Book review, movie criticism

Sunday, February 21, 2021

Βασίλης Βασιλικός, Τα φρύγανα του έρωτα

Βασίλης Βασιλικός, Τα φρύγανα του έρωτα, Λιβάνης 1997, σελ. 187

 


  Τη δεκαετία του ’70 πρέπει να διάβασα κάποια βιβλία του Βασιλικού, όμως δεν θυμάμαι τίτλους. Θυμάμαι όμως πολύ καλά ότι δεν είχα διαβάσει το «Ζ». Το διάβασα πριν έξι χρόνια, στην Κρήτη, όπου είχα μεταφέρει αρκετά βιβλία μου.

  Πριν δεκαπέντε χρόνια διάβασα και τα «Καμάκια». Περιμένοντας τη φίλη μου να κάνει τη βόλτα της σε κάποια μαγαζιά στο Παρίσι (ευτυχώς δεν απαίτησε να τη συνοδεύσω), κατέβηκα σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο. Εκεί βρήκα τα «Καμάκια», το μόνο ελληνικό βιβλίο. Το αγόρασα μαζί με κάποιο πορτογαλέζικο αστυνομικό. Είπα να φρεσκάρω λίγο τα πορτογαλικά μου. Την περίμενα στο καφέ που είχαμε συμφωνήσει διαβάζοντάς το. Δεν το τέλειωσα στη Γαλλία, και γυρνώντας στην Ελλάδα κάπου χάθηκε. Διάβασα όμως τα «Καμάκια», και μου άρεσαν πολύ.

  Τα «Φρύγανα του έρωτα» τα ξετρύπωσα από το λεβητοστάσιο όπου μετανάστευσαν τα βιβλία μου και τα τοποθέτησα πρόχειρα για να τα διαβάσω με την πρώτη ευκαιρία. Ήλθε αυτή η ευκαιρία και τα διάβασα.

  Διαβάζω: copyright © Βασίλης Βασιλικός, 1953, και από κάτω copyright © 1997. Το τελευταίο αυτό το καταλαβαίνω, τότε εκδόθηκε το βιβλίο από τον Λιβάνη, όμως το πρώτο; Υπήρξε μήπως πρώτη έκδοση του 1953; Στο βιογραφικό του στη βικιπαίδεια δεν αναφέρεται. Όμως το περιεχόμενο του βιβλίου σ’ αυτό παραπέμπει: ένας πρωτοετής φοιτητής μιλάει για τον έρωτά του για τη Ρούλα. Ένας πρωτοετής φοιτητής είναι δεκαεννιά χρονών, εκτός και δεν μπήκε στο πανεπιστήμιο με την πρώτη, και το 1953 ο Βασιλικός ήταν δεκαεννιά χρονών. Είναι αυτοβιογραφικό λοιπόν;

  Το ότι πολλά στοιχεία σε ένα μυθιστόρημα είναι αυτοβιογραφικά είναι γνωστό. Η τελευταία περίπτωση που έχω υπόψη μου είναι η περίπτωση του Ντοστογιέφσκι. Η Άννα Γρηγόριεβνα, η γυναίκα του, στο βιβλίο της «Ο Ντοστογιέφσκι και εγώ» αποκαλύπτει αυτοβιογραφικά στοιχεία που βρίσκονται στους «Δαιμονισμένους».

  Εγώ, κοινωνικός κριτικός από τη φύση μου (όχι μόνο βιβλιοκριτικός και κινηματογραφικός κριτικός) με ενδιαφέρουν τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που υπάρχουν σε ένα μυθιστόρημα. Μάλιστα μια εισήγησή μου σε ένα συνέδριο είχε αυτό τον τίτλο: «Το πραγματικό και το φανταστικό στη λογοτεχνία: δυο σάμιοι πεζογράφοι». Άντε όμως να τα βρεις, μόνο να τα υποθέσεις μπορείς, όπως έκανα μόλις τώρα εγώ. Κατά καιρούς όμως τα αποκαλύπτουν οι ίδιοι οι συγγραφείς.

  Και η σύμπτωση: μόλις πριν λίγο πήρα τηλέφωνο το φίλο μου τον Δημήτρη τον Αλεξίου για να του πω ότι ανάρτησα την βιβλιοκριτική μου για το τελευταίο του βιβλίο «Φωτογραφία ξωμάχου ή Τα μάγια». Και τι μου λέει; Η ιστορία είναι πραγματική. Η νύφη ήταν αδελφή της μητέρας του. Της έκανε μάγια η ξαδέλφη του, σύμφωνα με την κυρίαρχη εκδοχή. Αμέσως μετά το γάμο άρχισαν οι αιμοπτύσεις και σε λίγο πέθανε. Η «μάγισσα» παντρεύτηκε τον άντρα της.

  Στην διπλανή σελίδα διαβάζουμε: «Το ανέκδοτο αυτό χειρόγραφο του Λάζαρου Λαζαρίδη (πιο γνωστού με το ψευδώνυμο Γλαύκος Θρασάκης) μου το έστειλε ανώνυμα (συγγενής ή φίλος του;) από τη Θάσο. Γραμμένο κάπου ανάμεσα στα 1950-1953, είναι αφιερωμένο Στη Ρούλα, που δεν μπόρεσε να με καταλάβει».

  Ξεπερασμένη τεχνική ο εγκιβωτισμός, μήπως τον χρησιμοποιεί ο Βασιλικός για να κρύψει τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος;

  Πάντως, ας το πω από τώρα, η Ρούλα τον κατάλαβε, και πολύ καλά μάλιστα.

  Το στόρι είναι σούπερ ρεαλιστικό, πάνω σε ένα μοτίβο που είναι γνωστό σε όλους. Αγαπάει την κοπέλα, είναι όμορφη, όμως αποκλείεται να την παντρευτεί.

  Οι αιτίες και οι προφάσεις είναι διάφορες. Κυρίως είναι η διαφορά κοινωνικού επιπέδου. Στο μυθιστόρημά μας, αυτός είναι πλουσιόπαιδο, φοιτητής. Αυτή μια φτωχούλα που «ξενόπλενε, ξενοσφουγγάριζε για να ζει» (σελ. 28).

  Ξενόπλενε, ξενοσφουγγάριζε και η φοιτήτρια που την έπιασε η φίλη μου να αντιγράφει. Αυτό της είπαν για να μην της μηδενίσει το γραπτό.

  Μα είναι κακό να θέλει η καημενούλα να παντρευτεί, και μάλιστα έναν πολύ καλό νέο; Γιατί να την κατηγορήσουμε γι’ αυτό;

  Υπάρχει και ένα δεύτερο μοτίβο που θα τον ονοματίσω με μια χαρακτηριστική ατάκα ελληνικής ταινίας, «Στρίψιμο δια του αρραβώνος». Την αρραβωνιάζεσαι, την πηδάς, και μετά με μια πρόφαση διαλύεις τον αρραβώνα. Καμιά φορά για την κοπέλα αρκεί και η υπόσχεση γάμου.

  Ο Λάζαρος δεν σκέφτεται το πήδημα, την έχει ερωτευθεί.

  Ή μήπως όχι;

  «Τι είναι αυτό που αισθάνομαι για τη Ρούλα; Πώς να το χαρακτηρίσω; Φοβάμαι πάντως να το πω έρωτα» (σελ. 142).

  Ότι και να είναι, θέλει να είναι ειλικρινής μαζί της. Δεν μπορεί να την παντρευτεί γιατί έχει μπροστά του τις σπουδές του, μετά το στρατιωτικό, και βέβαια πρέπει να βρει στη συνέχεια δουλειά. Για όλα αυτά θα περάσουν τουλάχιστον πέντε χρόνια. Μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα εξακολουθεί να την αγαπά;

  Η Ρούλα βρίσκεται σε μια συναισθηματική ταλάντωση. Από τη μια ελπίζει, ναι, είναι κι αυτή μια Σταχτοπούτα, από την άλλη απογοητεύεται, όχι, αποκλείεται να την παντρευτεί ο πρίγκιπας.

