Philip
Roth (1933 - 2018 )
Philip Roth, Η νόσος του Πορτνόι,
Το βυζί, Η ταπείνωση.
Φίλιπ Ροθ, Η νόσος του Πορτνόι, Γράμματα 1980,
σελ. 268
Ναι,
τόσο παλιό, από το 1980, σε πολυτονικό. Το βρήκα στις προσφορές, τρία ευρώ, το
αγόρασα. Προφανώς δεν είχε την τύχη της «Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι» του
Κούντερα, με τον επίσης σεξομανή ήρωα. Όμως είναι πράγματι ένα πολύ καλό
βιβλίο, όπου ο ήρωας αυτοαναλύεται με οξυδέρκεια και χιούμορ. Δικαίως είχε την
επιτυχία που γνώρισε στην Αμερική.
Θα
ήθελα να θέσω εδώ ένα επιστημολογικό πρόβλημα, για τα όρια της συγκριτικής
λογοτεχνίας (comparative literature, πολλοί
μεταφράζουν συγκριτική γραμματολογία). Τα όρια αυτά είναι τα όρια της
ανθρώπινης ζωής, για να μην αναφερθώ στα όρια των δυνατοτήτων του ανθρώπινου
εγκεφάλου: Δεν μπορείς να διαβάσεις όλα τα βιβλία που έχουν γραφεί, ώστε να
αποφασίσεις τελεσίδικα για επιδράσεις ή για πρωτοτυπία.
Τα
γράφω αυτά, γιατί πριν λίγες μέρες έγραψα τη βιβλιοκριτική για την βιογραφία
του ηθοποιού Jean Wilder, πολύ γνωστού σε
μας τους παλιότερους, που έχει τον τίτλο Kiss me like a stranger. Την διάβασα σαν «αναγνώστης» από το αγγλικό πρωτότυπο, για να
εισηγηθώ στον εκδότη μου, τον Αλέξανδρο Δεσύλλα (εκδόσεις ΑΛΔΕ). Εισηγήθηκα
θερμά την έκδοσή του. Μια και διάβασα όμως το βιβλίο, έγραψα τη βιβλιοκριτική
για να την έχω έτοιμη όταν θα εκδοθεί στα ελληνικά. Εκεί ο Wilder έχει ως αποδέκτη
της αυτοβιογραφικής του αφήγησης τον ψυχίατρό του. Νόμιζα ότι ήταν δικό του
εύρημα. Τελικά βλέπω ότι είχε προηγηθεί ο Roth, που κι αυτός έχει ως αποδέκτη της αφήγησης
του ήρωά του τον ψυχίατρό του. Του απευθύνεται κάμποσες φορές μέσα στο κείμενο,
και μια φορά με το όνομά του: Δόκτορ Σπηλφόγκελ. Με τέτοια επιτυχία που είχε το
βιβλίο, το θεωρώ απίθανο να μην το είχε διαβάσει ο Wilder (παρεμπιπτόντως, κι
αυτός Εβραίος, και αυτός χιουμορίστας στην αφήγησή του, αν και στην περίπτωσή
του αυτό είναι λίγο πολύ αναμενόμενο, μια και είναι κωμικός).
Η πλοκή, αναπόφευκτα, είναι αρκετά χαλαρή, καθώς
η αφήγηση έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ελεύθερου συνειρμού που χαρακτηρίζει
το λόγο ενός ασθενούς όταν μιλάει στον ψυχαναλυτή του. Όμως, έστω και ως
μεμονωμένα επεισόδια, διαβάζονται με μεγάλο ενδιαφέρον, σαν μίνι αυτοβιογραφικά
αφηγήματα με συνοδευτικά σχόλια αυτοανάλυσης (Η Κάρεν Χόρνεϋ έγραψε ένα βιβλίο
με αυτό τον τίτλο, «Αυτοανάλυση». Αφού το διάβασα και αυτοαναλύθηκα επαρκώς το
έδωσα σε ένα φίλο μου).
Ένα
άλλο πρόβλημα που έχω διαβάζοντας μυθιστορήματα είναι ότι, σαν λάτρης του
πραγματικού στην αφήγηση, τα θεωρώ a
priori
αυτοβιογραφικά, μέχρις διαψεύσεως ή αποδείξεως του εναντίον. Αυτό είναι λάθος, πράγμα
όμως που δεν αναιρεί το γεγονός ότι κάθε συγγραφέας, σε κάθε του έργο,
περισσότερο ή λιγότερο αυτοβιογραφείται. Μπορεί να μην πρόκειται για μια τυπική
αυτοβιογραφία του συγγραφέα, αλλά σίγουρα ο Ροθ θεωρεί την βιογραφία του ήρωά
του, ως αναφορά την παιδική του ηλικία (συγνώμη, όσον αφορά ήθελα να πω, μου το
κόλλησαν οι μαθητές μου από τις εκθέσεις τους), ως μια παραλλαγή ενός μέσου
όρου βιογραφίας των Εβραιόπουλων, τουλάχιστον της Αμερικής, που θα μπορούσε να περιγραφεί
γενικά με τις φράσεις: υπερπροστατευτικές μανάδες, ενοχικά παιδιά.
Η
αθέατη παρουσία του Φρόιντ γίνεται κάποια στιγμή ορατή, το πρόβλημα που
ταλανίζει τον ήρωά μας επί τέλους θα ονοματισθεί, οιδιπόδειο σύμπλεγμα, ενώ,
όπως και στο έργο του Κούντερα, θα γίνει αναφορά στο σοφόκλειο έργο με το
σχόλιο ότι «είναι το πιο φρικιαστικό και σοβαρό
έργο στην ιστορία της λογοτεχνίας» (σελ. 261).
Μια
κειμενογλωσσολογική ανάλυση του έργου θα αποκάλυπτε πόσες φορές απαντάται σ’
αυτό η λέξη «μουνί» και οι συγγενικές της λέξεις. Βέβαια απλώς θα ήταν μια
επιστημονική διαπίστωση αυτού που ο αναγνώστης έχει ήδη συνειδητοποιήσει
επαρκώς, ότι ο ήρωας του έργου έχει μια εμμονή με το σεξ, που η πιο πρώιμη εκδήλωσή
του είναι ο αυνανισμός. Με έκπληξη διαπιστώνουμε ότι είναι ελάχιστα
αγοραφοβικός, αφού δεν διστάζει να αυνανιστεί ακόμα και στο κουπέ ενός τραίνου.
Στην εποχή του Διογένη δεν υπήρχαν τραίνα, γι’ αυτό μια φορά αυνανίστηκε
δημόσια στην αγορά. Απολογούμενος για την πράξη του είπε «Μακάρι και με το
τρίψιμο της κοιλιάς μας να ικανοποιούσαμε την πείνα μας».
Όμως
ας παραθέσουμε και ας σχολιάσουμε κάποια αποσπάσματα από το έργο.
Διαβάζουμε: «Στη μέση του μαθήματος σήκωνα το χέρι για να βγω έξω,
όρμαγα στο διάδρομο, έτρεχα σαν αστραπή στις τουαλέτες και με δέκα δεκαπέντε
ανεβοκατεβάσματα του καρπού τέλειωνα στα όρθια στα ουρητήρια» (σελ. 22-23).
Έκανα
τη σκέψη να διαβάσω λέει αυτό το απόσπασμα στους μαθητές μου, σε ένα τμήμα όπου
κάμποσα αγόρια φαίνεται να έχουν συχνουρία, σαν να πάσχουν από νεανικό προστάτη
(πηγαίνουν στην τουαλέτα και μετά, καθώς χάνονται στους δαιδαλώδεις διαδρόμους
του σχολείου, αργούν να επιστρέψουν). Ίσως έτσι να τους αποθάρρυνα από το να
σηκώνουν τόσο συχνά το χέρι τους να πάνε τουαλέτα. Φυσικά απλώς μια σκέψη
έκανα…
Διαβάζουμε:
«Τα
λόγια που είναι χαραγμένα πάνω σε κάθε εβραίικη δεκάρα –πάνω στο κορμί
κάθε μικρού Εβραίου- δεν είναι ΕΛΠΙΣ ΜΑΣ
Ο ΘΕΟΣ αλλά ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΘΑ ΓΙΝΕΙΣ ΚΙ ΕΣΥ ΓΟΝΙΟΣ ΚΑΙ ΘΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ» (σελ. 110).
Αν
διάβαζα το απόσπασμα αυτό το 1980, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, θα συμμεριζόμουν
την αγανάκτησή του. Όμως στην ηλικία που ο Ροθ έγραψε το βιβλίο απόκτησα το γιο
μου, και τότε κατάλαβα τη μάνα μου, που μου έλεγε σχεδόν πανομοιότυπα τη φράση:
όταν θα γίνεις κι εσύ γονιός θα καταλάβεις. Πράγματι κατάλαβα.
Και
ένα δείγμα του χιούμορ του Ροθ: «Τι απαίσια ανακάλυψη – οι γονιοί μου, που
έχουν πάντα άδικο, να έχουν δίκιο!» (σελ. 177).
Δεν
ξέρω αν ισχύει πάντα, και σε ποιο βαθμό, αλλά μια και έχει χιλιοειπωθεί, ας το
αντιγράψω: «Αυτοί οι άντρες όταν αγαπάνε δε νιώθουν πόθο, κι όταν νιώθουν πόθο,
δεν μπορούν ν’ αγαπήσουν» (σελ. 182).
Στις
μεταφορές, φωτίζουμε το άγνωστο με το γνωστό. Διαβάζουμε: «γλυκιά σαν την
Νατάσα στο Πόλεμος και Ειρήνη!» (σελ.
234). Είναι ΤΟ κορυφαίο έργο, όποιοι δεν το έχουν διαβάσει πρέπει να το
διαβάσουν.
Θα
τελειώσω επαναλαμβάνοντας: όσοι δεν έχετε διαβάσει το «Πόλεμος και Ειρήνη» να
το διαβάσετε.
Philip Roth, Το βυζί, Γράμματα
1984, σελ. 99
Το
διάβασα πρόσφατα, αλλά δεν θυμάμαι ποιος το έγραψε: Κατά την γνώμη του, αυτού
του κάποιου που δεν θυμάμαι πώς τον λένε, ο Ροθ είναι ο καλύτερος εν ζωή
συγγραφέας. Έτσι, και για κάποιους άλλους, συμπτωματικούς λόγους, αποφάσισα να
διαβάσω κάτι δικό του για να σχηματίσω μια άποψη. Το «Βυζί» μου ήταν πρόχειρο,
και έτσι αποφάσισα να το διαβάσω. Μετά ανακάλυψα ότι έχω και τη «Νόσο του
πορτνόι», που όπως διάβασα, τον έκανε ευρύτατα γνωστό. Το διαβάζω τώρα, σε μια
αντίστροφη χρονολογική σειρά, αν και θα προτιμούσα το αντίθετο: Το βυζί
εκδόθηκε το 1972 και η νόσος το 1969. Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1931.
Θα
μπορούσα να τελειώσω την νόσο και να γράψω πρώτα γι αυτήν, αλλά είπα να γράφω
τώρα για το βυζί, που είναι πρόσφατες οι εντυπώσεις μου. Εξάλλου βλέπω ότι και
τα δυο έργα έχουν αρκετές ομοιότητες.
