-Τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις; Ποδοσφαιριστής, συγγραφέας, αστροναύτης…;
-Θέλω να γίνω Κυδώνης
(αγροφύλακας, έχω γράψει αλλού την ιστορία).
Αν ήξερα, αλλά πού
να ξέρω τότε, θα έλεγα: -Θέλω να γίνω ευτυχισμένος.
Book review, movie criticism
-Τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις; Ποδοσφαιριστής, συγγραφέας, αστροναύτης…;
-Θέλω να γίνω Κυδώνης
(αγροφύλακας, έχω γράψει αλλού την ιστορία).
Αν ήξερα, αλλά πού
να ξέρω τότε, θα έλεγα: -Θέλω να γίνω ευτυχισμένος.
Sergei Bodrov, Prisoner of the mountains (1996)
Ρώτησα την ΑΙ.
Άλλα της είπα, άλλα
κατάλαβε.
Ευτυχώς.
Γιατί μου ανέφερε
τον «Φυλακισμένο των βουνών», που όταν είδα ότι αποτελούσε μεταφορά της ομώνυμης νουβέλας του Τολστόι «Кавказский пленник» (Αιχμάλωτος του
Καύκασου), είπα ότι θα τον δω.
Και φυσικά θα
διάβαζα και τη νουβέλα.
Προτίμησα να τη
διαβάσω στα ρώσικα, και ας μου ξέφευγαν λέξεις.
Έχει νόημα να τα
συντηρήσω, στην ηλικία που είμαι;
Ένα από τα οξύμωρα
του Καζαντζάκη είναι «Να ζεις σαν να ήταν να πεθάνεις αύριο. Να ζεις σαν να
ήταν να μην πεθάνεις ποτέ».
Ξέρω ότι το πιο
πιθανό είναι να πεθάνω αύριο, αλλά θέλω να ενεργώ σαν να ήταν να μην πεθάνω
ποτέ.
Ίδιος χώρος,
διαφορετικός χρόνος.
Η νουβέλα
τοποθετείται στα μέσα του 18ου αιώνα, τότε που ο Τολστόι υπηρετούσε
στον Καύκασο και είναι εμπνευσμένη από πραγματικό γεγονός.
Διαβάζω στη
βικιπαίδεια:
The story,
originally intended for rural children, is written in simplified language.
Κολοκύθια (για
μένα).
Έχω λιγότερες
άγνωστες λέξεις στον «Πόλεμο και Ειρήνη» που διαβάζω τώρα.
Η πλοκή της ταινίας
τοποθετείται στον ίδιο χώρο, αλλά στη σημερινή εποχή, τότε που εξεγέρθηκαν οι
τσετσένοι, τη δεκαετία του 1990.
Φυσικά είναι πιο
περίπλοκη η πλοκή στην ταινία, με
πιο συναρπαστικά επεισόδια, από ό,τι στη νουβέλα.
Μπορείτε να τη
διαβάσετε στη βικιπαίδεια, εγώ απλά θα επισημάνω τις πιο σημαντικές διαφορές.
Συλλαμβάνουν τους
δυο στρατιώτες.
Στην ταινία, στόχος
είναι να τους ανταλλάξουν με ένα φυλακισμένο τσετσένο.
Στη νουβέλα, να
πάρουν λύτρα.
Τρεις χιλιάδες
ρούβλια; Θα αστειεύεστε. Πού να τα βρει η μητέρα μου; Πεντακόσια και πολλά
είναι.
Ο νεαρός αυτός
στρατιώτης βρίσκεται σε πρώτο πλάνο στη νουβέλα, ενώ στην ταινία είναι και οι
δυο.
Η κοπελίτσα υπάρχει
και στα δυο.
Θα συμπαθήσει το
νεαρό, που της έκανε δώρο μια «κούκλα» στη νουβέλα, ένα «πουλί» από ξύλο, σαν
μαριονέτα, στην ταινία, και θα τον βοηθήσει.
Θα επιδιορθώσει και
στα δυο ένα ρολόι, πράγμα που θα τον κάνει να κερδίσει συμπάθειες.
Και στην ταινία και
στη νουβέλα αποτυγχάνει η απόπειρά τους να δραπετεύσουν.
Όμως μια δεύτερη
απόπειρα θα στεφθεί από επιτυχία-εν μέρει.
Μόνο ο νεαρός θα τα
καταφέρει, ενώ ο άλλος, εξαντλημένος, δεν θα μπορέσει να τον ακολουθήσει και θα
συλληφθεί.
Αργότερα θα τον
ανταλλάξουν με πέντε χιλιάδες ρούβλια.
Στην ταινία, ο
δεύτερος αυτός, φαίνεται πιο δυναμικός. Στην πρώτη τους απόπειρα να
δραπετεύσουν θα σκοτώσει ένα βοσκό για να του πάρει το όπλο. Όταν τους
συλλαμβάνουν, αυτόν θα τον μεταφέρουν στον ίδιο τόπο που σκότωσε το βοσκό και
θα του κόψουν το λαιμό.
Από τις πιο γνωστές
νουβέλες του Τολστόι, υπάρχει πάντα στο αναλυτικό πρόγραμμα στη μέση
εκπαίδευση.
Στην ταινία
δείχνεται καθαρά, αυτό που ο μανιχαϊσμός των δυτικών ταινιών ξεχνάει, ότι καλοί
και κακοί υπάρχουν και στα δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Το είδα πρόσφατα και
στο σήριαλ «17 στιγμές της άνοιξης» που ξαναείδα, μετά από δεκαετίες.
Η ταινία έχει
βαθμολογία 7,4.
Ένας λόγος που
άρεσε, πιστεύω, είναι ότι δεν δαιμονοποιεί τον αντίπαλο, με αποτέλεσμα να έχει,
πιστεύω, θετική αποδοχή και από τους Τσετσένους. Στην ταινία, εκτός από το
κοριτσάκι, είναι και ο πατέρας της, που ενώ υποτίθεται ότι τον πηγαίνει στο
βουνό για να τον σκοτώσει εκδικούμενος το θάνατο του γιου του, τον αφήνει
ελεύθερο.
Sepideh Farsi, Κράτα την ψυχή σου στο χέρι
και περπάτα (Put your soul on
your hand and walk, 2025)
Από σήμερα στους κινηματογράφους.
Η ταινία αποτελείται
από βιντεοκλήσεις ανάμεσα στην Φάτιμα Χασούνα, μια εικοσιτετράχρονη κοπέλα,
φωτογράφο, που ζούσε στη Γάζα (όχι, δεν μετανάστευσε, τώρα ζει στους ουρανούς)
και στη Σεπιντέ Φαρσί. Η Χασούνα μιλάει για τη ζωή της και για τη ζωή στη Γάζα,
τους συνεχείς βομβαρδισμούς των ισραηλινών, την απώλεια αγαπημένων προσώπων που
χάθηκαν σε αυτούς τους βομβαρδισμούς, την έλλειψη τροφίμων… και όλα αυτά με το
χαμόγελο στα χείλη.
Γελαδερή, σαν και
μένα (το «αλλιώς» μου στη σχολή αξιωματικών ήταν «ο γελαδερός»), τη συμπάθησα
βαθύτατα.
Πολλοί που θα πάτε
να δείτε την ταινία θα ξέρετε ήδη για το θάνατό της. Η Φαρσί της ανακοίνωσε ότι
η ταινία τους επελέγη για το φεστιβάλ Καννών. Η Χασούνα εξέφρασε την επιθυμία
να παρευρεθεί στην προβολή της. Την επομένη, ενώ κοιμόντουσαν, το σπίτι τους
βομβαρδίστηκε από ισραηλινούς με αποτέλεσμα να σκοτωθεί, μαζί με έξι άλλα μέλη
της οικογένειάς της.
Υπάρχει βέβαια και
το παράδοξο.
