Πιέρ Σιτρόν, Μπέλα Μπάρτοκ (μετ. Γιάννης Βασιλειάδης), Αιγόκερως 2007, σελ. 249
Κονσέρτο Νο 3 για πιάνο και ορχήστρα
1. Allegretto
2. Adagio religioso
3. Allegro vivace
Πολλά έργα μουσικής (όπως και λογοτεχνίας εξάλλου, καθώς και θεατρικά και κινηματογραφικά έργα) μας αρέσουν, όμως αυτά που μας αρέσουν ιδιαίτερα μετρώνται στα δάκτυλα των χεριών μας, και ίσως μόνο του ενός χεριού. Ένα από αυτά τα έργα για μένα είναι και το τρίτο κονσέρτο για πιάνο του Μπέλα Μπάρτοκ.
Θυμάμαι, νιόπαντρος, που πήγαμε να ακούσουμε μια εκδήλωση για τον Μπάρτοκ, μια παρουσίαση του έργου του. Ήταν στο κτίριο της πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ. Έκανε φοβερό κρύο. Αλλά δεν θα έχανα με τίποτα μια τέτοια εκδήλωση. Άλλοι όμως φαν του Μπάρτοκ δεν είχαν την ίδια διάθεση. Ήμασταν τρεις όλοι κι όλοι οι ακροατές. Όμως η εκδήλωση έγινε κανονικά.
Με τέτοια αγάπη για τον Μπάρτοκ δεν ήταν δυνατόν να μην αγοράσω τη βιογραφία του, όταν έπεσε το μάτι μου πάνω της, σε κάποιο ράφι ενός βιβλιοπωλείου. Δεν ξέρω αν υπάρχουν μεταφρασμένες στα ελληνικά άλλες βιογραφίες του Μπάρτοκ, πάντως αυτήν του Πίτερ Σίστρον τη βρήκα εξαιρετική. Και, όπως μπορώ να υποθέσω, πρώτα έγινε η μετάφραση, από έναν λάτρη του Μπάρτοκ όπως ο Βασιλειάδης, και μετά βρέθηκε ο εκδότης.
Το έργο αυτό έχει ένα χαρακτηριστικό που είναι ταυτόχρονα πλεονέκτημα και μειονέκτημα: πλεονέκτημα για τους μουσικούς, μειονέκτημα για τους απλούς λάτρεις της μουσικής. Είναι φορτωμένο με μουσικούς όρους, και πολλά παραδείγματα σε πεντάγραμμο, πράγμα που οι μουσικοί θα βρουν εξαιρετικά χρήσιμο, για μας τους απλούς λάτρεις όμως είναι ένας ακαταλαβίστικος σκόπελος.
Που όμως δεν ενοχλεί. Καταλαβαίνουμε τη σκοπιμότητά του. Εξάλλου μέσα στις τεχνικές λεπτομέρειες υπάρχουν και πράγματα που μας είναι κατανοητά.
Εγώ δεν είμαι μουσικός. Από νότες ξέρω λίγα πράγματα. Πρωτοετής φοιτητής, ενθουσιασμένος που από το χωριό μου βρέθηκα στην πρωτεύουσα με τις τόσες ευκαιρίες μόρφωσης, πήγα αμέσως να κάνω μαθήματα πιάνου. Ένας μήνας ήταν αρκετός για να καταλάβω ότι δεν θα γινόμουν ποτέ Αρθούρος Ρουμπιστάιν και τα παράτησα. Έκανα όμως για ένα τρίμηνο μαθήματα σολφέζ με μια σοπράνο, την Δόμνα Αλεξάκη, καλή της ώρα όπου κι αν βρίσκεται. Αυτά τα μαθήματα με βοήθησαν ώστε να μη μου είναι τα πάντα ακατανόητα σε ένα κείμενο για τη μουσική με τεχνικούς όρους. Και ο φίλος μου ο Θόδωρας διαπίστωσε ότι μετά από αυτά τα μαθήματα είχα πάψει να τραγουδώ φάλτσα.
Όμως ας γυρίσουμε στο βιβλίο. Όχι για να το κρίνουμε-είναι εξαιρετικό, το είπαμε ήδη-αλλά για να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα που δίνουν ανάγλυφα το πορτραίτο του Μπέλα Μπάρτοκ.
Ο Νίτσε είχε γράψει «δώστε μου τρία αποσπάσματα από κάποιον αρχαίο φιλόσοφο, κι εγώ θα σας ανασυστήσω την προσωπικότητά του» (δεν είναι ακριβώς τα λόγια του, αυτό όμως είναι το νόημά τους). Εγώ εδώ θα δώσω περισσότερα αποσπάσματα.
