Anatole
France, Le jardin d’ Epicure, Calmann Levy, Paris 1895, σελ. 296
Το τερπνόν μετά του
ωφελίμου.
Είπα να διαβάζω, εδώ στην Κρήτη, βιβλία στο πρωτότυπο, για να φρεσκάρω
λίγο τις γλώσσες.
Πέρυσι διάβασα το «El reino de dragon de oro» της Ιζαμπέλ Αλιέντε.
Φέτος ξεκίνησα με τον «Κήπο του Επίκουρου» του Ανατόλ Φρανς.
Πριν τρία χρόνια διάβασα τη «Θαΐδα» του και
μου άρεσε πολύ.
Τον εκτίμησα περισσότερο, όχι όταν διάβασα πως τιμήθηκε με το βραβείο
Νόμπελ το 1921 αλλά όταν διάβασα ότι όλα του τα βιβλία μπήκαν στον index.
Ο Καζαντζάκης δεν γνώρισε μια τέτοια τιμή.
Μόνο ο «Τελευταίος πειρασμός» μπήκε στον index.
Παρεμπιπτόντως, ο Ιndex
Librorum Prohibitorum, o πίνακας των απαγορευμένων βιβλίων καταργήθηκε από το Βατικανό το
1966.
Χαρτόδετη έκδοση, δεν θυμάμαι πού την ξετρύπωσα, σίγουρα όμως ήταν πριν
δεκαετίες.
Νόμιζα ότι η πιο παλιά έκδοση βιβλίου που είχα ήταν ένας τόμος της
«Ιστορίας των Αθηνών» του Καμπούρογλου, νομίζω του 1898, που την αγόρασα,
θυμάμαι, ένα τάλιρο σε μια λαϊκή. Τώρα βλέπω ότι η πιο παλιά έκδοση βιβλίου που
έχω είναι ο «Κήπος του Επίκουρου».
Δεύτερη έκδοση, του 1895, την ίδια χρονιά που κυκλοφόρησε και η πρώτη.
Προφανώς είχε γνωρίσει μεγάλη απήχηση καθώς η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε την ίδια
χρονιά.
Το βιβλίο αποτελείται από μικρά δοκιμιακά αποσπάσματα.
Μου άρεσαν πολύ.
Όχι μόνο γιατί σαν οικολόγος πιστεύω στο σύνθημα, «Το μικρό είναι
όμορφο», κάτι που έχουν καταλάβει και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σύντομα
κείμενα στο facebook, σύντομα
βιντεάκια στο τικ τοκ, και ακόμη πιο σύντομα τα reels.
Έχω πρόβλημα με τα δοκίμια, όμως αυτά τα σύντομα κειμενάκια του Ανατόλ
Φρανς μου άρεσαν πολύ.
Και εγώ έχω γράψει τέτοια μικρά κείμενα, που τα ονόμασα «Rien» από το «Riens
philosophiques» του
Κίρκεγκαρντ, που το αγόρασα όταν πήγα στην Αθήνα για να δώσω τις πανελλαδικές
εξετάσεις. Ακόμη πιο σύντομα είναι τα «Διάφορα
μικρά», τα περισσότερα από τα οποία έχουν δοκιμιακό χαρακτήρα.
Θαύμασα την αρχαιογνωσία του Φρανς. Σε πολλά από αυτά ανατρέχει στην
ελληνική αρχαιότητα, στην ιστορία, στη λογοτεχνία, στη μυθολογία. Μήτε γερμανός
να ήταν.
Και βέβαια το αντικληρικαλιστικό του πνεύμα φαίνεται ολοκάθαρα.
Διαβάζουμε.
«Ο χριστιανισμός έκανε πολλά για τον έρωτα, κάνοντάς τον αμαρτία.
Απέκλεισε τη γυναίκα από το ιερατείο. Τη φοβάται. Δείχνει πόσο είναι
επικίνδυνη. Επαναλαμβάνει με τον Εκκλησιαστή: Τα μπράτσα της γυναίκας
είναι σαν τα δίχτυα του κυνηγού…» (σελ. 10).
Και βέβαια φαίνεται και εδώ ο φεμινισμός του.
Θα σχολιάσουμε και άλλα αποσπάσματα.
«Ούτε η Χλόη ούτε ο Δάφνης του ελληνικού μυθιστορήματος υπήρξαν ποτέ
πραγματικά βοσκοί. Όμως μας αρέσουν ακόμη» (σελ. 40).
Διάβασα το μυθιστόρημα πριν τέσσερα
χρόνια, μέσα στην καραντίνα, και πολύ μου άρεσε.
«Το βιβλίο τα αφήνει όλα στην φαντασία. Έτσι τα ακαλλιέργητα και απλά
πνεύματα στην πλειοψηφία τους δεν παίρνουν παρά μια χλωμή και κρύα ευχαρίστηση.
Το θέατρο αντίθετα σου τα δείχνει όλα και δεν σε αφήνει να φανταστείς τίποτα.
Να γιατί ικανοποιεί πάρα πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Για τον ίδιο λόγο λίγο αρέσει
στα ρεμβαστικά και στοχαστικά πνεύματα… Δεν ξέρουν τι να κάνουν στο θέατρο και
προτιμούν αντί την παθητική απόλαυση του θεάματος την ενεργητική χαρά της
ανάγνωσης» (σελ. 43-44).
Και εγώ προτιμώ τη λογοτεχνία από το θέατρο, αν και αναγκάστηκα να βλέπω
θέατρο όταν έκανα το διδακτορικό μου γιατί το θέμα του είχε να κάνει και με το
θέατρο, αφού ο εποπτεύων, ο Θόδωρος Γραμματάς, ήταν καθηγητής (τώρα ομότιμος)
θεατρολογίας.
Αυτό που γράφει για το θέατρο ισχύει και για τον κινηματογράφο, και έχω
γράψει αρκετές φορές για την ανωτερότητα της λογοτεχνίας σε σχέση με τον
κινηματογράφο. Αν αμφιβάλλετε, διαβάστε ένα μυθιστόρημα και δέστε την καλύτερη
κινηματογραφική μεταφορά του και θα καταλάβετε.
Παραθέτει την χιλιοειπωμένη φράση του Επίκουρου, ότι δεν πρέπει να
φοβόμαστε τον θάνατο γιατί «Αν είμαι, αυτός δεν είναι. Και αν αυτός είναι, εγώ
δεν είμαι» (Ὁ θάνατος οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς· τὸ γὰρ διαλυθὲν ἀναισθητεῖ͵ τὸ δ΄
ἀναισθητοῦν οὐδὲν πρὸς ἡμᾶς). Με την οποία βέβαια δεν συμφωνώ, δεν συνιστά
καθόλου παραμυθία στο δικό μου φόβο του θανάτου.
Για την ακρίβεια, δεν φοβάμαι τον θάνατο, αλλά τον τρόπο που θα πεθάνω,
να μην υποφέρω.
Ένας φίλος μου επικούρειος την παραθέτει συχνά. Αυτός ο φίλος μου είχε
πει ότι κάποτε φοβόταν να κοιμηθεί από φόβο μήπως δεν ξυπνήσει.
Εγώ άλλο που δεν θέλω.
Αποφεύγεις έτσι τα βασανιστικά γεράματα.
«Ο έρωτας δεν ανθίζει παρά στον πόνο» (σελ. 65).
Υπάρχει μια αλήθεια σ’ αυτό.
Να μην παραθέσω απόσπασμα, γράφει για τον Ιούδα, που θα έπρεπε να
συγχωρεθεί αφού χάρη σ’ αυτόν ο Ιησούς…
Δεν θυμάμαι ποιος το πρωτοείπε, αλλά το λέει και ο Καζαντζάκης στον
«Τελευταίο πειρασμό».
«Εδώ και πολύ καιρό διαβάζω τις μεταφυσικές πραγματείες σαν πιο
απολαυστικά μυθιστορήματα από τα άλλα, και καθόλου πιο αληθινά» (σελ. 119).
Εγώ έτσι βλέπω όλες τις φιλοσοφικές πραγματείες, όμως δεν είναι τώρα πια
για μένα πιο απολαυστικές από ό,τι τα μυθιστορήματα.
Τώρα πια, γιατί παλιά η φιλοσοφία ήταν η μεγάλη μου αγάπη, και το
δεύτερο πτυχίο μου είναι στη φιλοσοφία, από το φιλοσοφικό τμήμα της φιλοσοφικής
σχολής.
«…στα νησιά Φίτζι τα παιδιά σκοτώνουν τους γονείς όταν γεράσουν…» (σελ.
150-151).
Έχω γράψει αρκετά πάνω σ’ αυτό στην ανάρτησή μου για την «Μπαλάντα
του Ναραγιάμα».
Ένα αρκετά εκτενές κείμενο αναφέρεται στις καλόγριες. Δεν θα παραθέσω
απόσπασμα, απλά μου κάνει εντύπωση που δεν παραθέτει τον Ουγκώ, που στους «Άθλιους» γράφει
αρκετά για τα γυναικεία μοναστήρια.
«Δεν σκέφτηκες τα φωνήεντα, και είναι οι ευφυείς Έλληνες που τα
ανακάλυψαν» (σελ. 188), διαβάζω σε ένα εκτενές διαλογικό κείμενο για την
προέλευση του αλφαβήτου.
«Και λίγοι θα συμφωνούσαν να ζουν στην κοινωνία που ονειρευόταν ο
Προυντόν, όπου όλες οι γυναίκες θα ήταν μαγείρισσες και νοικοκυρές» (σελ. 195).
Κοίτα να δεις!!!
Καλά του τα έψαλε ο Μαρξ στην «Αθλιότητα της φιλοσοφίας».
Θυμάμαι την αρχή:
Παραθέτει μια παράγραφο από τον Προυντόν για να σχολιάσει αμέσως μετά:
Διαφωνούμε με όλα όσα λέει ο Προυντόν εκτός από το ότι δυο και δυο κάνουν
τέσσερα.
Ένα άλλο κείμενο αναφέρεται στο ότι η γκλαμουριά ενός συγγραφέα κάνει να
δεχόμαστε ανερώτητα ό,τι έχει πει. Μιλάει για έξοχες παρατηρήσεις του Πασκάλ
που αργότερα διαπιστώθηκε ότι ήταν λάθη του αντιγραφέα. Τον Οσιάν τον θεωρούσαν
εξαιρετικό ποιητή, ισάξιο του Ομήρου, όσο καιρό νόμιζαν ότι έζησε στην
αρχαιότητα. Όταν διαπιστώθηκε ότι ήταν ένας σύγχρονος, ένας Μάκφερσον, έχασε
την αίγλη του.
Και ένα έργο της Μάρως Βαμβουνάκη πέρασε σχεδόν απαρατήρητο όταν το
εξέδωσε, σκόπιμα, με ψευδώνυμο. Το ίδιο έκανε και ένας αμερικανός συγγραφέας,
που και να συγκράτησα τότε το όνομά του το έχω ξεχάσει.
Ενδιαφέρον είναι το κείμενο-παράθεση ορισμών της ψυχής από διάφορους.
Ενδιαφέρον επίσης έχει ο διάλογος μεταξύ Αρίστου και Πολυφίλης, πάνω
στην γλώσσα της μεταφυσικής. Η Πολυφίλη είναι ο Shite και ο Άριστος ο Waki (τα δυο πρόσωπα του θεάτρου Νο, ο ένας
πρωταγωνιστής, ο άλλος βοηθός). Με τις ερωτήσεις του ο Άριστος κάνει την
Πολυφίλη, σαν άλλη Διοτίμα, να εκθέτει τις απόψεις της.
Εξαιρετικός δοκιμιογράφος ο Φρανς, μου άρεσε ακόμη και στα σημεία που
διαφωνούσα.
No comments:
Post a Comment