Γιάννης Ξανθούλης, Η εποχή των καφέδων
Διαβάζω, τ. 325
Η "Εποχή των καφέδων" (Καστανιώτης 92) είναι το όγδοο και
τελευταίο μέχρι στιγμής μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη.
Όμως ποια είναι αυτή η εποχή των καφέδων; μας το λέει ο ίδιος
κάπου στο τέλος του έργου:
"Έτσι και μεσιάσει η ζωή και τελειώσουν οι ψευτιές κι οι
παραπανίσιες κουβέντες, έρχεται η εποχή των καφέδων. Πικροί,
γλυκεροί, νερομπούλια, όλων των ειδών οι καφέδες
ταιριάζουν σ' αυτή την εποχή. Τότε ο άνθρωπος θέλει να
μαζευτεί στο καβούκι του, να κλείσει τις ιστορίες που άφησε
λειψές...Κι ο καφές βοηθά".
Όλοι οι ήρωες μέχρι τώρα του Ξανθούλη είχαν την ηλικία που
είχε και ο συγγραφέας την εποχή που τοποθετεί τη δράση τους.
Και τη δράση αυτή την τοποθετούσε πάντα σε ένα περισσότερο ή
λιγότερο απόμακρο παρελθόν. Αρχικά στην παιδική και εφηβική
τους ηλικία, από το "Χάρτινο Σεπτέμβρη στην καρδιά μας" οι
ήρωές του άρχισαν να ενηλικιώνονται. Εδώ όμως, για πρώτη φορά η
ιστορία τοποθετείται στον ίδιο χρόνο με την αφήγησή της και ο
αφηγητής είναι σαρανταπεντάρης, όπως και οι Ξανθούλης.
Παραθερίζει με τη γυναίκα του και τις δυο κόρες του κάπου
στο Σχοινιά, πίνοντας τους καφέδες τους συντροφιά με ένα άλλο
ζευγάρι, και ένα γιατρό με το φίλο του, που τα εξοχικά τους
είναι δίπλα δίπλα. Η ιστορία που άφησε λειψή, και που αποτελεί
τον ιστό όπου υφαίνεται ένα στοιχειώδες σασπένς, είναι η δι
αλληλογραφίας σχέση του, όταν ήταν μικρός, με έναν
ερυθροσταυρίτη, τον Ερμή Παπαδόπουλο. Η αλληλογραφία κάποτε
σταμάτησε απότομα από τη μεριά του Ερμή. Ο αφηγητής, μετά από
τριάντα και χρόνια, στη μοναξιά του εξοχικού του με τους
μοναχικούς γείτονές του, θα τον ξαναθυμηθεί και θα επιδιώξει
να τον ξαναβρεί. Για το σκοπό αυτό ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη
και σε άλλα μέρη, για να επικοινωνήσει τελικά με την αδελφή
του, η οποία θα τον πληροφορήσει ότι το ευφάνταστο εκείνο
παιδί που ζούσε πλάθοντας ιστορίες και μέσα απ' αυτές τις
ιστορίες, πέθανε από περιτονίτιδα εκείνη την εποχή, και γι αυτό
διέκοψε την αλληλογραφία τους.
Στο φόντο της αναζήτησης αυτής, ο Ξανθούλης θα παρουσιάσει
πάλι πορτρέτα ταλαιπωρημένων, άρρωστων και μοναξιασμένων
ανθρώπων. Ο αφηγητής υποφέρει από έλκος και ξαφνικές
λιποθυμίες. Η Όλγα η γυναίκα του έχει τον πατέρα της
ετοιμοθάνατο. Η Σοφία περιφέρει στο καροτσάκι του τον
Οδυσσέα, τον καρκινοπαθή άντρα της. Και ο Δημήτρης ο γιατρός,
ομοφυλόφιλος, ζει την ερωτική αβεβαιότητα της ομοφυλόφιλης
σχέσης του, και στη συνέχεια τον σπαραγμό της εγκατάλειψης. Ο
Ξανθούλης θα προσθέσει στη συλλογή αυτή, στο τέλος του έργου,
και το πορτρέτο μιας σαλεμένης γυναίκας, φίλης του αφηγητή
στα φοιτητικά του χρόνια.
Αν ο Ξανθούλης θέλει να προκαλέσει τον "έλεό" μας για αυτά
τα άτομα, φοβάμαι ότι κάποια στοιχεία και επεισόδια στο έργο
υπονομεύουν την πρόθεσή του. Ένα τέτοιο είναι το επεισόδιο της
άγριας εκδίκησης με πετροβολητό από την παραλία τους, ενός
ζευγαριού τη στιγμή που κάνουν έρωτα. Ακόμη, αυτή η αγωνία και
η συντριβή της Όλγας για τον ετοιμοθάνατο πατέρα της, τον
οποίο έχει εγκαταλείψει στα χέρια τριών γυναικών από την
Αιθιοπία για να κάνει τις διακοπές της, έστω και αν πηγαίνει
και τον βλέπει ένα δίωρο κάθε βράδυ, δεν πείθει τον μέσο
αναγνώστη που, αν βρισκόταν στην ίδια θέση, δεν θα είχε την
πολυτέλεια ούτε μιας Φιλιππινέζας. Έτσι, φοβούμαι, υπάρχει μια
διάσταση στο μήνυμα του συγγραφέα και στην αποκωδικοποίησή
του από τον αναγνώστη.
Ενώ το έργο είναι, (αν ερμηνεύουμε σωστά την πρόθεσή του)
ένα λογοτεχνικό δοκίμιο πάνω στον ανθρώπινο πόνο και στην
ανθρώπινη μοναξιά, ο αναγνώστης, αποδομώντας σχετικά εύκολα το
κείμενο, αναγνωρίζει προβλήματα υπαρξιακά, υγείας κλπ. μιας
εύπορης τάξης που έχει την οικονομική δυνατότητα να τα
χρυσώνει. Μιας τάξης σκληρής όταν της παραβιάζουν την privacy
(λέξη κατά τον Vernon Eliot αμετάφραστη στα ελληνικά), και που
θέλει να ικανοποιεί κάθε της παρόρμηση, σαν παραχαϊδεμένο
παιδί, εδώ και τώρα (ο αφηγητής παρατάει στο εξοχικό τους τη
γυναίκα του την επομένη του θανάτου του πατέρα της για να
ψάξει για τον Ερμή, ενώ τριάντα τόσα χρόνια δεν είχε
ενδιαφερθεί για την τύχη του).
Έτσι, οποιαδήποτε απόφανση για το βιβλίο, αν είναι καλό και
πόσο, πρέπει να λάβει υπόψη της και τον αναγνώστη. Οι
αναγνώστες της τάξης των ηρώων (εύποροι μικροαστοί) μπορούν
να το βρουν πολύ καλό. Αναγνώστες όμως ενός κατώτερου θεού
ίσως το βρουν ανάξιο της ωριμότητας που επέδειξε ο συγγραφέας
στα τελευταία του έργα, το "Πεθαμένο λικέρ", το "Καλοκαίρι που
χάθηκε στο χειμώνα" και "Το ροζ που δεν ξέχασα".
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment