Book review, movie criticism

Thursday, November 27, 2025

René Clément, O ταξιδιώτης της βροχής (Le passager de la pluie, 1970)

 René Clément, O ταξιδιώτης της βροχής (Le passager de la pluie, 1970)

 


  Ο Charles Bronson είναι ένας ηθοποιός που μου αρέσει πολύ. Ο Ρενέ Κλεμάν είναι ένας κορυφαίος Γάλλος σκηνοθέτης. Δεν είχα βρει καμιά ταινία από αυτές που θα προβληθούν σήμερα, και ο φίλος μου ο Γιάννης μου είπε να έλθει να δούμε ταινία.

  Ξεκινήσαμε να βλέπουμε μια κινέζικη που μου τη σύστησε η ΑΙ, επιστημονικής φαντασίας. Είπαμε, τώρα μόνο κινέζικες ταινίες θέλω να βλέπω.

  Ξεκινήσαμε να τη βλέπουμε. Αφού είδαμε αρκετά λεπτά και πονοκεφαλιάσαμε από τους θορύβους, είπα να ρωτήσω το Γιάννη: -Κατάλαβες τίποτα;

  Μου έγνεψε αρνητικά.

  Δεν μπορείς να συνεχίσεις να βλέπει μια ταινία όταν δεν έχεις καταλάβει το πιο απλό, ποιοι είναι οι κακοί.

  Συμφώνησε να δούμε τον Μπρόνσον.

  Φυσικά την ταινία την είχα ξαναδεί, μπορεί και τρίτη φορά. Η πρώτη θα ήταν όταν ήμουν φοιτητής. 

  Και μου άρεσε πάρα πολύ.

  Μου φαίνεται, αν δεν έχω ταινία για να δούμε θα προτείνω ταινία με τον Τσαρλς Μπρόνσον.

  Παλιά έγραφα σε ένα κατάλογο «tenies pou ida ke den egrapsa gia aftes». Πρέπει να είδα έτσι καμιά τρακοσαριά. Αργότερα άρχισα να γράφω για κάθε ταινία που έβλεπα, ακόμη και πριν πάρω την κάρτα διαπίστευσης για να βλέπω δωρεάν τις δημοσιογραφικές προβολές.

  Μετά την πανδημία σταμάτησα να πηγαίνω. Ηλικία, προβλήματα υγείας, δεν είχα πια το κουράγιο να καβαλάω τη μηχανή μου και να τρέχω στο Ideal.

  Και όχι μόνο αυτό, μου έκλεψαν και το πορτοφόλι που είχα την κάρτα.

  Θα έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση το ζευγάρι που μου την έκλεψαν.

  Και εγώ έτριβα τα χέρια μου, στη σκέψη τι απογοήτευση θα ένιωσαν, βλέποντας ότι είχα μέσα μόνο 30 ευρώ.

  Το τράβηξα σε μάκρος με τα αυτοβιογραφικά και δεν έγραψα για την ταινία παρά μόνο πόσο μου άρεσε. Να μην χάνω χρόνο, έχω να αναρτήσω για τέσσερις κινέζικες. Αυτή τη φορά δεν θα σταματήσω πριν τελειώσω την «Εισαγωγή στον κινέζικο κινηματογράφο». Βρίσκομαι στη δεύτερη γενιά, στην περίοδο 1937-1950. Όσο για την ταινία, αν διαβάσει κανείς αυτή την ανάρτηση και έχει περιέργεια, δεν έχει παρά να ανοίξει τον σύνδεσμο της βικιπαίδειας που παραθέτω πάντα, όταν υπάρχει. Όλοι λίγο πολύ ξέρετε αγγλικά.

Zheng Zhengqiu, Twin sisters (姊妹花, 1934)

 Zheng Zhengqiu, Twin sisters (姊妹花, 1934) 

 


  Zheng Zhengqiu, Twin sisters (姊妹花, 1934) 

 

  Ο Zhang Zhengqiu γεννήθηκε το 1989 στη Σαγκάη και πέθανε το 1935. Μαζί με τον Zhang Shichuan γύρισαν την πρώτη ταινία μυθοπλασίας, «The difficult couple» το 1913. Οι δυο τους ίδρυσαν το 1922 την πρωτοποριακή κινηματογραφική εταιρεία παραγωγής Mingxing και γύρισαν την πιο παλιά σωζόμενη ταινία, την «Laborer’s love».

  Αριστερός σκηνοθέτης ο Zheng Zhengqiu, διεκτραγωδεί σ’ αυτή του την ταινία τη θλιβερή μοίρα των γυναικών.

  Ο άντρας της θα φύγει, δεν έχουν ζωή εκεί.

  Του λέει να πάρει τα δυο κορίτσια.

  Δεν μπορεί να τα πάρει και τα δυο, θα πάρει μόνο το ένα, αυτό που δεν έχει σημάδια στο πρόσωπο.

  Εδώ και δεκατρία χρόνια δεν θα δώσει σημεία ζωής.

  Θα αναγκάσει την κόρη του να παντρευτεί τον στρατηγό ενός πολέμαρχου. Σε αντάλλαγμα θα πάρει μια σημαντική θέση στην αστυνομία.

  Και πάμε πίσω στο χωριό.

  Ο πόλεμος έφτασε στην πόρτα του σπιτιού τους, ο στρατός κυνηγάει ληστές. Φεύγουν, όπως οι περισσότεροι, και οι τέσσερίς τους, η γυναίκα, ο πατέρας της, η κόρη της και ο άντρα της και πηγαίνουν στη Shangdong.

  Τα φέρνουν δύσκολα. Η κόρη της που γέννησε πριν λίγο θα δουλέψει σαν παραμάνα στο σπίτι του στρατηγού. Κάποια από τις γυναίκες του γέννησε και αυτή.

  Μα πώς μοιάζει με τη γυναίκα του!!! (προηγουμένως είδαμε σκηνές ζήλειας, είχε μάθει ότι ο άντρας της πήγε σε μπουρδέλο. -Δεν σημαίνει τίποτα αυτό, εσύ είσαι η ζωή μου, της λέει για να την καλμάρει).

  Ο άντρας της τραυματίζεται. Παρακαλεί να της προκαταβάλουν τον μισθό. -Μα μόνο τρεις μέρες δούλεψες, δεν γίνεται.

  Κλέβει ένα χρυσό μενταγιόν του μωρού. Μια υπηρέτρια την αντιλαμβάνεται, προσπαθεί να της το πάρει. Από ένα ράφι ψηλά πέφτει ένα βάζο και την σκοτώνει. Και θα καταλήξει στη φυλακή, για φόνο.

  Η μητέρα της θα έλθει να τη βρει και θα αναγνωρίσει τον άντρα της, που είναι ο αστυνόμος. Αυτός προσπαθεί να αποφύγει το σκάνδαλο, προσφέροντάς της λεφτά, που θα του τα πετάξει στη μούρη.

  Θα κάνει το τραπέζι στην οικογένεια, μέσα στη φυλακή. Διατάζει και φέρνουν κρασί και μεζέδες. Φωνάζει την άλλη του κόρη, τη γυναίκα του στρατηγού. Καθίζουν στο τραπέζι. Η γυναίκα του στρατηγού, μετά την έκπληξη, νοιώθει συγκινημένη. Όμως όχι η άλλη κόρη που ξεσπάει σε ένα χείμαρρο παραπόνων. Τελικά ενδίδει στις παρακλήσεις της μητέρας της, συγχωρεί.

  -Πέρασα δυστυχισμένα, αλλά και εσύ δεν πέρασες καλύτερα σαν παλλακίδα. Είμαστε άτυχες εμείς οι γυναίκες, λέει.