Δεν
χρειάστηκε να φτάσω στο σημείο που μιλάει για την «Μεταμόρφωση» του Κάφκα για
να καταλάβω ότι από εκεί είναι εμπνευσμένο το έργο. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι
η «Μεταμόρφωση» βρίσκεται εκείθεν του φανταστικού, ενώ το «Βυζί» εντεύθεν. Κατά
τα άλλα και ο ήρωας του Ροθ ξυπνάει ένα πρωί για να διαπιστώσει ότι έχει
μεταμορφωθεί σε ένα βυζί. Ένα βυζί με ακόρεστη σεξουαλική όρεξη. Ο ήρωας όμως
έχει συνείδηση ότι μια τέτοια μεταμόρφωση είναι στην πραγματικότητα αδύνατη,
και γι αυτό, προς το τέλος του βιβλίου, διαπληκτίζεται με τον πατέρα του και
τον γιατρό του που επιμένουν ότι είναι πράγματι βυζί. Αυτός υποστηρίζει αρχικά
ότι ονειρεύεται, και αργότερα ότι έχει τρελαθεί. Συμμεριζόμαστε την αντίληψή
του, και αυτό είναι που τοποθετεί το βιβλίο εντεύθεν, στην από δω μεριά του
φανταστικού.
Ο αφηγητής
έγινε βυζί το 1971: μια σπάνια περίπτωση που χρόνος της ιστορίας, χρόνος της
αφήγησης, χρόνος της συγγραφής και χρόνος της έκδοσης ταυτίζονται. Μετά την
επιτυχία της νόσου ο εκδότης το εξέδωσε μάλλον την επομένη που πήρε το
χειρόγραφο.
Η
λέξη-κλειδί, ή μάλλον η φράση κλειδί στο βιβλίο είναι η «σεξουαλική λύσσα»
(σελ.27). Ο ήρωας, αφού ανακαλύπτει ότι έχει μεταμορφωθεί σε βυζί, είναι
σεξουαλικά ακόρεστος. Η φίλη του η Κλαίρη (δίνει το όνομα της συντρόφου του και
αργότερα γυναίκας του, της Κλαιρ Μπλουμ, μιας ηθοποιού που την είχα ερωτευτεί
βλέποντάς την στον «Τσάρλι» και στο «Κουκλόσπιτο», την πιο ωραία ίσως
κινηματογραφική μεταφορά του έργου του Ίψεν) ικανοποιεί τις ορέξεις του, αν και
όχι όλες (δεν είναι ανάγκη να γράψουμε στο κόσμιο-τώρα πια-blog μας ποιες ορέξεις του
αρνείται να ικανοποιήσει). Η νοσοκόμα όμως δεν του κάθεται καθόλου.
«Από τη
λογοτεχνία το ’παθα". Μου το ’χουν εμπνεύσει τα βιβλία που δίδασκα. Μου ’βαλαν
την ιδέα στο κεφάλι. Δεν το λέω για να παραπονεθώ, αλλά να, σκέφτομαι όλο την
τάξη της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας. Κάθε χρόνο δίδασκα Γκόγκολ και Κάφκα -δίδασκα
τη Μύτη και τη Μεταμόρφωση» (σελ. 66).
Λέτε να κινδυνεύω; Και εγώ
διδάσκω ευρωπαϊκή λογοτεχνία, μάθημα επιλογής στη Β΄Λυκείου. Όμως λέω να τον
ρισκάρω με τον Κάφκα, που ένα διήγημά του ανθολογείται στο διδακτικό εγχειρίδιο.
Πω πω, διαβάζω παρακάτω: «Ξέρετε
καλύτερα απ' όσο δείχνετε την ανθρώπινη φύση. Έχετε διαβάσει πολύ
Ντοστογιέφσκι» (σελ. 69).
Κι εγώ έχω
διαβάσει πολύ Ντοστογιέφσκι, από τα δεκατέσσερά μου. Αρχίζω να ανησυχώ.
Τρεις σελίδες πιο κάτω ο πανέξυπνος ήρωας
δίνει τις πιθανές αιτίες που τον έκαναν να φαντασιωθεί ότι είναι βυζί:
«Τώρα, με τη βοήθεια του δόκτορος Κλίνγκερ,
προσπαθούσα να ξεκαθαρίσω γιατί φαντάστηκα τον εαυτό μου σα βυζί. Ποια άβυσσος
έχασκε σ' αυτή την πρωτόγονη ταύτιση με το μοναδικό αντικείμενο του βρεφικού
σε6ασμού; Τι ανεκπλήρωτες ορέξεις ή παμπάλαιες συγχύσεις, τι θραύσματα του
μακρινού παρελθόντος μου πρέπει να συγκρούστηκαν για να πυροδοτήσουν μια
γιγάντια ψευδαίσθηση, τόσο υπέροχη και τόσο κλασική
στην απλότητά της; Πώς να εξηγήσω το «φθόνο του μαστού» που πρέπει να ενέπνευσε
αυτό το εκκεντρικό κατασκεύασμα; Μήπως ήμουν, απλώς, ένα αμερικανόπαιδο που το
τάισαν πολύ γάλα; Ή μήπως ήταν μια λαχτάρα, βαθιά μέσα στο διάπυρο κέντρο μου,
ο πόθος να βρεθώ τέλεια και ευλογημένα ανυπεράσπιστος, να γίνω ένας τεράστιος,
ανεγκέφαλος σάκος ιστών, ποθητός, ηλίθιος, παθητικός, ακίνητος, που δεν ενεργεί
αλλά δέχεται τις ενέργειες των άλλων, που κρέμεται, που απλώς υπάρχει, όπως
κρέμεται και υπάρχει ένα βυζί; Ή να το θεωρήσω ένα είδος χειμερίας νάρκης, έναν
μακρύ χειμωνιάτικο ύπνο, θαμμένο στα βουνά της γυναικείας ανατομίας; Ή πάλι, να
πω ότι το βυζί είναι το κουκούλι μου, πρώτος ξάδερφος του σάκου όπου ζούσα
πλέοντας στα νερά της μάνας μου; Ή, ή, ή ...»
(σελ. 72).
Ποιος είναι ο αποδέκτης της αφήγησης, ή
μάλλον οι αποδέκτες; Μας το λέει στο τέλος. Είμαστε εγώ κι εσείς, όλοι οι
πιθανοί αναγνώστες:
«Αφήστε με λοιπόν να κλείσω,
τρελοί και μαλάκες, σκληροί μάγκες και σκεπτικιστές, φίλοι, φοιτητές,
συγγενείς, συνάδελφοι, κι όλοι εσείς οι ξένοι, χαμένοι και άχαροι, με
εκατομμύρια διαφορετικά δαχτυλικά αποτυπώματα και μούτρα, αφήστε με να κλείσω,
σύντροφοι θηλαστικά, μ' ένα ποίημα του Ρίλκε που λέγεται «Αρχαϊκός Κορμός
Απόλλωνος».
Δεν ξέρω εσείς σε πια κατηγορία θα
κατατάσσατε τον εαυτό σας. Εγώ πάντως πιστεύω ότι δεν είμαι ούτε τρελός ούτε
μαλάκας, παρά τη μαλακία που έκανα μια φορά με το blog μου (αν και δεν ήταν νομίζω
ζήτημα μαλακίας αλλά αμνησίας: ο λαός δεν ξεχνά…., ε, τι να κάνουμε, εγώ το ξέχασα
και το πλήρωσα. Όπως αποδείχτηκε το ξέχασε και ο ελληνικός λαός, και το
πληρώνουμε τώρα).
Το ποίημα τελειώνει: «Και πρέπει κάποτε ν'
αλλάξεις τη ζωή σου». Εφέ του τέλους, μια και έτσι τελειώνει όχι μόνο το
ποίημα, αλλά και το έργο, με ένα διδακτισμό. Ο Καβάφης βέβαια ως προς αυτό ήταν
εντελώς απαισιόδοξος. Εσύ μπορεί να λες «Θα πάγω σ' άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη
θάλασσα. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή», όμως «η πόλη θα σ’
ακολουθεί».
Ο Ροθ είναι πράγματι πολύ καλός συγγραφέας,
αλλά εδώ συνειδητοποιώ ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζω κυρίως στον κινηματογράφο:
όσο καλός κι αν είναι ο Χίτσκοκ, τα θρίλερ δεν μου αρέσουν. Όσο κι αν είναι
καλός στο φανταστικό ο Ροθ, και ας το αίρει μετά τη μέση, δεν μου αρέσει
ιδιαίτερα. Έξυπνη γραφή, αρκετό χιούμορ, όπως και στην «Νόσο του Πορτνόι», που
καθώς το διαβάζω βλέπω να μου αρέσει περισσότερο, όμως… Ναι, δεν λέω πως δεν
είναι καλό, απλώς δεν μου αρέσει και τόσο.
Philip Roth, Η ταπείνωση (μετ. Κατερίνα
Σχινά), Πόλις 2009, σελ. 170
Μετά
την «Αγανάκτηση»,
σειρά έχει η «Ταπείνωση». Εδώ ακολουθήσαμε τη συνηθισμένη μας διαδρομή: διαβάσαμε
πρώτα το βιβλίο και μετά είδαμε την ταινία, αντίθετα από ό,τι κάναμε με την
«Αγανάκτηση».
Παρόλο
που γράφηκε μόλις ένα χρόνο μετά (2009), έχει μεγάλη διαφορά απ’ αυτή. Δεν
νομίζω να είναι ιδέα μου μια και είδα πρώτα την ταινία, αλλά η «Αγανάκτηση»
είναι ένα έργο με αρκετά επεισόδια, που μπορούσε εύκολα να μεταφερθεί στη
μεγάλη οθόνη. Ο James Scharmus τη μετέφερε σχεδόν αυτούσια, εξαιρώντας κάποια
επεισόδια που ήσαν κατά κάποιο τρόπο περιττά στην οικονομία της πλοκής. Οι
διάλογοι στο έργο του είναι παρμένοι σχεδόν στο σύνολό τους από το μυθιστόρημα,
με κορυφαίο τον αντικινηματογραφικό και αντιθεατρικό, αλλά εξαίρετα
λογοτεχνικό, όπως σημειώσαμε, διάλογο ανάμεσα στον Μάρκους και στον κοσμήτορα, 16
ολόκληρα λεπτά, αλλά που με συνάρπασε, και όχι μόνο εμένα.
Συχνά
στην κινηματογραφική μεταφορά ενός μυθιστορήματος το σενάριο συνυπογράφει ο
συγγραφέας. Δεν είναι όμως η περίπτωση της ταινίας του Barry Levinson (2014), το σενάριο της οποίας
υπογράφουν οι Buck Henry και Michal Zebede. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα
αναρωτιόμουν αν θα μπορούσε να γίνει ποτέ ταινία, αγνοώντας ότι είχε πράγματι
γίνει. Και αυτό γιατί τα επεισόδια είναι ελάχιστα, ενώ πολλές σελίδες
αφιερώνονται στην περιγραφή των συναισθημάτων και των σκέψεων του Σάιμον,
κυρίως στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, μια σπουδή πάνω στα γηρατειά και στην
κάμψη των ικανοτήτων του ηθοποιού με τα συνακόλουθα ψυχολογικά προβλήματα, θέμα
το οποίο πραγματεύεται και ο Manuel de Oliveira στη θαυμάσια ταινία του «Γυρίζω
σπίτι» (2001).
Ο εξηνταεξάχρονος Σάιμον, μετά από δυο
απανωτές αποτυχίες του στη σκηνή, νοιώθει ξοφλημένος σαν ηθοποιός. Η γυναίκα
του τον εγκαταλείπει για να πάει να βρει το γιο της, ναρκομανή, που ζει στην
Καλιφόρνια. Στη συνέχεια θα ζητήσει διαζύγιο. Σε βαθιά κατάθλιψη, με
αυτοκτονικές σκέψεις, νοσηλεύεται για 26 μέρες (στην ταινία γίνονται 30) σε μια
ψυχιατρική κλινική. Θα διαβάσουμε πολλά για την αυτοκτονία, καθώς αρκετοί
ασθενείς νοσηλεύονται μετά την απόπειρα που έκαναν. Εκεί θα συναντηθεί με τη
Σύμπιλ. Νοσηλεύεται μετά από τον νευρικό κλονισμό που έπαθε και που την οδήγησε
σε μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, όταν διαπίστωσε ότι ο δεύτερος σύζυγός
της κακοποιούσε σεξουαλικά την οκτάχρονη κόρη της. Θα του ζητήσει να τον
σκοτώσει, πληρώνοντάς τον αδρά. Φυσικά αυτός θα αρνηθεί, δεν είναι
επαγγελματίας δολοφόνος.
Βγαίνοντας από την ψυχιατρική κλινική,
έχοντας συνέλθει κάπως, θα δεχθεί την επίσκεψη της Πεγκίν, κόρης δυο φίλων του
ηθοποιών, την οποία πρωτοείδε να θηλάζει στο στήθος της μητέρας της. Τώρα είναι
σαραντάρα, λεσβία, και διδάσκει σε ένα κοντινό κολέγιο. Τα έχει με την
κοσμήτορα, επίσης λεσβία, με την οποία τα έφτιαξε για να κερδίσει τη θέση για
την οποία υπήρχαν άλλες υποψήφιες με περισσότερα προσόντα. Είχε χωρίσει με τη
φίλη της, όταν αυτή αποφάσισε να γίνει άντρας (κάτι που ακούω για πρώτη φορά.
Καλά, να κόψει τα στήθη της, αλλά με το πέος τι γίνεται; Θα έκανε μεταμόσχευση;
Αν δεν βαρεθώ θα το ψάξω). Θα τα φτιάξει μαζί του, μια και ήταν ερωτευμένη μαζί
του από κορίτσι. Η κοσμήτορας ωρύεται, και ενημερώνει τους γονείς.
Οι γονείς της είναι αντίθετοι με αυτή τη
σχέση, σχέση με ένα γερασμένο και ξοφλημένο ηθοποιό, και προπαντός που έχει
νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική. Εδώ θυμόμαστε την «Αγανάκτηση», όπου οι
γονείς του Μάρκους ήταν αντίθετοι στη σχέση του με την Ολίβια, καθώς είχε
νοσηλευτεί κι αυτή σε ψυχιατρική κλινική.
Ο Σάιμον ονειρεύεται να κάνει παιδί μαζί της.
Είναι μεγάλος, τι πιθανότητες έχει; Διαβάζω πράγματα που αγνοούσα.
«Τα κύτταρα των όρχεων που παράγουν το σπέρμα
διαιρούνται κάθε δεκαέξι μέρες… Αυτό σημαίνει ότι τα κύτταρα έχουν διαιρεθεί
περίπου οκτακόσιες φορές στην ηλικία των πενήντα ετών. Και με κάθε κυτταρική
διαίρεση αυξάνονται και οι πιθανότητες βλαβών στο DNA του σπέρματος» (σελ.
144-145).
Και πιο κάτω:
«Όσο μεγαλύτερος είναι ο άνδρας κατά τη
σύλληψη του παιδιού, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες η σύντροφός του να
αποβάλει… Οι ηλικιωμένοι πατέρες έχουν περισσότερες πιθανότητες να αποκτήσουν
παιδιά με αυτισμό, σχιζοφρένεια ή σύνδρομο Ντάουν» (σελ. 146).
Σαρανταέξι χρονών ήταν ο πατέρας μου κατά τη
σύλληψή μου, μάλλον ήμουν τυχερός. Μάλλον.
Στο μυθιστόρημα δεν προλαβαίνει να της
γνωστοποιήσει την πρόθεσή του να κάνουν παιδί, πιο πρώτα του ανακοινώνει εκείνη
ότι θέλει να χωρίσουν (μάλλον τα έφτιαξε με μια λεσβία, επιστρέφοντας στον ομοφυλόφιλο
εαυτό της). Στην ταινία αποτελεί αντικείμενο έντονου διαξιφισμού.
Στο μυθιστόρημα το γράμμα της Σύμπιλ που του
θύμιζε, όλο παράπονο, την άρνησή του να σκοτώσει τον άντρα της, στην ταινία γίνεται
πραγματική συνάντηση στην οποία του ζητάει πάλι το ίδιο πράγμα. Και πάλι
αρνείται. Αυτή τον ξαναπλησιάζει με ένα πάκο χρήματα. Τρομοκρατημένος θα
απομακρυνθεί γρήγορα. Οι τηλεφωνικές συνομιλίες με τους γονείς της Πεγκίν στην
ταινία γίνονται πρόσωπο με πρόσωπο. Ήλθαν στο σπίτι του να πάρουν την κόρη
τους. Η εγχειρισμένη λεσβία φίλη της Πεγκίν εμφανίζεται μόνο στην ταινία, όχι
στο μυθιστόρημα.
Οι σκέψεις του Σάιμον πάνω στην κατάστασή του
στο μυθιστόρημα γίνονται συνομιλίες μέσω skype με τον ψυχίατρό του στην ταινία.
Κάποιες σκηνές τεμαχίζονται με παρέμβλητα πλάνα από αυτές τις συνομιλίες. Η
συνομιλία με την Σύμπιλ στην κλινική τεμαχίζεται επίσης με τα σχόλιά του πάνω
σ’ αυτή στις ομαδικές συνεδρίες.
Στο μυθιστόρημα ο Σάιμον έχει την καραμπίνα
για προστασία. Στην ταινία την έχει γιατί μια τέτοια είχε και ο Χέμινγουεϊ. Στο
μυθιστόρημα αυτοκτονεί μ’ αυτήν, όπως ο Χέμινγουεϊ. Αφού η Σύμπιλ βρήκε το
θάρρος να σκοτώσει τον άντρα της με καραμπίνα, όπως διάβασε στις εφημερίδες,
γιατί να μην έχει κι αυτός το ίδιο θάρρος να πυροβολήσει τον εαυτό του;
Όμως στην ταινία αυτοκτονεί διαφορετικά.
Επιστρέφει για τελευταία φορά στο θέατρο,
μετά από πίεση του ατζέντη του. Παίζει τον βασιλιά Ληρ. Στην τελευταία σκηνή,
στο σαιξπηρικό έργο, ο Ληρ ξεψυχάει από αβάσταχτη θλίψη πάνω στο σώμα της
Κορδέλιας. Ο Σάιμον μαχαιρώνεται με ένα στιλέτο ενώ το κοινό επευφημεί, με τον
Αλ Πατσίνο – έναν ηθοποιό που μου αρέσει πάρα πολύ - να δίνει ένα πραγματικό
ρεσιτάλ ερμηνείας.
Γράφοντας για την «Μαντάμ Μποβαρύ» αναφέρθηκα και σε
μερικά κινηματογραφικά έργα, που κάποια ήσαν μεταφορά, περισσότερο ή λιγότερο
πιστή, του έργου του Φλωμπέρ, ενώ για κάποια άλλα απλώς το μυθιστόρημα είχε
εμπνεύσει τον σκηνοθέτη τους. Νομίζω ότι κάθε θεατής μιας κινηματογραφικής
μεταφοράς έχει την προκατάληψη να θέλει η μεταφορά να είναι όσο γίνεται πιο
πιστή στο πρότυπο. Αυτό είναι κατανοητό, αλλά είναι λάθος, γιατί αναπόφευκτα θα
μας οδηγούσε να υποτιμήσουμε μια θαυμάσια ταινία που όμως αφίσταται από το
πρότυπό της, και αντίστροφα να υπερεκτιμήσουμε μια μέτρια ταινία που είναι
πιστή σ’ αυτό.
Νομίζω ότι στον Ροθ θα επανέλθω.
No comments:
Post a Comment