Book review, movie criticism

Monday, June 23, 2025

Νίκος Δαββέτας, Λευκή πετσέτα στο ρινγκ

 Νίκος Δαββέτας, Λευκή πετσέτα στο ρινγκ, Κέδρος 2006, Σελ.203.  



Ο εμφύλιος δεν κατατρύχει μόνο αυτούς που συμμετείχαν σ' αυτόν, οι οποίοι ακούραστα εκδίδουν τα απομνημονεύματά τους ή τον θεματοποιούν στις μυθοπλασίες τους (Κοτζιάς, Βαλτινός κ.λπ.), αλλά και νεότερες γενιές (Γαλανάκη, Σπανδωνής κ.ά.). Τον εμφύλιο έχει σαν θέμα και ο Νίκος Δαββέτας, γεννημένος το 1960, στο τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο «Λευκή πετσέτα στο ρινγκ».
  Το μυθιστόρημα, που τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές υποψήφιο για τα βραβεία του «Διαβάζω», έχει ενδιαφέρουσες αφηγηματικές τεχνικές.
  Κατ' αρχήν κινείται σε δυο χρόνους, χρησιμοποιώντας και στους δυο πρωτοπρόσωπη αφήγηση: Στο χρόνο του τώρα, με τον αφηγητή-δημοσιογράφο, και στο χρόνο του τότε, με τις μαρτυρίες των προσώπων καταγραμμένες σε δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο. Το μυθιστόρημα μάλιστα ξεκινάει εντυπωσιακά, με την αφήγηση μιας εκτέλεσης: Ο αφηγητής, ακολουθώντας κομματική εντολή, εκτελεί το άτομο που του έχουν υποδείξει.
  Η μυθοπλασία δεν περιστρέφεται μόνο στο χρόνο του τότε, αλλά και στο χρόνο του τώρα. Ο αφηγητής, δημοσιογράφος ο οποίος έχει αναλάβει μια έρευνα για ένα ρεπορτάζ για τον εμφύλιο, παραθέτοντας τις μαρτυρίες ανθρώπων της γειτονιάς όπου γεννήθηκε, προσφυγογειτονιάς, αφηγείται και την δική του προσωπική ιστορία. Έτσι το «τώρα» του αφηγηματικού χρόνου δεν είναι το οιονεί στιγμιαίο της αφήγησης, όπως στα περισσότερα μυθιστορήματα, αλλά εκτείνεται στην χρονική περίοδο της δημοσιογραφικής έρευνας που φτάνει σχεδόν τον ένα μήνα. Μέσα σ' αυτό τον αφηγηματικό χρόνο κατά τον οποίο ο αφηγητής καταγράφει τις μαρτυρίες, συντελούνται και τα σημαντικά στη δική του προσωπική ζωή: το διαζύγιο με τη γυναίκα του, η μετακόμιση και το φλερτ με την κόρη του εντολέα της εκτέλεσης, με «μπάσο κοντίνουο» τα προβλήματα υγείας του (υποφέρει από προστάτη, με το μαρτύριο της συχνουρίας και του πόνου).
  Το σασπένς που ενυπάρχει σε κάθε αφήγηση εδώ διπλασιάζεται ως σασπένς για τα αποτελέσματα μιας δημοσιογραφικής έρευνας, που καταλήγει σε διαφορετικές εκδοχές του ίδιου γεγονότος. Θυμίζει το «Ρασομόν» του Ρ. Ακουτάγκαβα, γνωστότερο από την κινηματογραφική εκδοχή του Κουροσάβα. Εκεί όμως έχουμε τις διαφορετικές εκδοχές του ίδιου γεγονότος. Εδώ το γεγονός παραμένει το ίδιο, και οι εκδοχές έχουν να κάνουν με τα κίνητρα και με την προσωπικότητα των εκτελεσμένων (γιατί τελικά η έρευνα εστιάζεται σε δυο εκτελέσεις). Γιατί εκτελέστηκε ο Μυστακίδης; Η πρώτη εκδοχή, ως συνεργάτης των Γερμανών. Η δεύτερη, ως ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ αριστερών: ο Μυστακίδης ήταν τροτσκιστής. Η τρίτη εκδοχή, ένα προσωπικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών, μια εκδίκηση. Όσο για τον Κωστένογλου τι ήταν; Ένας γιατρός της φτωχολογιάς, ή ένας παιδεραστής; Το επονιτάκι που σκότωσαν οι Χίτες, δεν το έκρυψε από φόβο ή το κατέδωσε ο ίδιος, όντας ο εραστής του;
  Το μυθιστόρημα δίνει δυο τουλάχιστον εκδοχές αναγνωστικής πρόσληψης. Η πιο εμφανής, μια ακόμη καταγγελία του κόμματος, του τιμημένου… Η δεύτερη, μια συζήτηση πάνω στο πρόβλημα της αλήθειας, με την ιστορική αλήθεια σαν μεταφορά.  
  Εδώ βλέπουμε διάφορες όψεις του προβλήματος.
  Κατ' αρχήν, οι δυσκολίες μιας δημοσιογραφικής έρευνας για την ανακάλυψη της αλήθειας. Έπειτα, η παραποίηση της αλήθειας για λόγους σκοπιμότητας. Κατόπιν, η πλαστογραφία για λόγους αναγνωσιμότητας-ακροαματικότητας (το ανώδυνο ημερολόγιο όπου καταγράφονται προβλήματα υγείας, και το οποίο πλαστογραφείται με εγγραφές πάνω στα συνταρακτικά γεγονότα της εποχής). Τέλος, η αποσιώπηση της αλήθειας, όταν δεν μας βολεύει (ο αφηγητής παραιτείται από το ρεπορτάζ όταν μαθαίνει ότι και η μητέρα του πήρε μέρος στην εκτέλεση).  
  Το συναισθηματικό κλίμα στο έργο είναι ένα κλίμα απαισιοδοξίας. Δεν είναι μόνο η ανάπλαση του ζοφερού κλίματος μιας εποχής, της εποχής του εμφυλίου, αλλά και η ψυχολογική διάθεση του αφηγητή, ο οποίος ταλανίζεται ανάμεσα στα προβλήματα υγείας που τον βασανίζουν και στα προβλήματα του γάμου του. Έτσι, το happy end του τέλους, μόλις μιας σελίδας, σε θεατρικό διάλογο χωρίς αφήγηση, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη: Συζήτηση στο κρεβάτι, μετά τη συνουσία. Ποια ήταν η σύντροφος; Να υποθέσουμε η όμορφη Δώρα; Δεν έχει σημασία. Το σεξ είναι πάντα μια παρηγοριά, ο έρωτας μια ευτυχία.



Νίκος Ορφανός Στο ακρογιάλι

 Νίκος Ορφανός

Στο ακρογιάλι
Εκδ. Υπερόριος 2006

  Ο Νίκος Ορφανός, συνταξιούχος δάσκαλος τώρα, είναι ένα πολυτάλαντο άτομο με πλούσια δραστηριότητα. Συγγραφέας τεσσάρων διδακτικών βιβλίων, ερασιτέχνης μουσικός και ζωγράφος, δημοσιογράφος και πεζογράφος, μας αποκάλυψε τελευταία ότι έχει μεγάλο ταλέντο και στην ποίηση. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα έγραψε και εξέδωσε σε συγκεντρωτικό τόμο σεβαστό αριθμό ποιημάτων.
  Διαβάζοντας τα ποιήματά του θυμήθηκα αυτά που διάβασα για την ενδομήτρια ζωή. Ο άνθρωπος στην αρχική του φάση μοιάζει με ψάρι, και σταδιακά παίρνει τη μορφή του ανθρώπου. Για να το πούμε με βιολογικούς όρους, μέσα στους εννιά μήνες της ενδομήτριας ζωής αναπαράγεται σε οντογενετικό επίπεδο η φυλογενετική εξέλιξη. Έτσι και ο ορφανός, ξεκινώντας από τον ομοιοκατάληκτο στίχο της παραδοσιακής ποίησης περνάει στον ανομοιοκατάληκτο στίχο της σύγχρονης ποίησης.
  Αυτή την εξέλιξη βέβαια την μαντεύει κανείς, γιατί η κατάταξη τον ποιημάτων δεν έχει γίνει χρονολογικά αλλά θεματικά. Έτσι σε όλες τις ενότητες βλέπουμε τα διάφορα στυλ από τα οποία πέρασε ο Ορφανός.
  Περιέργως ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος του δημοτικού τραγουδιού δεν φαίνεται να τον έλκυσε ιδιαίτερα. Υπάρχει μόνο ένα δείγμα, το «Απαντοχή»:
Και κράτα της Απαντοχής γερά το αργό τιμόνι,
δούλεψε της Υπομονής το φλογισμένη αμόνι,

παροτρύνει καβαφικά ο Ορφανός.
Όμως τα έμμετρα ποιήματα συναγωνίζονται σε αριθμό, αν δεν τον υπερβαίνουν κιόλας, τα ποιήματα σε ελεύθερο στίχο. Κυριαρχούν ποιήματα με ιαμβικό στίχο και ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία σε τετράστιχες στροφές, με εναλλαγή οκτασύλλαβου και επτασύλλαβου στίχου, όπως στο παρακάτω τετράστιχο, από το ποίημα «Χωριό μου».
Μες στις πυκνές σου φυλλωσιές
κρυμμένες αναμνήσεις
γίνονται της ψυχής δροσιές
το χρόνο σαν γυρίσεις.

  Τετράστιχο αλλά σε τροχαϊκό μέτρο είναι και το παρακάτω, από το ερωτικό «Δειλινό»:
Ήταν κόκκινο το δείλι
κι έβαψε τα δυο σου χείλη.
Έλαμψαν χρυσά παλάτια
μες στα γαλανά σου μάτια.  

  Από τρία τετράστιχα αλλά σε ανάπαιστο αυτή τη φορά απαρτίζεται και ο «Ξωμάχος»:
Στους καιρούς μονομάχος
με χιονιά ή καταιγίδα
στην καρδιά με ελπίδα
ξεκινά ο ξωμάχος.

  Ο ποιητής προτιμά το τετράστιχο ακόμη και στα ποιήματα που γράφει σε ελεύθερο στίχο, όπως το παρακάτω, από το εξαίσιο ερωτικό «Προδοσία».
Ξέρω δεν υπάρχει απάντηση.
Μα πώς γελάστηκα, πες μου,
προσμένοντας τη ρόδινη ανατολή,
όταν ο ήλιος ήταν πια στη δύση του;

  Ο ερασιτέχνης ζωγράφος δεν μπορεί παρά να είναι αρκετά εικαστικός και στην ποίησή του. Από τις πιο δυνατές εικόνες της συλλογής, «αστική» στην κατά τα άλλα αρκαδική έκθεσή του, είναι και εκείνη που προσφέρει το παρακάτω τετράστιχο:
Στην απουσία των περαστικών
σβησμένη φωνή της μάνας
μ' απλωμένο το χέρι της ανέχειας
και το μωρό κοιμάται ανυποψίαστο.

  Αυτή η λέξη «ανυποψίαστο» κρύβει μια εκρηκτική συγκίνηση.      
  Θεματικά ο εκδότης Γιώργος Βοϊκλής έχει κατατάξει τα ποιήματα σε τέσσερις ενότητες: Νόστος, Αναπόληση, Μνήμες, Μηνύματα. Ο νόστος παραπέμπει στη γενέθλια γη της Σάμου (υπάρχει και ομώνυμο ποίημα), ενώ η αναπόληση και η μνήμες στη νοσταλγία του παρελθόντος, στην «χαρμολύπη» (για να χρησιμοποιήσω μια λέξη που χρησιμοποιεί συχνά ο Θεοδόσης Πυλαρινός αναλύοντας την ποίηση του Ηλία Κεφάλα) της εντρύφησης σε εικόνες και σκηνές ευτυχισμένων αναμνήσεων που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
  Το ερωτικό στοιχείο βρίσκεται διακριτικό σ' αυτή την ποίηση των αναμνήσεων και της νοσταλγίας:
Θυμάσαι;
Εκείνο το κρύο απόβραδο
έβρεχε ασταμάτητα.
Και προχωρούσες μουσκεμένη,
μα ανθισμένη, γοητευτική.
και στο αμέσως επόμενο ποίημα:
Μείνε, μην ξαναφύγεις, ορκίσου.
Χάθηκε πολύς χρόνος
κι έρχεται βαρύς ο χειμώνας,
είναι αργά για άλλα ταξίδια.
  Ο καιρός που διαβαίνει αμείλικτος ξεμακραίνοντάς μας από πρόσωπα και τοπία αγαπημένα διαπερνάει σαν συνεκτικός ιστός τα ποιήματα του Ορφανού:
Ταξίδεψε ο καιρός
χελιδόνι φευγάτο
με φτερά κουρασμένα
των ταξιδιάρικων ονείρων.
  και πιο κάτω, σε εξαίσιους αναπαιστικούς στίχους:
Περασμένη ζωή μου,
πριν καλά σε γνωρίσω,
χελιδόνι φευγάτο,
που δε θα 'ρθει πια πίσω.


  Ο Ορφανός άργησε να εκδιπλώσει το ποιητικό του ταλέντο, όμως, έστω και αργά, μας έδωσε «πρωτόλεια» μιας μεγάλης ωριμότητας, όσο και αν φαίνεται οξύμωρη η έκφραση αυτή. Του ευχόμαστε και στην επόμενη συλλογή του.

Νίκος Καραγεώργος, Στης άβυσσος της εσχατιές

 Νίκος Καραγεώργος, Στης άβυσσος της εσχατιές, Αθήνα 2006, Εριφύλη

 

  Ένα πανόραμα υφών και διακειμένων είναι η ποιητική συλλογή του Νίκου Καραγεώργου που φέρει τον τίτλο «Στης άβυσσος της εσχατιές». Πληθωρική σαν την ποίηση του Σικελιανού και του Παλαμά (Πατρίδες), αφηγηματική και φιλοσοφική σαν του Σεφέρη και του Καβάφη (Ο κανείς), κατά τόπους  ερωτική (Ελένη), ενδοσκοπική και υπαρξιακή σαν την σύγχρονή μας ποίηση (Στης άβυσσος της εσχατιές), έλκεται σαν μαγνήτης από τα μέτρα και τις ομοιοκαταληξίες της πιο παλιάς μας ποίησης, και πιο ειδικά από τον δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού. Υπάρχουν άφθονοι δεκαπεντασύλλαβοι σπαρμένοι μέσα στα ποιήματά του. «Δέξου το γέλιο που αντηχεί, στο μνήμα των παιδιών τους», «Καθώς τ’ αηδόνια την αυγή αρνούνται να σωπάσουν» (σημειώστε το σεφερικό διακείμενο «Τ’ αηδόνια δεν σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες», «Μικροί θεοί στη σύναξη των ώριμων οργίων» κλπ. Στην παρακάτω στροφή, που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει με τον ελεύθερο στίχο της σύγχρονης ποίησης, υπάρχει ένας αμφίβραχυς, ο δεύτερος στίχος, και δυο ίαμβοι, ο τρίτος και ο τέταρτος στίχος. Ακόμη και ο πρώτος και ο τελευταίος που τους πλαισιώνουν, μοιάζουν σαν ανολοκλήρωτοι δάκτυλοι:

  «Όλα αγέρας.

  η ύπαρξη μόνο,

  αρχή και τέλος που έπεται.

  Κι ο θάνατος που κυβερνά.

  Χρόνε φοβέρα» (σελ. 19).

  Οι οφειλές του Καραγεώργου είναι εξάλλου διάφανες στα moto που προτάσσει σε κάποια του ποιήματα: Ρεμπώ, Σικελιανός, Σεφέρης, Δημοτικό δεκαπεντασύλλαβο, Ηράκλειτος, Αισχύλος, ενώ οι διακειμενικές επιδράσεις φαίνονται από φράσεις και λέξεις μέσα στα ποιήματά του: «Πλάτρες», «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» (και ποιητών τα τραγούδια μας, ειδικά του Καραγεώργη, θα προσθέταμε), «Δειλός πάντα κι αδέξιος εραστής», «Του το ’χαν  πει στον κλήδονα/ των γυναικών τα ενήδονα χείλη» κλπ.

  Επειδή δεν είμαστε φετιχιστές της μοντέρνας ποίησης, μας άρεσε ιδιαίτερα το ποίημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή, για την πρωτότυπη, φοβερά επινοητική, στιχουργική του φόρμα. Θα δώσουμε μια στροφή:

  «Πάλεψα με τις ενοχές

  του νου, που εκλιπαρούσαν

  ντροπές. Και μέσ’ απ’ τις ζωές,

  βουβά απομυζούσαν

  στιγμές».

  Ας δώσουμε και μια άλλη, γνωστή στροφή γνωστού ποιητή.

  «Ας μη μου δώσει η μοίρα μου

   εις ξένη γη τον τάφο

   είναι γλυκύς ο θάνατος

   μόνον όταν κοιμώμεθα

    εις την πατρίδα»

  Τι κάνει εδώ ο Κάλβος; Σπάζει τον δεκαπεντασύλλαβο σε δυο στίχους δημιουργώντας έτσι την πρωτότυπη μορφικά στροφή. Ακριβώς το ίδιο κάνει και ο Καραγεώργος, μόνο που το κάνει σε δυο δεκαπεντασύλλαβους, στους οποίους προσθέτει ένα ακόμη στίχο, που στην παραπάνω στροφή είναι μόνο μια λέξη.