  -Για τον εαυτό του το έκανε (που την πάντρεψε με τον στρατηγό), όχι για μένα, λέει η αδελφή της.

  Για «πληρωμή» πήρε το πόστο του αστυνόμου.

  Η γυναίκα του του λέει να την ελευθερώσει.

  -Δεν γίνεται, έχει τις αντιρρήσεις του αυτός, διέπραξε φόνο.

  Όμως η γυναίκα του στρατηγού παίρνει τη μητέρα της και την αδελφή της, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα της, και φεύγουν με το αμάξι του στρατηγού με το οποίο είχε έλθει. Στρατηγός είναι, δεν μπορεί παρά να αφήσει ελεύθερη την κουνιάδα του.

  Happy end.

  Εξαιρετική σκηνοθεσία, πάρα πολύ καλές ερμηνείες, κυρίως της «Πεταλούδας», της Hu Die, μια από τους αστέρες της εποχής.  

  Αξίζει να αναφέρουμε την Xuan Jinglin (1907-1992) που έχει το ρόλο της μητέρας. Η ιστορία της εικονογραφεί τη μοίρα πολλών γυναικών εκείνης της εποχής. Την κόρη της στην ταινία ο πατέρας της την πούλησε στο στρατηγό. Αυτήν την πούλησαν οι γονείς της σε ένα μπουρδέλο, για να σώσουν τα υπόλοιπα αδέλφια της από την πείνα. Εκεί την ανακάλυψε ο Zhang Shichuan και την έκανε κινηματογραφικό αστέρι.

Ying Yunwei, Chasing the fish (追鱼, 1959)

 Ying Yunwei, Chasing the fish (, 1959)

 


  Ένα από τα βιβλία μου είναι «Εισαγωγή στο ιαπωνικό και στο κινέζικο θέατρο» (ΑΛΔΕ, 2010). Από το παραδοσιακό κινέζικο θέατρο με απασχόλησε κυρίως η Όπερα του Πεκίνου (Peking opera ή Jingju), αυτή που είναι περισσότερο γνωστή στη Δύση, και το Kunqu, μια μελωδική όπερα σε σχέση με τη «φασαριόζικη», όπου μου την χαρακτήρισε η δασκάλα μου η κα Yu, όπερα του Πεκίνου.

  Ήξερα ότι υπάρχουν διάφορες τοπικές όπερες, αλλά οι διαφορές, με το μάτι του δυτικού, είναι ασήμαντες. Το στυλιζαρισμένο παίξιμο, η ρετσιτατίβο εκφορά του λόγου, η μουσική, δεν έχουν σημαντικές διαφορές.

  Εδώ όμως υπάρχει μια σημαντική διαφορά. Σε αντίθεση με την όπερα του Πεκίνου που τους γυναικείους ρόλους τους παίζουν άντρες, στην Yue opera τους αντρικούς ρόλους τους παίζουν γυναίκες.

  To «Κυνηγώντας το ψάρι» είναι μια από τις δυο όπερες Yue που γύρισε ο Ying Yunwei. Γύρισε και δυο σκηνές από μια όπερα του Πεκίνου και σε συνσκοινοθεσία δυο όπερες του Πεκίνου.

  Η τεχνητή νοημοσύνη μου έδωσε την υπόθεση.

  Από μικροί, ο Zhang Zhen είναι αρραβωνιασμένος με την Jin Mudan, κόρη επιφανούς αξιωματούχου. Όταν όμως η οικογένεια του Zhang Zhen χάνει την περιουσία της, ο πατέρας της Jin Mudan δεν τον θέλει πια για γαμπρό. Μάλιστα τον αναγκάζει να ζήσει σε μια καλύβα στην όχθη μιας λίμνης, περνώντας το χρόνο του με μελέτη.

  Στη λίμνη ζει ένα πνεύμα-κυπρίνος. Βλέποντας τη θλίψη του Zhang Zhen μεταμορφώνεται στην αρραβωνιαστικιά του.

  Η πλοκή γίνεται περίπλοκη με τις δυο Jin Mudan.

  Στο τέλος το πνεύμα, μεταμορφωμένο πια σε Jin Mudan, ερωτεύεται τον νεαρό. Τόσο πολύ, ώστε αποφασίζει να εγκαταλείψει την αθάνατη πνευματική της υπόσταση και να γίνει θνητή γυναίκα, σύντροφος του Jin Mudan.

  Τελικά θα τα καταφέρει, παρά την αντίθεση κάποιων πνευμάτων, με την υποστήριξη μιας θεάς που συγκινείται από την αγάπη της.

Ying Yunwei, 800 heroes (八百壯士,1938)

 Ying Yunwei, 800 heroes (八百壯士,1938)

 


  Οι 800 ήρωες είναι οι κινέζοι τρακόσιοι, και η αποθήκη Sihang οι κινέζικες Θερμοπύλες, στη Σαγκάη. Εκεί κράτησαν επί τρεις σχεδόν μήνες σθεναρή αντίσταση, διευκολύνοντας τη διαφυγή των κυβερνητικών δυνάμεων, μια και η τύχη της πόλης ήταν προδιαγεγραμμένη: θα την καταλάμβαναν οι γιαπωνέζοι.

  Η διαφορά: Αφού είχε επιτευχθεί ο στόχος, δέχτηκαν να συνθηκολογήσουν. Αποχώρησαν σε περιοχή που είχε εκχωρηθεί στους δυτικούς, νομίζω ήδη από την εποχή της αυτοκρατορίας. Είχαν όμως μείνει οι μισοί.

  Η 52λεπτη αυτή πολεμική ταινία, που γυρίστηκε την επόμενη χρονιά (1938), είχε σαν στόχο να αναπτερώσει το φρόνημα των κινέζων μετά την κατάληψη της Σαγκάης και τον συνεχιζόμενο σινοϊαπωνικό πόλεμο, όπως και οι περισσότερες ταινίες μετά την έναρξη του πολέμου.

  Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είναι σκηνές μάχης. Στο τέλος βλέπουμε την έκκληση να συνεισφέρουν για την άμυνα της αποθήκης. Προσφέρουν χρήματα, κοσμήματα… Μια κοπέλα προθυμοποιείται να πάει στους αμυνόμενους μια κινέζικη σημαία.

  Τα καταφέρνει, με μεγάλο κίνδυνο.

  Σε αντίθεση με τις προηγούμενες ταινίες του όπου η μουσική υπόκρουση είναι κλασική μουσική, κάτι που μου άρεσε ιδιαίτερα, εδώ είναι κινέζικη, στην οποία κυριαρχεί ο μελαγχολικός ήχος του er hu. Μάλιστα, για να μη διασπαστεί η ροή της μουσικής, η ταινία έχει γυριστεί με τη λογική των ταινιών του βωβού κινηματογράφου, με μεσότιτλους.  

Ying Yunwei, Unchanged heart of life and death (生死同心 1936)

 Ying Yunwei, Unchanged heart of life and death (生死同心 1936)

 


  Οι αριστεροί σκηνοθέτες της δεύτερης γενιάς στην περίοδο 1927-1935 έχουν στις ταινίες τους δυο κυρίως θέματα: κοινωνικά ζητήματα, όπως η φτώχεια, η καταπίεση, η διαφθορά, η μοίρα της γυναίκας, κ.λπ. και την επανάσταση.

  Το θέμα της προηγούμενης ταινίας του Ying Yunwei «Plunder of Peach and Plum» (1936) ήταν η διαφθορά και η σεξουαλική παρενόχληση. Σ’ αυτήν εδώ την ταινία θέμα του είναι η επανάσταση. «Επαναστάτες» είναι ένας άλλος τίτλος της ταινίας που, όπως και της προηγούμενης «Η μοίρα των πτυχιούχων», παραπέμπει άμεσα στο θέμα.

  Πολύ έξυπνα ο Ying τοποθετεί την πλοκή το 1927, τη χρονιά που το εθνικιστικό κόμμα που κυβερνούσε (Guomintang) συνέτριψε την τοπική εξουσία των πολεμαρχών.

  Οι δυνάμεις του πολέμαρχου συλλαμβάνουν τον Liu Yuanjie, έναν αμερικανο-κινέζο δάσκαλο που επισκέπτεται την Κίνα. Μοιάζει πολύ με τον επαναστάτη Li Tao που δραπέτευσε πρόσφατα από τη φυλακή. Μάταια προσπαθούν να τους πείσουν για το λάθος τους, αυτός και η γυναίκα του.

  Αυτός φυλακίζεται, τη γυναίκα του την απελευθερώνουν. Ο Li Tao κρυφά της πηγαίνει ρύζι. Κάποια στιγμή αποκαλύπτεται.

  Την μυεί στην επανάσταση.

  Γράφουν συνθήματα στον τοίχο.

  «Θα είναι πράκτορες του Guomitang», σχολιάζει ένας που τα βλέπει.

  Οι σύντροφοι θα τους εντοπίσουν. Θα τους οδηγήσουν στη γιάφκα τους με το τυπογραφείο, όπου βρίσκονται και άλλοι σύντροφοι.

  Οι κυβερνητικές δυνάμεις πλησιάζουν. Να καταλάβουν τον σιδηροδρομικό σταθμό και το αστυνομικό τμήμα.

  Και τις φυλακές, συμπληρώνει κάποιος. Δεν μπορούμε να αφήσουμε τους συντρόφους στην τύχη τους.

  Συμφωνούν.

  Την επιχείρηση θα την αναθέσουν στους «Underground», που βρίσκονται στην πόλη.

  Τους ελευθερώνουν.

  Πάνω στην ώρα.

  Ο αστυνόμος είχε δώσει εντολή να τους εκτελέσουν, ξέροντας ότι σε λίγο η πόλη θα έπεφτε στα χέρια των κυβερνητικών δυνάμεων.

  Μου άρεσε η μουσική υπόκρουση, κλασική μουσική. Ακούσαμε τη βαρκαρόλα του Όφενμπαχ, σε μια βαρκάδα του ζευγαριού.

  Συναρπαστική ταινία, με άφθονο σασπένς.

Ying Yunwei, Plunder of peach and plum (桃李劫,1934)

 


Ying Yunwei, Plunder of peach and plum (桃李劫,1934)

 

  Ο μοίρα των πτυχιούχων (The Fate of Graduates) είναι ο άλλος τίτλος της ταινίας, που παραπέμπει στο θέμα και όχι στα πρόσωπα, όπως ο κινέζικος.

  Σαν θέμα κολλάει εδώ το δίπολο «Συμβιβασμός/ μη συμβιβασμός», ο άξονας πάνω στον οποίο πραγματεύτηκα τα περισσότερα έργα στο διδακτορικό μου.

  Πτυχιούχος πολυτεχνείου, δουλεύει στέλεχος σε μια ναυτιλιακή. Ο προϊστάμενός του του λέει να υπογράψει για να φορτωθεί ένα επί πλέον φορτίο. Αυτός αρνείται, ήδη έχουν ξεπεράσει το επιτρεπόμενο όριο, αν συμβεί κανένα ατύχημα θα πνιγούν επιβάτες.

  Τον απειλεί με απόλυση, θα βρει άλλον να βάλει στη θέση του. Πιο πρώτα όμως αυτός υποβάλει την παραίτησή του.

  Πιάνει δουλειά σε μια κατασκευαστική εταιρεία. Πάλι κομπίνα με το μπετόν, μα μπορεί να πέσει το κτίριο, να σκοτωθούν άνθρωποι.

  Τίποτα αυτοί.

  Τον απολύουν.

  Η γυναίκα του έπιασε δουλειά σαν δακτυλογράφος.

  Της την πέφτει το αφεντικό, μετά βίας καταφέρνει να του ξεφύγει.

  Πίσω από τα ειδικά προβλήματα, της διαφθοράς και της σεξουαλικής παρενόχλησης εδώ (Το θέμα αυτό το είδαμε στην ταινία «Cosmetics», 1933, του Zhang Shichuan και στη «Νέα γυναίκα», 1935 του Cai Chusheng ) βρίσκεται πάντα και το πρόβλημα της φτώχειας.

  Θα δουλέψει σε μηχανουργείο, θα τραυματισθεί.

  Όταν πέσεις κάτω από τα όρια της φτώχειας, μια επιλογή για να μην πεθάνεις από την πείνα είναι να κλέψεις.

  Θα πυροβολήσει έναν αστυνομικό και θα καταδικαστεί σε θάνατο. Στο τέλος της ταινίας θα τον δούμε που οδηγείται στην εκτέλεση. Ο καθηγητής του, που τόσο τον αγαπούσε και τον επαινούσε και είχε πάει να τον επισκεφτεί στη φυλακή, θα ακούσει τους πυροβολισμούς.

  Πολύ καλή ταινία, 7,3 η βαθμολογία της.

Sunday, November 23, 2025

Luo Mingyou & Zhu Shilin, National customs (国风 1935)

 

Luo Mingyou & Zhu Shilin, National customs (国风 1935)

 


  Η ταινία προπαγανδίζει το «Κίνημα της Νέας Ζωής» που δημιουργήθηκε από το κυβερνών εθνικιστικό κόμμα (Guomintang). Προπαγανδίζει την τήρηση τεσσάρων βασικών αρχών του κομφουκιανισμού: decency (κοσμιότητα), integrity (ακεραιότητα), honesty (τιμιότητα), modesty (σεμνότητα).

  Οι δυο αδελφές είναι όπως η Αντιγόνη και η Ισμήνη, η αντίθεση η μια της άλλης Η Ισμήνη πείθει την αδελφή της να παραιτηθεί από την άντρα που την αγαπά και που της έχει κάνει ήδη πρόταση γάμου για να τον πάρει αυτή.

  Η Ruan Lingyu, αποφοιτώντας, θα εργασθεί σαν δασκάλα σε ένα σχολείο. Όμως το σχολείο της της δίνει υποτροφία να σπουδάσει στη Σαγκάη. Έρχεται και η αδελφή της. Αυτή δεν έχει υποτροφία, ο άντρας της (τελικά τον παντρεύτηκε) θα της στέλνει χρήματα για τις σπουδές της.

  Αυτή ξοδεύει σε λούσα και διασκεδάσεις. Ο γκόμενος δεν θα αργήσει να έλθει.

  Αν δεν ήξερα ότι είμαστε στην Κίνα θα νόμιζα ότι είμαστε στο Ιράν. Και εδώ βλέπουμε την καταδίκη των δυτικών επιρροών, τα λούσα και τη μόδα. Και πάλι η προβολή της αγνής επαρχίας, σε αντίθεση με τη διεφθαρμένη από τις ξένες επιρροές πόλη.

  Στο τέλος έχουμε happy end. Η αδελφή της με τον γκόμενο θα πάνε σε ένα σχολείο στην επαρχία. Έχουν μετανιώσει για τη ζωή που έκαναν, και θα συμμετάσχουν πολύ ενεργά στο Κίνημα της Νέας Ζωής.

  Και αυτή; Δεν θα έχουμε το αναμενόμενο happy end;

  Ποτέ δεν με ξενέρωσε τέλος σε ταινία όσο αυτό.

  Της ξαναέκανε πρόταση γάμου. Κουνάει το κεφάλι της αρνητικά. Και λέει:

  -Σ’ αγαπώ. Όμως έχω και μια άλλη αγάπη.

  -Μου έλεγες ψέματα όλα αυτά τα χρόνια, δεν σε πιστεύω πια.

  -Η στάση μου απέναντι στη ζωή έχει αλλάξει. Πιστεύω ότι εκτός από την αγάπη για την οικογένεια υπάρχει μια μεγαλύτερη αγάπη, που πρέπει να την αναζητήσουμε έξω από τα πλαίσια της οικογένειας. Είναι η αγάπη της διδασκαλίας.

  -Ώστε, για να ακολουθήσεις το επάγγελμά σου σαν δασκάλα, δεν θα παντρευτείς ποτέ;

  -Δεν είπα αυτό. Αλλά θέλω να περιμένουμε λίγα χρόνια πριν μιλήσουμε για γάμο. Zou, η αγάπη δεν πρέπει να καταλαμβάνει όλη μας τη ζωή.

  Αυτός συμφωνεί κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του. Σφίγγουν τα χέρια.

  Πιστεύω ότι το 6 της βαθμολογίας είναι εξαιτίας της εξαιρετικής ερμηνείας της Ruan Lingyu, σ’ αυτή την τελευταία της ταινία πριν αυτοκτονήσει στα 25 της χρόνια. Αλλιώς θα ήταν πιο κάτω.

Wu Yonggang, The goddess (神女, 1934)

 

Wu Yonggang, The goddess (神女, 1934)

 


  Οι αριστεροί σκηνοθέτες της δεκαετίας του ’30 καταγγέλλουν τις κοινωνικές αδικίες. Μπορεί το «Τραγούδι των ψαράδων» να διεκτραγωδεί τη μοίρα των ψαράδων, όμως πολλές ταινίες εστιάζουν στη μοίρα της γυναίκας: Την πρακτική των προσυμφωνημένων από τους γονείς γάμων που πλήττουν ιδιαίτερα τη γυναίκα, όπως στις ταινίες «Love and duty» (1931) και «The peach girl» (1931) του Bu Wancang, καθώς και το θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης, όπως στις ταινίες «Cosmetics» του Zhang Shichuan και «New woman (1935) του Cai Chusheng.

  Στη «Θεά» ο Wu Yonggang διεκτραγωδεί τη μοίρα των πορνών. Χρησιμοποιεί τη λέξη «θεά» για τη δισημία της: θεά, για την απέραντη αγάπη που τρέφει για το γιο της, και πόρνη, ένας ευφημισμός που ήταν ιδιαίτερα διαδομένος στη Σανγκάη όπου, όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια, εκείνη την εποχή δούλευαν κάπου 100.000 πόρνες.

  Θα πέσει στα νύχια του προστάτη.

  Μα υπάρχουν προστάτες;

  Ναι, όταν την απειλεί ότι θα της αρπάξει το παιδί.

  Δεν έχει άλλη επιλογή παρά να τον ανεχτεί.

  Όταν οι γονείς των μαθητών του σχολείου που φοιτά ο γιος της μαθαίνουν για το επάγγελμά της, απαιτούν να διωχθεί. Ο διευθυντής αντιδρά, όμως οι άλλοι δάσκαλοι επιμένουν. Αγανακτισμένος θα υποβάλλει την παραίτησή του.

  Η εκθαμβωτική Ruan Lingyu θα θελήσει να φύγει, να πάει σε άλλη πόλη που δεν θα τους ξέρουν. Όμως ο προστάτης είχε ανακαλύψει πού έκρυψε τις οικονομίες της και της τις πήρε. Χαρτοπαίχτης, εκεί ξόδευε όλα του τα λεφτά (όπως και ο άντρας της Ruan Lingyi, τον οποίο κάποια στιγμή χώρισε). Αγανακτισμένη όταν ανακαλύπτει την κλοπή τον σκοτώνει κτυπώντας τον στο κεφάλι με ένα μπουκάλι.

  Καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλακή. Ο καλός διευθυντής την επισκέπτεται στη φυλακή. Της λέει ότι δεν θα αφήσει να πάνε το γιο της στο αναμορφωτήριο αλλά θα τον υιοθετήσει και θα τον σπουδάσει.

  Αυτή η γεμάτη ικανοποίηση για αυτή την προοπτική για το γιο της αλλά και η απελπισία για τη δική της ζωή όπως φαίνονται ταυτόχρονα στην έκφραση του προσώπου της δείχνει την ερμηνευτική δεινότητα της Ruan Lingyu, που αυτοκτόνησε στα 25 της χρόνια.  

  Είμαι συγκριτολόγος, και μου αρέσει να ψάχνω για θέματα και μοτίβα. Μάλιστα αγόρασα ένα βιβλίο με αυτό τον τίτλο από το Amazon.com. Όταν ένα σχήμα συναντάται σε δυο αφηγήσεις, μπορούμε να μιλάμε για μοτίβο. Γράφω συχνά για το μοτίβο του σταχτοπούτου («Η αρχόντισσα και ο αλήτης»), η αντίθεση του μοτίβου της σταχτοπούτας. Εδώ θα ονόμαζα το μοτίβο «Αμάρτησα για το παιδί μου», από τον τίτλο της ταινίας του Χρήστου Σπέντζου. Και αυτή θα σκοτώσει τον νταβατζή της και θα κάνει δεκαπέντε χρόνια φυλακή. Άρχισε να εκδίδεται γιατί χρειαζόταν χρήματα για την άρρωστη κόρη της.

  Και η Ruan Lingyu ήταν έτοιμη να εκδοθεί στην προηγούμενη ταινία της «New woman» (1935), για τον ίδιο λόγο, όταν όμως είδε ότι ο πελάτης της με τον οποίο θα περνούσε την βραδιά (δεν θα έπαιρνε και άλλον, χρειαζόταν αυτά τα χρήματα για να πάει την κόρη της στο νοσοκομείο) ήταν εκείνος που φρόντισε να την απολύσουν από τη δουλειά γιατί δεν του κάθισε, έφυγε τρέχοντας.

 

Saturday, November 22, 2025

Αιμιλία Βλαχογιάννη, παρουσίαση του βιβλίου ΤΟ ΓΑΝΤΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ της Σοφίας Παράσχου, εκδ. Όταν, Αθήνα 2025

 Αιμιλία Βλαχογιάννη Ph.D,

Σύμβουλος Εκπαίδευσης, Συγγραφέας. 

 


ΤΟ ΓΑΝΤΙ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ ( Σοφία Παράσχου, εκδ. Όταν, Αθήνα 2025).

 

  Η ζωή  φέρνει τυχαία κοντά τους ανθρώπους. Η αντοχή των συνδέσεων, όμως, στον χρόνο είναι πολυπαραγοντική.

  Με τη Σοφία γνωριστήκαμε προ εικοσαετίας, το μακρινό 2004, όταν γίναμε Σχολικοί  Σύμβουλοι Φιλολόγων, με μια φιλία ειλικρινή και πηγαία.

  Μας συνέδεσε η ίδια κοινή πορεία: Φιλοσοφική, Διδακτορικό, διδασκαλία στο Πανεπιστήμιο, διευθυντική θέση σε Πρότυπα Σχολεία. H Σοφία στην Ευαγγελική, εγώ στο Βαρβάκειο. Όμως, αυτό που έπαιξε τον  καταλυτικό ρόλο για τη διάρκεια της φιλίας μας ήταν η αισθητική και οι κοινές αξίες. Η ουσιαστική επικοινωνία. Όταν, λοιπόν, μου ζήτησε να παρουσιάσω το βιβλίο της έδωσα carte blanche, που λένε και οι Γάλλοι, παρότι δεν το είχα διαβάσει ακόμη.

  Η παρουσίαση ενός βιβλίου έχει ρόλο κυρίως διαμεσολαβητικό. Επιχειρεί να δείξει ότι η λογοτεχνία δεν απορροφάται απλώς ως αισθητική απόλαυση, που είναι ο κύριος σκοπός της βεβαίως,  αλλά συμβάλλει στην καλλιέργεια της κοινωνικής συνείδησης και της  ηθικής ανάγνωσης του κόσμου.

  Το γάντι της σιωπής είναι το τρίτο μυθιστόρημα από μια τριλογία που  ανατέμνει ρόλους γυναικών. Της κόρης, της φίλης, της αδελφής. Φέρνει στην επιφάνεια ερωτήματα ταυτότητας,  βαθέων συναισθημάτων, ατομικής ευθύνης, ήθους.

  Αξία στη λογοτεχνία δεν έχει μόνο το κείμενο. Μηνύματα ηχηρά αποστέλλει και το παρακείμενο ή περικείμενο (co-text) στην κρίση, στην αισθητική, αλλά κυρίως στον ορίζοντα των προσδοκιών του αναγνώστη.  Ο  τίτλος «Το γάντι της σιωπής» συνιστά ευρηματικό περικείμενο. Δανεισμένος από έναν στίχο της Σονάτας του Σεληνόφωτος του Γιαννη Ρίτσου, που αφορά σε έναν σκηνικό μονόλογο, μια «εκ βαθέων» εξομολόγηση, μια  ικεσία για ζωή, για ελπίδα, μέσα από εικόνες και συμβολισμούς.
  Εδώ, στο μυθιστόρημα, όμως, υπάρχει ένας πολυπρόσωπος καμβάς. Καθε χαρακτήρας προσφέρει τροφή για αναμοχλεύσεις εσωτερικές, για αυτοπαρατήρηση, αυτοαντίληψη. Το δυναμικό κοινό στοιχείο με τη σονάτα είναι η σιωπή. Αδυσώπητη, βίαιη που διαταράσσει εύθραυστες ισορροπίες, αλλά και η ελπίδα που επέρχεται από την ειλικρίνεια , την αυθεντικότητα, το αίσθημα δικαιοσύνης.

  Πρόκειται, λοιπόν, για ένα αστικό μυθιστόρημα που θυμίζει Ξενόπουλο. Η γραφή είναι απλή, αλλά όχι απλοϊκή. Συνειδητή επιλογή της συγγραφέως για να φτάσουν τα μηνύματα και οι προβληματισμοί  του έργου στο ευρύ κοινό. Άλλωστε και η σονάτα του σεληνόφωτος του Ρίτσου απλή, αλλά σημειολογική, θεωρείται. Ακόμη πιο απλή  στα μέσα της πραγματοποίησής της, όμως, κατά τους ειδήμονες  μελετητές, η διάσημη σονάτα του σεληνόφωτος του Μπετόβεν, που συνιστά μια συγκλονιστική μουσική ψυχογραφία, όπως λέγεται, για τον άτυχο έρωτά του προς την δεκαεπτάχρονη μαθήτριά του, την κοντέσα Τζουλιέτα Γκουιτσιάρντι. Από  αυτή τη διάσημη, σε όλον τον κόσμο, σονάτα εμπνεύστηκε ο Γιάννης Ρίτσος.

(Mondscheinensonate, σταγερμανικά, Moonlight Sonata, στα αγγλικά και Claire de lune, στα γαλλικά).

  Το μυθιστόρημα αναφέρεται στην ιστορία μιας οκογένειας, ορμώμενης από την Ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας, η οποία μένει ακέφαλη από τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα. Μια μάνα, η Ηρώ, με δύο  κόρες, την Ελβίρα και την Μυρσίνη και ένα γιο με νευροαναπτυξιακή διαταραχή, με δυσκολία στην επικοινωνιακή αλληλεπίδραση, τον Μάρκο. Η οικονομική ανέχεια που ακολουθεί,  αναγκάζει τη μεγάλη κόρη, την όμορφη Ελβίρα, σε μια προσωπική θυσία χάριν της οικογένειας. Να παντρευτεί έναν πλούσιο εισαγωγέα βάμβακος, τον Σωκράτη Χατζησωκράτη, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, εις δεύτερο γάμο, χωρίς παιδιά, και να μετακομίσουν στον Πειραιά.

  Δύο καταγωγές από την Ανατολή που ασκούν γοητεία και από την ιστορία που κουβαλούν.

  Η νοσταλγική Αλεξάνδρεια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το σπουδαίο  κέντρο του ελληνιστικού πολιτισμού, γνωστή για τη Βιβλιοθήκη και τον Φάρο της, που  αναβίωσε με άνθιση στις τέχνες και τα γράμματα ξανά τον 19ο και 20ο αιώνα. Και η βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη, κέντρο διασταύρωσης του Ρωμαϊκού και του Βυζαντινού  πολιτισμού, με διάχυτο το ελληνικό στοιχείο, ευαίσθητες μνήμες και ποικίλα αρώματα.

  Στο κάδρο των γοητευτικών πόλεων μπαίνει και το Παρίσι, όπου κατοικεί η θεία Ρωξάνη, η αδελφή του χαμένου πατέρα της οικογένειας.

  Σταδιακά, γνωρίζουμε και τα άλλα πρόσωπα και πληροφορούμαστε τα γεγονότα από μια μη γραμμική αφήγηση κι αυτό είναι εξόχως γοητευτικό, μία αφηγηματική τεχνική που  εξάπτει το ενδιαφέρον.  Διότι η συγγραφέας παίζει με τις μεταπτώσεις,  τις παύσεις. Δημιουργεί χρονικά πρωθύστερα, δίνει τόση έμφαση στις στιγμές των διαλόγων, όσο και σε όλα εκείνα που συντελούνται εντός και εκτός αφηγηματικής δράσης (εσωτερικοί μονόλογοι), τα οποία  επεξηγούν συμπεριφορές, ερμηνεύουν χαρακτήρες ή  προδιαγράφουν τα όσα θα εκτυλιχθούν. Ως μία προοικονομία ή ως μία προυπόθεση που γνωρίζει ο αναγνώστης ως ένα σημείο, αλλά δεν γνωρίζουν όλοι οι ήρωες. Κάτι σαν τραγική ειρωνεία. 

  Ένα παράδειγμα χρονικού πρωθύστερου,  το πρώτο φλας μπακ, ξεκινά με μια εικόνα ευρηματική/ θεατρική, σε κάποια στιγμή που ο σκοτεινός χαρακτήρας  του Σωκράτη Χατζησωκράτη  αρχίζει να  διαφαίνεται. Εκνευρισμένος χτυπά το χέρι του με δύναμη στο γραφείο και  ρίχνει την κορνίζα με τη  φωτογραφία της γυναίκας του. Την κοιτάζει, δηλώνουν παρουσία όλα τα περασμένα γεγονότα στο νου και τότε αρχίζει η αναδρομή  στην ιστορία της οικογένειας μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ενώ βρισκόμαστε in media res.

  Η ζωή στην Αθήνα κυλάει ήρεμα στην αρχή. Από τον Πειραιά μέσα σε δύο χρόνια η οικογένεια μετακομίζει στο Παλαιό Φάληρο, αγαπημένο τόπο για τους Κωνσταντινουπολίτες, σε μια ιδιόκτητη  πολυτελή μονοκατοικία με υπέροχο κήπο που έχτισε  ξοδεύοντας αφειδώς χρήματα ο Σωκράτης. Ζήτα  ό,τι θες, ψυχή μου από τους μηχανικούς, μην τυχόν και σκεφτείς τα έξοδα, ό, τι θέλεις εσύ, αυτό θα γίνεται, δήλωνε στην όμορφη Ελβίρα ο ερωτευμένος σύζυγος.

  Αυτό μέγαρο σε λίγα χρόνια θα ζήσει τη γείωση του ονείρου.

Τοῦτο τό σπίτι δέ μέ σηκώνει πιά.
Δέν ἀντέχω νά τό σηκώνω στή ράχη μου

  Παραλληλίζω  με στίχους από τη σονάτα του Γιάννη Ρίτσου.

  Στη γεωμετρία των σχέσεων παίζουν σπουδαίο ρόλο και τα δευτρεύοντα πρόσωπα. Ένα από αυτά είναι  η αρχετυπική μορφή της Ευμορφίας.

  Ετυμολογικά το «Ευ» προσδιορίζει επακριβώς το συγκεκριμένη άτομο.

Κατά τον ψυχίατρο Κάρλ Γιουνγκ, ένα αρχετυπικό σύμβολο είναι η σοφή γηραιά γυναίκα με την εμπειρία και την αγαθή προαίρεση, που εμφορεί τη γνώση και την καθοδήγηση. Βλέπεις ετούτα δω τα τριαντάφυλλα, Βούλα; Είναι όμορφα, μα έχουν αγκάθια. Να ξέρεις, όμως, πως, όποιος αγαπά τα τριαντάφυλλα, πρέπει να δέχεται και τα αγκάθια τους. Έτσι είναι και με τους ανθρώπους..., νουθετεί τη μικρή ψυχοκόρη, που τη βοηθάει στις δουλειές (σελ.37).

  Αναπόσπαστο μέλος στην οικογένεια του  Σωκράτη από μικρό παιδάκι, στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με τη μητέρα του. Ήταν παρούσα σε όλες τις δύσκολες στιγμές και, όταν έμεινε ορφανός, δεν έφυγε στιγμή από κοντά του. Τώρα ώριμη πια έχει τα ηνία του καινούργιου σπιτιού στο Φάληρο.

  Ήταν δεκαεφτά χρονών μαθητής στη  Μεγάλη του Γένους. Σε ένα διάλειμμα τσακώθηκε με έναν Αρμένη συμμαθητή του που πέταξε μια κουβέντα, ότι, δήθεν, η ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία έγινε η αιτία της καταστροφής της Σμύρνης. Παίξανε ξύλο, εκείνος ήταν πιο δυνατός. Την άλλη μέρα ο διευθυντής κάλεσε τους γονείς του να  τους ανακοινώσει την τιμωρία του: Αποβολή εφτά μέρες.

  Γυρνώντας σπίτι, ο πατέρας του του έδωσε ένα χαστούκι. «Καλά έκανες και τον έδειρες, αλλά ήταν ανάγκη, ρε χαïβάνι, να τον δείρεις μέσα στο σχολείο; Δεν μπορούσε να τον πιάσεις κάπου έξω;», του είπε.

  Η μητέρα του ήρθε το βράδυ να τον βρει στο δωμάτιό του. «Ό,τι και να είπε ο συμμαθητής σου, δεν έπρεπε να τον χτυπήσεις, Σωκράτη μου, η βία κάνει τον άνθρωπο κακό. Υποσχέσου μου, γιε μου, ότι εσύ δεν θα γίνεις κακός άνθρωπος», του είχε ζητήσει. Της το υποσχέθηκε. Και ήταν η μοναδική υπόσχεση που της είχε δώσει. Δύο μήνες αργότερα πέθανε (σελ. 83).

  Δυστυχώς ο όρκος καταπατήθηκε. Δεν εξελίχθηκε απλώς σε κακό άνθρωπο. Έγινε αποτρόπαιος, ασεβής.

  Άραγε, μέσα από το απόσπασμα, μέσα από αυτές τις  αναμνήσεις, αποτολμάται μια ψυχοπαιδαγωγική ερμηνεία για τη συμπεριφορά του;

  Οι αντίρροπες  γονεϊκές συμβουλές προκαλούν σύγχυση ή το DNA έχει τη δική του ροπή, αν ο άνθρωπος δεν έχει την πειθαρχία και την ευφυία να το τιθασεύσει;

Πως έχει «δύο ψυχές μέσα στα στήθια του», τόσο οξύμωρα συντεταγμένες, θα αναρωτηθεί ο αναγνώστης. Η μια αμοραλιστική, στυγνή, ενστικτώδης, χωρίς οίκτο για μια νέα ευαίσθητη γυναίκα και η άλλη τρυφερή προς ένα παιδί υιοθετημένο, την Κοράλλη, που φέρει, βέβαια, το DNA του, ως μυστικό παιδί του, εκτός γάμου, ως καρπός της διαστροφικής του βούλησης.

  Περσόνα και σκιά. Η σκιά, κατά τον Καρλ Γιουνγκ, ενσαρκώνει το χάος και την αγριάδα του χαρακτήρα.

  Σε όλους ενυπάρχουν και τα δύο. Οι ευφυείς, οι δεκτικοί αντιλαμβάνονται τα σκοτεινά σημεία και τα  δουλεύουν, έρχονται αντιμέτωποι  με τους αθέατους  δαίμονες του εαυτού τους. Προσπαθούν το φαίνεσθαι να το κάνουν είναι, να ενσωματώσουν αρμονικά την περσόνα με την σκιά, να πλησιάσουν το διαυγές cogito. Αποδόμηση κι επαναδόμηση. Δεν μπορεί να συμβεί 100%. Μπορείς να δεις την αθέατη πλευρά του φεγγαριού;

  ...κι ἄν κάνεις νά κοιτάξεις σ' αὐτόν ἤ στόν ἄλλον καθρέφτη,
πίσω ἀπ' τή σκόνη καί τίς ραγισματιές,
διακρίνεις πιό θαμπό καί πιό τεμαχισμένο τό πρόσωπό σου,
τό πρόσωπό σου πού ἄλλο δέ ζήτησες στή ζωή παρά νά τό κρατήσεις
καθάριο κι ἀδιαίρετο...,
γράφει ο Ρίτσος στη σονάτα.

  ...πόσες και πόσες μάσκες

πάνω από το πρόσωπο της ψυχής φοράμε..., λέει ο Πεσσόα.

  Άλλο δευτερεύον πρόσωπο η αδελφή του Σωκράτη, η Μαριάνθη. Με ίντριγκες, ιδιοτελείς προθέσεις και ύπουλες παρεμβάσεις. Στον αντίποδα ο γιος της ο Άρης. Ένα βασικό  πρόσωπο με ήθος που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην ιστορία, το δεξί χέρι του Σωκράτη στην επιχείριση.

  Η ανθρώπινη ψυχολογία και οι αδιόρατες εντάσεις των σχέσεων διαχέονται, χωρίς να προσδιορίζονται. Μια βαριά ενέργεια διαπερνά τους αρμούς, ποτίζει τους τοίχους, οι σχέσεις γίνονται επιφανειακές. Η σιωπή καλύπτει τα συναισθήματα και μεγαλώνει τις αποστάσεις.

  Ο έρωτας παραδίδεται στον Άρη σε μια  πρώτη μοιραία συνάντηση, όταν η Μυρσίνη διαβάζει τη σονάτα του σεληνόφωτος.

  ...μια όμορφη γυναίκα, ένα ερωτικό πλάσμα που έκανε το αίμα να κυλά στις φλέβες του με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Η αλήθεια ήταν ότι την είχε ερωτευθεί κεραυνοβόλα από την πρώτη στιγμή που την είδε στο εξοχικό σπίτι της Ραφήνας. Εκεί, μέσα στον ανθισμένο όλο ευωδιές κήπο, ξαπλωμένη στη σεζ λογκ, με το ποίημα του Ρίτσου στα χέρια της, με τον ήλιο να φωτίζει τα σμαραγδένια μάτια της, με τα μαύρα μαλλιά της να πλαισιώνουν ένα κατάλευκο πρόσωπο, με το κοντό σορτσάκι της να αφήνει ακάλυπτα δυο θεσπέσια πόδια και με την ετοιμόλογη που δεν χαρίζει κάστανα γλώσσα της, εκεί του αποκαλύφθηκε με σάρκα και οστά η απόλυτη ερωτική φαντασίωσή του (σελ.54).

 

  Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θά καθήσουμε λίγο στό πεζούλι, πάνω στό ὕψωμα,

κι ὅπως θά μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας

μπορεῖ νά φανταστοῦμε κιόλας πώς θά πετάξουμε.., γράφει ο Ρίτσος.

  Αυτός ο συμπαντικός φτερωτός έρωτας, από την επιθυμία περνά στη στέρηση, κάτω από επιλογές σιωπής και εκδίκησης. Η ερωτευμένη ψυχή πληγώνεται, νοσταλγεί, υποθέτει.

  Η ανθρώπινη μύχια  αναζήτηση κραυγάζει για νόημα και σύνδεση, οικειότητα, εμπιστοσύνη. Η λαχτάρα να αγαπηθούμε και να αγαπήσουμε, η αγωνία να αφήσουμε ίχνη δικά μας μέσα στον χρόνο, η ανασφάλεια της απώλειας κυριαρχεί.
Σύγχυση γύρω από τις έννοιες της εκδίκησης, της  δικαιοσύνης, της ύβρεως.
Έχουμε μάθει το «μη μιλάς, άστο να περάσει» ότι αποτελεί μια γειωμένη, συμφιλιωτική αντίληψη. Αυτό, όμως ισχύει για θέματα ασήμαντα. Στα σημαντικά υποχρέωση απαράβατη είναι η ειλικρινής επικοινωνία.

  Συναίσθημα και διαπροσωπικές σχέσεις οφείλουν να  εμπλέκονται σε μια στενή διαλεκτική, να έχουν διέξοδο. Η  σιωπή ενέχει βία, δε συνιστά ωριμότητα, αλλά άμυνα, ψυχικό έλλειμμα .Ο άνθρωπος που δεν εκφράζεται, χάνει σταδιακά την ικανότητα να νιώθει. Αποσύρεται.

  Ο άνθρωπος δεν έλαβε το δώρο της λέξης για να κρύψει τις σκέψεις του, λέει ο Ζοζέ  Σαραμάγκου. Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει, γράφει και ο Τάσος Λειβαδίτης.

  Και ο Μάρκος, η παρουσία της ετερότητας, ποιο ρόλο παίζει; πώς επινόησε η συγγραφέας ένα παιδί με ιδιαίτερο, εγγενές νευροαναπτυξιακό πρόβλημα, που ζει στο περιθώριο;

  Αυτό το παιδί, που ο Σωκράτης το υποτιμά σε κάθε του ενέργεια, με την αθωότητά του και τη διαίσθησή του αποκαλύπτει μια αλήθεια - κλειδί, σωτήρια για την εξέλιξη της υπόθεσης που έχει φτάσει σε αδιέξοδο.  Ένας από  μηχανής θεός προικονομήθηκε, κατά τα πρότυπα του αρχαίου δράματος και ενσαρκώθηκε από  μία οντότητα, που για κάποιους «προνομιούχους» είναι αποβλητέα από την κοινωνία.

  Καθημερινοί χαρακτήρες. Άλλοι με αθώες, ειλικρινείς προθέσεις, ήθος και άλλοι, υπόγειοι, με ιδιοτελείς διαθέσεις και κρυψίνοια, που επιδιώκουν να τροποποιήσουν βουλήσεις ύπουλα.
  Ευρηματικές και οι πληροφορίες αισθητικής οπτικής. 

  Χαρακτηρίζουν τους ήρωες και μεταφέρουν την κουλτούρα της Αλεξάνδρειας και της Κωνσταντινούπολης. Συνιστούν φορείς του κοινωνικοπολιτισμικού πλαισίου, αντιλήψεων, αξιών, στάσεων, ταυτοτήτων, ρόλων (context of culture).

  Επιχειρείται μια αστική περιδιάβαση στην Αθήνα της εποχής των νεαρών μαμάδων μας. Στον Καλυβιώτη, τον Τσούχλο, τα ποιοτικά υφάσματα, σε όλη την ιεροτελεστία της ραφής ενός φορέματος, που τώρα έχει ξεφτίσει. Σε τοπόσημα και σε σημεία αναφοράς μιας πρωτεύουσας της δεκαετίας του 50.

  Περιγραφές της διακόσμησης του εσωτερικού και εξωτερικού χώρου του σπιτιού.

Περιγραφές από την ετοιμασία του δείπνου μιας πρωτοχρονιάς, που αισθάνεσαι τις μυρωδιές των  εδεσμάτων να ξεπηδούν από το κείμενο και να σου γαργαλούν την όσφρηση. Να νιώθεις λάθρα τις τερψιλαρρύγγιες απολαύσεις. Να ζείς τη χλιδή των δεξιώσεων επί Φαρούκ στην Αλεξάνδρεια. Αλλά και τα παρασκήνια της γυναικείας ομορφιάς με αύρα Ανατολής.

  Η Ευμορφία στολίζει με τη βοήθεια της Βούλας και της Μυρσίνης τις πιατέλες των κρύων ορεκτικών. Απλώνει το λεπτοκομμένο παστρουμά ανάμεσα σε καρύδια και δαμάσκηνα, στοιβάζει τα μικροσκοπικά ντολμαδάκια πάνω σε φέτες λεμόνι και τακτοποιεί τους δίσκους με τα θαλασσινά...

  Έτοιμα να ψηθούν στην ώρα τους ήταν και τα ζεστά ορεκτικά, μυτσβέρι πολίτικο, μπουγιουρντί, τζερκέζ  ταβούκ και λογιών μπουρέκια...στην κουζίνα του αρχοντικού σιγοψήνονταν τα κεμπάπ, τα σουτζουκάκια και το ιτς πιλάφ...

  Εκτός από την παραδοσιακή βασιλόπιτα με το μαχλέπι, η Ευμορφία είχε βάλει όλη την τέχνη της στο καζάν ντιμπί, το γαλακτομπούρεκο, τα μπακλαβαδάκια και το κιουνεφέ...Μέχρι αριάνι είχε ετοιμάσει...

  Η Μυρσίνη πάνω από τα γεμάτα τραπέζια της κουζίνας τσιμπολογάει...

  -Πεντανόστιμα είναι όλα,Ευμορφία μου! Γεια στα χέρια σου!

  Η Ελβίρα μπήκε στην κουζίνα εκείνη τη στιγμή. Είχε τα μαλλιά της τυλιγμένα σε ρόλλευ, σε μια ώρα θα ερχόταν η κομμώτρια να τη χτενίσει, και στο πρόσωπό της ήταν απλωμένη μια παχύρευστη κρέμα, δημιουργία και αυτή της Ευμορφίας, η οποία, σαν γνήσια Σμυρνιά που ήταν, εκτός από το μαγείρεμα καταπιανόταν και με την Παρασκευή καλλυντικών και φαρμάκων (σελ.94).

  Οι συνήθειες, και δη από την καθημερινότητα,  συνιστούν κουλτούρα  απ’ αυτές που διαμορφώνουν λίγο-λίγο τη ζωή. Οι απλές καθημερινές χαρές είναι το τελευταίο καταφύγιο των πολυσύνθετων ανθρώπων, λέει ο  Όσκαρ Ουάιλντ.

  Σε όλο αυτό το μωσαïκό των χαρακτήρων εύλογα τίθεται το ερώτημα, πού τελειώνει η ζωή και πού αρχίζει η αναπαράστασή της.

  Ο έρωτας  ο φόβος, ο χρόνος, το άρρητο τραύμα  της έλλειψης εμπιστοσύνης στους σημαντικούς άλλους γύρω μας.
  Μία ανατομία του καλού, αλλά και του κακού, εισχωρεί στα ενδότερα της ανθρώπινης φύσης. Αναρωτιέται ο αναγνώστης ποια είναι  η ηθική του ήθους τελικά;
  Η συγγραφέας δίνει τα εναύσματα και ο αναγνώστης καλείται να τα αποκωδικοποιήσει, να τα δεξιωθεί, σύμφωνα με τις δικές του ηθικές αξίες, τις εμπειρίες, τα βιώματά του, τις πεποιθήσεις του.

  Όσες οι αναγνώσεις τόσες και οι προσλήψεις λέει ο Jauss. Και όχι μόνο διαφορετικών αναγνωστών. Αλλά και του ίδιου αναγνώστη σε διαφορετικές χρονικές περιοδους. Γιατί, αν δεν αλλάζει η ματιά με την εμπειρία και τη γνώση, τότε ο άνθρωπος βουλιάζει στις εμμονές του.

Γράφω σε ένα ποίημά μου:

 

  Την ίδια κατάφορτα πυρωμένη ροδιά

κοιτάς κι εσύ κι εγώ.

Βλέπεις κόκκινα άνθια,

αντικρύζω  άλικο έρωτα.


     «Η ερμηνεία κάθε έργου είναι ερμηνεία του εαυτού μας, όχι εκείνου πού το δημιούργησε, αλλά εκείνου πού το διαβάζει, το βλέπει ή το ακούει, θέλω να πώ του εαυτού μας αν δεν του δώσουμε μιάν υπερβολικά στενόχωρη έννοια, αν τον ονομάσουμε-έστω-τον «πρώτο μας εαυτό», κατά τη διδασκαλία του Σικελιανού», λέει ο Γιώργος Σεφέρης.

  Ελβίρα και Μυρσίνη, οι δύο αδελφές, σε όλο το μυθιστόρημα είναι αντιμέτωπες σιωπηρά. Περνά η κάθε μία από τις  δικές της Συμπληγάδες. Θα  διασωθούν;

  Πάνω σε ποια θεμέλια θα διάλεγε να χτίσει την ευτυχία της; Στη δυστυχία της αδερφής της ή στη δική της ένοχη σιωπή; Ποια επιλογή ήταν λιγότερο καταστροφική, η καταδίκη των άλλων ή η καταδίκη του εαυτού;

  Ένας από τους εσωτερικούς μονολόγους της μιας αδελφής, δε σας αποκαλύπτω ποιας, σε τριτοπρόσωπη αφήγηση.

  Ανατρέχω στο νόημα των λόγων  του αμερικανού συγγραφέα Ρέιμοντ Κάρβερ: Ο αναγνώστης καλείται ν’ ανακαλύψει το ικρίωμα αυτό του ανθρώπινου νου, που είναι σε θέση να επιλέγει, ανάμεσα στα εκπεφρασμένα συναισθήματα και στα άρρητα, βαθιά κρυμμένα κίνητρα. Και ο συγγραφέας είναι σε θέση να ναρκοθετεί τη συνείδηση των ηρώων, δικαιώνοντας τη διαφορετικότητα καθενός, οικοδομώντας την αμέριστη συμπάθεια του αναγνώστη και επιτρέποντας, παράλληλα, τη σκηνοθεσία της τελικής τους πτώσης ή της δικαίωσης τους, της κάθαρσης συμπληρώνω εγώ.

  Υπάρχει, άραγε, η στιγμή που περιέχει τα πάντα; Το μάτι, η καρδιά κι ο νους θα βρεθούν στην ίδια ευθεία;

  Πώς η Μυρσίνη θα επιλέξει την «εξιλέωση»; Με όπλο τις δόλιες, εκδικητικές δυνάμεις που  υπαγορεύει το πεπρωμένο, η τακτοποίηση της κοινωνικής ηθικής, ο πληγωμένος ψυχισμός;

  Και πώς η Ελβίρα θα οδεύσει σε ξέφωτο, προσπαθώντας να ξεπεράσει τα ψέματά της, τη δυστυχισμένη μελαγχολική ζωή της, παρόλα τα πλούτη, με ένα μωρό υιοθετημένο στην αγκαλιά; Άραγε θα γίνει ποτέ αποκλειστικά δικό της;

  Θα ήταν άξια λόγου μια συνάντηση, μετά από μία εσωτερική διεργασία ανάγνωσης, από τη συνομιλία με το κείμενο, για ανταλλαγή απόψεων με το δικό μας υποκειμενικό κριτήριο, τις δικές ψυχογραφικές ερμηνείες, τη γνώση ότι κάθε κείμενο ποτέ δεν εξηγείται οριστικά. Ποια από τις δύο γυναίκες κατανοούμε περισσότερο; ποια έχει αντικειμενικά το υπέρτερο δίκαιο με το μέρος της; εμείς πώς θα αντιδρούσαμε; Μια καταβύθιση στο υποσυνείδητο, μια περιδιάβαση στις ενοχές, στα απωθημένα μας, στις θυσίες και τα ατοπήματά μας. Θα δίναμε το ίδιο τέλος με τη συγγραφέα;

  Οι ανθρώπινες σχέσεις στηρίζουν, προδίδουν, θεραπεύουν, πληγώνουν. Ένας αγώνας ισορροπίας ανάμεσα στην εγγύτητα και την αποξένωση, την απώλεια.
  Τελειώνοντας, αναρωτιέμαι, αν ακραία, ο ψυχίατρος, ψυχαναλυτής, Ζακ Λακάν, μιλάει για την "υπεροχή" του σημαίνοντος σε σχέση με το σημαινόμενο; Θεωρώ πως όχι. Ο κάθε  λόγος μπορεί να  ενέχει συναισθηματική φόρτιση, η επιλογή των λέξεων να παρέχει μία ερμηνεία του ασυνειδήτου. Βρίσκουμε την ισορροπία μας χάρη τη γλώσσα. ‘Ενας λόγος  μπορεί να μας κάνει να ταλαντευόμαστε ή να αλλάξει εκ  βάθρων τη ζωή μας.

  Γέφυρες, λοιπόν, τα λόγια των ανθρώπων που ενώνουν ψυχές, είτε ως βαθιά επικοινωνία είτε ως παραμυθία.

  Κι όπως λέει και το πιο ψυχωφελές ανάγνωσμα του λαού μας:

  Απ' ό,τι κάλλη έχει άθρωπος, τα λόγια 'χουν τη χάρη
να κάνουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει
κι όπου κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο
κάνει και κλαίσιν και γελού τα μάτια των αθρώπω.

Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος (Α, στ. 888 - 890) εκδόσεις της Εστίας.