Μαργκερίτ Ντυράς,
Ο υποπρόξενος, India song (μετ. Θεοφανώ Χατζηφόρου) Εξάντας 1986,
σελ. 176
Πριν δέκα χρόνια διάβασα τα «Τετράδια πολέμου»
μαζί με τον «Εραστή», και η ανάρτηση που έκανα γι’ αυτά έχει ένα συγκριτολογικό
χαρακτήρα, αφού ο «Εραστής», όπως δήλωσε η Ντυράς, είναι ένα αυτοβιογραφικό
μυθιστόρημα ενώ τα «Τετράδια πολέμου» είναι καθαρή αυτοβιογραφία που
δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό της. Μετά από δυο χρόνια διάβασα και τη βιογραφία της Μαργκερίτ Ντυράς που έγραψε η Λωρ Αντλέρ.
Πριν ξεκινήσω να γράφω για τον «Υποπρόξενο»
ξαναδιάβασα τα κείμενα που είχα γράψει. Και επιβεβαίωσα αυτό που υποψιαζόμουν.
Αντιγράφω από τη βιβλιοκριτική του βιβλίου
της Λωρ Αντλέρ:
«Η
Ντυράς πέρασε μια βασανισμένη παιδική ηλικία. Έτσι δεν είναι να απορεί κανείς
που η μετέπειτα ζωή της μετεωριζόταν ανάμεσα στην τρέλα και τον αλκοολισμό. Ή
μάλλον εύρισκε καταφύγιο στον αλκοολισμό για να ξεφύγει από την τρέλα. Και
φυσικά στο γράψιμο. Έγραφε ακατάπαυτα, σαν ξόρκι, για να αποδιώξει το κακό που
την απειλούσε. Και έκανε έρωτα. Η σεξουαλική της ζωή ήταν πολύ πλούσια. Όμως
φαίνεται ότι και το σεξ το χρησιμοποιούσε σαν αγχολυτικό, σαν άμυνα στην τρέλα
την οποία φοβότανε».
Διαβάζοντας το βιβλίο είδα ότι ήταν
σε μεγάλο βαθμό μοντερνιστικό. Η κορυφαία μοντερνίστρια, η Βιρτζίνια Γουλφ,
έπεσε θύμα της «τρέλας» της, όπως χαρακτηρίζει η ίδια την αρρώστια της στο
σημείωμα που άφησε στον σύζυγό της πριν αυτοκτονήσει. Όσο για τον άλλο μεγάλο,
τον Τζόυς, ο Γιουνγκ είπε γι’ αυτόν, συγκρίνοντάς τον με την κόρη του για την
οποία διάγνωσε σχιζοφρένεια, she was falling but he was diving.
Ο τρόπος γραφής της διακρίνεται
από μια ελλειπτικότητα με αποτέλεσμα να δημιουργείται συχνά μια αφηγηματική
ασάφεια. Όσο για την πλοκή, παραβιάζει αφηγηματικές αναμονές. Οι δυο ιστορίες
που αφηγείται συνδέονται πολύ χαλαρά μεταξύ τους. Η πρώτη ιστορία αναφέρεται στην
κοπέλα από το Λάος που η μάνα της την έδιωξε όταν είδε ότι είναι έγκυος.
Περιπλανήθηκε πεινασμένη και μισότρελη στην Καλκούτα, ενώ κάποια στιγμή
εγκατέλειψε το νεογέννητο μωρό της. Μόλις στο τέλος του μυθιστορήματος θα την ξανασυναντήσουμε,
σε μια περίπου επαφή με ένα από τα πρόσωπα της δεύτερης ιστορίας, τον Τσαρλς Ρόσετ. Μαζί με τον Μάικλ Ρίτσαρντ και τη γυναίκα του πρέσβη,
(μάλλον περσόνα της Ντυράς) αποτελούν ένα quasi ιψενικό τρίγωνο. Ο
πρέσβης και ο υποπρόξενος βρίσκονται έξω από το τρίγωνο αυτό, αλλά κοντά του.
Και ο υποπρόξενος που δίνει τον
τίτλο στο μυθιστόρημα;
Εδώ έχουμε μια σημαντική παραβίαση
αφηγηματικής αναμονής. Τι συνέβη στον υποπρόξενο στη Λαχώρη, με αποτέλεσμα να
υποπέσει σε δυσμένεια και να βρίσκεται στην Καλκούτα περιμένοντας μια δυσμενή
μετάθεση; Δεν θα το μάθουμε. Απλά θα μάθουμε για τον μοναχικό του χαρακτήρα,
για την «επιθυμία» του να έλθει πιο κοντά στη γυναίκα του πρέσβη, και για την
επιφυλακτικότητα με την οποία τον αντιμετωπίζουν όλοι, που κάποιες φορές
γίνεται ανοικτή περιφρόνηση.
Τελικά το στόρι είναι εντελώς
αδύναμο, αλλά αναδεικνύονται οι κεντρικοί χαρακτήρες ως διπλοτυπίες ανθρώπων
που ζούσαν εκείνη την εποχή στην Ινδία: εξαθλιωμένοι κάτοικοι (οι λεπροί
εμφανίζονται συχνά σαν θέμα συζήτησης), η λευκή γυναίκα που προσπαθεί να
καταπολεμήσει την πλήξη της, και οι άνδρες που κάνουν ό,τι μπορούν για να μη
σαλτάρουν σ’ αυτή την άκρη του κόσμου που τους έστειλε το αποικιοκρατικό
καθεστώς της πατρίδας τους, αν δεν έχουν σαλτάρει ήδη όπως ο υποπρόξενος. Η
γυναίκα από το Λάος συμβολίζει την απόλυτη πτώση των ντόπιων, ο υποπρόξενος την
απόλυτη πτώση των λευκών. Οι υπόλοιποι είναι οι ενδιάμεσοι.
Η Ντυράς θεωρείται ως μια κορυφαία
συγγραφέας. Σίγουρα είναι, όχι όμως του γούστου μου.
Σκόπιμα έγραψα τα παραπάνω πριν δω
την ταινία που γύρισε η ίδια η Ντυράς βασισμένη στο μυθιστόρημά της με τίτλο «India song». Θα τη δω και θα
συμπληρώσω.
Τελικά η ταινία είναι μια
εικονογράφηση του μυθιστορήματος. Έχει τη μορφή ενός ραδιοθεάτρου με μορφή
διαλόγου, που είναι πάντα off-stage, ακόμη και αν αυτοί που συνομιλούν είναι αυτοί που χορεύουν (περισσότερο απ’
όλους η γυναίκα με τον εραστή της), ή γενικά βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Βλέπουμε
πλάνα-εικόνες, ακίνητα ή με ελάχιστη κίνηση, με την κάμερα κάποιες φορές να
κάνει ένα αργό τράβελινγκ. Χαρακτηριστικό είναι ένα πολυπρόσωπο πλάνο προς το
τέλος, σαν tableau vivant. Αυτό αναπαράγει
στιλιστικά την ανία από την οποία υποφέρουν όλα τα πρόσωπα. Η μεγάλη ζέστη,
στην οποία γίνεται συχνή αναφορά, συμβάλει σ’ αυτή.
Δεν ξέρω αν ο ελλειπτικός τρόπος
γραφής ήταν αιτία να μην καταλάβω κάποια πράγματα, που τα κατάλαβα βλέποντας
την ταινία. Για παράδειγμα εδώ μαθαίνω ότι το «σκάνδαλο» στη Λαχώρη με τον
υποπρόξενο είναι ότι άρχισε κάποιο βράδυ να πυροβολεί τους λεπρούς από το
παράθυρο του σπιτιού του. Το είχα διαβάσει, αλλά δεν θυμάμαι να είχε
χαρακτηριστεί αυτό σαν αιτία της δυσμένειας στην οποία υπέπεσε, φανταζόμουν ότι
θα ήταν κάτι άλλο.
Η κοπέλα από το Λάος δεν
εμφανίζεται καθόλου, απλά γίνονται κάποιες αναφορές σ’ αυτήν. Επίσης δεν είμαι
σίγουρος αν κάποια πράγματα στην ταινία υπήρξαν και στο μυθιστόρημα και δεν τα
πρόσεξα. Το ότι η γυναίκα είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει με τον εραστή της
(είχε πολλούς, το ακούμε και εδώ) σε ένα μπουρδέλο δεν θυμάμαι να το διάβασα
στο βιβλίο.
Η γυναίκα ακούμε ότι στο τέλος
πεθαίνει, και δεν κατάλαβα αν αυτοκτόνησε ή όχι. Απλώς άκουσα ότι είχε
συμφωνήσει με τον εραστή της αν κάποιος ήθελε να «φύγει», δηλαδή να
αυτοκτονήσει, ο άλλος να μην τον εμποδίσει. Επίσης ο Τσαρλς Ρόσετ σχεδόν
εξαφανίζεται, καθώς γίνεται απλά ο νεαρός καλεσμένος.
Αν θέλετε να δείτε την ταινία, θα
σας συνιστούσα να διαβάσετε πρώτα το μυθιστόρημα. Διαφορετικά φοβάμαι ότι θα
την βρείτε πολύ ανιαρή.
No comments:
Post a Comment