Το Ιράν είναι ο πιο
ένθερμος υποστηρικτής των παλαιστινίων. Η Σεπιντέ όμως είναι αντικαθεστωτική, έφυγε
από το Ιράν λίγο μετά την επανάσταση, αφού έκανε φυλακή οκτώ μήνες γιατί έκρυψε
έναν συμμαθητή και φίλο της στο σπίτι τους. Μετά την αποφυλάκισή της τέλειωσε
το σχολείο με κατ’ οίκον διδασκαλία και το 1984 έφυγε για τη Γαλλία για να
σπουδάσει μαθηματικά… (η συνέχεια στη βικιπαίδεια).
Όχι, δεν μπορεί να
επιστρέψει στο Ιράν.
Πενιχρές οι
πληροφορίες, αναρωτιέμαι πώς γυρίστηκε το «Tehran without permission». Α, για να ρωτήσω την τεχνητή
νοημοσύνη αν ξέρει. Μπα, πού να ξέρει, μου τα είπε αντιφατικά, της το
επεσήμανα, το αποκλείω να γύρισε κρυφά, το πιο πιθανόν είναι ότι μάζεψε υλικό
που βιντεοσκόπησαν φίλοι της στην Τεχεράνη, ενδεχόμενα μετά από υποδείξεις της,
και η ίδια έκανε το μοντάζ μετά.
Ήξερα από φίλο μου
ιρανό ότι το Ιράν μπλοκάρει το διαδίκτυο, για να αποτρέψει τις επικοινωνίες με
το εξωτερικό. Το έκανε αυτό και το Μαρόκο, και σίγουρα και άλλες χώρες. Την
ακούμε να λέει ότι δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τη μητέρα της live, παρά μόνο με
φωνομηνύματα.
Δύσκολη η
επικοινωνία, συχνά χάνεται η επαφή, μια εμπειρία που την έχουμε όλοι μας με τις
βιντεοκλήσεις. Κάποιες φορές ακούμε και εκρήξεις. Η Χασούνα γυρνάει την κάμερα,
βλέπουμε το βομβαρδισμένο μέρος με μια στήλη καπνού να υψώνεται. Της στέλνει
επίσης και άφθονο φωτογραφικό υλικό, καθώς και ένα οδοιπορικό στη βομβαρδισμένη
Γάζα. Περπατάει σε ένα δρόμο, αφηγούμενη ταυτόχρονα, ενώ δεξιά και αριστερά ο
δρόμος πλαισιώνεται από ερείπια (να ξαναδώ το βίντεο που τράβηξα, περπατώντας
στο Αττικό Άλσος).
Η Φαρσί παρεμβάλει,
ελάχιστες φορές όμως, πλάνα από ειδήσεις στην τηλεόραση.
Ο Γκαίμπελς, ο υπουργός
προπαγάνδας των ναζί, όταν είδε τον «Αλέξανδρο Νιέφσκι» είπε: Αυτή η ταινία μας
έχει κάνει μεγαλύτερη ζημιά από ό,τι 1000 ρώσικα τανκς.
Αυτή η ταινία θα
κάνει στους ισραηλινούς μεγαλύτερη ζημιά από ό,τι 10.000 ρουκέτες της Χαμάς.
Την Φαρσί την είδαμε
πακέτο. Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία της «Η
σειρήνα».
Sepideh Farsi, La Sirène (2023)
Εν όψει της αυριανής
προβολής της ταινίας της «Κράτα την ψυχή σου στο χέρι και περπάτα».
Ο Μπόρχες είχε πει,
γιατί να γράψεις μυθιστόρημα όταν αυτά που έχεις να πεις μπορείς να τα γράψεις σε
ένα διήγημα;
Γιατί να γυρίσεις
μια ταινία, και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό πολεμική, που σημαίνει πολύ μεγάλο
προϋπολογισμό, όταν αυτό που έχεις να πεις μπορείς να το κάνεις με ένα animation;
Καταλαβαίνω την Φαρσί, που την
προτελευταία της ταινία τη γύρισε σε animation.
Πρωταγωνιστής ένας δεκατετράχρονος
νεαρός. Φυσικά θα υπάρξει και το νεανικό φλερτ, με μια κοπέλα.
Χώρος δράσης το Abadan, πολιορκημένο από τους
ιρακινούς. Ένα χρόνο κράτησε η πολιορκία, πριν τη σπάσουν οι ιρανοί.
Πολλοί κάτοικοι του
Αμπαντάν το εγκατέλειψαν. Οι βομβαρδισμοί ήταν καθημερινοί, πολλά τα θύματα. Ο
παππούς αρνείται να το εγκαταλείψει, παρά τις πιέσεις της κόρης του. Το ίδιο
και ο εγγονός του.
Θέλει να πολεμήσει.
Θα βρεθεί στο
μέτωπο, αλλά θα σταλεί πίσω. Ο πόλεμος δεν είναι παιχνίδι, δεν έχει καμιά
δουλειά σ’ αυτόν ένας δεκατετράχρονος.
Πώς να βοηθήσει;
Υπάρχει ένα σκάφος
που χωράει καμιά πενηνταριά άτομα. Πώς να πείσει όμως έναν καπετάνιο να το
οδηγήσει;
Τελικά τον πείθει.
Ανάμεσα στους
εχθρούς υπάρχουν καλοί και κακοί. Ο ιρακινός διοικητής της παράκτιας πυροβολαρχίας
δεν θέλει να κανονιοβολήσει το σκάφος, βλέποντας ότι πάνω του βρίσκονται
πολίτες, μια κατσίκα, καθόλου όπλα. Το λέει στους ανωτέρους του, αυτοί επιμένουν
να το κανονιοβολήσει.
Δεν το πετυχαίνουν.
Και με ανακούφιση πληροφορείται ότι το σκάφος βρίσκεται πια εκτός βεληνεκούς.
Δεν γινόταν αλλιώς,
ανάμεσά τους είναι και ένας έλληνας. Η Σεπιντέ μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα
στο Παρίσι και στην Αθήνα, διαβάσαμε στη βικιπαίδεια.
H προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την
ταινία «7
πέπλα».
Sepideh Farsi, Seven veils (2017)
Εν όψει της αυριανής
προβολής της ταινίας της «Κράτα την ψυχή σου στο χέρι και περπάτα».
Θα παραφράσω τον
εαυτό μου: Τα μπουρδέλα είναι το χαρέμι των φτωχών. Και η παράφραση: Τα
ντοκιμαντέρ είναι τα ταξίδια των φτωχών. Δεν είχα ποτέ την οικονομική
πολυτέλεια για πολλά ταξίδια. Κάποια ταξίδια στο εξωτερικό ήταν μισοπληρωμένα,
για συνέδρια. Τώρα μπαίνει εμπόδιο η ηλικία και τα προβλήματα υγείας.
Η Farsi πηγαίνει στο Αφγανιστάν. Θα πάει
στη δεξίωση του αποχωρούντος γάλλου πρέσβη. Θα ακούσει διάφορα για τους
ταλιμπάν, για τις βομβιστικές επιθέσεις. Όμως το μεγαλύτερο μέρος του
ντοκιμαντέρ μας μεταφέρει σε μια ορεινή περιοχή περίπου στο Κέντρο του
Αφγανιστάν, το Bamyan, που
κατοικείται από Χαζάρους.
Δύσκολη η ζωή εκεί.
Βλέπουμε οικογένειες να ζουν σε σπηλιές. Και μια είναι η λαχτάρα τους: να
περάσει από την περιοχή τους ο ηλεκτρικός αγωγός, που επί πλέον θα αξιοποιήσει ένα ορυχείο σιδήρου που βρίσκεται εκεί
κοντά. Πώς δεν το βλέπει αυτό η κυβέρνηση;
Η κυβέρνηση είναι
απρόθυμη. Μειονότητα οι Χαζάροι, θα μπορούσαν, σε περίοδο αναστατώσεων, να
κόψουν την παροχή ρεύματος. Όμως αυτοί είναι αποφασισμένοι να αγωνιστούν για να
περάσει από εκεί ο αγωγός.
Και ο τίτλος πού
κολλάει;
Στην ορεινή αυτή
περιοχή υπήρχαν πολλοί βούδες, αγάλματα που κατέστρεψαν οι Ταλιμπάν. Επτά πέπλα
τους κάλυπταν, κατά το μύθο.