  Η ανάμνησή της τον κατατρύχει, όπως και τον αφηγητή στο «Όνειρο στο κύμα» του Παπαδιαμάντη. Οι ανεκπλήρωτοι έρωτες είναι που μας στοιχειώνουν (βλέπε: Στρατής Μυριβήλης, «Η Παναγιά η γοργόνα»). Οι εκπληρωμένοι είναι σαν τα προϊόντα του σουπερμάρκετ: έχουν ημερομηνία λήξης. Μόνο το μέλι, με διαβεβαιώνει ο φίλος μου ο Γιώργος ο Παπαδάκης, δεν έχει ημερομηνία λήξης. Τον ευχαριστώ για το βάζο που μου έκανε δώρο και από αυτές τις γραμμές. Και να σας συμβουλεύσω: έχετε πονόλαιμο; Βάλτε ένα κουταλάκι μέλι στο στόμα σας και κρατήστε το εκεί όσο μπορείτε.

  Όμως να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.  

  «…και βγάζοντας στη φόρα μυστικά που είχα…» (σελ. 19).

  Δεν θέλω να κάνω διακρίσεις, θα κάνω την ίδια παρατήρηση που έκανα και σε μιαν άλλη βιβλιοκριτική μου:  Δεν είναι στη φόρα, είναι στα φόρα, fora, πληθυντικός τους forum, δηλαδή στις αγορές.

  «Μια παρεξήγηση άπλωσε ανάμεσά μας την παγωμένη της έκταση» (σελ. 23).

  Θυμάστε οι παλιοί που γράφαμε στο τετράδιό μας τα καλολογικά στοιχεία; Αυτό είναι ένα καλολογικό στοιχείο.

  «Στο Λιμένα, όπου μείναμε δυο βραδιές, συνάντησα το Λογοτέχνη Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη» (σελ. 38).

  Πρέπει να είναι αυτοβιογραφικό αυτό.

  «Πήγα κι εγώ αργότερα κι άναψα ένα κερί για όλους τους πεθαμένους του κόσμου» (σελ. 47).

  Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο σ’ αυτούς που με ξέρουν, πήγα κι εγώ κι άναψα δυο κεριά στον άγιο Χαράλαμπο, στο Πεδίο του Άρεως, για δυο πολύ αγαπημένα μου πρόσωπα, να τα προστατέψει από τον κορονοϊό. Αλλά μετά σκέφτηκα, αφού ήλθα που ήλθα, γιατί να μην ανάψω και για άλλα;

  Παραλίγο να ξεχάσω τον εαυτό μου.

  Άναψα δέκα, κάποια για σύνολα ατόμων.

  «Η άφιξή του δεν με προκάλεσε τόσο έκπληξη όσο χαρά» (σελ. 74).

  Προσέξατε το «με» αντί του «μου»; Το πρωτάκουσα στο στρατό, από μακεδόνες. Το συναντήσαμε κάμποσες φορές.

  «Δεν ζητάμε πνεύμα στις γυναίκες, αλλά ομορφιά και ψυχή» (σελ. 78).

  Αυτό έγραψα σε σχόλιο στην ανάρτηση μιας φίλης στο facebook και με διέγραψε.

  Για να πούμε την αλήθεια, έγραψα μόνο ομορφιά.

  «Είναι κοινή η μοίρα για όλες τις γυναίκες της Θάσου: όσες έχουν παντρευτεί στεριανούς δουλεύουν αυτές και οι άντρες τους ξημεροβραδιάζονται στα καφενεία ή κάτω από κανέναν ίσκιο. Όσες παντρεύτηκαν ναυτικούς δεν βλέπουν δεκάρα τσακιστή στο χέρι τους, γιατί οι άντρες τους τα κοπανούν στα διάφορα λιμάνια» (σελ. 91).

 Ε, δεν μπορεί, θα υπάρχουν και εξαιρέσεις.

  «Θα της είπε ασφαλώς… ότι οι Καστρινές… μαντρίζουν και παντρεύονται» (σελ. 98).

  Πολλές φορές άκουσα από τους γονείς μου αυτή την προειδοποίηση: «Το νου σου κακομοίρη μη σε μαντρίσουν». Και εδώ δεν ήταν Θάσος, ήταν Κρήτη.

  Το έχω ξαναγράψει, αλλά δεν πειράζει. Πραγματική ιστορία, την αφηγούνταν ο ίδιος.

