Στρατή Μυριβήλη, Το βυσυνί βιβλίο, Εστία 2019, σελ. 175
Όπως κάναμε και με τις προηγούμενες συλλογές διηγημάτων του Μυριβήλη, θα πούμε δυο λόγια για κάθε διήγημα ξεχωριστά.
Και αναρωτιέμαι, όπως έχω αναρωτηθεί κι άλλες φορές, σε πιο βαθμό τα επεισόδια στο «Φυλάκιο βήτα δύο» είναι πραγματικά και σε πιο βαθμό επινοημένα.
Ο αφηγητής είναι ένας νεαρός, εθελοντής στους βαλκανικούς. Τέτοιος ήταν και ο Μυριβήλης, το ξέρουμε από τη βιογραφία του. Και μετά;
Δυο είναι οι βασικές ιστορίες. Η μια είναι μια ιστορία αγάπης. Είναι ερωτευμένος με την κοπέλα που βλέπει να περνάει με το τραίνο. Κάποτε του χαμογελάει. Τέλος του στέλνει ένα φιλί με τα δάχτυλα.
Είναι η Λορελάι του, όπως είναι η Δουλτσινέλα του Δον Κιχώτη. Μέχρι που, καθώς σταμάτησε το τραίνο και κατέβηκαν οι επιβάτες μέχρι να επιδιορθωθούν οι ράγες από ένα σαμποτάζ που είχε γίνει από τους βούλγαρους, τον πήρε να πάνε στο δάσος.
Ήθελε να πηδηχτεί μαζί του.
Με μιας το όραμα κατέρρευσε. Βρήκε μια δικαιολογία και έφυγαν αμέσως.
Το άλλο είναι η υποψία ότι ο προστάτης νεαρού Νάκου, ο Στράντος, γενναίος στρατιώτης, του την έπεσε όταν μείνανε οι δυο τους μόνοι στο φυλάκιο. Και όταν κάποτε πήγαν σε μια αποστολή μαζί και ο Στράντος έπεσε από τη γέφυρα, υπήρχαν υποψίες. Που έμειναν βέβαια ανεπιβεβαίωτες. Στο στρατοδικείο παρουσιάστηκε σαν μάρτυρας, να εξιστορήσει τα γεγονότα (το τραίνο έσπρωξε το σάκο με τα εφόδια που κουβαλούσε, ωθώντας τον ίδιο στον γκρεμό), όχι σαν κατηγορούμενος.
Τη «Νενέλα τη θάψανε ζωντανή»;
Μεταφορικά.
Ήταν η πρώτη αγάπη.
Την είδε μετά από χρόνια, σαραντάρα πια, «θαμμένη» κάτω από τόνους λίπους, αγνώριστη.
Άσε, εγώ δεν την είδα, μου το είπαν πριν λίγες μέρες.
Ο Μυριβήλης κάποιες φορές μπάζει δυο ιστορίες στο ίδιο διήγημα. Εδώ έχουμε τρεις, εγκιβωτισμένες. Η άλλη είναι ένα διήγημα το οποίο αφηγείται κάποιος, για έναν άρχοντα που παρέσυρε και έθαψε ζωντανό έναν γκομενιάρη που πήδηξε τη γυναίκα του.
Και η τρίτη είναι εγκιβωτισμένη, όμως είναι μικρή, και διαδραματίστηκε στον ίδιο τόπο και σχεδόν στον ίδιο χρόνο. Σε ένα αμπρί είχαν καταπλακωθεί τρεις βούλγαροι φαντάροι, ζωντανοί, από οβίδα του ελληνικού πυροβολικού. Τους βρήκαν όταν κατέλαβαν το ύψωμα. Ήταν νεκροί φυσικά.
Η κύρια ιστορία;
Απραξία στα χαρακώματα, και από τις δυο μεριές. Καμιά μεριά δεν ήθελε να ενοχλήσει την άλλη, και έτσι, ξεθαρρεμένοι, μάζευαν ξύλα για να ζεσταθούν.
