Γιώργος Βοϊκλής
Μια Θεία Λειτουργία χωρίς
ιερέα
στο Χρίστο Λάνδρο
Αλειτούργητη
εκκλησιά,
σώμα χωρίς ψυχή.
Το καλοκαίρι του 1994, πήγαμε με τη γυναίκα
μου και την δωδεκάχρονη τότε κόρη μας, την Καλή, δεκαήμερες διακοπές στην
Κύπρο. Σε μια επίσκεψή μας στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Λεμεσού, προς μεγάλη μας
έκπληξη, βρήκαμε στα ράφια της, στο τμήμα με τα Παιδικά – Εφηβικά βιβλία, δυο αντίτυπα
βιβλίων μας που είχαν εκδοθεί πρόσφατα: Το «Τα
ξεχασμένα μονοπάτια» και το «Λαμπερούλα»
-που το είχαμε γράψει μαζί με την Καλή την προηγούμενοι χρονιά. Ενθουσιασμένοι για το εύρημά μας, πήγαμε και
το είπαμε στην υπεύθυνη της βιβλιοθήκης, μια συμπαθέστατη νέα κοπέλα, που μας
είπε, με την χαρακτηριστική κυπριακή προσφορά της, ότι τα βιβλία μας
περιλαμβάνονταν στην παραγγελία που είχαν παραλάβει πριν λίγες μέρες απ’ τις
εκδόσεις Καστανιώτη. Μετά, αφού μας καλωσόρισε και μας είπε πως ήταν τιμή για
την πόλη της Λεμεσού και τη βιβλιοθήκη της η επίσκεψή μας, μας μίλησε, με
αφορμή την εικονογράφηση των βιβλίων μας, για έναν Κύπριο ζωγράφο και χαράκτη
που έχει εικονογραφήσει πολλά παιδικά βιβλία. Μας έδειξε, μάλιστα δυο απ’ αυτά.
-Μπορώ να σας φέρω σε επαφή μαζί του, μας είπε, γιατί
ζει και δημιουργεί εδώ, στην πόλη μας, και νομίζω πως θα χαρεί πολύ να σας
γνωρίσει.
-Με μεγάλη μας χαρά θα τον συναντήσουμε, της απαντήσαμε.
Τον πήρε αμέσως τηλέφωνο και μας
έκλεισε ραντεβού μαζί του το επόμενο πρωί στο μπανγκαλόου του τουριστικού
συγκροτήματος «Mediterane», που μέναμε.
Ήρθε λίγο μετά τις δέκα και
μας έφερε δώρο ένα βιβλίο με δική του εικονογράφηση. Ένα κυπριακό παραμύθι που
το κείμενό του σχημάτιζε τις εικόνες του. Για παράδειγμα, οι λέξεις της φράσης
«έτρεχε το ρυάκι» σχημάτιζαν ένα ρυάκι. Η φράση «φύσηξε ο άνεμος» σχημάτιζε
έναν ανεμοστρόβιλο.
Μιλήσαμε μαζί του για πάνω
από δύο ώρες πίνοντας τον καφέ μας στην υπαίθρια καφετέρια του ξενοδοχείου. Μας
είπε ότι είχε σπουδάσει με υποτροφία στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και είχε
θητεύσει στο εργαστήριο του Έλληνα χαράκτη Τάσου, που τον θεωρούσε δάσκαλό του
στη χαρακτική, τέχνη που ασκούσε σχεδόν αποκλειστικά τα τελευταία χρόνια. Μας
είπε ακόμη ότι εργάζεται ως καθηγητής εικαστικών σε σχολεία της Λεμεσού και τα
καλοκαίρια αποσύρεται στο χωριό Πλατανίσκια, που βρίσκεται σε απόσταση 40
περίπου χιλιομέτρων απ’ τη Λεμεσό, σε υψόμετρο 350 μέτρων, όπου λειτουργεί εδώ
και χρόνια μια άτυπη «σχολή χαρακτικής»,
στην οποία τα σεμινάρια που διοργανώνει παρακολουθούν δωρεάν επί δύο μήνες
δεκάδες σπουδαστές.
Για το χωριό μας είπε ότι πριν
το 1974, οι περισσότεροι κάτοικοί του ήταν Τουρκοκύπριοι που το εγκατέλειψαν με
την ανταλλαγή των πληθυσμών, για να εγκατασταθούν σ’ αυτό πρόσφυγες απ’ τα
κατεχόμενα. Είκοσι χρόνια μετά, όμως, είχαν παραμείνει σ’ αυτό μόνο τριάντα περίπου
ηλικιωμένοι. Και ότι το χωριό ζωντανεύει μόνο στις διακοπές του Πάσχα και τα
καλοκαίρια, όταν λειτουργεί η «Σχολή» του. Καθώς τα περισσότερα από τα σπίτια
του χωριού είναι εγκαταλειμμένα, έχει στεγάσει σ’ αυτά τα εργαστήρια της
«Σχολής» και τους χώρους φιλοξενίας των σπουδαστών της. Όνειρό του είναι στο
σχολείο του χωριού να στεγαστεί ένα «Μουσείο Χαρακτικής» που να το
επισκέπτονται όλοι οι κάτοικοι και οι επισκέπτες του νησιού.
(Όπως είδα πρόσφατα στο
διαδίκτυο, το όνειρό του έγινε πραγματικότητα)
Μετά απ’ όλα αυτά τα
εξαιρετικά ενδιαφέροντα που μας είπε, μας κάλεσε αν θέλουμε να το επισκεφτούμε.
Μας πρότεινε μάλιστα να μας πάει ο ίδιος με το αυτοκίνητό του την επόμενη μέρα,
που ήταν Κυριακή, και να μας φέρει πίσω στο ξενοδοχείο το απόγευμα. Φυσικά,
δεχτήκαμε πρόθυμα.
-Το μόνο που θέλω από εσάς, μας είπε φεύγοντας, είναι να ξεκινήσουμε όσο πιο πρωί γίνεται, γιατί σας επιφυλάσσω μια
έκπληξη.
Συμφωνήσαμε να ξεκινήσουμε
στις 7:30, για να προλάβουμε να πάρουμε πρωινό, καθώς ο μπουφές του ξενοδοχείου
άνοιγε στις 7:00.
Φτάσαμε στο χωριό λόγο μετά
τις 8:00. Κατεβήκαμε απ’ το αυτοκίνητο στην πλατεία με τα πλατάνια, -που στον
ίσκιο τους οφείλει το όνομά του το χωριό- και ξεκινήσαμε κατευθείαν για την
εκκλησία, «για να παρακολουθήσουμε τη
θεία λειτουργία», όπως μας είπε ο Χαμπής.
Πραγματικά, η θεία λειτουργία
ήταν σε εξέλιξη και την παρακολουθούσαν απ’ τα στασίδια τους περίπου είκοσι
ηλικιωμένο, γέροι και γερόντισσες. Κανένας νέος και κανένα παιδί. Το πιο
περίεργο, όμως ήταν ότι, αν και δεν υπήρχε ούτε παππάς, ούτε ψάλτες, ακούγονταν
κανονικά μέσα απ’ το ιερό οι ψαλμωδίες και αυτά που λέει ο παππάς στη διάρκεια
της λειτουργίας. Παραξενεμένοι, σκουντήσαμε
τον Χαμπή και τον ρωτήσαμε με νοήματα τι συμβαίνει. Αντί για άλλη
απάντηση, μας έδειξε μέσα απ’ την πύλη του τέμπλου την Αγία Τράπεζα. Τότε
είδαμε ότι πάνω της υπήρχε ένα τρανζίστορ με ανεβασμένη την κεραία του. Από
εκεί ακούγονταν η θεία λειτουργία.
Όταν τέλειωσε η λειτουργία
και βγήκαμε στο προαύλιο της εκκλησίας, μας εξήγησε ότι όχι μόνο κάθε Κυριακή,
αλλά και σ’ όλες τις γιορτές, ακόμα και τη νύχτα της Ανάστασης. Συνδέουν το
τρανζίστορ με την Ιερά Μητρόπολη Κύπρου και, ακούγοντας την αναμετάδοση της λειτουργίας, ακολουθούν όλο το τελετουργικό
της εκτός, βέβαια, από τη θεία μετάληψη.
Και είχαμε παρακολουθήσει
πράγματι λίγο πριν αυτό το τελετουργικό. Είχε βγει, μάλιστα, «με τον δίσκο»
ένας ηλικιωμένος φορώντας ένα τριμμένο ράσο και μάζευε «τους οβολούς των
πιστών». Τα χρήματα που συγκεντρώνονταν, όπως μας είπε αργότερα ο Χαμπής, τα
διαχειρίζονταν η Ενοριακή Επιτροπή του ναού στην οποία οι κάτοικοι του χωριού είχαν
αναθέσει την οργάνωση της λειτουργίας, για να καλύπτουν με αυτά τις ανάγκες του
ναού, αλλά και για να συνδράμουν όποιους απ’ του συγχωριανούς είχαν ανάγκη.
-Αυτή ήταν η έκπληξη που σας είχα υποσχεθεί, μια θεία
λειτουργία χωρίς ιερέα… μας είπε ο
Χαμπής στο δρόμο προς τα σπίτια που στεγάζονταν οι δραστηριότητες της «Σχολής»
του.
Μας ξενάγησε στα εργαστήρια
και παρακολουθήσαμε τους νεαρούς καλλιτέχνες να δημιουργούν τα χαρακτικά τους
σε διάφορες φάσεις της παραγωγής τους, περάσαμε απ’ τους κοιτώνες και την
κουζίνα τους και το μεσημέρι φάγαμε μαζί τους -στο μακρόστενο «μοναστηριακό
τραπέζι» με τους πάγκους δεξιά και αριστερά- τα νοστιμότατα κολοκάσια με
κοτόπουλο, που ήταν στο μενού εκείνης της μέρας.
Μετά. ήπιαμε τον καφέ μας στην
αυλή του παλιού καφενείου που στεγάζονταν «το κυλικείο του κοινοβίου» τους,
όπως το έλεγαν. Εκεί μας είπαν για το πόσο όμορφα περνάνε τα καλοκαίρια τους
στα Πλατανίσκια, ότι είναι σαν διακοπές σε κατασκήνωση, με τη διαφορά ότι εδώ
τα κάνουν όλα μόνοι τους. Μας είπαν ακόμη για το πόσο αγαπάνε τον δάσκαλό τους,
τον Χαμπή.
Απ’ την πλευρά μας,
απαντήσαμε στις ερωτήσεις τους για τις εντυπώσεις μας απ’ την επίσκεψή μας στην
Κύπρο και για τα βιβλία μας. Γιατί ο Χαμπής μας είχε συστήσει ως «συγγραφείς
από την Αθήνα».
Η τελευταία ερώτηση ήταν μιας
νεαρής σπουδάστριας της σχολής:
-Πως σας φάνηκε η πρωινή λειτουργία;
-Νομίζω ότι είναι ένας ευρηματικός τρόπος για να
καλύψουν το κενό της απουσίας ιερέα. Θα έλεγα μάλιστα ότι είναι ένα καλό
παράδειγμα για τις μικρές κοινότητες και της Ελλάδας που έχουν μείνει χωρίς
παππά… της απάντησα. Και μετά τη
ρώτησα με τη σειρά μου:
-Εσένα ποια είναι η γνώμη σου;
-Έχετε δίκιο, μου απάντησε. Και συνέχισε: Δεν είναι, πάντως, σαν την εκκλησιά του «Ματωμένου Γάμου» του Λόρκα, που στους στίχους
του, σε μετάφραση του Νίκου Γκάτσου, που μελοποίησε ο Μάνος Χατζηδάκης, η
«χρυσή νυφούλα» «με το φρεσκολουσμένο της κορμί / και το καινούριο το φουστάνι
της / βγαίνει από το σπίτι της / στην εκκλησιά να πάει». Τους τελευταίους
στίχους, μάλιστα, τους είπε τραγουδιστά.
Νωρίς το απόγευμα πήραμε
γοητευμένοι το δρόμο της επιστροφής, με το φορτηγάκι που είχε φέρει απ’ τη
Λεμεσό προμήθειες για την κατασκήνωση.
Έτσι τέλειωσε η επίσκεψή μας
στα Πλατανίσκια που, όπως είδα στον χάρτη όταν επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο, δεν
είναι μακριά απ’ τις Πλάστρες όπου «τ’
αηδόνια δεν σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς», όπως γράφει ο Γιώργος Σεφέρης στον
πρώτο στίχο του ποιήματός του με τίτλο «Ελένη».
Τον Χαμπή τον συναντήσαμε
ξανά το Φθινόπωρο, όταν ήρθε για λίγες μέρες στην Αθήνα.
Αυτό που έμεινε στη μνήμη μου
από αυτό το ταξίδι μας στην Κύπρο ήταν, βέβαια, η «Θεία λειτουργία χωρίς
ιερέα».
Συμπληρώνω, ως Μπάμπης Δερμιτζάκης
Ο παππάς του χωριού μου (νομίζω ήταν ο παππά
Νικολής) είχε τόσο αγανακτήσει από τα πυροτεχνήματα που πετάγανε στον Αγιά
Τριάδα όπου γινόταν η λειτουργία της Ανάστασης, ώστε εκείνη τη χρονιά την έκανε
στον μεγάλο ναό της Παναγίας, όπου γίνεται και η λειτουργία κάθε Κυριακή. Όμως οι
περισσότεροί μας έχουμε συνδέσει την Ανάσταση με την Αγιά Τριάδα, έχω γράψει
στο βιβλίο μου για το χωριό μου. Έτσι ο Γιώργης ο Χαμηλός πήρε μια τηλεόραση,
την έστησε πάνω στο πεζούλι του περίβολου, έβαλαν φωτιά και στη φουνάρα, και
από την τηλεόραση παρακολούθησαν οι «πιστοί της Αγιάς Τριάδας», και ήσαν
κάμποσοι, τη λειτουργία της Ανάστασης.