  Μόλις έχουν ξεκινήσει τις ερωτικές περιπτύξεις και ανοίγει η πόρτα. Προβάλει ο πατέρας της κοπέλας και του λέει: -Κάνε εδά συ Μανωλιό τη δουλειά σου, και μετά έλα που σε θέμε.

  «…πολλές φορές αυτές (εννοώντας τις κοπέλες) σε καλούνε στο σπίτι τους και σε κερνάν. Μες στο ρακί βάζουν ναρκωτικό. Κοιμάσαι, κι όταν ξυπνάς, είσαι πια παντρεμένος» (σελ. 109).

  Όχι, δεν έχω ακούσει τέτοιο πράγμα στην Κρήτη. Απλά με τις ρακές σου ανάβουν τα αίματα, πηγαίνεις και κοιμάσαι με την κοπέλα, και το πρωί πράγματι είσαι παντρεμένος. Κάποιοι, όταν την είδαν στο φως του ήλιου, κτυπούσαν το κούτελό τους με την παλάμη τους, αλλά τώρα πια ήταν αργά.

  Πιο καλή είναι η μάνα μου από τη γυναίκα μου, έλεγε συμμαθητής μου, συγχωρεμένος τώρα. Την παντρεύτηκε μ’ αυτό τον τρόπο.

  Συνάντησα λέξεις που τις χρησιμοποιούσαμε παλιά και στην Κρήτη. «Μαθαίνω ότι γαμπρίζεις, πρόσεχε» (σελ. 117). «… που ως χθες ακόμα κυνηγούσε με το λάστιχο…» (σελ. 118). Λάστιχο λέγαμε τη σφεντόνα, συνεκδοχικά. «Στην κούρσα κάθισα δίπλα στο παράθυρο». Κούρσα λέγαμε στην Κρήτη το ΙΧ αμάξι.

  «…όπως ο εγκληματίας τα πόδια της πόρνης Σόνιας, όταν μετανοεί…» (σελ. 125).

  Δεν ήμουν σίγουρος, μαθητής διάβασα το «Έγκλημα και τιμωρία», έψαξα όμως στο διαδίκτυο και επιβεβαίωσα το διακείμενο.

  «Το ίδιο βράδυ, τον Λευτέρη Μήλιο, στο ίδιο το δάσος, τον σκότωσε ο πατέρας του» (σελ. 128).

  Δεν θα ξαναδιαβάσουμε γι’ αυτό. Καθώς είναι άσχετο με την πλοκή, υποψιάζει για πραγματικό γεγονός.

  «Η Ρούλα ξαφνικά με πλησίασε κι ανοίγοντας τα χέρια μου, σαν τον Χριστό, πάνω στον τοίχο: “Θα σε καρφώσω εδώ. Να μη φύγεις”, μου λέει παιχνιδιάρικα ( ο ενδόμυχος πόθος της)» (σελ. 182-183).

  Η μάνα μου με έδερνε σε όλο το δημοτικό. Πήγαινα έκτη τάξη όταν πήγε να μια φορά να με δείρει. Την άρπαξα απ’ τα χέρια, όπως καλλιώρα η Ρούλα τον Λάζαρο, και την κόλλησα στον τοίχο.

  Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη μου στη ζωή. Δεν τόλμησε να με ξαναδείρει.

  Το βιβλίο τελειώνει με μια μεγαλειώδη ατάκα, ισάξια του Καζαντζάκη: «Μα πρέπει να μάθουμε να μην ελπίζουμε, για να μην απογοητευόμαστε».

  Πολύ μου άρεσε το βιβλίο του Βασιλικού. Κάποια στιγμή λέω να διαβάσω και το «Εκτός των τειχών» και τους «Λωτοφάγους». Πού θα πάνε, θα τους ξετρυπώσω κι αυτούς.  

  Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που έπεσαν στην αντίληψή μας.

Να εξηγήσει μέσα της την τόση επιμονή μου (σελ. 15)

Δείχνοντας ένα τσάκισμα που μόλις διακρινόταν (σελ. 51)

Σε λίγο απογειώθηκα ξανά απ’ το τραπέζι (σελ. 62)

Πολλές φορές να βοηθούν στο σπίτι τη γιαγιά μου (σελ. 86)

Ο Νότης με επηρέαζε σε μιαν απόφασή μου (σελ. 137)

 

No comments: