Book review, movie criticism

Friday, November 4, 2022

Στρατή Μυριβήλη, Το πράσινο βιβλίο

Στρατή Μυριβήλη, Το πράσινο βιβλίο, Εστία 1956, σελ. 241.

 


  Θεωρώ τον Μυριβήλη ως τον καλλίτερο Έλληνα μυθιστοριογράφο μετά τον Καζαντζάκη. Έχω διαβάσει και τα τρία του μυθιστορήματα, τις τρεις νουβέλες του και το παιδικό μυθιστόρημά του, τότε στην καραντίνα. Τα διηγήματά του δεν πρόλαβα να τα διαβάσω. Τα αγόρασα όμως, τα δυο πανάκριβα από παλαιοπωλείο, και θα τα διαβάσω οπωσδήποτε.

  Θα ξεκινώ γράφοντας δυο λόγια για την πλοκή κάθε διηγήματος, ο μόνος τρόπος να μην τα ξεχάσω, και στο τέλος θα συνοψίσω.

  Περίεργος ο κομμουνιστής στον Κατακλυσμό. Έδωσε φιλοξενία στην κοπέλα που την κυνηγούσαν. Όχι, δεν είχε σκοπό να της την πέσει, είναι κομμουνιστής αγνός αυτός.

  Στο τέλος δεν άντεξε, της την έπεσε. Αυτή ήταν κοιμισμένη, άρχισε να την χαϊδεύει. Μετά έκανε την κοιμισμένη, της άρεσε. Δεν διάβασα αν ξύπνησε ολότελα όταν έκαναν κανονικό σεξ.

  Στο τέλος ο ήρωάς μας νιώθει τύψεις για την πράξη του. Ολοκληρωμένος κομμουνιστής, αφού ένιωθε και τύψεις. Αναρωτιέμαι αν άλλος σύντροφος στη θέση του θα ένιωθε τύψεις.

  Τόσο πολύ λαχταρούσαν ένα παιδί Το Βγενάκι και ο άντρας της! Και κάποτε ήλθε, έμεινε έγκυος. Ήταν απίστευτη η χαρά τους μέχρι που αποδείχτηκε ότι ήταν ανεμογκάστρι.

  Στο Όταν σπάει ο ρυθμός ο αφηγητής νιώθει ενοχές. Δεν είχε ψιλά να δώσει στον τυφλό ζητιάνο όπως συνήθιζε κάθε πρωί, και μετά ο ζητιάνος σκοτώθηκε από ένα αμάξι. Τυχαίο, αλλά θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο.

  Στη Λιακάδα ο αφηγητής εκφράζει την περιφρόνησή του για τα καλοπερασμένα σκυλιά των σαλονιών και την αγάπη του για τα πεινασμένα αδέσποτα.

  Και η σατιρική ατάκα:

  «Είναι ένα μούτρο στ’ αλήθεια θλιβερό αυτός ο σκύλος. Ένας που πιστεύει στη μετεμψύχωση θα μπορούσε να ορκιστεί πως στην προηγούμενή του ενσάρκωση θα ήταν θεατρικός κριτικός» (σελ. 74).

  Συνήθως οι σατιρικές ατάκες του είναι για τους ακαδημαϊκούς.

  Στο Μάτι της γάτας η γυναίκα βγάζει το μάτι της γάτας, αποφεύγοντας την τελευταία στιγμή να βγάλει το μάτι του αγαπημένου της. Ήταν ένας ιδεοψυχαναγκασμός που της αναπτύχθηκε όταν διάβασε για τον Οιδίποδα, και ενισχύθηκε όταν είδε και τη θεατρική παράσταση.

  Και ο φίλος του αφηγητή είχε έναν ανάλογο ιδεοψυχαναγκασμό.

  Και εγώ το ίδιο, μικρός, τριών τεσσάρων χρονών. Τον είχα ξεχάσει, μου τον θύμισε πριν λίγα χρόνια ο φίλος μου ο Θόδωρας. Όταν έβλεπα να έρχεται αμάξι στο δρόμο έτρεχα και αγκάλιαζα τον πιο κοντινό στύλο του ηλεκτρικού (δεν είχε έλθει ακόμη η ΔΕΗ, το ρεύμα ερχόταν από τη γεννήτρια του ελαιουργικού συνεταιρισμού). Ένιωθα μια δυνατή παρόρμηση να πέσω κάτω από τις ρόδες.

  Οι τρεις «Γοργόνες» έμειναν γεροντοκόρες, γιατί έπρεπε να παντρευτεί πρώτα η πρώτη, και αυτή διάλεγε. Ο πατέρας μου μού το έλεγε συχνά: ο που διαλέει, πάει από διαλεμάτου. Το διήγημα τελειώνει με το θάνατό της.

  Ξέρω παραδείγματα του να μην ξεπέσουμε παίρνοντας ένα κατώτερό μας. Όχι πάντα, αλλά συχνά, επειδή δεν αφήνουν οι γονείς, μένουν αδιάβατα τα «σύνορα της αγάπης».

  Ήκλασε η νύφη, σκόλασε ο γάμος λένε. Εδώ φώναξε ο νονός τον βαφτισιμιό και ανιψιό του με το πλήρες όνομά του, Δευκαλίωνα, όνομα αστείο που τον ταλαιπώρησε σε όλη του τη ζωή και κατάφερε να το κρύψει κάτω από το υποκοριστικό «Δεύκος», στον αρραβώνα του, και όλοι ξεράθηκαν στα γέλια. Γέλια σαν «Ένα κύμα που περνά και σβήνει τα ζευγαρωμένα ονόματα πάνω στην αμμουδιά. Περνά από πάνω, τραγουδώντας ξένοιαστα, και τα συνεπαίρνει όλα μέσα στο κέφι του».

  Έτσι τελειώνει το διήγημα, πάρα πολύ χιουμοριστικό παρά το unhappy end του.

 Το «Μια μαχαιριά» είναι ένα διήγημα για την πρώτη αγάπη. Την παιδική αγάπη.

  Της λέει ιστορίες. Η ιστορία με τον πλοίαρχο Κορκοράν την έχει μαγέψει, μέχρι που έρχονται κάποια αλητόπαιδα και την κοροϊδεύουν. Τους ορμάει, αυτή προλαβαίνει να ξεφύγει τρέχοντας. Του σκίζουν το ναυτικό κουστούμι που φοράει, δώρο της νονάς του, και ένας αλήτης του δίνει μια μαχαιριά στο χέρι, το σημάδι της οποίας έμεινε σαν ανάμνηση της πρώτης του αγάπης. Θα τη δει μετά από χρόνια, γερασμένη, στα χέρια εκείνου του αλήτη τον οποίο παντρεύτηκε τελικά.

  «Καημένη μου, μικρούλα πριγκιπέσσα, που δε μπόρεσα να σε γλιτώσω από τα χέρια των Ινδών και των άγριων μουσουλμάνων…. Γιατί δεν ήμουν ήρωας παρά μόνο μέσα στην καρδιά μου» (σελ. 140).

  Σύμπτωση: Προχθές μόλις (28-10-2022) είδα ένα κινέζικο βιντεάκι στο τικτόκ με το ίδιο θέμα.

  Η «Παρακόρη» είναι περισσότερο γνωστή ως ψυχοκόρη. Χαζούλα, τώρα είναι εικοσιπέντε χρονών. Παντρεύεται η κόρη του γιατρού και της κυράς της, καιρός δεν είναι να την παντρέψουν κι αυτήν όπως της έταξαν;

  Μα και βέβαια.

  Και πώς λέγεται το παλικάρι με το οποίο θα την παντρέψουν;

  Γεώργιος Κλεμανσώ, είναι πρώτος πουργός, πρωθυπουργός, μόλις τελειώσει το χτίσιμο της πολυκατοικίας θα έλθει να παντρευτούν.

  Η πλάκα συνεχίζεται κανονικά.

  Όταν παίρνει το αυτί της ότι ο Γεώργιος Κλεμανσώ πέθανε, αυτοκτονεί με τον γνωστό κινέζικο τρόπο: πέφτει μέσα στο πηγάδι. Για την ακρίβεια, κατεβαίνει σιγά σιγά.

  Συγκινητικό διήγημα, για το τι συνέπειες μπορεί να έχει μια πλάκα. Νιώθουμε οίκτο για το κακόμοιρο το κορίτσι.

  Στην «Πρωτοτάξιδη» βλέπουμε τον ερωτευμένο νέο να κάνει όνειρα με την αγαπημένη του. Ναι, όταν το μυθιστόρημά του κερδίσει το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό της «Λογοτεχνίας» και τα 60 χιλιάρικα, ο πατέρας της δεν θα του την αρνηθεί.

  Μα αλήθεια, είχε υπόψη του αληθινό περιστατικό ο Μυριβήλης όταν τον βάζει να διαβάζει σελίδες από το δικό του μυθιστόρημα χωμένες σε ένα βιβλίο του Ντοστογιέφσκι, σαν να είναι τάχα του Ντοστογιέφσκι; Ή μήπως είναι υπερβολικός στη σάτιρά του;

  Γεμάτο λυρισμό για την αγάπη, δεν μου άρεσε.  

  Στο «Με την απεργία», βλέπουμε τη θρησκοληψία των γυναικών, που έρχεται σε αντίθεση με τους «φωτισμένους» άντρες τους, φωτισμένους από το πνεύμα του κομμουνισμού. Τον ειρωνεύονται οι σύντροφοί του για το αντίδωρο που κρατά, γιατροσόφι για τα άρρωστα παιδιά του. Τον τσιγκλούν. Το μασάει, το φτύνει και το ποδοπατά, όπως τον προτρέπουν. Όμως θα κάνει το σταυρό του μπροστά στα εικονίσματα, μόλις συνέρχεται το παιδί του από τους σπασμούς.

  Θρησκεία το όπιο του λαού.   

  Ο «Παντελής» είναι ένας πιερότος που από αδεξιοσύνη του παιδιού παράλυσε το χέρι του. Ό,τι και αν έκανε δεν μπόρεσε να το φτιάξει.

  Και ήταν το αγαπημένο του παιχνίδι. Του έδωσαν μάλιστα κομμάτι από τη βασιλόπιττα. Του έπεσε το φλουρί.

  Μεγάλος πια τον αναζητεί κάθε πρωτοχρονιά, στις βιτρίνες. Τον βρίσκει κάποτε, χωρίς μάτια όμως.

  Κρίμα που εγώ δεν έχω κανένα Παντελή για να νοσταλγήσω. Το μοναδικό παιχνίδι που μπόρεσαν να μου αγοράσουν οι γονείς μου ήταν ένα πουλί, πλαστικό ή πήλινο, δεν είμαι σίγουρος, που όταν φυσούσες στην ουρά του σφύριζε.

  Πως, είχα άλλα παιχνίδια, όπως και τα άλλα παιδιά στο χωριό, που τα φτιάχναμε μόνοι μας. Όχι πολλά. Τσουρλιά και νεροπίστολα ήταν τα συνηθισμένα.

  Το «Τοπίο» είναι μια λυρική περιγραφή ενός τοπίου, σύντομη, μόλις δυο σελίδες και κάτι. Σ’ αυτήν ξεχωρίζει το τραίνο.

  Τα «Δυο παιδιά μπροστά σ’ έναν τάφο» είναι ένα συγκινητικό παιδικό διήγημα. Πέντε χρονών ο Λάμπης (έτσι με φώναζαν και μένα στο χωριό όταν ήμουν μικρός, το Μπάμπης ήλθε αργότερα), εξίμισι η Δροσούλα.

  Δεν ήλθε ο παππούς να τα δει, όπως κάθε καλοκαίρι που πήγαιναν στο χωριό. Πού είναι; Πέθανε.

  Ο Λάμπης κάνει αθώες ερωτήσεις, η Δροσούλα που είναι πιο υποψιασμένη απαντά, αλλά όλες τους τις απορίες τις λύνει ο πατέρας τους πάνω στον τάφο του παππού.

  Ένα ακόμη παιδικό, ο «Γέρος».

  Ο γέρος είναι ένας γέρο πλάτανος που ο Μυριβήλης τον πλουτίζει με συναισθήματα. Βοηθάει τα παιδιά να σκαρφαλώσουν πάνω του χαμηλώνοντας τα κλαδιά του. Ο Ντίνος όμως δεν μπορεί, γιατί το πόδι του είναι κομμένο, από χειροβομβίδα. Τον Δεκέμβρη γράφει ο Μυριβήλης, ίσως εννοεί τα Δεκεμβριανά.

  Ο «Άσωτος υιός» είναι η γνωστή ιστορία της Βίβλου, ανεπτυγμένη όμως ώστε να μας μεταφέρει τις αντιλήψεις του, το «μήνυμά» του ο Μυριβήλης.

  Για την ακρίβεια, έχουμε δυο μηνύματα. Το ένα είναι μια σύγκριση της εβραϊκής και της αρχαιοελληνικής θρησκείας, και το άλλο η αντιπαραβολή δυο ανθρώπινων τύπων, του ασυμβίβαστου, της περιπέτειας, της απόλαυσης της ζωής και του συμβιβασμένου, του συντηρητικού, που δεν μπορεί να απομακρυνθεί από τα πατροπαράδοτα.

  Ας το γράψω εδώ: μια θρησκεία υπάρχει μόνο, ο Ιουδαϊσμός, με δυο μεγάλες αιρέσεις, τον Χριστιανισμό και τον Μωαμεθανισμό. Ο τελευταίος, αν και μεταγενέστερος, είναι πιο κοντά του, με την περιτομή, την απαγόρευση του χοιρινού, το λιθοβολισμό της μοιχαλίδας, και δεν ξέρω τι άλλο. Σίγουρα ο Χριστιανισμός είναι πολύ καλύτερος, όμως καμιά σύγκριση με τη θρησκεία των προγόνων μας. Επειδή διάβασα μόλις χθες το «Μπουρδέλο» του Πετρόπουλου, ας κοιτάξουμε μόνο τη διαφορά στην αντιμετώπιση της ιερόδουλης τότε και της πόρνης σήμερα.  

  Στο «Σκάκι» διαβάζουμε για τον στρατιώτη που κουβαλούσε τα κόκαλα του αδελφού του που σκοτώθηκε σε μια μάχη στους βαλκανικούς πολέμους. Το είχε υποσχεθεί στη μάνα του. Ο αφηγητής, αλλά και άλλοι, νόμιζαν ότι κουβαλούσε γαλέτες. Στο τέλος τον συνέλαβε το φρουραρχείο.

  Ο «Τύμβος» φαίνεται σαν ένα πατριωτικό διήγημα. Ο παλαίμαχος αξιωματικός οδηγεί τους νεοσύλλεκτους σε ένα τύμβο όπου είναι θαμμένοι κάπου διακόσιοι στρατιώτες. Όμως μας περιμένει ένα εφέ έκπληξης στο τέλος. Εκεί που έριξαν τις μπαταριές προς τιμή των πεσόντων δεν ήταν ο τύμβος αλλά ο τάφος ενός τούρκου ιερωμένου, ο οποίος ήταν περιφραγμένος, όπως συνηθιζόταν, με τον ίδιο τρόπο που είχαν περιφράξει τον τύμβο.

  Εξαιρετικά γλαφυρός στην αφήγησή του ο Μυριβήλης, μας δίνει θλιβερές ιστορίες, με τους αντιήρωές του να αντιμετωπίζουν την ήττα και την απογοήτευση, κάποιες φορές γεμάτοι ενοχές. Ακόμα και τα παιδικά του διηγήματα έχουν αυτή τη στυφή γεύση.

  Έχω γράψει ότι μου αρέσουν ιστορίες με happy end, όμως τώρα συνειδητοποιώ ότι μόνο στον κινηματογράφο, και πάλι όχι υποχρεωτικά. Στη λογοτεχνία σπάνια θα συναντήσουμε happy end.

  Και ένα τελευταίο: αντικομουνιστής ο Μυριβήλης (έχει γράψει ένα εικοσασέλιδο κείμενο με τίτλο «Ο κομουνισμός και το παιδομάζωμα») σαρκάζει τους κομουνιστές σε δυο διηγήματα. Φυσικά ο αντικομουνισμός του δεν επηρεάζει καθόλου την κρίση μου για το έργο του.

 

No comments: