Το «Ω, ήλιε» είναι η
πρώτη ταινία του Μαυριτανού Med Hondo,
και αυτή η οποία είχε τη μεγαλύτερη απήχηση. Σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφική,
αναφέρεται στις δυσκολίες των μαύρων που έρχονται από τις πρώην αποικίες στη
μητρόπολη για να βρουν μια δουλειά της προκοπής καθώς και τον ρατσισμό που
αντιμετωπίζουν από τους ντόπιους. Μου θύμισε αρκετά την ταινία του Jean Rouch «Ανθρώπινη πυραμίδα»,
με τους μεγάλους διαλόγους στους οποίους εκτίθενται τα θέματα της ταινίας. Όμως
είναι και σε μεγάλο βαθμό διαφορετική. Η ταινία του Ρους είναι ethnofiction. Η ταινία του Hondo πάλι έχει γκονταρικά
στοιχεία του νέου κύματος, με σουρεαλιστικές εικόνες και επεισόδια που
λειτουργούν συχνά συμβολικά. Τέτοιο είναι το δεύτερο επεισόδιο της ταινίας,
όπου βλέπουμε τους μαύρους, καθοδηγούμενοι από δυο μαύρους στρατιώτες, να
κατευθύνονται στο βάθρο ενός αγάλματος που όμως πάνω του βρίσκεται ένας
ζωντανός λευκός αξιωματικός. Φέρουν μεγάλους σιδερένιους σταυρούς. Όταν φτάνουν
κοντά του τους γυρνάνε ανάποδα, και οι σταυροί μετατρέπονται σε σπαθιά. Αλληλοεξοντώνονται. Οι δυο μαύροι στρατιώτες,
επί κεφαλής της κάθε ομάδας, περιμένουν να εισπράξουν την αμοιβή τους.
Αμ δε! Πρέπει να αγωνιστούν και μεταξύ τους.
Ο ένας πέφτει. Ο λευκός βάζει στην τσέπη του πουκαμίσου του άλλου
ένα χαρτονόμισμα. Όμως κι αυτός σωριάζεται κάτω. Σκύβει και του το παίρνει, και
το βάζει πίσω στο πορτοφόλι του.
Και η πρώτη σκηνή;
Είναι η σκηνή μιας μαζικής βάπτισης.
Τι ώθησε τους μαύρους αυτούς να ασπαστούν τον χριστιανισμό;
Δεν μας λέγεται.
Στην ταινία όμως Ceddo του Ousmane Sembène, όπου μαζικά οι μαύροι ενός χωριού ασπάζονται
τον μουσουλμανισμό, μας λέγεται: Οι άραβες κατακτητές έχουν κάψει το
χωριό τους, και το να ασπαστούν τον μουσουλμανισμό ήταν η μόνη επιλογή που
είχαν για να μην τους σκοτώσουν.
Ο ήρωας της ταινίας στο τέλος παθαίνει νευρική κρίση. Φεύγει
από το σπίτι και κατευθύνεται στο δάσος. Μια οικογένεια λευκών τον προσκαλεί
στο τραπέζι. Τα παιδιά, μεγαλωμένα με τις αρχές της αντιαυταρχικής εκπαίδευσης
του Σάμερχιλ κάνουν διάφορα τρελά, όπως το να ανεβαίνουν στο τραπέζι και να
σκορπίζουν πέρα δώθε τα φαγητά. Οι γονείς δεν επεμβαίνουν. Ο ήρωάς μας φεύγει.
Ακουστικές παραισθήσεις τον ακολουθούν, μαζί με τις οπτικές. Στο τέλος
σωριάζεται κάτω εξαντλημένος.
Μα είναι τέλος αυτό για ταινία;
Φυσικά δεν είναι, γι’ αυτό αντί για τη λέξη «τέλος»
διαβάζουμε a suivre.
Συνεχίζεται.
No comments:
Post a Comment