόφσκι.
«Ο Πικάσο ζωγράφιζε τον κόσμο στο όνομα της ανάλυσής του, του πνευματικού του οικοδομήματος και, παρ’ όλο το γόητρο του ονόματός του, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν πιστεύω πως προσέγγισε ποτέ την τέχνη» (σελ. 153).
Το προσέξατε; Γράφει «δεν πιστεύω». Πολύ προσεκτικός για να βάλει τον Πικάσο στον προκρούστη της δικής του κρίσης.
Το ίδιο κι εγώ, στις κριτικές μου γράφω «νομίζω, πιστεύω, κατά τη γνώμη μου, σύμφωνα με τα δικά μου γούστα…». Και όταν το ξεχνώ, και δεν είναι λίγες οι φορές, το εννοώ. Αυτοί που με διαβάζουν το ξέρουν.
Και στην ίδια σελίδα πιο κάτω:
«Είμαι ένας άνθρωπος στον οποίο ο Θεός έδωσε τη δυνατότητα να είναι ποιητής, δηλαδή να προσεύχεται με διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν που χρησιμοποιούν οι πιστοί σε μια εκκλησία».
Τώρα κατάλαβα γιατί εγώ όχι μόνο δεν είμαι ποιητής, αλλά και δεν μου αρέσει η ποίηση, όπως δεν άρεσε και στον συγχωρεμένο τον Παπαγιώργη. Μόνο ποιήματα φίλων διαβάζω.
«Όλη η «σολαριστική έχει σκοπό να δείξει ότι η ανθρωπότητα οφείλει ν’ αγαπά» (σελ. 154).
Συμφωνώ απόλυτα, αν και στο «Σολάρις» βλέπουμε μια μόνο όψη της, τον έρωτα.
«Υπάρχει μια πολύ δυνατή παράδοση της ρωσικής λογοτεχνίας με επίκεντρο ακριβώς τις παιδικές αναμνήσεις» (σελ. 155).
Έχω διαβάσει τα «Παιδικά χρόνια» του Γκόρκι και κάποια στιγμή θέλω να διαβάσω και «Τα παιδικά χρόνια» του Τολστόι.
Ψάχνοντας στην ιστοσελίδα-κατάλογο με τις αναρτήσεις μου πέφτω πάνω στα «Παιδικά χρόνια» του Σβάιτσερ.
Τελικά είδα ότι δεν έχω γράψει για τα «Παιδικά χρόνια».
Θυμήθηκα γιατί.
Τα «Παιδικά χρόνια» ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα στα ρώσικα.
Ποτέ δεν ξέχασα το τραγουδάκι, και είδα να τον τραγουδούν στην ομώνυμη ταινία, που ούτε και γι’ αυτήν έγραψα. Μπορείτε να τη δείτε youtube. Το τραγουδάκι βρίσκεται στο 1.23,50΄΄ λεπτό. Οι στίχοι του είναι αυτοί:
Город на Каме,
Где - не знаем сами!
Не достать руками,
Не дойти ногами!
Συμπέρασμα: έχετε εμπιστοσύνη στην κρίση σας και μην εμπιστεύεστε τους κριτικούς (εκτός από μένα, εννοείτε).
Ο ήρωας, ο Stalker, τοποθετείται στην ίδια τροχιά με τον Δον Κιχώτη και τον Πρίγκιπα Μίσκιν, αυτά τα πρόσωπα που τα αποκαλούν «ιδεαλιστές» στα μυθιστορήματα» (σελ. 136).
Έξοχη η παρομοίωση.
Τον «Δον Κιχώτη» τον διάβασα πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια ενώ τον «Ηλίθιο» στα δεκατέσσερά μου. Μ’ αυτό το μυθιστόρημα έγινα φαν του Ντοστογιέφσκι. Θέλω να το ξαναδιαβάσω κάποια στιγμή.
«Οι «γελοίες» και οι «άτοπες» πράξεις έχουν μια ανώτατη μορφή πνευματικότητας» (σελ. 157).
Δεν συμφωνώ απόλυτα. Είναι σαν τις actes gratuites του Αντρέ Ζιντ. Μια τέτοια ήταν ο πυροβολισμός του άραβα στον «Ξένο». Αλλά, σκέφτομαι τώρα, και η δολοφονία της γριάς από τον Ρασκόλνικοφ τέτοια δεν ήταν;
«Η έννοια της τέχνης είναι μια προσευχή, είναι η προσευχή μου. Αν αυτή η προσευχή, αν οι ταινίες μου μπορούν να οδηγήσουν τους ανθρώπους στο θεό, τόσο το καλύτερο. Η ζωή μου θ’ αποκτούσε τότε όλο της το περιεχόμενο, το ουσιώδες, δηλαδή «το να υπηρετείς» (σελ. 159-160).
Συγνώμη Αντρέι που με μένα δεν τα κατάφερες.
Τέλος τα αποσπάσματα από τη συνέντευξη.
«…όπου μπόρεσε ν’ αγαπήσει τον Ντοβζένκο και να μισήσει τον Αϊζενστάιν…» (σελ. 167).
Στο «Σμιλεύοντας το χρόνο» διάβασα ότι δεν του άρεσε ο Αϊζενστάιν, όχι όμως και ότι τον μισούσε.
Και πάλι συγνώμη Αντρέι, αλλά ο Αϊζενστάιν μου αρέσει περισσότερο από όσο μου αρέσεις εσύ.
Το είπε και ο Αντρέι, μην εμπιστεύεστε τους κριτικούς. Εσάς μπορεί να σας αρέσει το βιβλίο.
No comments:
Post a Comment