Άντον Τσέχωφ, Διηγήματα και νουβέλες, Β΄τόμος (μετ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου), Ψυχογιός, 2019, (σελ. 346)
Έχω γράψει για πάρα πολλά βιβλία του Τσέχωφ. Έχω ακόμη πεντέξι, πιστεύω να τα διαβάσω και αυτά σιγά σιγά. Αγοράζοντας το καινούριο μου κινητό, ένα smart phone, έβαλα στην κάρτα μνήμης το «Διηγήματα και νουβέλες», για να το διαβάζω μόνο όταν βρίσκομαι κάπου και πρέπει να σκοτώσω την ώρα μου. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ για τα πρώτα δυο διηγήματα γράφω σήμερα (11-6-2021), δεν ξέρω πότε θα το τελειώσω για να αναρτήσω.
Ευτυχώς που έκανα αυτή την αγορά, γιατί χθες περίμενα στο Ιπποκράτειο σχεδόν τετράωρο μέχρι να γίνει η εξέταση. Είχε ελεύθερο wi-fi, χάζεψα λίγο στο Instagram και στο twitter και μετά ξεκίνησα το διάβασμα. Διάβασα κάπου 80 σελίδες.
Δεν σκοπεύω να γράψω αναλυτικά, απλά δυο κουβέντες για την πλοκή, για να ξέρω.
«Ο βούρκος» είναι απολαυστικότατο διήγημα. Δυο ξαδέλφια, πρώτα ο ένας και πρώτα ο άλλος, πέφτουν θύματα μιας εικοσιεπτάχρονης εβραίας, η οποία καταφέρνει, κοιμίζοντάς τους μια βραδιά, τον πρώτο να ξεχάσει τις επιταγές του ξαδέλφου του που έσκισε χωρίς να του δώσει τα λεφτά, 2.300 ρούβλια, και του ξαδέλφου του, που ξενύχτησε κι αυτός στην αγκαλιά της, με αντάλλαγμα να ξεχάσει επί τέλους αυτές τις διαβολοεπιταγές.
Εν τάξει, να μοιραστούν τη χασούρα, του χρωστάει μόνο τα 1,150 ρούβλια.
Αλλά η ιστορία δεν τελειώνει εδώ.
Δανείζεται από τη θεία του τα 5.000 ρούβλια που χρειαζόταν, και αντί να πάει κατ’ ευθείαν στη μέλλουσα γυναίκα του έτρεξε πάλι στην εβραία.
Πώς το ξέρουμε;
Δεν άντεξε και ο ξάδελφος, πήγε σπίτι της και τον βρήκε εκεί.
Οι μουζίκοι
Ο Νικολάι αρρώστησε, δεν μπορούσε πια να δουλέψει, και αποφάσισε να πάει μαζί με τη γυναίκα του την Όλγα και την κόρη του τη Σάσα στο χωριό, όπου η ζωή είναι πιο φτηνή.
Με αυτό το πρόσχημα ο Τσέχωφ μας δίνει μια ηθογραφία του ρώσικου χωριού. Παρουσιάζει τους μουζίκους άξεστους, μεθύστακες, που δέρνουν τις γυναίκες τους, που προσπαθούν να μην πληρώσουν την εφορία, που… που…
Αλλά και οι κρατικοί υπάλληλοι δεν είναι καλύτεροι. Τους φέρονται με το χειρότερο τρόπο και προσπαθούν με κάθε μέσο να τους εκμεταλλευτούν, μας λέει σε κάποιο σημείο για εξισορρόπηση.
Μια βαρετή ιστορία
Μεγάλη ιστορία, σχεδόν νουβέλα, 84 σελίδες.
Ο διάσημος καθηγητής μιλάει για τον εαυτό του, σε πέντε κεφάλαια.
Το πρώτο είναι εξαιρετική περίπτωση συμπερίληψης και πολυμοναδικής αφήγησης.
Τι είναι αυτά, παραθέτω από το διδακτορικό μου.
«Η συχνότητα είναι μια ακόμη άποψη κάτω από την οποία μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τα γεγονότα, τόσο στο επίπεδο της ιστορίας όσο και στο επίπεδο της πλοκής, δηλαδή κατά την αφήγησή τους.
Υπάρχουν δυο δυνατότητες. Ένα γεγονός η κάποια γεγονότα μπορούν να επαναλαμβάνονται ή όχι, και η αφήγηση ενός γεγονότος ή μιας σειράς γεγονότων μπορεί να επαναλαμβάνεται ή όχι. Ο συνδυασμός τους δημιουργεί τις παρακάτω περιπτώσεις.
1. Ένα γεγονός, μια παρουσίαση. Είναι η μοναδική (singulatif), ή η αφήγηση ως τέτοια, όπως την ονομάζει ο Genette.
2. Ένα γεγονός, διάφορες παρουσιάσεις. Είναι το φαινόμενο της επανάληψης (repetitif).
3. Πολλά γεγονότα, μια παρουσίαση. Τότε έχουμε τη συμπερίληψη (iteration).
Η θεωρητικά δημιουργούμενη από τον συνδυασμό αυτό τέταρτη περίπτωση, η πολυμοναδική (singulative), πολλά γεγονότα πολλές αφηγήσεις, όπως παραδέχεται ο Genette, είναι στην πραγματικότητα μοναδική (singulatif). Όπως όμως υποστηρίζει η Γ. Φαρίνου Μαλαματάρη, η πολυμοναδική αφήγηση μπορεί να θεωρηθεί ως η αντιστροφή της συμπεριληπτικής (ή θαμιστικής, όπως μεταφράζει η ίδια τον όρο iterative). Αντί ο Παπαδιαμάντης να γράψει Για ένα χρόνο και κατά τις μεγάλες γιορτές έψαλλα, προβαίνει σε μια απαριθμιστική διατύπωση, έκτασης μιας σελίδας, του τι ακριβώς έψαλλε σε κάθε γιορτή. Όταν ο συγγραφέας θέλει να δώσει ξεχωριστή έμφαση στα γεγονότα, παρά την ομοιότητά τους, θα προτιμήσει την πολυμοναδική παρουσίαση. Και επειδή όλα τα γεγονότα έχουν κοινά σημεία και διαφορές, είναι πάντα ζήτημα προσωπικής εκτίμησης να θεωρηθεί η αφήγησή τους μοναδική ή πολυμοναδική».
Γενικά βλέπουμε τον σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό του καθηγητή. Στο στόχαστρο η γυναίκα του (κούκλα όταν την ερωτεύθηκε, τώρα δεν βλέπεται), την κόρη του, τον αρραβωνιαστικό της που δεν τον χωνεύει και αποδεικνύεται ότι είναι απατεώνας, κατόπιν εορτής, γιατί η κόρη του τον παντρεύτηκε κατά την απουσία του. Στη συνέχεια είναι φοιτητές, συνάδελφοι και φίλοι του. Η Κάτια της οποίας είχε αναλάβει την κηδεμονία από όταν ήταν μικρή είναι μια ξεχωριστή περίπτωση. Η πολυτάραχη ζωή της θα τον προβληματίσει, αλλά στο σπίτι της θα βρίσκει καταφύγιο, μην αντέχοντας τους δικούς του. Επίσης υπάρχουν δοκιμιακές σελίδες για το πανεπιστήμιο, για την ιατρική, για την τέχνη, για την επιστήμη, και δεν θυμάμαι τι άλλο.
Ο Τσέχωφ το αντιλαμβάνεται, ήθελε να παρουσιάσει επεισόδια από τη ζωή, πολυμοναδικά, όχι μια συναρπαστική ιστορία με σασπένς, η κύρια αρετή σε ένα σενάριο κατά τον Syd Field, και όχι μόνο πιστεύω εγώ, γι’ αυτό και τιτλοφορεί αυτό το διήγημα/νουβέλα σαν μια «βαρετή ιστορία».
O αρχιερέας
Ο αρχιερέας είναι επίσκοπος.
Ξεκινάει με τις αναμνήσεις του.
Βλέπει τη μητέρα του μέσα στους εκκλησιαζόμενους. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια του. Κλαίει και το εκκλησίασμα.
Η μητέρα του τον επισκέπτεται την επομένη μαζί με την ανιψιά του, ένα κοριτσάκι. Του μιλάει στον πληθυντικό. Εμπνέει δέος, το έχει διαπιστώσει, και αυτό τον ενοχλεί. Έχει προσβληθεί από κοιλιακό τύφο. Η μητέρα του, βλέποντάς τον άρρωστο στο κρεβάτι του, θα τον πει επί τέλους Παβλιούσα, όπως τον φώναζε όταν ήταν παιδί.
Ο μόνος που τον αντιμετωπίζει χωρίς δέος είναι ένας καλόγερος, ο οποίος όμως θέλει να φύγει από το μοναστήρι. Τον παρακαλεί να μείνει. Για χατίρι του θα μείνει μέχρι την Κυριακή.
Δεν θα χρειαστεί.
Την ίδια νύχτα ο επίσκοπος πεθαίνει.
Ο κακοποιός
Του είναι αδύνατο να καταλάβει γιατί τον καταδίκασαν. Το παξιμάδι το έβγαλε από τις ράγες για να κάνει βαρίδι για το καλάμι για ψάρεμα. Πώς θα εκτροχιαζόταν το τραίνο, επειδή έλειπε ένα παξιμάδι; Και άλλες φορές το έκανε, αλλά από άλλα σημεία, ώστε να μην κινδυνεύουν οι ράγες.
Η Ανιούτα
Είναι ένα φουκαριάρικο κορίτσι που μένει με διάφορους, για να ζήσει. Τώρα μένει με έναν φοιτητή ιατρικής. Τη δανείζει σε ένα ζωγράφο που τη θέλει για δυο ώρες. Η καημένη έχει μελανιάσει στο κρύο. Κατά την απουσία της ο φοιτητής σκέφτεται ότι αρκετά την κράτησε, όταν επιστρέφει της λέγει να φύγει. Βλέπει τη στενοχώρια της, σκέφτεται να την κρατήσει ακόμη για καμιά βδομάδα. Της λέει να μείνει.
Η αναστάτωση
Ετοιμάζεται να φύγει από τη σπιτονοικοκυρά της που έκανε έλεγχο στα πράγματά της για να δει μήπως αυτή της έκλεψε μια καρφίτσα που άξιζε δυο χιλιάδες ρούβλια. Όσο και αν την παρακαλεί ο άντρας της, λέγοντάς της ότι αυτός την έκλεψε, στο κάτω κάτω δική του ήταν, γιατί δεν του έδινε λεφτά, αυτή είναι ανένδοτη, σηκώνεται και φεύγει.
Η κυρία με το σκυλάκι
Έχουμε γράψει, και μάλιστα δυο φορές για το διήγημα, και άλλες δυο φορές για την κινηματογραφική μεταφορά.
Αριάδνη
Η Αριάδνη είναι όμορφη, κοκέτα και σπάταλη. Ο ήρωάς μας είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της, όμως αντιλαμβάνεται ότι αυτή δεν τον αγαπά. Πηγαίνει στην Ιταλία με έναν παντρεμένο. Τον καλεί να έλθει. Πηγαίνει. Όμως γεμάτος ζήλεια για τη σχέση της με τον παντρεμένο σηκώνεται και φεύγει. Τον ξαναφωνάζει να τη γλιτώσει από τον παντρεμένο. Επί τέλους έχει σεξουαλικές σχέσεις μαζί της. Νιώθει και πάλι ότι δεν τον αγαπά. Είναι και πολυέξοδη. Την παρατάει.
Στο τέλος θα παντρευτεί έναν δούκα, πλούσιο, που την ήθελε από καιρό.
Ιόνιτς
Αγάπα με να σ’ αγαπώ, θέλε με να σε θέλω
Γιατί θε να ’ρθει ένας καιρός που α θες και δε θα θέλω.
Την ήθελε ο Ιόνιτς, ο αγροτικός γιατρός, όμως αυτή δεν τον ήθελε. Μετά από χρόνια, όταν αυτή τον ήθελε, αυτός δεν την ήθελε πια. Και το διήγημα τελειώνει παρουσιάζοντας τον Ιόνιτς παχύ και δύστροπο, και αυτήν όχι πια στην πρώτη της νιότη, καταδικασμένη να ζήσει μόνη. Δεν υπήρξε συγχρονισμός στα αισθήματα.
Νυφούλα
Την είχα ξαναδιαβάσει, αλλά πού να το θυμάμαι. Έγραψα εδώ.
Συμπληρώνω: Ξαναδιαβάζοντας την κριτική αυτή βλέπω ότι η «Νυφούλα» ήταν το τελευταίο διήγημα που έγραψε ο Τσέχωφ. Στο διήγημα αυτό πεθαίνει ο Σάσα, αυτός που την ώθησε να φύγει, από φυματίωση. Να προσήμαινε άραγε συνειδητά τον δικό του θάνατο;
No comments:
Post a Comment