Book review, movie criticism

Sunday, December 26, 2021

Κουραμπιέδες

  Απόσπασμα από το βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά» (Θυμάρι, 1995). Την ιδέα να το αναρτήσω μου την έδωσε το twitter:   

παράξενη θεσσαλονικιά @parakseni__

Κάτι που δεν ξέρετε για μένα είναι πως μικρή είχα κάνει σε σχολική παράσταση τον κουραμπιέ.

 

  Εκείνη την εποχή γίνονταν γιορτές στις εθνικές επετείους και στο τέλος της σχολικής χρονιάς, που τις παρακολουθούσαν και οι γονείς. Οι γιορτές απαρτίζονταν από μικρά σκετς, απαγγε­λίες και τραγούδια. Οι γονείς από κάτω καμάρωναν τα βλαστάρια τους.

  Πήγαινα τετάρτη δημοτικού όταν πήρα και εγώ μέρος σε ένα τέτοιο σκετς. Η παράσταση θα μου μείνει αλησμόνητη. Σε μια φάση του σκετς, μας λέει η συμμαθήτρια μας, η Πόπη η Γερογιαννάκη, σε μένα και το Γιακουμή. - Πάρτε κανένα κουραμπιέ, πάρτε λίγους κεφτέδες.

  Για κεφτέδες ούτε λόγος να γίνεται, το ξέραμε από πριν. Όμως για να ανταποκριθούμε στοιχειωδώς στην απαίτηση του σκετς, θα υπήρχαν κουραμπιέδες.

  Ήταν μέσα σε ένα τεράστιο καλάθι, κατά τι μικρότερο από το μπόι της Πόπης, έτσι μικροκαμωμένη καθώς ήταν. Χώνει ο Γιακουμής πρώτος μέσα το χέρι του και, τυχερός, ανασύρει αμέσως έναν κουραμπιέ. Μετά έρχεται η σειρά μου.

  Η παλάμη μου μόλις και φτάνει στον πάτο του καλαθιού. Παλεύω απεγνωσμένα να βρω τον άλλο κουραμπιέ ανάμεσα σε ένα σωρό χαρτιά, που ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω τι γύρευαν εκεί μέσα. Ψάχνω από δω, ψάχνω από κει, κόμποι ιδρώτα άρχισαν να μου περιλούζουν το πρόσωπο. Μάντευα περισσότερο παρά έβλεπα την ιλαρότητα του ακροατηρίου. Είχα απελπιστεί πια ότι θα έβρισκα τον κουραμπιέ, και προς στιγμή είπα να παρατήσω το ψάξιμο. Σκέφτηκα όμως τι εντύπωση θα έδινα βγάζοντας το χέρι μου χωρίς κουραμπιέ. Αυτό θα έκανε χειρότε­ρα τα πράγματα, και έτσι προτίμησα να συνεχίσω τις προσπά­θειες. Μετά από δυο λεφτά αγωνιώδους αναζήτησης, με πρόσωπο που έλαμπε, ανέσυρα θριαμβευτικά τον δεύτερο κουραμπιέ.

  Το σκετς δεν προέβλεπε να τον φάμε στη σκηνή, έπρεπε να συνεχιστεί το έργο. Τίνος ήταν η σειρά;

  - Λέγε εσύ. - Δεν είμαι εγώ, εσύ ’σαι. Ψιθυρίζαμε ο ένας στον άλλο.

  Οι πρώτες σειρές δεν είχαν σταματήσει καλά καλά τα προη­γούμενα γέλια και ξανάρχισαν τα χάχανα. Αμέσως τους ακολού­θησαν και οι άλλοι. Από τη λαχτάρα μου με τον κουραμπιέ είχα ξεχάσει ότι ήταν η σειρά μου. Στο τέλος το θυμήθηκα και είπα τα λόγια μου. Ευτυχώς το σκετς βρισκόταν στο τέλος του, και σύντομα βρισκόμαστε με τον Γιακουμή στην τάξη μας να τρώμε τον κουραμπιέ μας, σχολιάζοντας με γέλια την παράσταση. Σε μια στιγμή μπαίνει μέσα ο διευθυντής, ο αυστηρότατος κος Πολυχρονίδης, μας κοιτάζει επιτιμητικά και μας λέει. - Μπράβο σας, ωραία τα καταφέρατε! Και βγαίνει έξω.

  Μόλις χάνεται πίσω από την πόρτα, πατάει ο Γιακουμής ένα τόσο δυνατό χάχανο, που του φεύγει από τη μύτη μια κίτρινη μύξα και περιλούζει τον κουραμπιέ του.

  Κουραμπιέ έκανα να φάω τρία χρόνια, στη σκηνή όμως δεν ξαναβγήκα ποτέ.

 

 

No comments: