Άρθουρ Μίλερ, Στη
δίνη του χρόνου (μετ. Φώντας Κονδύλης), Καστανιώτης 1988, σελ. 541
Έχω δηλώσει επανειλημμένα ότι μου αρέσουν οι
αυτοβιογραφίες και οι βιογραφίες. Όμως το έλεγα αυτό χωρίς να κάνω διάκριση.
Διαβάζοντας τώρα το «Στη δίνη του χρόνου», όπως τιτλοφορεί την αυτοβιογραφία
του ο Άρθουρ Μίλερ, συνειδητοποιώ ότι μου αρέσουν περισσότερο οι
αυτοβιογραφίες. Οι αυτοβιογραφίες είναι λογοτεχνία, ενώ οι βιογραφίες, χωρίς
βέβαια να τους λείπει η λογοτεχνικότητα, είναι σαν εκτενή λήμματα εγκυκλοπαίδειας.
Και θυμήθηκα δυο άλλες εξαίσιες αυτοβιογραφίες που διάβασα. Τη μια την ξέρετε,
είναι η «Αναφορά στον Γκρέκο» του Νίκου Καζαντζάκη, που πολλοί την
θεωρούν ως το κορυφαίο του έργο, την άλλη όμως δεν νομίζω να την ξέρετε, είναι
«Το παιχνίδι των ματιών», ο τρίτος τόμος της αυτοβιογραφίας του
Ελίας Κανέτι.
Δεν υπάρχει τμήμα της που να μην συναρπάζει,
καθώς ο Μίλερ συμπλέκει την προσωπική του ιστορία με το γενικότερο
κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο. Μιλώντας για τα νεανικά του χρόνια (γεννήθηκε το
1915 και πέθανε το 2005) αναφέρεται στην κρίση του 1929-1933, που θυμίζει πολύ
τα καθ’ ημάς. Μιλώντας για τα χρόνια μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μας λέει
αρκετά για τον ψυχρό πόλεμο και τον μακαρθισμό. Και φυσικά για τη σχέση του με
την Μέριλιν Μονρόε. Και βέβαια, από τότε που έγινε θεατρικός συγγραφέας, μας
λέει αρκετά για τα έργα του, για σκηνοθέτες και θεατρικούς συγγραφείς. Γλαφυρός
στις περιγραφές, συναρπαστικός στις αφηγήσεις, διεισδυτικός στα σχόλια που
κάνει, πολιτικά και μη, αποδεικνύεται ότι θα γινόταν εξίσου μεγάλος σαν
μυθιστοριογράφος.
Θα
παραθέσω αρκετά αποσπάσματα, γιατί το βιβλίο το δανείστηκα από το φίλο μου τον
Γιώργο το Βοϊκλή και δεν υπάρχει περίπτωση (έτσι κι αλλιώς θα ήταν δύσκολο) να
το ξαναδιαβάσω. Ανατρέχοντας αργότερα σ’ αυτή τη βιβλιοκριτική θα τα ξαναφέρω
στο μυαλό μου.
Διαβάζουμε:
«Όλοι μιλούσαν για τις κομπίνες αυτές με
ιλαρότητα, μια και θεωρούσαν την κλεψιά φυσική ενασχόληση των πολιτικών» (σελ.
12).
Εμείς όμως δεν μιλάμε με ιλαρότητα, αλλά με
αγανάκτηση.
«Το να γράφει κανείς λίγο πολύ στη γλώσσα που
μιλάμε, ήταν για μας ένδειξη χαμηλής παιδείας και βαρβαρότητας» (σελ. 27).
Η περίπτωσή μου.
«Όπως στην αρχαία Κίνα, η αρετή ήταν άρρηκτα
δεμένη με τον ευανάγνωστο και όμορφο γραφικό χαρακτήρα» (σελ. 28).
Και θυμήθηκα:
Στο δημοτικό, τους χειρότερους βαθμούς μου
(εξάρια και πεντάρια) τους είχα στην καλλιγραφία, στη χειροτεχνία και στην
ωδική. Τους καλύτερους, στα ελληνικά και στα μαθηματικά.
«…πετάχτηκε από τον ύπνο της [η μητέρα του],
ανακάθισε ξαφνικά και είπε: “Η μητέρα μου πέθανε”-πράγμα που είχε γίνει, όπως
αποδείχτηκε, την ίδια περίπου ώρα της νύχτας» (σελ. 34).
Έχω αναφερθεί σ’ αυτό το φαινόμενο στο βιβλίο
μου (το πρώτο μου) «Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα» (Θυμάρι, 1981). Αλλά
για κάποιο άλλο παραψυχολογικό θα μιλήσουμε πιο κάτω.
«Ήταν, όμως, τόση η αντισημιτική μισαλλοδοξία
του αμερικανικού Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του βρετανικού Φόρεϊν Όφις, ώστε ακόμα
και τα κενά στους επίσημους καταλόγους της μετανάστευσης – που θα μπορούσαν να
έχουν σώσει τουλάχιστον μερικές χιλιάδες εβραίων-δεν συμπληρώθηκαν ποτέ. Οι
σιδηροδρομικές γραμμές που οδηγούσαν στα στρατόπεδα εξόντωσης δε βομβαρδίστηκαν
ποτέ, ακόμα κι όταν βομβαρδίζονταν άλλες εγκαταστάσεις εξίσου μακρινές» (σελ.
65).
Πιο πριν είχαμε διαβάσει για τον
αντισημιτισμό και τα πογκρόμ των πολωνών. Κάποιες εξαιρέσεις σίγουρα υπήρξαν,
και μια απ’ αυτές την είδαμε πρόσφατα στον κινηματογράφο, στην ταινία της Niki Caro, «The zookeeper’s wife».
«Χρόνια
αργότερα, θα μ’ εντυπωσίαζε το γεγονός πόσοι άντρες συγγραφείς είχαν πατεράδες
που αποτύχανε πραγματικά ή που οι γιοι τους τούς θεωρούσαν αποτυχίες:
Φιτζέραλντ, Φόκνερ, Χέμινγουεϊ ( ο πατέρας του είχα αυτοκτονήσει), Τόμας Γουλφ,
Στάινμπεκ, Πόου, Ουίτμαν, Μέλβιλ, Χόθορν, Τσέχοφ, Ντοστογιέφσκι, Στρίντμπεργκ…»
(σελ. 110).
Καλό είναι να το θυμόμαστε αυτό.
«Στην Αγγλία, λόγου χάρη, οι κριτικοί πάντα
διατυμπανίζουν μόνοι τους τις προκαταλήψεις τους· ένας κριτικός θα πει
στους αναγνώστες του ότι αυτός προσωπικά
απεχθάνεται έργα με βαρύ πολιτικό περιεχόμενο ή ότι έχει βαρεθεί τα έργα του
παραλόγου ή ότι θα ήθελε να δει μια επαναφορά σε πιο ρομαντικές προσεγγίσεις
του σεξ και του έρωτα. Οι Άγγλοι κριτικοί απλώνουν τα χαρτιά τους στο τραπέζι.
Σε καμιά περίπτωση δε διεκδικούν την αυθεντία μιας ανώτερης οικουμενικότητας,
την καθαρότητα μιας a priori ανεξιθρησκείας προτιμήσεων· γι’
αυτό και είναι απαλλαγμένοι από την πόζα της απόλυτης αντικειμενικότητας, που
δεν είναι, ούτε και υπήρξε ποτέ, μια πραγματικά ανθρώπινη αντίδραση στην τέχνη»
(σελ. 129).
Κοίτα να δεις, και νόμιζα ότι ήμουν ο μόνος· γιατί
κι εγώ δηλώνω τις αντιπάθειές μου (ταινίες τρόμου) και τις συμπάθειές μου
(κωμωδίες και drama). Και
πάντα, στη θέση του «είναι καλή ή κακή» μια ταινία γράφω «μου αρέσει ή δεν μου
αρέσει». Και αν καμιά φορά ξεχνιέμαι, έχω προειδοποιήσει τους αναγνώστες μου,
όταν μου ξεφύγει και γράψω ότι μια ταινία είναι καλή ή κακή ή οτιδήποτε άλλο,
να θεωρούν πάντα ότι αυτό είναι «κατά τη γνώμη μου».
«Θυμάμαι τον Τσέχοφ που έγραφε πόση αηδία
ένιωσε για τον εαυτό του όταν είχε επισκεφτεί ένα τέτοιο σπίτι [μπουρδέλο] και
τη δική μου αίσθηση κενού και αποξένωσης όταν, στα δεκάξι μου, με πήρε ο
αδελφός μου και οι φίλοι του για πρώτη φορά…» (σελ. 149).
Αυτοί, γιατί κάπου διάβασα πρόσφατα, νομίζω
στη βικιπαίδεια, ότι ο Κάφκα ήταν μπουρδελόβιος. Για τον Καββαδία υπάρχει και
ανέκδοτο, κάπου αλλού το έχω γράψει.
«Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα μπορεί ίσως
να ήταν το μεγαλύτερο στην Ευρώπη, μα ήταν αυτό ακριβώς που συμβούλευε
ουσιαστικά τον κόσμο να ψηφίσει τους Χριστιανοδημοκράτες στις επερχόμενες
εκλογές για να μην διακόψει η Αμερική την αποστολή εμπορευμάτων και τροφίμων και
λιμοκτονήσει η χώρα-μια και οι Ρώσοι δε θα είχαν τίποτα να στείλουν σε
περίπτωση εκλογικής νίκης της Αριστεράς» (σελ. 150).
Παραθέτω ένα
απόσπασμα από κάποιο από τα αυτοβιογραφικά μου αποσπάσματα.
«Στο στρατόπεδό μας υπήρχε
ένας διοικητής, κρητικός, που φοβάμαι να γράψω το όνομά του. Τον ξέραμε σφοδρό
αντικομουνιστή και υπέρμαχο της χούντας. Εκείνη την εποχή μια ομάδα αξιωματικών
στη Λάρισα συνωμοτούσε ενάντια στον Καραμανλή. Στην ομάδα αυτή είχαν μυήσει και
τον παραπάνω αξιωματικό. Αυτός όμως, όπως μάθαμε αργότερα, ήλθε αμέσως σε επαφή
με το ΓΕΣ. Του συνέστησαν να μείνει στην ομάδα και να τους ενημερώνει για τις
κινήσεις της. Κάποια στιγμή τους συνέλαβαν. Αναρωτιέμαι: αν στη θέση του
Καραμανλή ήταν ένας κεντρώος πολιτικός, ο αξιωματικός αυτός θα είχε καρφώσει τη
συνωμοσία; Και αν δεν την είχε καρφώσει, δεν θα ήταν πολύ πιθανόν να πετύχει;
Ως οικολόγος ανήκω στους realos, τους πολύ realos, και πιστεύω ότι εκείνη την εποχή ο Καραμανλής ήταν η
πιο ασφαλής λύση για μια ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία».
Λίγες σελίδες πιο κάτω διαβάζουμε:
«Ο Αμερικανός πρεσβευτής…. Διακήρυξε-αν και
εντελώς περιττό-πως, αν κέρδιζαν οι Κομμουνιστές, το στάρι αυτό θα σταματούσε
φυσικά να έρχεται» (σελ. 156).
Μπορεί το θέατρο να αλλάζει συνειδήσεις; Φαίνεται πως μπορεί.
«…ο Μπέρναρντ Γκίμπελ, ιδιοκτήτης μιας
αλυσίδας καταστημάτων, ο οποίος το ίδιο κιόλας βράδυ [που είχε δει την
παράσταση «Ο θάνατος του εμποράκου»] έδωσε εντολή να μην απολύεται κανείς από
τα μαγαζιά του λόγω προχωρημένης ηλικίας» (σελ. 178-179).
Διαβάζουμε:
«Ο Όντετς, από τη στιγμή που έγινε ξακουστός,
μετακόμισε σε μια από τις κομψότερες πολυκατοικίες της Νέας Υόρκης και είχε
στην κατοχή του εκατοντάδες δίσκους» (σελ. 213).
Άραγε θυμόταν ο Μίλερ ότι λίγες σελίδες πιο
πριν είχε γράψει το παρακάτω:
«Εγώ σκεφτόμουν πως θα παρέμενα ένας απλός
πολίτης, και μάλιστα ανώνυμος (αν και είχα ρίξει κιόλας μια ματιά στην
καινούρια Στούντμπεκερ, που ήταν το πιο όμορφο αμερικανικό αυτοκίνητο της
εποχής και που την αγόρασα μόλις ανέβηκε το έργο ) [Ο θάνατος του εμποράκου]»
(σελ. 172).
Και κάτι που το έχω διαβάσει σαν ανέκδοτο.
«Ο Λούις αγαπούσε την ποίηση και τις νέες
γυναίκες [ποιος δεν τις αγαπάει, τις νέες γυναίκες, όχι την ποίηση]-όχι
αναγκαστικά ποιήτριες· στην ογδοηκοστή πέμπτη επέτειο των γενεθλίων του
έλεγε: “Συνεχίζω ακόμα να τις κυνηγώ. Η μόνη διαφορά είναι ότι τώρα δεν μπορώ
να θυμηθώ γιατί”» (σελ. 242).
«Επαγγελματίας της μοναξιάς» (σελ. 245). Ο
χαρακτηρισμός για τον Χέμινγουεϊ.
«Δεν μπορούσα πάντως ν’ απαλλαγώ από το φόβο
πως θα οδηγηθώ σε μια ικανοποιητική, πλην, όμως στείρα αντικειμενικότητα, που
θα μπορούσε ίσως να είναι καλή για τους κριτικούς αλλά όχι και για τους
συγγραφείς, που καύσιμό τους είναι το χάος των ενστίκτων» (σελ. 294).
Έτσι εξηγείται γιατί οι σελίδες κριτικής και
γενικά δοκιμιακές που έχω γράψει είναι απείρως περισσότερες από τις λογοτεχνικές (τρία βιβλία όλα κι όλα).
Μάλλον είναι δύσκολο να είναι κανείς συγγραφέας και κριτικός ταυτόχρονα.
Παραθέτει και μια ρήση του Ίψεν: «Δυνατότερος
από όλους είναι αυτός που πιο πολύ απ’ όλους ζει μοναχικά» (σελ. 342).
Εξαρτάται, κυρίως από το αν η μοναξιά είναι
επιλογή ή σπρώχθηκε κανείς αθέλητα σ’ αυτή. Πιο κάτω ο Μίλερ θα γράψει: «Ίσως ο
Ίψεν να μην είχε δίκιο: αυτός που είναι μόνος
δεν είναι ο πιο δυνατός, είναι απλώς… ο πιο μοναχικός» (σελ. 456).
«Η ταύτιση θα πραγματοποιείται όλο και
περισσότερο με όρους τρόπου ζωής. Θα μιλάμε όχι πια για ταξική συνείδηση, αλλά
για συνείδηση κοινού τρόπου ζωής» (σελ. 334).
Αυτό για τη νεολαία ισχύει πάρα πολύ.
«Το θέατρό μας… Είχε γραφτεί όλο από
ανθρώπους δυστυχείς: Ο Ίψεν ήταν ένας παρανοϊκός, με μια λαχτάρα για τις νέες
γυναίκες που δεν τολμούσε να παραδεχτεί· ο Τσέχοφ καταδικασμένος από την αρρώστια
και εγκαταλειμμένος από μια άπιστη γυναίκα· ο Στρίντμπεργκ έτρεμε
τον ευνουχισμό» (σελ. 350).
Μόνο για αυτά που λέει για τον Τσέχοφ
μπορούμε να είμαστε απολύτως σίγουροι.
«Οι κινέζοι είχαν την συνήθεια να αυτοκτονούν
στο κατώφλι του ανθρώπου που τους είχε προσβάλλει» (σελ. 442).
Κάθε πληροφορία για την Κίνα με ενδιαφέρει.
Την ιστορία μου την αφηγήθηκε ένας φίλος (δεν
θα πω το όνομά του), την οποία κατέγραψα στο κινητό μου μαζί με δυο άλλες
παρόμοιες που του είχαν συμβεί.
Στην κορφή ενός βουνού τους χαλάει το
αυτοκίνητο (ήταν με τη γυναίκα του).
«Ξαφνικά σταματάει βολίδα ένα αμάξι δίπλα μας,
κατεβαίνει ένας τύπος και μου λέει “Ξέρω τι σου έχει χαλάσει, εγώ τα φτιάχνω
αυτά”. Σκύβει από κάτω, δεν έκανε ούτε ένα λεφτό, σηκώνεται και μου λέει “Όλα
καλά”. Βάζω μπροστά, η μηχανή πήρε αμέσως μπρος. Γυρίζω να τον δω να τον
ευχαριστήσω, είχε φύγει, είχε εξαφανιστεί, χωρίς να ακουστεί θόρυβος
αυτοκινήτου».
Θα μου πείτε, τι σχέση έχει η παραπάνω
ιστορία με την αυτοβιογραφία του Μίλερ. Διαβάζοντας το παρακάτω απόσπασμα θα
καταλάβετε.
«Στο τέλος [η τρίτη του γυναίκα, η Ίνγκε],
στάθηκε μονάχη πάνω σε μια μικρή γέφυρα. Έχοντας αποφασίσει να σκαρφαλώσει το
παραπέτο και να ριχτεί στο νερό για να πεθάνει, είδε να την σταματάει κάποιος
μεγαλύτερος, ένας στρατιώτης με πατερίτσες [ευτυχώς βρέθηκε να περνάει αυτός
και όχι ο ήρωας του Καμύ στην «Πτώση»], που τη δασκάλεψε ποτέ να μην απαρνηθεί
τη ζωή και την έκανε να τον ακολουθήσει, ώσπου, τελικά, έπειτα από μερόνυχτα
ποδαρόδρομο, φτάσανε στο Ζάλτσμπουργκ. …συνέχισαν το δρόμο τους, όταν άξαφνα
εκείνη αναγνώρισε ένα μπρούτζινο ρόπτρο και κατάλαβε πως ήταν το σπίτι της· όρμησε
προς τα κει, χτύπησε την πόρτα κι είδε να προβάλλει στο κατώφλι η μητέρα της,
κατάπληκτη. Θαύμα! Αγκαλιάστηκαν, και, όταν γύρισε για να ευχαριστήσει το
στρατιώτη και να τον καλέσει μέσα, αυτός είχε γίνει άφαντος. Έτρεξε τότε στο
δρόμο, έψαξε πάνω κάτω, αλλά δε βρήκε τίποτα. Λες και είχε ονειρευτεί έναν
άγγελο. Ήταν, όμως σίγουρη πως δεν είχε ονειρευτεί. Γιατί τάχα να φύγει τόσο
βιαστικά;» (σελ. 459).
Και συνεχίζει αμέσως: «Μπορεί να είχε καταλάβει
πως δεν ταίριαζε με αυτούς τους καθωσπρέπει ανθρώπους; Μπορεί και να μισούσε ή
να φοβόταν τους πλούσιους» (σελ. 459).
Ένας Μίλερ, αλλά και αυτή, δεν θα μπορούσαν
να δώσουν κάποια άλλη εκδοχή.
«Και μια ρήση του Τσέχοφ: «Αν είχα ακούσει
τους κριτικούς, θα είχα πεθάνει πνιγμένος μέσα σ’ ένα βόθρο» (σελ. 484).
Παράξενο να παραθέτω αυτή τη ρήση σε μια
βιβλιοκριτική.
«Με λίγα λόγια, με πλήρη γνώση της αθωότητας
του Πίτερ, ένας εισαγγελέας είχε προχωρήσει στην καταδίκη του· όλα
τα είχε εξυφάνει η αστυνομία. Ήταν απίστευτο, αλλά, ακόμα κι αφού αποκαλύφτηκε
η αλήθεια, η αστυνομία προσπάθησε να περισώσει το κύρος της, παρουσιάζοντας μια
ακόμα “κουφή” θεωρία, που ήταν τόσο παράλογη ώστε απλούστατα απορρίφτηκε από το
δικαστήριο» (σελ. 502).
Η πρώτη μεγάλη καταδίκη σκοπιμότητας είναι
βέβαια του Ιησού. Ξέρουμε την υπόθεση Ντρέιφους, στην αποκατάσταση του οποίου
έπαιξε σημαντικό ρόλο ο Ζολά με το «Κατηγορώ» του. Οι Βαντσέτι και οι Ρόζενμπεργκ
είναι δυο ακόμη παραδείγματα. Μια άλλη μου την είπε ο γιος μου. Ένας απλός
άνθρωπος φορτώθηκε την κατηγορία για βιασμό, γιατί για το κύρος της αστυνομίας
ήταν καλύτερα να βρεθεί ένας «ένοχος», έστω και αθώος, παρά να μη βρεθεί
κανείς. Οι άλλοι ύποπτοι ήταν πολύ καθώς πρέπει, δηλαδή δύσκολο να καταδικασθούν.
Τη γλίτωσε όταν ανακαλύφθηκε ο πραγματικός βιαστής, αφού κάθισε ένα χρόνο στη
φυλακή. Τέτοια φαίνεται να είναι και η περίπτωση της Ηριάνας, από ό,τι διαβάζω
δηλαδή.
Και μια ακόμη ρήση, του Λένιν αυτή:
«Πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στο γενικό
συμφέρον της ανθρωπότητας, ακόμα και πάνω από το συμφέρον του προλεταριάτου»
(σελ. 509).
«Ο Ήλια Έρενμπουργκ μας εκμυστηρεύτηκε την
ανακάλυψή του, μόλις γύρισε από ανταποκριτής στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο: κάθε
Σοβιετικός δημοσιογράφος που είχε επιστρέψει από την Ισπανία πριν από αυτόν
είχε εκτελεστεί, από φόβο μην τυχόν μεταδώσει τη μόλυνση της Δύσης!» (σελ 517).
Δεν σταματάμε να μαθαίνουμε για τα
«κατορθώματα» του σταλινισμού.
Αλλά και του Μάο.
«[Οι ερυθροφρουροί] Του έδιναν χαστούκια
[στον εξηντάχρονο Λάο Σε, το φημισμένο συγγραφέα πολλών θεατρικών έργων και
μυθιστορημάτων] και, αποκαλώντας τον αστό αντεπαναστάτη, έδειχναν διατεθειμένοι
να τον ξεπαστρέψουν επιτόπου, εκείνη τη στιγμή, ώσπου ένας περαστικός
αστυνομικός προσποιήθηκε πως συλλαμβάνει το φαύλο συγγραφέα, τον πήρε μαζί του
και, μόλις έτριψαν στη γωνία, τον άφησε ελεύθερο. Την άλλη μέρα ο Λάο Σε
βρέθηκε πνιγμένος στην άκρη ενός χαντακιού. Σύμφωνα με τα λόγια της χήρας του,
είχαν βουτήξει το κεφάλι του στο νερό και το είχαν κρατήσει από πάνω μέχρι να
πνιγεί, γιατί τα παπούτσια του ήταν στεγνά· άλλοι, όμως, πίστεψαν
πως είχε δώσει ο ίδιος τέλος στη ζωή του μέσα στην πλήρη απελπισία του» (σελ.
529).
Φυσικά τα αποσπάσματα που έχω υπογραμμίσει είναι
πολύ περισσότερα, αλλά ήταν αδύνατο να τα παραθέσω όλα.
Εγώ θα γράψω αυτοβιογραφία;
Όχι, για τέσσερις λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι, σαν δευτεροκλασάτος
συγγραφέας που είμαι, δεν θα ενδιαφέρει παρά ελάχιστους.
Ο δεύτερος είναι ότι έχω ήδη γράψει μια
αυτοβιογραφία, όταν ήμουν είκοσι χρονών. Πριν δυο τρία χρόνια σκέφτηκα ότι το
κεφάλαιο που είχα τιτλοφορήσει «Φίλοι και παιχνίδια» έχει λαογραφικό
ενδιαφέρον, και έτσι το πληκτρολόγησα και το ανάρτησα στο διαδίκτυο.
Δημοσιεύτηκε και σε ένα τοπικό έντυπο, τριμηνιαίο, «Οι Μεσελέροι». Επειδή είδα
μια πολύ θετική ανταπόκριση, το συμπλήρωσα και με άλλα παιχνίδια τα οποία δεν
είχα αναφέρει. Τα κενά της μνήμης συμπλήρωσαν φίλοι. Σήμερα βέβαια είναι σχεδόν
όλα ξεχασμένα, τα κατωχωριτάκια ασφαλώς θα παίζουν μόνο ηλεκτρονικά παιχνίδια,
στον υπολογιστή και στο κινητό τους.
Ο τρίτος λόγος είναι ότι έχω γράψει 14
«αυτοβιογραφικά αποσπάσματα» τα οποία ανάρτησα στο blog μου. Τα έγραψα πριν τρία χρόνια που μου είχε
έλθει η διάθεση, και είναι θεματικά, όπως άλλωστε και η αυτοβιογραφία που
έγραψα στα είκοσί μου χρόνια. Η παράγραφος που παράθεσα παραπάνω είναι από το
τέταρτο απόσπασμα που έχει τίτλο «Η σχέση μου με την πολιτική».
Ο τέταρτος λόγος είναι ότι αυτοβιογραφούμαι
κατά καιρούς στις κριτικές μου. Ήδη και σ’ αυτή την κριτική έγραψα για την
κακογραφία μου.
Και τώρα το χόμπι μου, οι ιαμβικοί
δεκαπεντασύλλαβοι που έπεσαν στην αντίληψή μου, οι οποίοι φυσικά πιστώνονται
στον μεταφραστή.
Ν’ ασφυκτιούν ως
τον καρπό, μες στο λεπτό βαμβάκι (σελ. 9)
Τα δυο της χέρια
ακουμπούν σ’ ένα ανοιχτό βιβλίο (σελ. 9)
Πολλά απ’ όσα
ήξερα τα είχα απλώς διαβάσει (σελ. 68)
Να στέκεται στο
φουαγιέ ανάμεσα στο πλήθος (σελ. 126)
Το θέατρο του
αιώνα μας και οι ηθοποιοί του (σελ. 149)
Και είδα τη
μητέρα μου στο φούρνο της κουζίνας (σελ. 273)
Για τη χαμένη
σιγαλιά που τόσο αγαπούσα (σελ. 356).
Τυλίγοντας τα
χέρια του με θέρμη στα δικά μου (σελ. 368)
Ήταν σχεδόν
αδύνατο να ξανασηκωθούμε (σελ. 368)
Παρά τα όσα
γνώριζε και όσα προσπαθούσε (σελ.400)
Και η Μέριλιν θα
έσκιζε στο γυναικείο ρόλο (σελ. 418)
Ότι ήξερε
πραγματικά πώς να επιβιώσει (σελ. 445)
Δεν ήταν μόνο η
Μέριλιν που είχα στο μυαλό μου (σελ. 466)
Στο σπίτι που η
Μέριλιν, με το δικό της τρόπο (σελ. 473)
Που γυάλιζαν
αστραφτεροί απ’ τις πολλές γυναίκες (σελ. 498)
Στ’ ανοίγματα που
έσκαβα μ’ ένα πλατύ φτυάρι (σελ. 540)
No comments:
Post a Comment