«Γνωρίζει ήδη τα αγγλικά και τα γερμανικά. Θα μάθει τα γαλλικά και κάτι παραπάνω από στοιχειώδη ιταλικά, ισπανικά, ρουμάνικα, σλοβάκικα, αρκετά τουρκικά και αραβικά για να καταλαβαίνει τα τραγούδια που θα μεταγράψει. Γεννημένος σε μια μικρή αγροτική κωμόπολη, αγαπάει τους περιπάτους στη φύση όπως ο Μπετόβεν» (σελ. 30).
«Θα δηλώσει αργότερα: Οι πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου είναι αυτές που πέρασα στα χωριά, μαζί με τους χωρικούς» (σελ. 47) και «…τα πιο φολκλορικά έργου του Μπάρτοκ της ωριμότητας είναι έργα που πλημμυρίζουν από ευτυχία» (σελ. 197).
«Αν η μουσική του τελευταίου Μπετόβεν και του Μπάρτοκ είναι ωραίες, δεν είναι γιατί επιζητούν να τέρπουν το αυτί, αλλά γιατί εκφράζουν χωρίς να επιζητούν να τέρπουν το αυτί, μια εσωτερική ένταση οραματιστή» (σελ. 55).
«…κάνει μια διαθήκη απαγορεύοντας ιδιαίτερα να δοθεί το όνομά του σε οποιαδήποτε οδό ή πλατεία της πατρίδας του, εφόσον μια άλλη θα έχει το όνομα του Χίτλερ ή του Μουσολίνι…» (σελ. 186). Αυτό πριν φύγει για την Αμερική, το 1939. Και δεν ήταν εβραίος.
«Κατηγόρησαν σχεδόν την Αμερική ότι δολοφόνησε τον Μπάρτοκ, ή ότι τον άφησε να πεθάνει της πείνας. Είναι αλήθεια πως η στενοχώρια, η κακή διατροφή, η αγωνία, επιδείνωσαν την αρρώστια και επιτάχυναν τα αποτελέσματά της. Γι’ αυτό, στην αρχή, διευθυντές ορχήστρας, κριτικοί και αμερικανικό κοινό, είναι όλοι τους υπεύθυνοι. Ύστερα όμως οι αμερικανοί μουσικοί έκαναν ό,τι μπορούσαν και θα έκαναν ακόμη περισσότερα, αν δεν τους το είχε απαγορεύσει ο ίδιος» (σελ. 194). Του έδιναν για παράδειγμα χρήματα για βοήθεια, τάχα ως δικαιώματα από τις εκτελέσεις ή τις εκδόσεις των έργων του. Όταν το καταλάβαινε τα έστελνε πίσω. Πολύ παλιά είχα διαβάσει ότι πέθανε από πείνα. Εδώ διαβάζω ότι προσβλήθηκε από λευχαιμία, σίγουρα όμως εξ αιτίας των κακών συνθηκών ζωής.
«Ο Μπάρτοκ (1981-1945) πέθανε αποφασιστικά άθεος και η μόνη του πίστη, η πραγματική και βαθιά παρά το γεγονός ότι πέρασε μια περίοδο κλονισμού, παρέμεινε ένας μυστικισμός δίχως Θεό, που βασίζεται στον άνθρωπο και στο μέλλον του» (σελ. 208). Μυστικισμός δίχως Θεό λοιπόν. Δεν είναι τυχαίο το ότι το δεύτερο μέρος από το τρίτο κονσέρτο για πιάνο το ονόμασε «αντάτζιο ρελιτζιόζο».
Αλήθεια, τι γνώμη έχει ο Πιέρ Σιτρόν γι’ αυτό το κονσέρτο;
«Το τρίτο κονσέρτο είναι απλά μια διαθήκη ειρήνης, εν μέρει εκτός χρόνου, ακόμη και σχεδόν και έξω από το έργο του δημιουργού του. Όταν το ακούει κανείς μετά από τα αριστουργήματά του φαίνεται άχρωμο και άνισο, ιδίως στα ακραία μέρη του. Χωρίς αμφιβολία, το καλύτερο μέρος του έργου είναι το ενδιάμεσο αντάτζιο ρελιτζιόζο, με το τόσο θαυμάσια απλό κοράλ του» (σελ. 207).
Υποκλίνομαι στους ειδικούς, αλλά δεν θα αφήσω ποτέ να μου επιβάλλουν τι πρέπει να μου αρέσει. Ας είναι άχρωμο και άνισο (ίσως άλλοι, εξίσου ειδικοί μ’ αυτόν, να έχουν άλλη γνώμη), εμένα όμως είναι από τα πιο αγαπημένα μου έργα.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment