Book review, movie criticism

Friday, July 18, 2025

Aleksandr Medvedkin, Ευτυχία (Счастье, 1935)

 

Aleksandr Medvedkin, Ευτυχία (Счастье, 1935)

 


  Σήμερα στο Ατενέ, από αύριο στο Στούντιο.

  Η πιο γνωστή ταινία του Μεντβέντκιν, έγινε περισσότερο γνωστή τη δεκαετία του ’60.  

  Κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Χμιρ.

  Δίπλα η γυναίκα του.

  Η ταινία χωρίζεται ουσιαστικά σε δυο μέρη: πριν την επανάσταση και μετά την επανάσταση.

  Ο καημένος ο Χμιρ ζήλευε τον πλούσιο χωρικό που είχε του θεού τα ελέη. Ορκίστηκε να μην πεθάνει πριν δοκιμάσει το κέηκ που τον είδε, κρυφά, να τρώει.

  Μια σειρά ατυχίες τον κυνηγούν. Μέσα απ’ αυτές ο Μενβέντκιν διεκτραγωδεί τη μοίρα των χωρικών που οι αρχές τους έπαιρναν το μεγαλύτερο μέρος της σοδιάς με κάθε ευκαιρία.

  Και ο κλήρος αποτελεί στόχο της σατιρικής φαρέτρας του Μεντβέντκιν, όχι μόνο κυβερνητικοί υπάλληλοι και οι αξιωματικοί.

  Έρχεται η αλλαγή με την επανάσταση. Πάλι τα κάνει μούσκεμα ο Χμιρ. Τεμπέλης, δεν μπορεί να προσαρμοστεί.

  Εδώ ο Μεντβέντκιν τα έχει με τους κλέφτες που προσπαθούσαν να βρουν κάθε ευκαιρία να κλέψουν τη σοδιά του κολχόζ.

  Θα αντιμετωπίζει τις επιπλήξεις των ανωτέρων του.

  Το τέλος μου θύμισε την ταινία «Leily is with me» του Kamal Tabrizi. Ο Sadeq φοβάται να πάει στο μέτωπο, στο τέλος όμως ανακηρύσσεται ήρωας ανατινάζοντας με το μπαζούκας που του έδωσε ο τραυματισμένος χειριστής του με οδηγίες πώς να το χρησιμοποιήσει το τρίτο και τελευταίο ιρακινό τανκ.

  Το ίδιο και ο Χμιρ, καθώς σβήνει τη φωτιά σε μια αποθήκη του κολχόζ την οποία είχαν βάλει κάποιοι εμπρηστές και ανοίγει την πόρτα ώστε να φύγουν τα δυο άλογα που αλλιώς θα είχαν καεί ζωντανά.

   Η επιβράβευση;

  Ε, πολλά είπα, να μην το πω και αυτό. Είναι εξαιρετική ταινία με τον τσαπλινικό χιούμορ της, αξίζει να τη δείτε.

Sunday, July 6, 2025

Νικολάι Γκόγκολ, Νεκρές ψυχές

 Νικολάι Γκόγκολ, Νεκρές ψυχές (μετ. Αντώνης Μοσχοβάκης), Ηριδανός χχ, σελ. 419

 


  Αφού (ξανα)διαβάσαμε το «Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα» του Μπουλγκάκοφ (ξανα)διαβάσαμε και τις «Νεκρές ψυχές» του Γκόγκολ. Θα ακολουθήσουν Ντοστογιέφσκι και Τολστόι.

  Θυμάμαι τον φίλο μου τον Δημήτρη (του έχω αφιερώσει το πρώτο μου βιβλίο, «Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα», γιατί χάρη σ’ αυτόν ασχολήθηκα με την παραψυχολογία) να μου μιλάει με ενθουσιασμό για τις «Νεκρές ψυχές». Τις διάβασα, αλλά χρόνια αργότερα, πριν 21 χρόνια, αμέσως αφού διάβασα το «Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα». Και, σε αντίθεση με το «Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα» που με απογοήτευσε στη δεύτερη ανάγνωση, κάτι που δεν συνέβη με την πρώτη, οι «Νεκρές ψυχές» μου άρεσαν.

  Απολαυστικά σατιρικός ο Γκόγκολ, πολύ μου άρεσε.

  Τι τις θέλει τις νεκρές ψυχές (δουλοπαροίκων) ο Τσίτσικοφ;

  Θέλει να φαίνεται ιδιοκτήτης δουλοπάροικων, ώστε να πουλάει μούρη στην κοινωνία. Έχει να κερδίσει από αυτή την «επιχείρηση». Μια καλή νύφη θα είναι ένα από τα κέρδη του. Όμως όχι μόνο:

  «Αν αγοράσω όλους εκείνους που έχουν πεθάνει, πριν να υποβληθούν οι νέες απογραφικές καταστάσεις, κι αν, π.χ., αποκτήσω χίλιους, το Συμβούλιο Κηδεμονιών θα μου δώσει διακόσια ρούβλια για κάθε ψυχή…» (σελ. 244).

  Δεν θυμάμαι να αγόρασε ψυχή για πάνω από πέντε ρούβλια.

  Σε πολλούς από εσάς είναι γνωστή η θλιβερή μοίρα του Γκόγκολ. Κάτω από την επήρεια ενός στάρετς έκαψε τα χειρόγραφα ενός δεύτερου τόμου. Σώθηκαν όμως αποσπάσματα που αποτέλεσαν ένα δεύτερο τόμο, που βέβαια εκδίδεται μαζί με την επανέκδοση του πρώτου. Ο ίδιος αυτοκτόνησε από ασιτία, παύοντας να τρώει.

  Η αφηγηματική δομή του πρώτου τόμου είναι Α+Β+Γ+Δ… με διαδοχικές επισκέψεις σε κτηματίες της περιοχής για να αγοράσει νεκρές ψυχές. Φυσικά θα αντιμετωπίσει διάφορα προβλήματα με τους ιδιοκτήτες τους, με πρώτη πρώτη την απορία τι τις θέλει.

  Με αυτές μπορεί να αγοράσει για κομμάτι γη σε μια μακρινή, άγονη περιοχή. Πρόκειται για ένα έμμεσο τρόπο επιδότησης από την κυβέρνηση για να καλλιεργηθούν άγονες περιοχές.

  Ο Γκόγκολ, «φωτογραφικά» λεπτολόγος στις προσωπογραφίες του, θα παραθέσει και το ελάχιστο χαρακτηριστικό του ήρωά του, κάνοντας το πορτραίτο του να ξεπερνάει συχνά τη μια σελίδα. Σε σελίδες εκτείνεται η προσωπογραφία του Τσίτσικοφ, που την αφήνει για το τέλος.

  Η διάκριση ανάμεσα σε συγγραφέα και αφηγητή, καθώς και ανάμεσα σε αναγνώστη και αποδέκτη της αφήγησης είναι μια εκλεπτυσμένη διάκριση της αφηγηματολογίας που ισχύει σε ελάχιστα έργα.

  «…ο συγγραφέας αγαπά την ακρίβεια στο κάθε τι και, μ’ όλο που είναι Ρώσος…» (σελ. 17). «Ο συγγραφέας οφείλει να ομολογήσει…» (σελ. 21).

  «Είχε την ευκαιρία να δει τέτοιους ανθρώπους, μάλιστα τέτοιους που ούτε συ, ούτε εγώ, φίλε αναγνώστη, θα δούμε ποτέ» (σελ. 115).

  Και ενώ ως τριτοπρόσωπος αφηγητής θα έπρεπε να είναι παντογνώστης, σαν συγγραφέας μας παρουσιάζεται με περιορισμένη γνώση. Διαβάζουμε για παράδειγμα: «Επειδή ο ίδιος [ο συγγραφέας] δεν φόρεσα ποτέ μου τέτοιο πράγμα [κασκόλ που πλέκουν οι γυναίκες για τους άντρες τους], αγνοώ ποιος παίρνει αυτή τη φροντίδα για τους ανύπαντρους» (σελ. 7).

  Θα διαβάσουμε κάμποσα τέτοια αποσπάσματα, όπως «Θαρρώ πως τέλειωσε την ημέρα του με μια μερίδα κρύο μοσχάρι…» (σελ. 10).

  Όμως να παραθέσουμε και κάποια ακόμη.

  «Όμως γρήγορα οι λιγνοί κληρονόμοι του σπαταλούν, κατά τη ρούσικη συνήθεια, την πατρική περιουσία» (σελ. 18).

  Συνήθεια που δεν είναι μόνο ρώσικη.

  «Στις συναναστροφές, αν οι παρευρισκόμενοι είναι κατώτεροί του σε βαθμό, ο Προμηθέας μένει Προμηθέας. Αν τύχει όμως και συναντηθεί με κάποιον τόσο δα ανώτερο, ο Προμηθέας μας παθαίνει μια μεταμόρφωση που ούτε ο Οβίδιος δε θα μπορούσε να την εφεύρει· γίνεται μύγα, πιο λίγο από μύγα, ένα σπειρί άμμου!» (σελ. 47).

  Δεν νομίζω να χρειάζονται σχόλια εδώ.

  «Παράσταιναν Έλληνες ήρωες, σε φυσικό μέγεθος, ζωγραφισμένους ολόσωμους· το Μιαούλη, τον Κανάρη, τον Μαυροκορδάτο… Ύστερα ερχόταν μια Ελληνίδα ηρωίδα, η Μπουμπουλίνα…» (σελ. 92-93).

  Το φιλελληνικό πνεύμα, με την επανάσταση, ήταν απλωμένο παντού.

  «Ο ρωσικός λαός έχει λέξεις που τσακίζουν κόκκαλα. Αν τύχει και δώσει ένα παρατσούκλι σε κάποιον, ο άνθρωπος αυτός θα τ’ αφήσει στους απογόνους του, θα το σέρνει μαζί του σ’ όλη του τη ζωή…» (σελ. 107).

  Και στην κοινότητά μας το ίδιο, ιδιαίτερα στην Επισκοπή. Τα παρατσούκλια πολλών είναι κληρονομικά.

  «Κάθε μέρα τριγύριζε στους δρόμους του χωριού του, κοίταζε κάτω από τα γεφύρια, μικρά και μεγάλα· και κάθε τι που έπεφτε στο μάτι του – παλιές σόλες, κουρέλια, καρφιά, σπασμένα μπουκάλια – το μάζευε και το έφερνε στο σπίτι του, στο σωρό που είχε δει ο Τσίτσικοφ σε μια γωνιά: “Να ο σκουπιδιάρης, βγήκε στη γύρα” έλεγαν οι χωρικοί καθώς τον έβλεπαν να ξεκινά για το κυνήγι του» (σελ. 116).

  Είχαμε και εμείς έναν τέτοιο στη γειτονιά, όμως εξαφανίστηκε, όμως πριν εξαφανιστεί παρέδωσε τη σκυτάλη σε έναν άλλο.

  «Αυτός είναι ικανός για τέτοια πράγματα. Ξεχνάς πως θέλησε να πουλήσει τον πατέρα του… ή μάλλον να τον παίξει στα χαρτιά;» (σελ. 187).

  Συχνά ο Γκόγκολ για να σατιρίσει δεν διστάζει να φτάσει στην υπερβολή.

  Θυμήθηκα ένα επεισόδιο σε μια ταινία (δεν θυμάμαι ποια) που «πούλησε» τη γκόμενά του σε ένα φίλο του. Όταν το έμαθε αυτή, τι να κάνει η καημένη, τον ρώτησε τι μάρκα ήταν οι μπύρες. Να ήταν τουλάχιστον ακριβή μάρκα.

  «Αν, π.χ., συνεισφέρουμε για να βοηθήσουμε τους φτωχούς, αμέσως, περήφανοι για το κατόρθωμα, προσφέρουμε στις αρχές ένα πλούσιο γεύμα που απορροφά το μισό από τις συνεισφορές· το άλλο μισό πηγαίνει για το νοίκιασμα ενός μεγαλοπρεπούς διαμερίσματος, με θέρμανση και φύλακες, όπου εγκαθίσταται η επιτροπή. Η τελευταία δεν έχει πια παρά πέντε ρούβλια, και πενήντα καπίκια να μοιράσει στους φτωχούς, που άλλωστε ούτε αυτά καταφέρνει να συμφωνήσει πως θα τα μοιράσει, επειδή το κάθε της μέλος υποστηρίζει το δικό του προστατευόμενο» (σελ. 198).

  Είπαμε, ο Γκόγκολ αρέσκεται στις υπερβολές. Εγώ πιστεύω ότι η επιτροπή θα είχε τουλάχιστον 100 ρούβλια.

  Γέλασα πολύ ξαναδιαβάζοντας τις υπογραμμίσεις μου για να παραθέσω αποσπάσματα. Όμως στο δεύτερο τόμο το χιούμορ λιγοστεύει. Αλλά θα σταχυολογήσω κι απ’ αυτόν.

  «Οι πολύ συχνές προπόσεις για την επιστήμη, τη μόρφωση, την πρόοδο, τους έκαναν τέλειους μπεκρήδες» (σελ. 276).

  Ελάχιστες οι υπογραμμίσεις μου, δεν βρήκα τίποτα αξιόλογο να παραθέσω εδώ. Απλά να πω, συνάγοντας από το τελευταίο απόσπασμα, ότι ο Τσίτσικοφ απέκτησε αυτά που ονειρευόταν (σπίτι, γυναίκα, κ.λπ) όμως τα έχασε και κατέληξε στη φυλακή. Λαδώνοντας ήλπιζε να τον αθωώσουν.

  Είδα και το ομώνυμο σήριαλ (1984) του Μιχαήλ Σβάιτσερ, πέντε επεισόδια της μιας ώρας και κάτι. Όπως και όλα τα σήριαλ, λόγω της μεγάλης διάρκειας μπορούν να μεταφέρουν ένα μυθιστόρημα αρκετά πιστά, χωρίς παραλείψεις.

  Έξυπνη επινόηση. Ο σκηνοθέτης βάζει τον Γκόγκολ να αφηγείται σε κάποιον, όπως ο Ντοστογιέφσκι τον «Παίχτη» στην Άννα Γρηγόριεβνα, το μυθιστορημά του, παρουσιάζοντάς τον κατά διαστήματα υπαγορεύει αφηγείται.

Luis Buñuel, Εξολοθρευτής άγγελος (El ángel exterminador, 1962)

 Luis Buñuel, Εξολοθρευτής άγγελος (El ángel exterminador, 1962)

 


  Μια ακόμη επανέκδοση του Μπουνιουέλ, μετά τη «Βιριδιάνα» και το «Σίμωνα της ερήμου».

  Αυτή η ταινία είναι πραγματικά σουρεαλιστική, γιατί η πλοκή της δεν ερμηνεύεται ρεαλιστικά. Ένα ζευγάρι μεγαλοαστοί δίνουν μια δεξίωση με ένα σωρό καλεσμένους της τάξης τους. Όμως, πριν από τη δεξίωση, το προσωπικό βρίσκει προφάσεις για να φύγει. Τα πάντα είναι έτοιμα για τους καλεσμένους, δεν είναι αναγκαία η παρουσία τους.

  Αργότερα, όταν οι καλεσμένοι και οι οικοδεσπότες θα διαπιστώσουν ότι είναι αδύνατο να φύγουν από το σπίτι (εντελώς σουρεαλιστικά, δεν υπάρχει φυσικό εμπόδιο), και θα καθίσουν μέρες σ’ αυτό παλεύοντας με την πείνα και με τη δίψα, μέχρι που να σπάσουν μια σωλήνα νερού και να σφάξουν τρία πρόβατα που θα ήταν η έκπληξη της βραδιάς, θα σχολιάσουν «Οι υπηρέτες το έσκασαν όπως τα ποντίκια από το πλοίο όταν πρόκειται να βουλιάξει».

  Ένα σασπένς υπάρχει στην ταινία: θα τα καταφέρουν να βγουν; Κατά τα άλλα αποτελείται από επεισόδια, που, σατιρικά, δείχνουν ότι σε μια κατάσταση κρίσης η μεγαλοαστική τάξη χάνει την αξιοπρέπειά της προβαίνοντας σε ενέργειες και χειρονομίες που κανονικά δεν την χαρακτηρίζουν.

  Σάτιρα της μεγαλοαστικής τάξης, αλλά και της εκκλησίας, στην οποία θα βρεθούν πάλι εγκλωβισμένοι.

  Αλλά και του κράτους, που θα δώσει εντολή στους αστυνομικούς να πυροβολήσουν στα τυφλά ένα συγκεντρωμένο, περίεργο πλήθος.

  Ενδιαφέρουσα σαν θρίλερ η ταινία, αλλά και σαν πολιτική σάτιρα της Ισπανίας του Φράνκο, έχει 8 βαθμολογία.

Carl Dreyer, Το πάθος της Ζαν ντ’ Αρκ (La Passion de Jeanne d'Arc, 1928)

Carl Dreyer, Το πάθος της Ζαν ντ’ Αρκ (La Passion de Jeanne d'Arc, 1928)

 


  Πρόκειται για μια από τις καλύτερες ταινίες του έχουν γυριστεί ποτέ.

  Θυμάμαι πότε την πρωτοείδα, και πόσο με εντυπωσίασε. Μόλις είχα πάρει μετάθεση από την Κάσο, όπου διορίστηκα, για Πειραιά. Έμενα στη Νέα Σμύρνη. Την είδα στη μικρή ασπρόμαυρη τηλεόραση που είχα.

  Η «παρθένα της Ορλεάνης», όπως είναι αλλιώς γνωστή, έβλεπε οράματα, που την καθοδηγούσαν να ηγηθεί της προσπάθειας απελευθέρωσης της πατρίδας της από τους άγγλους, πράγμα που στέφθηκε με επιτυχία. Όμως σε μια εκστρατεία αιχμαλωτίστηκε από τους βουργουνδούς, σύμμαχους τον άγγλων, οι οποίοι την παρέδωσαν σ’ αυτούς. Και την πέρασαν από μια δίκη παρωδία, με στόχο την καταδίκη της.

  Τελικά την καταδίκασαν;

  Όχι, αυτή τη φορά θα το κάνω το σπόιλερ, και ας διαμαρτυρηθούν κάποιοι.

  Την έκαψαν στην πυρά.

  Όλη η ταινία βασίζεται στα πρακτικά της δίκης.

  Ο Ντράγιερ αρέσκεται στα γκρο πλαν περισσότερο από τον Μπέργκμαν.

  Όχι μόνο του εκφραστικότατου προσώπου της Ζαν ντ’ Αρκ (εκπληκτική η Rene Jeanne Falconetti στην ερμηνεία της) αλλά και των δικαστών, που φαίνονται σαν λύκοι που έχουν περικυκλώσει ένα αρνί έτοιμοι να το κατασπαράξουν.

  Πρόκειται για μια ταινία must, που πρέπει να τη δείτε οπωσδήποτε. 

Thursday, July 3, 2025

Stuart Rosenberg, Ο μεγάλος δραπέτης (Cool hand Luke, 1967)

 Stuart Rosenberg, Ο μεγάλος δραπέτης (Cool hand Luke, 1967)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.

  Πολύ καλή ταινία, 8 η βαθμολογία της, όμως το τέλος δεν μου άρεσε. Το έχω δηλώσει, θέλω happy end, χωρίς να είναι πάντα αυτός όρος εκ των ων ουκ άνευ.

  Ελαφρώς παραβατικός ο Πωλ Νιούμαν, θα το σκάσει από τα «κάτεργα» (φυλακή όπου οι φυλακισμένοι έκαναν χειρονακτικές εργασίες. Εδώ, ασφαλτόστρωση δρόμων) αγανακτισμένος από την αδικία. Τον έβαλαν στην απομόνωση για να μην το σκάσει για να πάει στην κηδεία της μητέρας του.

 Έκανε τρεις απόπειρες, εντυπωσιακές, που αν και επιτυχημένες αρχικά, το αποτέλεσμα ήταν να τον συλλαμβάνουν μετά από κάποιο διάστημα.  

  Υπάρχουν πολλές ταινίες που δείχνουν την κατάχρηση εξουσίας, που στηλιτεύουν την εξουσία. Αλλά και ταινίες στις οποίες η απόδραση στέφεται με επιτυχία. Ο «Πεταλούδας», βασισμένος σε πραγματική ιστορία, είναι μια τέτοια. Εν μέρει και το «Τραίνο της μεγάλης φυγής». Άλλες δεν μου έρχονται στο μυαλό.

  Παρά το unhappy end είναι μια πολύ καλή ταινία, αξίζει να τη δείτε. Εγώ σίγουρα την είχα ξαναδεί, αλλά που να θυμάμαι.

  Δεν θα γράψω περισσότερα, αλλά μόνο για τη σύμπτωση.

  Χθες διάβασα κάτι για τον Paul Newman στο facebook και το έκανα αμέσως κοινοποίηση στον τοίχο μου. Αντιγράφω ένα κομμάτι.

  During production of "The Color of Money" in 1985, Paul Newman stunned his team with an unexpected decision. After contract negotiations that included luxury accommodations, daily wine deliveries, and private chefs, Newman quietly removed every single perk before filming began. He redirected the funds to a children’s hospital in Chicago, near the filming location. The hospital’s administrators were surprised by a generous anonymous donation that arrived without fanfare. Only much later did they learn the source.

  Τη χειρονομία αυτή την έκανε πολλές φορές ο Νιούμαν. https://www.facebook.com/photo?fbid=122141437958751520&set=a.122100460484751520  

Luis Buñuel, O Σιμών της ερήμου (Simón del Desierto, 1965)

 Luis Buñuel, O Σιμών της ερήμου (Simón del Desierto, 1965)

 


  Μέχρι την Κυριακή στο Ατενέ και μετά στο Στούντιο

  Δεν μπορώ να πω ότι ο Μπουνιουέλ είναι από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες, και μετά την απογοήτευση που ένιωσα βλέποντας τη «Βιριδιάνα» αποφάσισα να δω με μεγάλη επιφύλαξη τον «Σίμωνα της ερήμου». Όμως, είπαμε, μεγάλος σκηνοθέτης ο Μπουνιουέλ, δεν σκοπεύω να τον δω πακέτο, όμως έχω αποφασίσει να βλέπω κάθε επανέκδοση ταινίας του.

  Υπάρχει και ένας άλλος λόγος: Διάβασα και για έναν άλλο στυλίτη στο μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου «Εράν». 

  Τελικά οι φόβοι μου διαψεύστηκαν παταγωδώς. Πρόκειται για ένα ιερόσυλο, με σατιρικό χιούμορ 45λεπτο φιλμ, που το βρήκα ιδιαίτερα απολαυστικό.

  Θα αναφερθώ έμμεσα σε ένα χιουμοριστικό επεισόδιο, λέγοντας ένα ανέκδοτο.

  Έρχεται κάποιος στο χωριό που υποστηρίζει ότι μπορεί και μιλάει με τα ζώα.

  -Αλήθεια; Του λέει ένας. Για να σε δω, μπορείς να μιλήσεις με τα ζώα μου;

  Τον πηγαίνει σπίτι του.

  Βλέπει πρώτα το σκύλο. Ο σκύλος γαβ γαβ.

  -Τι λέει τώρα;

  -Λέει ότι τον κρατάς συνέχεια δεμένο, δεν τον αφήνεις λίγο ελεύθερο, να τρέξει, να χαρεί.

  Μετά βλέπει τη γάτα.

  -Τι λέει η γάτα;

  -Ότι δεν της δίνεις να φάει παρά πολύ λίγο, της λες να κυνηγήσει ποντικούς (ο πατέρας μου αυτός).

  Πλησιάζουν και την κατσίκα. Έντρομος ο χωρικός του λέει:

  -Μην τη πιστεύεις, αυτή μου όρμησε πρώτη.

  Και βέβαια του εμφανίζεται ο Σατανάς, με τη μορφή του πειρασμού, απαράλλαχτα όπως και στον «Τελευταίο πειρασμό» του Καζαντζάκη, ή μάλλον στη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη από τον Σκορτσέζε, με τη διαφορά ότι ο Χριστός είναι πάνω στο σταυρό ενώ ο Σίμων είναι πάνω στο στύλο.

  Αντιστέκεται, αλλά για πόσο;

  Το τέλος είναι όλα τα λεφτά.

  Όμως δεν θα το μαρτυρήσω, σαν τον Ποκοπίκο είμαι τάφος στα μυστικά. Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι είναι παρόμοιο με το τέλος του «Μωρού της Ρόζμαρι» και της «Νύχτας βρυκολάκων» του Πολάνσκι. 

Pedro Almodovar, Matador, 1986

 Pedro Almodovar, Matador, 1986

 


  Από σήμερα στο Ατενέ

  Ο Αλμοδόβαρ είναι από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες, και λυπάμαι που δεν μπορώ να τον δω πακέτο, ουκέτι καιρός. Αλλά βέβαια θα βλέπω κάθε επανέκδοσή του.

  Ο Αλμοδόβαρ (έχω δει πάρα πολλές ταινίες του και ας έχω γράψει για λίγες, από τότε που απόκτησα blog) είναι πιστεύω ο πιο ερωτικός σκηνοθέτης. Και το ερωτικό πάθος το δείχνει σε ακραίες καταστάσεις με αποκλίνοντες χαρακτήρες, όπου και φαίνεται σε όλο του το μεγαλείο.

  Η ταινία τυπικά είναι crime. Έχουμε τέσσερις νεκρούς. Ουσιαστικά όμως είναι ερωτική, παθιασμένα ερωτική.

  Και το πιο μεγάλο ατού της ταινίες, οι ανατροπές. Κάποιες προβλέψιμες, κάποιες όχι.

  Στους αποκλίνοντες ήρωες δείχνεται πιο χαρακτηριστικά το ερωτικό αίσθημα, που μπορεί να φτάσει μέχρι και σε ένα διαστροφικό, ερωτικό πάθος. Τέτοιοι είναι και οι τρεις από τους τέσσερις κεντρικούς χαρακτήρες της ταινίας.

  Θα μπορούσα άραγε να πω περισσότερα χωρίς να κάνω σπόιλερ;

  Αυτό το πρόβλημα έχω με τις επανεκδόσεις, ενώ το σπόιλερ δεν με απασχολεί όταν γράφω για μια ταινία που δεν προβάλλεται στους κινηματογράφους.

  Σας τη συνιστώ ολόθερμα.

  6,9 η βαθμολογία της, εγώ επειδή δεν θέλω να βάλω 8, θα περιοριστώ στο 7. 

Wednesday, July 2, 2025

Μη προτρεχέτω η γλώττα του νοός

 

«Μη προτρεχέτω η γλώττα του νοός».

Μου αρέσουν οι παραφράσεις, όσοι με διαβάζουν το ξέρουν:

«Μη προτρεχέτω η χείρα του νοός».

Την ιδέα για την ανάρτηση μου την έδωσε μια φίλη, που πήγε να γράψει κάτι στο τσατ που κάναμε, το έγραψε λάθος και μετά το έσβησε.

Το chatgpt μου είπε ότι αποδίδεται στον Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο. «Ἡ γλῶσσα σου μὴ προτρεχέτω τοῦ νοός. Θυμοῦ κράτει. Μὴ ἐπιθύμει ἀδύνατα…»


Tuesday, July 1, 2025

Chester Brown, Paying for it

   Chester Brown, Paying for it, Montreal, Drawn & Quarterly 2011, σελ. 292

 


  Ποτέ δεν μου άρεσαν τα κόμικ. Οι μόνες εξαιρέσεις ήταν ο Αστερίξ, ο Ιζνογκούντ, και εν μέρει ο Λούκι Λουκ, πριν χρόνια. Αποφάσισα να διαβάσω το «Πληρώνοντας γι’ αυτό» λόγω του θέματος.

  Ποιο είναι αυτό;

  Το πληρωμένο σεξ.

  Ο Chester, καρτουνίστας, όταν χώρισε με τη φίλη του την Σουγίν Λι, φιλικά (μάλιστα παρέμειναν ως συγκάτοικοι), άρχισε να πηγαίνει σε πόρνες.

  Escort, χρέωναν πανάκριβα, μέχρι και 200 δολλάρια το μισάωρο. Ρώτησα το chatgpt για την ισοτιμία, τα 100 καναδικά δολάρια του 2000 αντιστοιχούσαν με 120-130 ευρώ σήμερα. Outcalls, δηλαδή πήγαινες στο χώρο τους. Που ήταν μπουρδέλο, κλίνοντας ραντεβού. Σε αγγελίες διάβαζε για τα κορίτσια, και σε ιστοσελίδες, όπως το δικό μας bourdela.com, διάβαζε σχόλια πελατών για αυτά. Αναφέρεται στις επισκέψεις του σ’ αυτά, όχι με το όνομα που είχαν στη δουλειά (καμιά δεν είναι σ’ αυτή τη δουλειά με το πραγματικό της όνομα), αλλά με ψευδώνυμο που τους έδινε. Γουρούνι στο σακί, πολλές φορές αυτή που έβλεπε δεν ήταν αυτή που περίμενε, εμφανισιακά. Συχνά τον απογοήτευαν και στο σεξ. Μιλάει για τις συζητήσεις του πάνω στο θέμα με φίλους, οι οποίοι σχολιάζουν επικρίνοντας. Δεν πιστεύει στο ρομαντικό σεξ και στη μόνιμη σχέση, σε αντίθεση με τους φίλους του. Στο τέλος όμως θα αναπτύξει μια «μονογαμική» σχέση με μια πόρνη, που κρατάει χρόνια, σίγουρα μέχρι την έκδοση του βιβλίου. Την πληρώνει, αλλά αυτή έχει παρατήσει τη δουλειά, είναι ο μοναδικός της «πελάτης». Όμως ο Chester δεν μας λέει για τα οικονομικά της, αν έχει βρει κάποια δουλειά, γιατί αποκλείεται να ζούσε με τα λεφτά που της έδινε ως πελάτης.

  Γεννημένος το 1960, άρχισε την μπουρδελόβια ζωή στα 39 του νομίζω, τότε που χώρισε με την Λι.

  Πολλά τα λεφτά είπαμε, πήγαινε κάθε δυο ή τρεις βδομάδες.

  Κάτι μας κρύβει όμως: μια φορά μας λέει ότι σταμάτησε να πηγαίνει για αρκετό διάστημα, γιατί έπρεπε να παραδώσει το καινούριο του κόμικ. Φαίνεται υπάρχουν ακόμη τέτοια συμβόλαια, με dead line, σαν αυτό που διάβασα στις βιογραφίες του Ντοστογιέφσκι. Ε, δεν νομίζω να ήταν μόνο αυτός ο λόγος. Διάβολε, πόση ώρα να του έτρωγε με το αλέ ρετούρ η επίσκεψη, πάνω από δυο ώρες;

  Μετά αυτός αγόρασε σπίτι, και τα outcalls έγιναν incalls, έρχονταν αυτές στο χώρο του.

  Τελικά είδα το πλεονέκτημα των κόμικ. Υπάρχουν μόνο οι διάλογοι, και κάποιες φορές οι σκέψεις, δεν υπάρχουν οι αφηγηματικοί «τάκοι», όπως τους χαρακτηρίζει ο Ουμπέρτο Έκο, της πεζογραφίας, με αποτέλεσμα να διαβάζονται πολύ γρήγορα.

  Αυτές τις σκέψεις έκανα μέχρι που έφτασα στην σελίδα 245. Από τη σελίδα αυτή και μετά τα καρέ γίνονται ελάχιστα, ενώ η σελίδα γεμίζει με κείμενο, που είναι ανεπτυγμένες και συμπληρωμένες θέσεις για την πορνεία που διαβάσαμε σε προηγούμενα καρέ. Μετά τον επίλογο ακολουθούν πολλά παραρτήματα, με τους χαρακτηριστικούς τίτλους: Η νομιμοποίηση της πορνείας (στον Καναδά ήταν ακόμη παράνομη), τα σεξουαλικά δικαιώματα, το σώμα είναι δικό σου, ο αυτοσεβασμός, η βία, human trafficking και σκλάβες του σεξ (o Μπράουν τα ξεχωρίζει), νταβατζηλίκι, ναρκωτικά, γάμος, φόρος (υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να πληρώνουν φόρους οι πόρνες), πεζοδρόμιο, ανδρική πορνεία, δουλεύοντας στο σπίτι, κ.ά.

  Σίγουρα πρόκειται για ένα ενδιαφέρον βιβλίο, που ρίχνει αρκετό φως στα ζητήματα της πορνείας. Υπάρχει στο Amazon, μπορείτε να το παραγγείλετε.

  Και ένα τελευταίο:

  Είπαμε ότι ο Μπράουν χώρισε φιλικά με τη Λι. Και παρέμειναν φίλοι, και μάλιστα μετά το χωρισμό τους συγκατοικούσαν για καιρό. Τόσο φίλοι, ώστε το 2024 η Λι γύρισε ταινία το κόμικ του με τον ίδιο τίτλο.