Τα κάλαντα
Δεν είμαι από αυτούς
που κλείνουν την πόρτα τους στα παιδιά που λένε τα κάλαντα. Ένας βασικός λόγος
είναι ότι και εγώ πιτσιρικάς πήγαινα και τα έλεγα.
Όχι απόλυτα. Κλείνω
την εξώπορτα την παραμονή το βράδυ.
Ο λόγος;
Αυτό έγινε πριν δέκα
τόσα χρόνια
Κάποιοι πιτσιρικάδες
ξεκίνησαν αξημέρωτα για το μεροκάματο. Είχα κοιμηθεί κατά τις δυο, και στις έξι
να ’σου το κουδούνι. Αγουροξυπνημένος είπα να τους διαολοστείλω αλλά είπα άσε,
άγιες μέρες είναι. Από τότε κάθε παραμονή της παραμονής που τα παιδιά λένε τα
κάλαντα, πριν πέσω να κοιμηθώ κλείνω την εξώπορτα. Την ανοίγω το πρωί μόλις
σηκωθώ.
Χθες είχαμε πάει με
το φίλο μου το Γιώργο τον Παπαδάκη στον φίλο μας τον Μιχάλη τον Κωστάκη για
πρέφα. Όταν γύρισα έκανα το λάθος να μην πέσω αμέσως να κοιμηθώ όπως είχα
σκεφτεί αρχικά να κάνω παρόλο που ήταν περασμένες δώδεκα, αλλά άνοιξα τον
υπολογιστή. Και έγινε αυτό που φοβόμουν: κόλλησα. Κοιμήθηκα κατά τις 2.30.
Ξύπνησα στις 8.30,
παραμονή Χριστουγέννων 2015 (Μα μανία αυτό το word, να μου υπογραμμίζει λάθος τη λέξη
Χριστούγεννα όταν την γράφω με μικρό, για να με αναγκάσει έμμεσα να τη γράφω με
κεφαλαίο). Σε λίγο κτυπάει το κουδούνι. Είναι ένας πιτσιρικάς. –Να τα πω; -Να
τα πεις.
Είναι λαχανιασμένος. Η φωνή του κόβεται συχνά.
Χάνει λέξεις. Κάποια στιγμή σταματάει:
-Να τα πω από την αρχή γιατί ξέχασα κάτι. Και ξαναρχίζει
ακόμη πιο λαχανιασμένος.
Του λέω «και του
χρόνου» και του δίνω την αμοιβή του. Και τον συμβουλεύω. –Κι εγώ όταν ήμουν
μικρός… για να καταλήξω με τη συμβουλή: -σταμάτα λίγο, ξεκουράσου πριν πας στο επόμενο
σπίτι. –Όχι, μου λέει, πρέπει να μαζέψω αρκετά για να αγοράσω μια μπάλα.
-Κι εγώ όταν ήμουν
μικρός έλεγα τα κάλαντα… του λέω.
Όμως δεν μάζευα λεφτά
για να πάρω μπάλα, αλλά για να παίξω κουμάρι στην Αγιά Τριάδα (Ναι, είχαμε
ποιήσει την αυλή της εκκλησίας όχι οίκον εμπορίου αλλά καζίνο. Ίσως γι’ αυτό
δεν εμφανίστηκε ο Χριστός).
Αυτό δεν του το
είπα. Αυτό που του είπα, όχι ακριβώς όπως θα το πω σε σας, είναι το παρακάτω:
Πήγαινα σε κάποια
από τις τελευταίες τάξεις του δημοτικού. Είχα γυρίσει πολλά σπίτια λέγοντας τα
κάλαντα, είχα κουραστεί. Άφησα τελευταία τη συγχωρεμένη την Καλλιόπη την
Καρπαθάκη που το σπίτι της είναι απέναντι από το δικό μας.
-Να τα πω;
-Και βέβαια να τα
πεις.
Αρχίζω κι εγώ «Καλήν
ημέραν άρχοντες…». Όμως η φωνή μου είχε κλείσει, τραγουδούσα λαχανιασμένος, και
όσο ένιωθα το λαχάνιασμά μου τόσο αυτό δυνάμωνε.
Με λυπήθηκε η
Καλλιόπη και μου λέει γρήγορα γρήγορα: -Και του χρόνου· και μου δίνει το φιλοδώρημα.
Είναι από τις
ελάχιστες φορές στη ζωή μου που ένιωσα τέτοια ντροπή.
No comments:
Post a Comment