Κι εγώ που νόμιζα
ότι ήταν μόνο το ISIS.
Η προηγούμενη
ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Το
κόκκινο λουλούδι».
Sepideh Farsi, Red rose (2014)
Εν όψει της προβολής την ερχόμενη Πέμπτη της ταινίας της
«Κράτα την ψυχή σου στο χέρι και περπάτα».
Drama χαρακτηρίσει την ταινία
η βικιπαίδεια, εγώ όμως θα πρόσθετα και το docufiction.
Fiction είναι το πρόσχημα για
να μας παρουσιαστεί το docu.
Τεχεράνη, η πόλη βράζει από τις διαδηλώσεις του
«Πράσινου κύματος». Μια ομάδα ζητούν καταφύγιο στο σπίτι του, τους κυνηγάει η
αστυνομία.
Έγινε και αυτό σε μας, τότε με τα γεγονότα
του Πολυτεχνείου.
Μια κοπέλα θα μείνει. Θα έρχεται και θα
ξαναέρχεται. Θα κάνουν βέβαια σεξ. Χρησιμοποιεί τον υπολογιστή του για να
ενημερώνει κάποια ιστοσελίδα για τις διαδηλώσεις που μαίνονται. Ακούμε τη
φασαρία, αλλά συχνά η κάμερα κοιτάζει και έξω από το παράθυρο.
Στις συζητήσεις με την κοπέλα φαίνεται η
απαισιοδοξία του. Ήταν από αυτούς που αγωνίστηκαν ενάντια στο Σάχη. Και να τι
κατάφεραν. Κάπως έτσι θα καταλήξει και η δική τους εξέγερση.
Τι τέλος θα μπορούσε να έχει αυτή η ιστορία;
Σίγουρα όχι happy, αντανακλώντας και το ευρύτερο ιστορικό γεγονός: Το
θεοκρατικό καθεστώς καλά κρατεί.
Ένας υποψήφιος αγοραστής του διαμερίσματός
του (θα το πουλήσει και θα πάει στον Καναδά που βρίσκεται η γυναίκα του) θα τον
αναγνωρίσει ως πρώην κομμουνιστή. Θα καταλήξει στα κρατητήρια, όπου θα
ανακριθεί και θα υποχρεωθεί να κάνει δηλώσεις που θα προβληθούν στην τηλεόραση.
Χαμηλή η βαθμολογία, 5,7, προφανώς δεν
συγκίνησε όλους το θέμα, εγώ έβαλα 7.
Η προηγούμενη ταινία που είδαμε ήταν «Το
σπίτι κάτω από το νερό».
Είναι η προ-προηγούμενη ταινία της. Την
προηγούμενη, «Cloudy Greece» δυστυχώς δεν τη βρήκαμε.
Sepideh Farsi, The house under the water (2010)
Εν
όψει της προβολής την ερχόμενη Πέμπτη της ταινίας της «Κράτα την ψυχή σου στο
χέρι και περπάτα».
Ας ξεκινήσουμε από
αυτό: ενώ η βαθμολογία του «Βλέμματος», 6,2, με εύρισκε σύμφωνο, το 5,9 του
«Σπιτιού κάτω από το νερό» δεν με εύρισκε καθόλου σύμφωνο. Εγώ έβαλα 8.
Με συγκίνησε πολύ ο
κεντρικός ήρωας. Λαθρέμπορος, όμως όχι ναρκωτικών, αποφυλακίστηκε αφού κάθισε
φυλακή κάτι παραπάνω από οκτώ χρόνια. Ο γιος του που υπηρετούσε στο ναυτικό
είχε πνιγεί πριν από ένα μήνα. Επιστρέφοντας σπίτι, μαθαίνει ότι η γυναίκα του
είχε φύγει μαζί με κάποιον άλλον άντρα.
Τι άλλο χειρότερο
μπορούσε να του επιφυλάξει η μοίρα;
Κατηγορείται για τον
πνιγμό ενός παιδιού. Τον βρήκαν να το κρατάει στην αγκαλιά του. Δεν πρόλαβε να
το σώσει. Το παιδί έπεσε στη λίμνη για να πιάσει την μπάλα του όπου την πέταξε
ένα κοριτσάκι, η Ντάρια, και μπερδεύτηκε σε κάτι δίκτυα.
Παραιτημένος,
διαμαρτύρεται εντελώς χλιαρά για την κατηγορία (Μου θύμισε τους «Δολοφόνους», ταινία
του 1964. Ο Λη Μάρβιν
αναρωτιέται γιατί το θύμα δεν προσπάθησε να διαφύγει, αλλά τον περίμενε,
ξέροντας ότι θα τον εκτελέσει.
Έγραψα γι’ αυτήν στο κινηματογραφικό ντεμπούτο
του Ταρκόφσκι). Νιώθει την ενοχή που παρότρυνε, πριν χρόνια, ένα παιδί,
μαζί με τον αδελφό του, να κολυμπήσει μέχρι το σπίτι που ήταν κάτω από το νερό.
Και το παιδί
πνίγηκε.
Ο αδελφός του
παιδιού, αστυνομικός, που έχει τις ίδιες τύψεις, έχει αναλάβει τώρα τις
ανακρίσεις.
Δυο είναι τα
στοιχεία που με συγκίνησαν σε αυτή την ταινία. Ο «παραιτημένος», που δέχτηκε
απανωτά χτυπήματα από τη μοίρα και ο ανθρωπισμός της γυναίκας του αστυνομικού.
Χωρίς οικογένεια ο μικρός Αφγανός, θα ζητήσει να τον παραλάβει από το
νεκροτομείο. Δεν θέλει να ταφεί χωρίς κανείς να τον θρηνήσει, όπως γίνεται με
τα αζήτητα πτώματα.
Η προηγούμενη ταινία
που είδαμε ήταν η «Tehran without permission».
Sepideh Farsi, Tehran without permission (2009)
Εν όψει της προβολής την ερχόμενη
Πέμπτη της ταινίας της «Κράτα την ψυχή σου στο χέρι και περπάτα».
Μετά την ταινία
μυθοπλασίας «Το βλέμμα», η Sepideh
επιστρέφει στον οικείο χώρο της, το ντοκιμαντέρ.
Έκανε λήψεις στο
Ιράν «χωρίς άδεια». Δεν θα της την έδινε κανείς άλλωστε. Ακούει και βλέπει.
Ακούει ιστορίες από
ταξιτζήδες, από κοπέλες που είχαν προβλήματα με την αστυνομία ηθών, από νεαρούς
που βλέπουν να ασφυκτιούν από τους περιορισμούς που τους επιβάλλονται.
Βλέπει μια υπαίθρια
παράσταση που μου θύμισε το θρησκευτικό δράμα Tazieh, έναν Κουταλιανό ή Τζιμ
Λόντον, που σε εμάς εδώ έχουν εξαφανιστεί εδώ και δεκαετίες, ένα κοριτσάκι που
ορχείται όπως οι κοπέλες στο τικτοκ… Και στο τέλος σκηνές από τις διαδηλώσεις που
πήραν το όνομα Πράσινο Κύμα, για τη νοθεία στις εκλογές που έφεραν στην εξουσία
τον Αχμαντινετζάντ, έναν υπερσυντηρητικό, πιο πολύ και από τον θρησκευτικό
ηγέτη, τον κατηγόρησε μάλιστα για υπερβολική ανοχή.
Του το φύλαγε: δεν
τον άφησε να βάλει ξανά υποψηφιότητα για την προεδρία.
Και πολλά άλλα.
Καθώς είμαι λάτρης
του πραγματικού (όλα τα διηγήματά μου στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα) μου
άρεσε πολύ αυτό το ντοκιμαντέρ, σε αντίθεση με το «Το
βλέμμα», την προηγούμενη ταινία της που είδαμε, η οποία με απογοήτευσε.
Sepideh Farsi, The gaze
(2006)
Εν όψει της προβολής την ερχόμενη
Πέμπτη της ταινίας της «Κράτα την ψυχή σου στο χέρι και περπάτα».
Ας ξεκινήσουμε με
την πλοκή:
Ο Esfandyar γυρνάει στο Ιράν, μετά από
χρόνια, ίσα για να προλάβει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του πριν ξεψυχήσει.
Τον βλέπουμε να
παίρνει το πιστόλι του από εκεί που το είχε κρύψει.
Θέλει να εκδικηθεί.
Όμως έχει πρόβλημα με τα μάτια του. Δεν
προλαβαίνει να πατήσει τη σκανδάλη και η όρασή του θολώνει. Ήθελε να σκοτώσει
αυτόν που τους πρόδωσε.
Ανήκε σε μια
αντιστασιακή ομάδα.
Την φίλη του τη
συνέλαβαν, την φυλάκισαν.
Μάταια περιμένει
ειδήσεις του.
Το έσκασε στο
εξωτερικό.
Αυτή, όταν
αποφυλακίστηκε, παντρεύτηκε τον πατέρα του.
Μπορούν να
συνεχίσουν τη σχέση τους από εκεί που την άφησαν;
Όχι.
Το φάντασμα του πατέρα
του θα μπαίνει πάντα εμπόδιο.
Στο τέλος τη
βλέπουμε να απομακρύνεται με μια βαλίτσα.
6,2 η βαθμολογία
της, δεν θα έβαζα μεγαλύτερο βαθμό.
Η προηγούμενη
ανάρτησή μας ήταν για την ταινία της «Το
ταξίδι της Μαριάμ».
Sepideh Farsi, Le voyage de Mariam (2003)
Εν όψει της
προβολής την ερχόμενη Πέμπτη της ταινίας της «Κράτα την ψυχή σου στο χέρι και
περπάτα».
To «Ταξίδι της Μαριάμ» ακολουθεί την
ίδια αφηγηματική δομή με την προηγούμενη ταινία της που είδαμε, «Ο
κόσμος είναι το σπίτι μου»: Α+Β+Γ+Δ…
Μόνο που εδώ
εξαντλείται όλο το αλφάβητο.
Διαφορές:
Εδώ έχουμε το μοτίβο
της αναζήτησης.
Αναζήτησης τίνος;
Του πατέρα, με τον
οποίο κάποια στιγμή έχασε επαφή. Είχε φύγει στο εξωτερικό (υποθέτουμε, δεν μας λέγεται)
και επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια και τον ψάχνει.
Εδώ έχουμε σασπένς,
που δεν υπάρχει στο «Ο κόσμος είναι το σπίτι μου»: θα τον βρει τελικά;
Ρωτάει διάφορους. Βλέπουμε
διάφορες αντιδράσεις. Άλλοι είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν, ναι, τον έχουν δει, άλλοι
απαντάνε με μισή καρδιά στις ερωτήσεις της, άλλοι καθόλου. Όχι, δεν τον ξέρουν
τον άνθρωπο στη φωτογραφία.
Άντρες, γυναίκες,
ηλικιωμένοι οι περισσότεροι. Αλλά και παιδιά.
Ένα παιδί είναι από
το Πακιστάν. Είναι μόνο του. Φεύγει γρήγορα όταν το ενοχλούν οι ερωτήσεις της.
-Πέθανε, είδα τη
φωτογραφία του σε αγγελτήριο θανάτου.
Ψάχνει στο
νεκροταφείο. Κοιτάζει τις φωτογραφίες στους τάφους.
Υπάρχουν και τα
απρόβλεπτα.
Μια τσάντα πεταμένη
μέσα σε μια υδρορροή.
Θα την μαζέψει, θα ψάξει
το εσωτερικό της, θα δει τα αντικείμενα που έχει μέσα.
Μια γάτα την
κοιτάζει όλο περιέργεια καθώς την παίρνει με την κάμερα.
Όχι, ένα ουράνιο
τόξο θα το τραβήξει οπωσδήποτε, δεν σου τυχαίνει κάθε μέρα.
Η εικόνα εξωφύλλου
μου στο facebook είναι
ένα ουράνιο τόξο, φωτογραφισμένο από την ταράτσα του σπιτιού μου στο χωριό.
Unhappy end, που το θεωρούσαμε σαν πιο
πιθανό: Δεν θα τον βρει.
Sepideh Farsi, The world is my home (1999)
Εν όψει της προβολής
την ερχόμενη Πέμπτη της ταινίας της «Κράτα την ψυχή σου στο χέρι και περπάτα»,
αποφασίσαμε να δούμε
πακέτο τη Σεπιντέ Φαρσί.
Ο λόγος;
Έτσι κι αλλιώς τους ιρανούς
τους βλέπω πακέτο, όσους προλάβω (βαρέθηκα να το λέω, δουλεύω μια εισαγωγή στον
ιρανικό κινηματογράφο), αλλά πήρα την απόφαση διαβάζοντας το παρακάτω στο
βιογραφικό της στη βικιπαίδεια:
Farsi divides her
time between Paris and Athens. She speaks Persian,
English, French,
Greek and German.
Όταν λέμε πακέτο,
εννοούμε τις ταινίες που θα βρούμε.
Και ξεκινάμε πάντα
χρονολογικά.
«Ο κόσμος είναι το
σπίτι μου», 54 λεπτών, αποτελείται από συνεντεύξεις που παίρνει από ιρανούς και
ιρανές της διασποράς. Όλοι μένουν στη Γαλλία, όπως και η ίδια.
Βλέποντας το
ντοκιμαντέρ συνειδητοποίησα τη διαφορά ανάμεσα σε έναν ιρανό λαθρομετανάστη και
σε ένα λαθρομετανάστη από άλλη χώρα.
Το πλεονέκτημα:
παίρνει εύκολα πολιτικό άσυλο.
Το μειονέκτημα: δεν
μπορεί να γυρίσει πίσω.
Η νοσταλγία είναι
ένα μόνιμο πρόβλημα.
Κάποιοι την
αντιμετωπίζουν εύκολα, κάποιοι όχι.
Ας μη μου δώση
μοίρα μου εις ξένην γην τον τάφον· είναι γλυκύς ο θάνατος μόνον όταν
κοιμώμεθα εις την πατρίδα, λέει ο Κάλβος.
Μία θα ήθελε να
πεθάνει και να ταφεί στην πατρίδα της.
Μια άλλη όμως όχι,
θα ήθελε να ταφεί στη Γαλλία.
Μέχρι να μάθουν
γαλλικά, είχαν προβλήματα. Ποιος να τους πάρει στη δουλειά;
Μία συνειδητοποίησε
ξανά το πρόβλημα όταν πήγε στη Σουηδία να δει την αδελφή της.
Γαλλικά; Μόνο
αγγλικά, τα οποία όμως δεν τα ξέρει.
Μην μισομάθετε δυο
και τρεις γλώσσες, συμβούλευα τους μαθητές μου. Αγγλικά όσο γίνεται πιο καλά,
και μετά κάποια ή κάποιες άλλες γλώσσες.
Ζουν σε δυο κουλτούρες
και σε δυο γλώσσες.
Η Φαρσί μάλλον σε
τρεις, αφού μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στο Παρίσι και στην Αθήνα.
Βιβλία μου στο amazon.com
Επειδή ο γιος μου είναι πιο έξυπνος από μένα, του ζήτησα να
με βοηθήσει στην promotion
των βιβλίων μου που «εξέδωσα» στο amazon.com. Για τον μόνο τρόπο που ήξερα, ήταν το count down, τόσες μέρες με
έκπτωση.
-Γιατί,
τι νομίζεις, ότι θα κάνεις τις φοβερές πωλήσεις;
Είχε δίκιο.
Έχουν περάσει δυο μήνες από τότε που ανάρτησα το πρώτο από
τα πέντε βιβλία μου (τα μετέφρασε η τεχνητή νοημοσύνη, και εγώ, ως πτυχιούχος της
αγγλικής φιλολογίας, το πρώτο μου πτυχίο, έκανα την επιμέλεια) δεν πούλησα
κανένα.
Τζάμπα τόσος κόπος;
Όχι. Διαβάζω με συγκίνηση, στην αγγλική μετάφραση, τα βιβλία
μου, που δεν θα τα ξαναδιάβαζα στα ελληνικά.
Ναι, άξιζε τον κόπο.
Και σκέφτομαι τώρα: εγώ, που τέλος πάντων έχω ένα μικρό
όνομα, δεν πούλησα κανένα βιβλίο, τι ελπίδες έχουν να πουλήσουν αυτοί που απλά
δίνουν την ιδέα ή μια στοιχειώδη πλοκή σε μια ιστοσελίδα που την πληρώνουν 300
ευρώ, να πουλήσουν έστω και ένα αντίτυπο;
Θα έλεγα καμιά.
Θα έχουν όμως την ικανοποίηση να δουν ένα βιβλίο που το
σκέφτηκαν «εκδομένο», με το όνομά τους να φιγουράρει σαν συγγραφέας, και ας μην
το έγραψαν αυτοί.
Και μου ήλθε τώρα στο μυαλό ο Μπόρχες: αν έχεις μια ιδέα,
γιατί να την απλώσεις σε μυθιστόρημα ενώ μια χαρά θα μπορούσες να την εκφράσεις
με ένα διήγημα;
Σκέφτομαι τώρα, ότι θα μπορούσε να δώσει ένα από τα
διηγήματά του στην τεχνητή νοημοσύνη με την παράκληση να το απλώσει σε
μυθιστόρημα.
Μόλις διάβασα το άρθρο μου «Η κραταιά αγάπη της Μάρως
Βαμβουνάκη και τα όρια της ψυχαναλυτικής προσέγγισης» και συγκινήθηκα.
Ναι, άξιζε τον κόπο.
Ralph Nelson, Charly (1968)
Μα πώς τσατίζομαι
όταν μου κλείνει ξαφνικά το word
χωρίς να έχει σώσει αυτά που έχω γράψει.
Ας τα ξαναγράψω.
Αποφάσισα να ξαναδώ τον
«Τσάρλι», τον οποίο είχα δει φοιτητής, γιατί είδα πρόσφατα την Κλαιρ Μπλουμ,
ηθοποιό που μου αρέσει πολύ, σε μια μεταφορά της «Άννας Καρένινα».
Ποτέ δεν ξέχασα το unhappy end, ενώ το τελευταίο
πλάνο είχε καρφωθεί στη μνήμη μου.
Το φανταστικό στην
ταινία είναι η εγχείρηση στον εγκέφαλο στην οποία υποβάλλεται ο ελαφρά
καθυστερημένος Τσάρλι, που έχει σαν αποτέλεσμα όχι απλά να εξαφανιστεί η
διανοητική του καθυστέρηση, αλλά στην κυριολεξία να εκτιναχθούν οι διανοητικές
του δυνάμεις.
Αργότερα θα μάθει
ότι αυτό δυστυχώς είναι προσωρινό, ότι πάλι κάποια στιγμή θα ξανακυλήσει στη
νοητική καθυστέρηση από την οποία είχε ξεφύγει.
Το ειδύλλιο ανάμεσα
σ’ αυτόν και την Κλερ Μπλουμ, η οποία έχει αναλάβει την εκπαίδευσή του είναι
δεδομένο.
Εξαιρετικά δραματικό
το τέλος.
Του ζητάει να την
παντρευτεί.
Αυτός αρνείται.
Τη διώχνει.
Αρνείται, όχι γιατί
έπαψε να τον αγαπά, αλλά γιατί ξέρει τη συνέχεια.
Στο τέλος η Κλαιρ
Μπλουμ θα τον δει να κάνει τραμπάλα σε μια παιδική χαρά, με κάτι παιδιά. Η
έκφραση του προσώπου του είναι αυτή που είχε πριν την εγχείρηση.
Συγκινητική ταινία,
6,9 η βαθμολογία της.
Λέων Τολστόι, Άννα Καρένινα (μετ. Κ. Μακρή), Το Βήμα, 2009
Πάνε τέσσερις
δεκαετίες που διάβασα την «Άννα Καρένινα»ˑ στα ρώσικα, για εξάσκηση.
Τώρα τη διάβασα και στα ελληνικά, στα πλαίσια του project μου
«Ξαναδιαβάζοντας τους κλασικούς».
Έχω αναφερθεί σ’
αυτή σε μια ανακοίνωσή μου σε μια ημερίδα της «Ομάδας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας»
η οποία είχε τίτλο: «Η τιμωρία της
μοιχαλίδας στο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα». Τη μετάφρασα και στα αγγλικά και
αναρτήθηκε σε ένα ηλεκτρονικό
περιοδικό.
Τρία είναι τα
μυθιστορήματα που οι συγγραφείς τους «τιμωρούν» τη μοιχαλίδα βάζοντάς τη να
αυτοκτονήσει, και όλα φέρουν το όνομά της σαν τίτλο: Άννα Καρένινα, Μαντάμ
Μποβαρί, Τερέζα Ρακέν.
Ας το πούμε από
τώρα: Με τον «Πόλεμο και Ειρήνη» πάει ανάποδα.
Τον διάβασα πριν 48 χρόνια στα ελληνικά, αλλά είχα πει ότι θα τον
διάβαζα και στα ρώσικα. Πριν χρόνια διάβασα καμιά εβδομηνταριά σελίδες αλλά
κάποιες υποχρεώσεις μπήκαν στη μέση και το σταμάτησα. Χθες, τελειώνοντας την
«Άννα Καρένινα» ξεκίνησα το «Πόλεμος και Ειρήνη», ένα κεφάλαιο κάθε φορά. Έχω
και την ελληνική μετάφραση αν δυσκολεύομαι να καταλάβω κάτι. Πιστεύω μέχρι το
καλοκαίρι να τον τελειώσω. Στόχος, ένα κεφάλαιο την ημέρα.
Θα ξεκινήσω
συγκριτολογικά:
Ο Λέβιν είναι
περίπου το αντίγραφο του Πιερ στον «Πόλεμο και Ειρήνη».
Λίγο αδέξιος, όπως
και αυτός, εύσωμος, όπως και αυτός, μόνο που αυτός δεν παντρεύτηκε καμιά Έλενα.
Και η Κίτι αντίγραφο
της Νατάσας.
Και η Νατάσα είναι με
μια χαμένη αγάπη. Τον Μπαλκόνσκι της τον στέρησε η μοίρα, πέθανε από τα
τραύματά του (η πλοκή τοποθετείται την περίοδο της εκστρατείας του Ναπολέοντα
στη Ρωσία), ενώ τον Βρόνσκι της Κίτης της τον έκλεψε η Άννα Καρένινα.
Το ειδύλλιο του
Λέβιν με την Κίτι αναπτύσσεται περίπου σαν παράλληλη πλοκή, παρόλο που υπάρχει
σύνδεση με τα πρόσωπα της κύριας πλοκής.
Ο Τολστόι είναι
περισσότερο διαλογικός από τον Ντοστογιέφκι. Τι λέω, πολύ περισσότερο. Οι
περισσότερες σελίδες του μυθιστορήματος καταλαμβάνονται από συζητήσεις των
ηρώων.
Υπάρχουν και
δοκιμιακές σελίδες για διάφορα ζητήματα που απασχολούσαν τότε τη Ρωσία, όπως το
αγροτικό ζήτημα, η εκπαίδευση των γυναικών και των αγροτών, η εξέγερση των
πολωνών…
Στο τέλος θα
διαβάσουμε και σελίδες για τον ξεσηκωμό των σέρβων και για τους εθελοντές ρώσους
που πήγαν να πολεμήσουν στο πλευρό των αδελφών τους, ορθόδοξων σλάβων, τους
τούρκους. Ανάμεσά τους και ο Βρόνσκι, που είναι απαρηγόρητος μετά την
αυτοκτονία της Άννας (έπεσε στις γραμμές του τραίνου, για όσους δεν έχουν
διαβάσει το μυθιστόρημα).
Ο δικηγόρος του
διαβόλου με ρωτάει, πώς η όμορφη Άννα παντρεύτηκε τον πολύ μεγαλύτερό της
Καρένιν [20 χρόνια, διαβάζουμε στο τέλος του πρώτου τόμου], καθόλου ωραίο, και
προπαντός καθόλου πλούσιο, και φυσικά χωρίς να τον έχει ερωτευθεί. Ήταν απλά
ένα επιτυχημένο ανώτατο στέλεχος στην κρατική διοίκηση.
Μα γιατί νιώθω μια
μεγαλύτερη συμπάθεια για τον Ντοστογιέφσκι παρά για τον Τολστόι; Είμαι άραγε η
εξαίρεση ή ο κανόνας;
Έκανα ένα
δημοψήφισμα στην ομάδα «Πάθος για βιβλία», στην οποία είμαι συνδιαχειριστής.
Μικρό το δείγμα, αλλά πιστεύω είναι εκπροσωπευτικό: Οι περισσότεροι αγαπούν τον
Ντοστογιέφσκι.
1 ψήφισε Τολστόι, 7
Ντοστογιέφσκι.
Ο αριστοκρατικός
κόσμος του Τολστόι μας είναι ξένος. Όλα τα πρόσωπα έχουν μεγάλα εισοδήματα και
ζουν σε σπίτια με πολλούς υπηρέτες. Οι περισσότεροι είναι πρίγκηπες ή κόμητες,
όπως ο ίδιος ο Τολστόι. Ένας μόνο (νομίζω) πρίγκηπας υπάρχει στον Ντοστογιέφσκι,
και αυτός είναι «ηλίθιος»: Ο Μίσκιν.
Σίγουρα «ξενίζει»
τον μέσο αναγνώστη η τρυφηλότητα της ζωής των ηρώων του Τολστόι, σε αντίθεση με
τους «Ταπεινούς
και καταφρονεμένους» του Ντοστογιέφσκι.
Υπάρχει και κάτι
εξωκειμενικό που με ξενίζει.
Διάβασα παλιά ότι ο
Τολστόι εκφράστηκε περιφρονητικά για τον Ντοστογιέφσκι, κάνοντας μια παρομοίωση
με άλογα, που έχω ξεχάσει.
Δεν θυμάμαι πού
διάβασα ή είδα πρόσφατα ότι ο Τουργκένιεφ και ο Τολστόι «Κουτσομπόλευαν» τον
Ντοστογέφσκι. Στο βάθος του μυαλού τους ίσως είχαν: Μα πώς μπορεί αυτός ο
φτωχός να μας συναγωνιστεί;
Ζήλεια.
Και δικιά μου:
ζηλεύω την τρυφηλή ζωή που ζούσαν, πέρα από τα οικογενειακά τους δράματα.
Κάπου έγραψα ότι
καλύτερα δυστυχισμένος πλούσιος παρά δυστυχισμένος φτωχός.
Τολστόι και
Τουργκένιεφ έγραφαν για το γούστο τους. Ο Ντοστογιέφσκι, όπως και ο Μπαλζάκ,
για να ζήσουν.
Στα 80 του πέθανε ο
Τολστόι, ξέρετε πώς, είχε και αυτός τους δαίμονές του.
Στα 60 του ο
Ντοστογιέφσκι, από την καρδιά, που τον ταλαιπωρούσε μόνιμα.
Ούτε ο Τολστόι ούτε
ο Τουργκιένιεφ (και τους δυο τους διάβασα σχεδόν «πακέτο», όπως κάνω για τους
σκηνοθέτες) στήθηκαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ούτε έκαναν εξορία.
Όμως καιρός να
παραθέσω κάποια αποσπάσματα.
«Να το αναγγείλεις
στη Ντάρια Αλεξάντροβνα [τη νύφη του Λέβιν]» (Α τόμος, σελ. 12).
Εδώ έμαθα ότι το
υποκοριστικό της Ντάριας είναι Ντόλι, και μ’ αυτό το όνομα την αναφέρει τις
περισσότερες φορές ο Τολστόι.
«Και τούτη δω η
γυναίκα είναι η συντρόφισσα της ζωής μου, η Μάρια Νικολάγιεβνα είπ’ απότομα ο
Νικολάι, δείχνοντας την. Την πήρα από ’να σπίτι» (Α. σελ. 128).
Αυτός είναι ο
αδελφός του Λέβιν. Άρρωστος, θα πεθάνει.
«Ο Βρόνσκι, παρ’ όλη
τη φαινομενικά επιπόλαιη κοσμική ζωή του, ήταν ένας άνθρωπος που μισούσε την
αταξία. Πολύ νέος την εποχή που σπούδαζε στη Σχολή, έτυχε να δοκιμάσει την
ταπείνωση της άρνησης, όταν κάποτε ζήτησε δανεικά για να ξεπελαγώσει, κι από
τότε πια δεν ξαναχρεώθηκε» (Α, σελ. 439).
Όμως στην επόμενη
σελίδα διαβάζουμε:
«Πρώτα πρώτα
καταπιάστηκε με το οικονομικό ζήτημα, σαν πιο εύκολο. Πήρε μια κόλλα
επιστολόχαρτου και σημείωσε με το λεπτό γράψιμό του όλα του τα χρέη, τα
πρόσθεσε και βρήκε πως μαζεύονταν δεκαεφτά χιλιάδες και κάτι εκατοντάδες
ρούβλια, που τις παρέλειψε για να ’χει υπόψη του το στρογγυλό ποσό».
Τι διάβολο, ξέχασε ο
Τολστόι ότι στην προηγούμενη σελίδα έγραψε ότι δεν ξαναχρεώθηκε; Πού βρέθηκαν
τα χρέη;
Ή μήπως είναι
μεταφραστικό ατόπημα;
Να το ψάξουμε.
Еще смолоду, бывши в корпусе, он испытал унижение отказа, когда он, запутавшись,
попросил взаймы денег и с тех пор он ни разу не ставил себя в такое положение.
Και:
Первое, за что, как за самое легкое, взялся Вронский, были денежные дела. Выписав своим мелким почерком на почтовом листке все, что он должен, он подвел итог и нашел, что он должен семнадцать тысяч с сотнями, которые он откинул для ясности.
Το с тех пор он ни разу не ставил себя в такое положение, μεταφράστηκε «δεν
ξαναχρεώθηκε», ενώ η μετάφραση είναι «Από τότε ούτε μια φορά δεν βρέθηκε σ’
αυτή την κατάσταση», δηλαδή να ζητήσει δανεικά από κάποιον που υποπτευόταν ότι
μπορεί να μην του έδινε.
Πετυχαίνω κάποια
τέτοια μεταφραστικά ατοπήματα κατά καιρούς. Μου κάνουν εντύπωση στη μετάφραση
και θέλω να το ψάξω στο πρωτότυπο.
«…γιατί μια
διαζευγμένη σύζυγος δεν μπορεί να ξαναπαντρευτεί κατά την άποψη της εκκλησίας,
εφόσον ο άντρας της ζει» (σελ. 625).
Δεν λέγεται, αλλά
είναι αυτονόητο: ο άντρας μπορεί, και ας ζει η διαζευγμένη σύζυγός του.
«-Είναι καλά.
Γευματίζουν σήμερα οι τρεις τους σπίτι. -Α, “οι Αλίνες-Ναντίνες”» (Β. σελ.
364).
Но, как ни были ей приятны
и веселы одни и те же разговоры, – «Алины-Надины», как называл эти разговоры между
сестрами старый князь.
Τελικά ο μεταφραστής
βαρέθηκε να μεταφράσει: «Αλίνες-Ναντίνες, όπως ονόμαζε [χαϊδευτικά, μου εξηγεί
η ΑΙ] αυτές τις συζητήσεις ανάμεσα στις αδελφές ο γέρο πρίγκηπας».
Αλίνα: Στα ρώσικα,
στα ρουμάνικα (αγαπημένη φίλη), και στα ελληνικά (μια ανιψιά μου).
Και πώς μου ήλθε στο
μυαλό ξαφνικά: Aline, με τον Κριστόφ.
«Τι καταπληχτική,
αξιαγάπητη και αξιολύπητη γυναίκα» (Β. σελ. 382).
Αυτά τα λέει ο Λέβιν
στον άντρα της Ντάριας, για την Άννα. Δεν πρόσθεσε: και όμορφη.
Τα ίδια λόγια θα
επαναλάβει λίγο πιο κάτω ο Λέβιν για την Άννα στην Κίτι.
«…κόμης Μπιεζούμποβ…»
(Β. σελ. 427).
граф Беззубов
Καλά έκανε και δεν
μετέφρασε ο μεταφραστής, πώς να μεταφράσει δηλαδή, ο κόμης Ξεδοντιάρης;
Έχουμε κι εμείς
παρόμοια επίθετα. Στο μυαλό μου έρχεται ένας Αφορδακός. Τον συνάντησα παλιά,
μαθητής, και η μούρη του ήταν σαν του βατράχου.
Όμως δεν θα υπήρχε πρόβλημα να μεταφράσει την
πριγκίπισσα Σοροκίνα (княжна Сорокина), που τόσο ζηλεύει η Άννα γιατί η μητέρα
του Βρόνσκι τη θέλει για νύφη της, πριγκίπισσα Σαραντάρη (ίσως του ίδιου
οικογενειακού κλάδου με τον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη). Сорок στα ρώσικα θα πει
σαράντα.
«Κι ο ευτυχισμένος οικογενειάρχης, ο υγιής
άνθρωπος, ο Λιέβιν, κάμποσες φορές έφτασε τόσο κοντά στην αυτοκτονία, ώστε
έκρυβε κάθε σκοινί, μην τυχόν κρεμαστεί με δαύτο, και φοβόταν να παίρνει το
ντουφέκι στα χέρια του, μην τυχόν το γυρίσει εναντίον του» (Β. σελ. 509).
Το είχα ξεχάσει. Το
είχα πει στον φίλο μου τον Φιοντόρ Νικολάγιεβιτς, του οποίου έκανε μεγάλη
εντύπωση. Μου το θύμισε μετά από χρόνια:
Δεν πήγαινα ακόμη στο
δημοτικό. Όταν έβλεπα να έρχεται ένα αμάξι, φοβόμουν ότι μια δύναμη θα με
έσπρωχνε να πέσω μπροστά στις ρόδες του και έτρεχα και αγκάλιαζα μια κολώνα του
ηλεκτρικού (Η ΔΕΗ δεν είχε έλθει ακόμη, ο φωτισμός του χωριού ήταν από τον
ελαιουργικό συνεταιρισμό).
Και σειρά έχουν οι
ταινίες και τα σήριαλ. Πρώτα θα δω την ομώνυμη ταινία
με τη Σοφί Μαρσώ (1997). Πολύ όμορφη και εξαιρετική ηθοποιός, έχω δει όλες της
τις ταινίες εκτός από αυτήν, περιμένοντας να τη δω όταν θα ξαναδιάβαζα το
μυθιστόρημα. Διάβασα και το αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Telling lies».
6,4 η βαθμολογία
της, καλή ταινία, μου άρεσε, επιπλέον γιατί στο ρόλο της Άννας είναι η Σοφί
Μαρσώ.
Δυο διαφορές: το
μωρό της Άννας με τον Βρόνσκι πεθαίνει στη γέννα, αντίθετα από ό,τι στο
μυθιστόρημα, και ο Βρόνσκι δεν πληγώνεται, αλλά παίζει ρώσικη ρουλέτα μήπως
αυτοκτονήσει. Ακούγεται ένα κλικ. Πετάει πέρα το πιστόλι και το πιστόλι
εκπυρσοκροτεί. Ή σφαίρα ήταν στην επόμενη θήκη του εξάσφαιρου.
Και δεν κατάλαβα
γιατί ο σκηνοθέτης τοποθετεί την πλοκή το 1982-1983, ενώ το μυθιστόρημα γράφηκε
στα χρόνια 1873-1876.
Τώρα βλέπω το σήριαλ,
8 σαραντάλεπτα επεισόδια, γυρισμένο το 2017.
Είδα το πρώτο
επεισόδιο, και μου φαίνεται ότι το έχω ξαναδεί. Η πλοκή τοποθετείται στον
ρωσοϊαπωνικό πόλεμο (1904-1905). Ο Βρόνσκι συναντάται με τον Σεριόζα, το γιο
της Άννας και του Καρένιν. Ο Βρόνσκι είναι τραυματισμένος, ο Σεριόζα είναι
στρατιωτικός γιατρός, και ο Βρόνσκι του αφηγείται την ιστορία τους.
Είδα και τα
υπόλοιπα, συμπληρώνω τώρα την κριτική. Πλαισιώνονται από τη ζωή στη Μαντζουρία,
στην αρχή και το τέλος κάθε επεισοδίου. Ένα κινεζάκι θα το πάρει υπό την
προστασία του ο Βρόνσκι.
Πολύ καλό σήριαλ.
Μετά είδα την ταινία του Aleksandr Zarkhi, γυρισμένη το 1967.
Έπρεπε να γράψω αμέσως μόλις την είδα.
Δεν θυμάμαι παρέκκλιση από το μυθιστόρημα.
Δεν ρωτάω την
τεχνητή νοημοσύνη;
Ρώτησα το chatgpt. Πραγματικά δεν
υπάρχουν διαφορές σε επεισόδια. Για την παράλληλη πλοκή της ιστορίας του Λέβιν
ξέραμε ότι ή παραλείπεται ή μεταφέρονται ελάχιστα γι’ αυτήν σε όλες τις
μεταφορές.
Ας το γράψω από
τώρα: δεν έχω πια την πολυτέλεια του χρόνου να βλέπω όλες τις μεταφορές,
κινηματογραφικές ή τηλεοπτικές όπως έκανα παλιά, παρά μόνο κάποιες. Στη
συγκεκριμένη περίπτωση δεν είδα δυο, αυτή με τη Βίβιαν Λι του 1948 και ένα μίνι
σήριαλ τεσσάρων επεισοδίων, αγγλικό.
Θέλω να βλέπω τις
ρώσικες μεταφορές, μια και με έπιασε πάλι η όρεξη για τα ρώσικα. Έτσι αποφάσισα
να δω το σήριαλ «Ο Μετρ και η Μαργαρίτα» σε 10 επεισόδια, που πρόσφατα διάβασα
το μυθιστόρημα.
Εδώ είχαμε
εξαιρέσεις.
Τη μια την ανέφερα
ήδη: η μεταφορά με τη Σοφί Μαρσώ.
Θα ξαναέβλεπα
οπωσδήποτε την ομώνυμη
μεταφορά του Clarence Brown, γυρισμένη
το 1935. Ο λόγος; Ήθελα να ξαναδώ την Γκρέτα Γκάρμπο.
Η διαφορά από το
μυθιστόρημα:
Ενώ στο μυθιστόρημα
ο Βρόνσκι πηγαίνει να πολεμήσει με σώμα εθελοντών στο πλευρό των σέρβων μετά
την αυτοκτονία της Άννας, σε μια περίπου αυτοκτονική ενέργεια, εδώ πηγαίνει
πριν. Για ένα μήνα μόνο, της λέει, δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, το
υποσχέθηκα.
Η Άννα, μη
αντέχοντας, θα ριχθεί στις ράγες του τραίνου.
Ψάχνοντας τώρα
θυμήθηκα ότι πρέπει να δω και την ομώνυμη
τηλεταινία του Rudolph
Cartier, που γυρίστηκε μεν το 1961 αλλά προβλήθηκε το 1964.
Ο λόγος;
Στον επώνυμο ρόλο
είναι μια ηθοποιός που μου αρέσει πολύ, η Claire Bloom. Και ψάχνοντας τώρα για να παραθέσω τον σύνδεσμο
βλέπω ότι στο ρόλο του Βρόνσκι είναι ο Σον Κόνερι.
Αφήνω κενό για να
γράψω αφού τη δω.
Εξαιρετική η Μπλουμ
και ο Κόνερι. Πρέπει να ξαναδώ και τον «Charly», που τόσο μου άρεσε.
Δεν είδα
αποκλείσεις, απλά παραλείψεις, που έχουμε πει ότι είναι αναμενόμενες σε μια
κινηματογραφική μεταφορά.
Η σπάνις δημιουργεί
αξία. Μετά την έλευση του ομιλούντος κινηματογράφου μόνο μια βουβή ταινία
γυρίστηκε, το «Silent move» (1976) του Mel Brooks. (Ευχαριστώ chatgpt, δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν ο
Μελ Μπρουκς, εσύ μου είπες και την ταινία). Έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να μη δω
τις δυο βουβές ταινίας που γυρίστηκαν.
Γυρίστηκε το
1911. Είναι με ολλανδικούς μεσότιτλους, διάρκειας μόλις 9.30 λεπτών, όμως
στο σύνδεσμο της βικιπαίδειας μου λέει ότι η διάρκειά της είναι 15 λεπτά. Και
τελικά είναι ρώσικη, με ρώσους ηθοποιούς, όμως ο σκηνοθέτης είναι γάλλος, ο Maurice
Maître.
Η μεγάλη διαφορά: η ζήλεια
της, που φαίνεται έντονα και στο μυθιστόρημα, εδώ φαίνεται δικαιωμένη: ο
Βρόνσκι της στέλνει μήνυμα ότι θα παντρευτεί την νεαρή Σοροκίνα, και να
επιστρέψει στον άντρα της.
Η μεταφορά από
τον Ούγγρο Márton Garas το 1918 διαφέρει επίσης στο τέλος. Η αφόρητη ζήλεια της
Άννας για την νεαρή και όμορφη Σοροκίνα, που η μητέρα του Βρόνσκι τη θέλει για
νύφη της και με τις οποίες ο Βρόνσκι θα συνταξιδέψει, όπως της γράφει, θα την
οδηγήσει στην αυτοκτονία.
Τελικά θα δω και τη μεταφορά
του John Wright (2012). To σενάριο
το έγραψε ο Τομ Στόπαρντ και στον επώνυμο ρόλο είναι η Κίρα Νάιτλι.
Πολύ καλή μεταφορά,
εδώ βλέπουμε και τον Λέβιν. Και η ταινία τελειώνει μ’ αυτόν, όχι με τη
δραματική κορύφωση της αυτοκτονίας της Άννας με την οποία τελειώνουν όλες οι
μεταφορές, αν θυμάμαι καλά.
Να κάνω όμως ένα σχόλιο:
Οι ηθοποιοί
κουβαλάνε την αύρα τους στο ρόλο που υποδύονται.
Στις ρωσόφωνες
μεταφορές η ηλικιακή διαφορά είναι περίπου όπως και στο μυθιστόρημα, και το
ερώτημα αναδύεται αυθόρμητα: μα πώς τον παντρεύτηκε; Όχι όμως και στις
αγγλόφωνες, με εξαίρεση αυτή της Σοφί Μαρσώ, που η διαφορά δεν νομίζω να
υπερβαίνει τα 13 χρόνια, τέτοιο ερώτημα δεν προκύπτει. Ο σύζυγος είναι αρκετά
γοητευτικός.
Όμως:
Ο 22χρονος Aaron Taylor-Johnson δύσκολα
πείθει σαν υπολοχαγός. Πότε πρόλαβε και αποφοίτησε από τη σχολή ευελπίδων (ή
όπως αλλιώς λεγόταν) και έγινε κιόλας υπολοχαγός;
Όσο για την άσχημη
χοντρέλα στην ταινία του 1911, αναρωτιέται κανείς πώς μπόρεσε να την ερωτευθεί
ο Βρόνσκι.
Ο έρως μπορεί να μην
κοιτά χρόνια αλλά κοιτά την ομορφιά.
Μια όμορφη, και 150
κιλά να γίνει, θα εξακολουθούμε να την αγαπάμε (αυτό ίσως το διαβάσετε, αν
εκδοθεί, στη βιογραφία που έγραψα με τίτλο «Η ζωή της…»). Μια άσχημη όμως;
Μια ταινία μας
έμεινε, ε, να μην τη δω και αυτή; Είναι η μεταφορά από
τον Julien Divivier, το
1948, με τη Βίβιαν Λη στον επώνυμο ρόλο, σε σενάριο Ζαν Ανούιγ. Είχα πει να μην τη δω αλλά την είδα.
Βίβιαν Λι, που πέθανε νωρίς από φυματίωση, διαβάζω στο βιογραφικό της. Η μεγάλη
αγαπημένη του Λώρενς Ολιβιέ.
Πολύ καλή ερμηνεία.
Και η ταινία
τελειώνει με την αυτοκτονία της, ενώ αμέσως μετά πέφτουν τα γράμματα με το
τέλος του μυθιστορήματος.
Και τέλος:
Δεν υπήρχε περίπτωση
να μη δω και τη «μπαλετική» μεταφορά
(1975). Μπαλέτα Μπολσόι, Μάγια Πλισέτσκαγια στον επώνυμο ρόλο, με μουσική
Ροντιόν Σεντρίν.
Εξαιρετική η
Πλισέτσκαγια.
Θα ήθελα να κάνω
όμως ένα γενικότερο σχόλιο.
Εν τάξει, ο Σεντρίν
δεν είναι Τσαϊκόφσκι, όμως ποιος μπορεί να έχει ξεχάσει τη μουσική από το «χορό
των μικρών κύκνων» και να μην την έχει τραγουδήσει;
Δεν συμβαίνει όμως
το ίδιο με τη μουσική του 20ου αιώνα. Και δεν εννοώ βέβαια μόνο την
ηλεκτρονική ή την ατονική μουσική, από την οποία δεν σου μένει κανένα μοτίβο
στο μυαλό. Δεν παρακολουθώ τα πολιτιστικά, αλλά νομίζω ότι οι συνθέτες προ του
20ου αιώνα κυριαρχούν στις μουσικές συναυλίες.
Johan Bergenstrahle, Με λένε Στέλιο (Jag heter Stelios, 1972)
Από σήμερα στο Στούντιο, αλλά και σε άλλους
κινηματογράφους.
Τη θυμάμαι την ταινία. Την είχα δει φοιτητής
και μου άρεσε πολύ.
O Στέλιος είναι μετανάστης στη Σουηδία,
τόπος προορισμού πολλών ελλήνων μεταναστών εκείνη την εποχή. Ζει με τον θείο
του και μια ομάδα άλλους έλληνες σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι. Στην αρχή
μοιράζει εφημερίδες, αλλά σύντομα θα πιάσει δουλειά σε ένα εστιατόριο.
Ο θείος του είναι άρρωστος. Θα ήθελε να πεθάνει
στην πατρίδα.
Ας μη μου δώσει η μοίρα μου
εις ξένη γη τον τάφο
είναι γλυκύς ο
θάνατος
μόνον όταν κοιμώμεθα
εις την πατρίδα.
Ούτε σ’ αυτόν, ούτε και
στον Κάλβο, έκανε το χατίρι η μοίρα.
Οι εκδηλώσεις
ρατσισμού δεν ήταν δυνατόν να απουσιάζουν.
Και τα σύνορα της αγάπης,
αδιαπέραστα εδώ.
Δεν ξέρω αν έχουν
γυριστεί άλλες ταινίες με θέμα τους έλληνες μετανάστες, ξέρω όμως το «Διπλό βιβλίο»
του Δημήτρη Χατζή που συζητήσαμε στη Λέσχη Ανάγνωσης, που αναφέρεται όμως στους
μετανάστες στη Γερμανία.
Γερμανία, Σουηδία,
Καναδάς, Αυστραλία, αυτές ήταν κυρίως οι χώρες προορισμού των ελλήνων
μεταναστών εκείνα τα χρόνια.
Ελλήνων μεταναστών
εργατών.
Τώρα πια δεν γίνεται
εξαγωγή ελλήνων εργατών αλλά ελλήνων επιστημόνων, που είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτοι
σε χώρες του εξωτερικού και σταδιοδρομούν εκεί.
Ω, πώς αλλάξαν οι
καιροί.
Δεν θα ξαναγυριστεί
τέτοια ταινία, αξίζει να τη δείτε.