Γιάννης Πούλος, Μανάβικο, παιχνίδια του μυαλού και της καρδιάς,
Λογό_τυπο 2025, σελ. 68
Καλησπέρα σε όλες και όλους σας.
Θα ξεκινήσω ανορθόδοξα
μιλώντας για τον Γιάννη.
Θα ξεκινήσω από τον κρίκο
μιας αλυσίδας συμπτώσεων, τότε τον καιρό της δικτατορίας, που οδήγησε στο να
γίνω φίλος του, και τα σπίτια μας να απέχουν λιγότερο από πενήντα μέτρα.
Ο κρίκος αυτός ξεκινάει ως
εξής:
-Πάρε τηλέφωνο το θείο σου
τον Αντρέα (αξιωματικό στο ΓΕΣ), μου λέει η ξαδέλφη μου.
-Αν γίνω αξιωματικός θέλω
να γίνω με την αξία μου (αφέλεια).
-Βρε πάρε που σου λέω.
Πήρα.
-Ποιο είναι το ΑΣΜ σου; Η
δεύτερη κουβέντα του.
Του το είπα.
Έγινα Έφεδρος Αξιωματικός Εφοδιασμού
Μεταφορών. Μετά τη σχολή πήγα στην Κοζάνη. Από την Κοζάνη, χάρη στο θείο μου
(ευτυχώς; Δυστυχώς; Δεν πέτυχε τη μετάθεσή μου στην Αθήνα) πήρα μετάθεση στη
Λάρισα.
Στη μονάδα, τυχαία μια
συζήτηση με έναν κοντοχωριανό, που αργότερα παντρεύτηκε την ξαδέλφη μου.
-Τι διαβάζεις Λούκι Λουκ
και σαχλαμάρες, διάβασε κανένα βιβλίο.
-Ήταν ένας εδώ που διάβαζε
βιβλία, και τώρα είναι στην ΕΣΑ και τρώει ξύλο.
Μεγάλη η περιέργειά μου να
τον γνωρίσω.
Και τον γνώρισα.
Δεν θα αναφερθώ στους
επόμενους κρίκους που οδήγησαν στο να γίνω στενός φίλος με το Γιάννη, με τα
σπίτια μας κοντά κοντά. Απλά θα πω το όνομά του.
Θανάσης Πόραβος.
Εργάτης της Πέτρας, έχει
γράψει ένα βιβλίο για αυτήν.
Τα εισαγωγικά αυτά ήταν
για να διαβάσω το ποίημα που του αφιερώνει ο Γιάννης στη συλλογή.
Η αφιέρωση είναι σε
υποσημείωση, το ποίημα μιλάει για αυτόν.
Πέτρες-λέξεις
Ο αρχιμάστορας πέτρες διαλέγει απ’ το σωρό,
τις γραμμές διαβάζει, της πέτρας την αντοχή.
Με το καλέμι ταιριάζει τον αρμό,
στέρεη κατοικία να φτιάξει, γεφύρια.
Όμοια λέξεις, εικόνες διαλέγω, για ποιήματα παιχνίδια.
Ο καθείς και στα όπλα του,
όπως λέγει ένας άλλος ποιητής.
Και πάμε τώρα στην ποίηση
του Γιάννη.
Δυο είναι τα κύρια
χαρακτηριστικά της: ο λεκτικός μινιμαλισμός (το μικρό είναι όμορφο, οικολογικό
σύνθημα) και η σχεδόν ολοκληρωτική απουσία ρήματος. Ας δώσουμε δυο
χαρακτηριστικά παραδείγματα, με τρία ποιήματα στα οποία δεν υπάρχει ρήμα.
Δωμάτιο
Δωμάτιο μικρό, γεμάτο καλοσύνη.
Κάστανα, μήλα, κρασί, αγκαλιά ζεστή.
Νοσταλγία
Ανθισμένο λουλούδι, μυρωδιές αγκαλιές
το κύμα συντροφιά, ζωή σαν μουσική.
Θησαυρός το μακρινό νησί, βάλσαμο στην πληγή.
Και
Λέσχη Ανάγνωσης
Γράμματα καλλιγραφικά, καθαρά,
σημειώσεις, τίτλοι, στενογραφία.
Νοήματα, ιδέες, αναλύσεις, συμπεράσματα, κρίσεις.
Στη βαρβαρότητα ευγενική παρουσία,
στην πολύχρωμη πλατεία, της θαυμάσιας χώρας με τα βιβλία.
Η Λέσχη Ανάγνωσης είναι η
Λέσχη Ανάγνωσης της πλατείας Βικτώριας, που φτιάχτηκε από τον Γιάννη λίγο πριν
την πανδημία και λειτούργησε μέχρι και το Πάσχα που μας πέρασε.
Η σχεδόν ολοκληρωτική
απουσία ρήματος κάνει τα ποιήματα κάτι σαν slide show, με εικόνες να διαδέχονται η μια την άλλη, και όχι σαν μια σειρά
από reels.
«Λες η γη είναι ερωμένη
και μες σ’ όνειρο κλεμμένη.
Γονατίζω τη φιλώ. Σκύβω και την προσκυνώ.
Ρίχνω μέσα τον καρπό. Μα η κόρη δένει ανθό».
Όχι, οι στίχοι αυτοί δεν
είναι του Γιάννη, είναι ενός άλλου φίλου μου ποιητή, του Μανόλη Πρατικάκη, από
την τελευταία ποιητική του συλλογή, «Η στιγμή της φωτοσύνθεσης».
Γιατί τους παρέθεσα.
Το υφολογικό στοιχείο που
τους χαρακτηρίζει είναι η εσωτερική ομοιοκαταληξία, πρώτο ημιστίχιο με δεύτερο
ημιστίχιο. Η ίδια εσωτερική ομοιοκαταληξία απαντάται πολύ συχνά στην ποίηση του
Γιάννη. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα, καθώς θα τη συναντήσουμε και σε άλλους
στίχους που θα παραθέσω.
Ψάρια, φίλοι πολλοί, στου Νικόλα την αυλή.
Στα κάρβουνα του Λεωνίδα, τέτοια γλύκα δεν την είδα.
Σε πολλές βιβλιοκριτικές μου
αναφέρομαι στην αυτοαναφορικότητα του ποιητή. Μιλάει για τον ποιητή, την ποίηση
και το ποίημα. Το ίδιο και ο Γιάννης.
Η ποίηση
Η ποίηση περπατά στης πόλης τα στενά,
απ’ τις εκκλησίες περνά, το πάρκο, το μουσείο,
πίνει καφέ στην πλατεία Βικτωρίας.
Στου μανάβη κάνει στάση, πατάτες αγοράζει και κρεμμύδια,
τους μετανάστες χαιρετά, τα παιδιά της Ασίας.
Με λόγια ζεστά, φέρνει τροφή σ’ αστέγους,
απ’ τα μπουρδέλα περνά, τις πουτάνες χαιρετά,
τις νύχτες κοιμάται στα πεζοδρόμια, βρόμικα δωμάτια.
Δίπλα σου περνά, μύρισέ τη, νιώσε, τ’ απαλό της χάδι.
Το ποίημα
Η ποίηση δεν αλλάζει την κοινωνία,
με λέξεις δίνει αίσθηση, σοφία, φαντασία.
Αλλά μ’ ένα ποίημα στην εξουσία,
σύνταξη, γιατρό μου δώσαν παθογένεια χρονία.
«Απ’ τον Οκτώβρη του εικοσιένα σύνταξη περιμένω.
Ο κύριος Χατζηδάκης είπε αναμονή.
Για τη διανομή, έκανα υπομονή.
Ο κύριος Πλεύρης στο γιατρό να πάω.
Στον ΕΦΚΑ μου είπαν δεν είσαι στο μητρώο.
Κύριε Πλεύρη, κύριε Χατζηδάκη, με κάνατε μπαλάκι.
Και τέλος
Ο ποιητής
Την ποίηση θέλεις να υπηρετείς, να την κάνεις ταίρι
όμως ήρθαν δύσκολοι καιροί, χωρίς άνοιξη, καλοκαίρι.
Σε συνέδρια και μέσα, στίχους ν’ απαγγέλεις με σοφία,
μέλος στο σωματείο, να παίρνεις θέσεις και βραβεία.
Στα χρόνια της ζωής, τη μούσα καρτερείς.
Μέχρι να ’ρθει, φρούτα και λάχανα πωλείς.
Σε υποσημείωση διαβάζουμε
ότι δημοσιεύτηκε στην καθημερινή στις 5/1/2023
Θα υπογραμμίσουμε την
ομοιοκαταληξία των τεσσάρων πρώτων στίχων.
Πεζόμορφη η ποίηση του Γιάννη, όμως συχνά
εμφιλοχωρούν και στίχοι με κανονικό μέτρο.
Το Μητσάκι και η Μάρω βόλτα κάνουνε στο Φάρο…
Ψάρια ο Χάρης ο Βαρκάρης.
Και οι δυο στίχοι σε τροχαϊκό μέτρο.
Να σημειώσουμε την
εσωτερική ομοιοκαταληξία και στους δυο τροχαϊκούς αυτούς στίχους.
Στο δρόμο πίκρες, βάσανα, χαρές, στιγμές που ’χουν χαθεί.
Εδώ έχουμε τον ίαμβο.
Σκιά της αλήθειας το ψέμα.
Και εδώ τον αμφίβραχυ.
Δεν μπορώ να φανταστώ ελλειπτικότατη εικόνα της πρόσφατης ιστορίας
και της σημερινής κατάστασης:
Ζωή παγωμένη
Πόλεμος, ολοκαύτωμα, κατοχή,
εμφύλιος, Τασκένδη, εξορίας νησιά,
Σερβία, Συρία, Βαγδάτη, θάνατος στα χωριά,
σπαρμένο το πέλαγος μετανάστες νεκροί.
Πανδημία στον κόσμο θανατηφόρα.
Ζωή παγωμένη, Τέμπη στο σημείο μηδέν,
χωρίς οξυγόνο, νεκρές ψυχές.
Και ένα ακόμη
Οδός Χέυδεν & Παιωνίου
Μαυροματαίων και Χέυδεν, γιατροί, δικηγόροι,
Αλήτες, χρήστες, βαποράκια, εμπόροι
Θέα το Άρεως Πεδίο, καυσαέρια υπεραστικών λεωφορείων.
3η Σεπτεμβρίου, γρήγορο φαγητό, θάνατος από έκρηξη
αερίων…
Και εδώ δεν υπάρχει ρήμα.
Στην οδό Χέυδεν είναι το
σπίτι της κυρίας Έρης, που φιλοξένησε για ένα διάστημα τη Λέσχη Ανάγνωσης όταν
έκλεισε η ΜΚΟ που μας φιλοξενούσε μέχρι τότε.
Οδός Χέυδεν και Φυλής
γωνία είναι ένα αφγανικό εστιατόριο που πηγαίνω, αραιά και πού τώρα, και τρώγω
αρνάκι, πάντα αρνάκι, με πέντε ευρώ.
Πνοή
Όταν η ποίηση συναντά τη ζωγραφική,
Δίνουν πνοή στον έρωτα, στη φαντασία, την αισθητική.
Αυτή τη συνάντηση την
κάνει ο Νίκος Οικονομίδης, ζωγράφος, που «εικονογραφεί» ποιήματα, της γυναίκας
του και άλλων ποιητών. Στη μια πλευρά η εικόνα, στην άλλη το ποίημα, σε
καλαίσθητες εκδόσεις.
Το βρακί
Τα σεντόνια απλωμένα στο μπαλκόνι,
το φουστάνι, το βρακί, αλλά συ δεν είσαι κει.
Αδιόρθωτος ανεκδοτάς, θα
το πω όσο γίνεται πιο σύντομα το ανέκδοτο.
Τι ανέκδοτο, πραγματική
ιστορία, σε ένα διπλανό χωριό από το δικό μου.
Είχε απλώσει στην ταράτσα
το κοστούμι του για να ξεμυρίσει από τη ναφθαλίνη, γιατί θα το φορούσε γαμπρός.
Οι φίλοι του το πήραν από
την απλώστρα και έπειτα πήγαν και τον βρήκαν στο καφενείο και του είπαν ότι του
το έκλεψαν. -Πάμε να δεις.
Πηγαίνουν, το κουστούμι
έλειπε.
Και το σχόλιό του:
-Ευτυχώς που δεν ήμουνα μέσα.
Ο χορός του φεγγαριού
Η θάλασσα με το φεγγάρι αγκαλιά, των κυμάτων μουσική,
Με παίρνουν σε τρελό χορό, σ’ άλλους τόπους με σένα μαζί.
Και σε άλλους ποιητές,
διάφορες εικόνες πυροδοτούν αναμνήσεις και δημιουργούν συνειρμούς.
Λαθραίος
Λαθρεπιβάτης στο πλοίο της ζωής.
Ομόνοια, αγόραζες λαθραία τσιγάρα,
λαθραία χάδια, φιλιά κι αγάπη,
με γυναίκες που έφτασαν στο τόπο σου λαθραία.
Το «Δρομολόγιο» είναι
αυτοβιογραφικό
Λαχαναγορά, Πειραιώς, πλατεία Βικτωρίας,
φρούτα, λαχανικά με φορτηγό,
νέφος, κίνηση, άγχος, ταλαιπωρία.
Πούλησες τα πράγματα, κατέβασες τα ρολά,
στου παραδείσου φτάνεις το νησί.
Φίλοι, βιβλία, κολύμπι το δρομολόγιο.
Σε παραλίες περπατάς, στο βουνό, της χαμένης ζωής τον καιρό.
Αφήσαμε για το τέλος τα ερωτικά
Το Κλειδί.
Γράμματα σου στέλνω, δυο λόγια τρυφερά,
η πόρτα σου κλειστή και το κλειδί παρμένο,
στο κρύο στη βροχή απ’ έξω περιμένω.
Άνεμος θα γενώ, θα μπω απ’ τις χαραμάδες,
πουλί στο δέντρο της αυλής, ν’ ακούσεις το τραγούδι.
Τις νύχτες με των αστεριών το φως,
του φεγγαριού τη λάμψη, θα πω το παραμύθι.
Ακόμη
Το διάφανο χαμόγελο, τα δροσερά σου χείλη,
Μου έχουν κάνει την καρδιά, λουλούδι του Απρίλη.
Τα φιλιά
Φιλί σου ζήτησα, μου ’δωσες χίλια,
δροσιά, στη δίψα της ψυχής,
γεύση γλυκιά στο πικραμένο στόμα,
άρωμα λουλουδιών μες στο χειμώνα.
Καπέλο
Στέλνω τα φιλιά για κάθε μέρα που λείπω.
Τα μάζεψα ένα ένα στο καπέλο,
όταν το φοράς να σε φιλούν.
Γιάννη, καλοφάγωτα τα ποιήματα του μανάβικού σου.