Το «Πρώτο αμάρτημα» είναι μια σπαρταριστική εκδοχή της έξωσης από τον Παράδεισο. Την Εύα την αποπλάνησε κανονικά ο όφις, που αφού της έδωσε και έφαγε το μήλο μεταμορφώθηκε σε έναν ωραίο μελαχρινό νέο που της πήρε την παρθενιά. Στο βράδυ στη σπηλιά τους η Εύα έδειξε στον Αδάμ τα παιχνίδια που της έμαθε ο νέος αυτός. Την επομένη πήραν δρόμο από τον Παράδεισο.
Στο «Τρίπτυχο», που χωρίζεται σε τρία διακριτά μέρη, διαβάζουμε τις ιστορίες τριών γυναικών, όπως τις «γνώρισε» ο αφηγητής στρατιώτης. Η πρώτη είναι η Αμμία, νεαρό κορίτσι που πέθανε. Το προσωπάκι της ήταν ανάγλυφο πάνω στην επιτύμβια στήλη, όπου μπορούσε να διαβάσει κανείς μια φθαρμένη επιγραφή: Τεύκρος και Ηρώ τη θυγάτρι Αμμία μνήμης χάριν.
Οι άλλες δυο γυναίκες ήταν η Νιλουφέρ και η πριγκηπέσσα. Χριστιανές, τις βούτηξαν και τις παντρεύτηκαν αιμοσταγείς σουλτάνοι. Πέθαναν νέες από τον καημό τους. Είδε πρώτα τα μνήματά τους και μετά άκουσε τις ιστορίες τους.
Ο «Παπανικολής» είναι μια ζωγραφιά του υποβρυχίου, την οποία έστειλες στον ταχυδρόμο το εξάχρονος γιος του. Σε μια επίθεση του εχθρού πληγώθηκε με σφαίρα στην κοιλιά. Δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας. Ζήτησε να δει τη ζωγραφιά. Παραληρεί, αποφαίνονται οι γιατροί.
Θα ξεψυχήσει χωρίς να τη δει.
Το «Ο Μανωλάκης γυρεύει το θεό» (συνειρμικά μου έρχεται στο μυαλό το μυθιστόρημα της Μάρως Βαμβουνάκη «Ο Ντάνκαν γυρεύει το θεό») μπορεί να χωριστεί άτυπα σε τρία μέρη. Στο πρώτο, ο Μανωλάκης είναι με την άρρωστη από φυματίωση μάνα του. Πολύ θα ήθελε ένα πορτοκάλι. Το κλέβει από τον μανάβη στον οποίο δουλεύει μεταφέροντας ψώνια σε πελάτες. Αυτός τον πιάνει, του τη χαρίζει επειδή είναι γιορτές των Χριστουγέννων, αλλά τον απολύει. Η μητέρα του πεθαίνει.
Στο δεύτερο μέρος ο Μανωλάκης ψάχνει μήπως καταφέρει να βρει λεφτά για την κηδεία της μητέρας του. Είναι χιονιάς, οι δρόμοι είναι γεμάτοι χιόνια. Βλέπει μέσα σε ένα πολυτελές εστιατόριο να διασκεδάζουν οι πλούσιοι. Παγώνει. Θα ξεψυχήσει.
Μου θύμισε το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα» του Άντερσεν, που κι αυτό πάγωσε έτσι. Είδαμε την ομώνυμη κινηματογραφική μεταφορά του από τον Jean Renoir, αλλά διαβάσαμε και το παραμύθι.
Διαβάζοντας τώρα την ανάρτηση που έκανα, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ο Μυριβήλης επηρεάστηκε από αυτό το παραμύθι στη σύνθεση του δικού του διηγήματος. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα, ενώ βρίσκεται σε λήθαργο, ονειρεύεται ότι πηγαίνει σε ένα σπίτι με νευρόσπαστα. Φλερτάρει. Στο διήγημα του Μυριβήλη ο Μανωλάκης πηγαίνει στον Παράδεισο. Όμως σ’ αυτόν βρίσκονται οι πλούσιοι, καθώς δεν έχουν καταδικαστεί, αυτός όμως δεν μπορεί να μείνει γιατί παραβίασε την εντολή «ου κλέψεις». Τελικά εκεί δεν υπάρχει ο Θεός παρά ο Μαμωνάς.
Σαρδόνια ιστορία, οι κλέφτες και διεφθαρμένοι πλούσιοι καπαρώνουν ακόμη και τον παράδεισο.
Η πλούσια πεθαίνει από νευρική ανορεξία στην προσπάθειά της να αδυνατίσει. Οι φτωχοί πεθαίνουνε από πείνα, γιατί δεν έχουν να φάνε.
Η «καρδιά του πέφκου» υπάρχει και στο «Πράσινο βιβλίο» με τίτλο «Ο γέρος». Ελάχιστες οι αλλαγές που έκανε, γι’ αυτό αντιγράφω από εκεί.
Ο γέρος είναι ένας γέρο πλάτανος που ο Μυριβήλης τον πλουτίζει με συναισθήματα. Βοηθάει τα παιδιά να σκαρφαλώσουν πάνω του χαμηλώνοντας τα κλαδιά του. Ο Ντίνος όμως δεν μπορεί, γιατί το πόδι του είναι κομμένο, από χειροβομβίδα. Τον Δεκέμβρη γράφει ο Μυριβήλης, ίσως εννοεί τα Δεκεμβριανά.
Ο «Μελέτης» ήταν ο υπίατρος ενός συντάγματος «τσαντιρωμένου» πάνω σε ένα λόφο. Χιόνι, κρύο πολύ.
Τρία πράγματα θα πούμε γι’ αυτόν.
Έδινε αβέρτα αναρρωτικές.
Δεν ήταν υπερφίαλος, βοήθησε ένα φαντάρο να μεταφέρουν νερό από το ποτάμι για να φτιάξουν το τσάι, ο οποίος μόνο όταν ετοιμάστηκε το τσάι πήρε χαμπάρι ότι δεν ήταν ένας άλλος φαντάρος αλλά ο υπίατρος.
Σκοτώθηκε σε μια αεροπορική επιδρομή.
«Στον ανεμόμυλο της περβόλας» είναι το πιο πεσιμιστικό διήγημα του Μυριβήλη.
Τον ήθελε τον σαραντάρη ομορφάντρα η κοπέλα, δεν τον παντρεύτηκε επειδή πιέστηκε. Όμως, όταν αυτός επέστρεψε από ταξίδι πιο γρήγορα από ό,τι αναμενόταν και πήγε να της κάνει έκπληξη, τη βρήκε στο κρεβάτι με τον ανιψιό του. Τον ανιψιό του τον έρριξε μέσα σε ένα καζάνι στο σαπωνοποιείο του. Τη γυναίκα του την έδεσε στη φτερωτή του μύλου στον αλευρόμυλό του. Την άφησε να γυρίζει αρκετή ώρα. Μετά την κατέβασε. Την άφησε λιπόθυμη στην άκρη και εξαφανίστηκε. Αυτή τρελάθηκε. Γυρνούσε άσκοπα στα χωράφια. Πολλοί που την συναντούσαν την πηδούσαν. Δεν έφερνε σε κανέναν αντίρρηση. Στο τέλος μεσολάβησε ο δεσπότης και κλείστηκε σε φρενοκομείο.
Τα «Παιδιά» είναι ένα ακόμη παιδικό παραμύθι.
Έξι χρονών η μεγάλη αδελφή, πέντε χρονών αυτός, επτά χρονών η γειτονοπούλα η Ντίνα. Έπαιζαν το λεωφορείο. Μου θύμισε τα δικά μου παιδικά χρόνια, που εγώ, ο ξάδελφός μου ο Γιάννης και ο Αντώνης, η τριανδρία της κάτω γειτονιάς, παίζαμε το ίδιο παιχνίδι. Κάποια στιγμή όμως το «αμάξι» δεν έπαιρνε μπροστά. Τι έγινε; Το χάλασε ο Γαϊτάνης.
Ένα πρωινό περνούσε καβάλα πάνω στο μπεγίρι (άλογο) του. Βγήκαμε στο δρόμο και του φωνάζαμε όλοι μαζί καθώς απομακρυνόταν: Γαϊτάνη, Γαϊτάνη, που χάλασες το αμάξι.
Θυμάμαι και κάτι άλλο.
Κατέβαινε από τη μικρή βρύση ο Νικολής με τη μηχανάρα του. Μόλις μας προσπέρασε αρχίσαμε να φωνάζουμε εν χορώ: Ο Νικολής ο μέγας, που γάστρωσε την αίγα.
Ποτέ δεν έμαθα γιατί βγήκε αυτή η ατάκα, ή μπορεί να έμαθα και να έχω ξεχάσει. Βέβαια εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί, όμως μπορεί και να είναι συκοφαντία.
Η Ντίνα, το στερνοπούλι της μητέρας της (άλλα δυο παιδιά της πέθαναν από κοκίτη), πληγώθηκε με ένα καρφί.
Η αφηγηματική αναμονή είναι δεδομένη.
Μα καλά, δεν ήξερε η μάνα της για τον αντιτετανικό ορό;
Δεν αναφέρεται ο τέτανος αλλά τα συμπτώματά του.
Δεν μπόρεσαν οι γιατροί να τη γλιτώσουν.
Αναρωτιέμαι μήπως θα έπρεπε να μαζευτούν σε ξεχωριστό τόμο τα παιδικά διηγήματα του Μυριβήλη.
Ή μήπως όχι;
Σε μια εισήγησή μου σε ένα συνέδριο που είχε τίτλο «Οικολογία και παιδική λογοτεχνία: μια περίπτωση πρόσληψης» υποστήριζα ότι η παιδική λογοτεχνία δεν πρέπει να είναι απαισιόδοξη. Αλλά όμως ο Άντερσεν δεν έγραψε το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα» στο οποίο αναφέρθηκα πιο πριν, ένα απαισιόδοξο παραμύθι;
Ο «Λούλης ο γόης», στο τελευταίο διήγημα της τέταρτης και τελευταίας συλλογής διηγημάτων του Μυριβήλη, είναι ένας γάτος. Αριστοκρατικός, όμορφος, γόης, αλλά οι γάτες της γειτονιάς που ανήκουν στο λούμπεν προλεταριάτο δεν τον θέλουν καθόλου.
«Νόμιζε κανείς πως ολόκληρη χορωδία λυρικού θεάτρου είχε μεταπηδήσει από τη σκηνή στην αυλή μας. Ο θόρυβος ήταν τέτοιος μέσα στη νύχτα, που ξύπνησαν όλοι οι γειτόνοι, μισάνοιξαν τα παραθυρόφυλλα και φώναζαν “ψιτ” και βλαστημούσαν».
Έχω ζήσει πολλές φορές αυτή την εμπειρία. Μόλις πριν λίγες μέρες με ξύπνησαν οι ερωτοφωνές δυο γάτων. Άνοιξα το μπαλκόνι και φώναξα άγρια “ψιτ, ψιτ”.
Όχι, δεν βλαστήμησα.
Οι γάτες απομακρύνθηκαν, αλλά εγώ πού να ξανακοιμηθώ.
Ήταν ξημερώματα.
Απολαυστικότατο αυτό το χιουμοριστικό διήγημα, από τα ελάχιστα χιουμοριστικά διηγήματα του Μυριβήλη.
Το διήγημα ξεκινάει: «Αγαπώ πολύ τις γάτες…».
Κι εγώ.
Και ιδού η απόδειξη.
Λυπητερά είναι τα περισσότερα διηγήματά του. Ελάχιστα είναι τα χιουμοριστικά. Υπάρχουν και τα παιδικά. Αρέσκεται στην περιγραφή της φύσης. Αφηγείται ιστορίες από τη Βίβλο με ανατρεπτικό τρόπο.
Δεν θυμάμαι αν το έχω γράψει, τον θεωρώ τον καλύτερο πεζογράφο μας μετά τον Καζαντζάκη, γι’ αυτό και διάβασα όλο το πεζογραφικό του έργο.
Καθώς κλείσαμε με τον Μυριβήλη (δεν σκοπεύω να διαβάσω την ομιλία του «Ο κομμουνισμός και το παιδομάζωμα), να παραθέσω τους συνδέσμους για τις άλλες τρεις συλλογές διηγημάτων του. Η πρώτη είναι «Το πράσινο βιβλίο», η δεύτερη «Το γαλάζιο βιβλίο» και η τρίτη «Το κόκκινο βιβλίο». Επίσης τους συνδέσμους για τα τρία μυθιστορήματά του, «Η ζωή εν τάφω», «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» και «Η Παναγία η Γοργόνα». Τέλος τους συνδέσμους για τις τρεις νουβέλες του. «Βασίλης ο Αρβανίτης», «Τα παγανά» και «Ο Παν».
No comments:
Post a Comment