  Ο Καραγεώργος είναι ένας ποιητής που γνωρίζει άρτια την ποιητική μας παράδοση. Ο υφολογικός πλούτος της συλλογής αυτής αποκαλύπτει ένα ταλέντο που βρίσκεται σε αναζήτηση μιας πιο προσωπικής φωνής. «Την οργή των ερώτων να φοβάσαι/ και της μηχανής το κροτάλισμα, ποιητή» (σελ. 46). Και την επίδραση, αν δεν σε διακρίνει ήδη η αγωνία της, όπως είπε ο Harold Bloom.

Κων. Κ. Παπαδημητρίου, Σονέτα του μεσονυχτίου

 Κων. Κ. Παπαδημητρίου, Σονέτα του μεσονυχτίου, Πιτσιλός 2005

 

  Όπως και ο Λάμπρος Ηλίας, έτσι και ο Κων. Κ.Παπαδημητρίου είναι ο φετιχιστής της μιας φόρμας, αυτής του σονέτου. Όλα τα ποιήματα της δέκατης αυτής ποιητικής συλλογής του είναι σονέτα. Αναρωτιέμαι όμως πού παραπέμπει ο χαρακτηρισμός τους ως «του μεσονυχτίου». Στην ώρα γραφής; Στη συναισθηματική μελαγχολία της μεσονυχτιάς; Στη συνειδητοποίηση ότι το είδος έχει ήδη υπερβεί τη δύση του;

  Θα το δηλώσω άλλη μια φορά, ότι μου αρέσουν οι ποιητές που γράφουν εν αγνοία των όσων συμβαίνουν γύρω τους, ή καλύτερα που δεν επηρεάζονται από τις κάθε λογής πρωτοπορίες αλλά ακολουθώντας ένα μοναχικό δρόμο αρθρώνουν ένα ποιητικό λόγο στη γλώσσα εκείνη, έστω και ρετρό, που τους αρέσει. Το ότι η ποίηση που γράφουν μπορεί να αγγίξει κορυφογραμμές το έχει αποδείξει για παράδειγμα ο Κρητικός Κωστής Φραγκούλης με τα «Δίφορά» του.

  Σε μια ποιητική φόρμα στην οποία δεν γράφει κανείς σήμερα, και που την ξέρουν μόνο οι φιλόλογοι και οι καλοί μαθητές, μια εισαγωγή είναι περίπου απαραίτητη, και αυτή την εισαγωγή τη γράφει ο Φ.Κ.Παπαδημητρίου, φιλόλογος, προφανώς συγγενής του ποιητή. Να θυμίσουμε κι εμείς τα βασικά στοιχεία της ποιητικής αυτής φόρμας, που είναι οι δυο τετράστιχες και οι δυο τρίστιχες στροφές, με στίχους που ομοιοκαταληκτούν συνήθως χιαστί, και που οι πιο χαρακτηριστικοί της εκπρόσωποι είναι ο Πετράρχης και ο Σαίξπηρ, και από τους ημέτερους ο Λορέντζος Μαβίλης.

  Ένας ελαφρός πεσιμισμός (Σταλακτίτες), η εμμονή στην κλασική αρχαιότητα (Οιδίποδας), η αποστροφή σε φανταστικό αποδέκτη (Ερειπιώνες), είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των σονέτων αυτών. Ακόμα, λες και η φόρμα έλκει σαν μαγνήτης σε παλιές θεματικές, ο Παπαδημητρίου μιλάει για πράγματα που δεν βρίσκονται πια στο επίκεντρο των ποιητικών ενδιαφερόντων. Οι σύγχρονοι ποιητές, αφού κατά τον Φρόιντ σκότωσαν τον πατέρα, έθαψαν και τη μητέρα. Όχι ο Παπαδημητρίου

                         Μητέρα

Γλυκειά μορφή, απόμακρη, σ’ ουράνια βύθη,

θα περιμένεις να σου πω κρυφά μου μυστικά,

όσα δε σκέπασ’ ο καιρός, δεν έσβησε η λήθη

γλυκειά φωνή που ανάσταινες όνειρα παιδικά.

 

Μέσ’ στους ζεστούς τους κόρφους σου, στ’ αγνά σου στήθη

που διψασμένος έγερνα με χέρια στοργικά

μ’ αγκάλιαζες και σύγκαιρα το παραμύθι

με φτερουγίσματα με τύλιγε αγγελικά.

 

Γεννήτρα, πώς σε τίμησε η δική μου μοίρα,

στη θεία δεν έφτασα ποτέ να στέρξω προσταγή

ο πόνος με λύγισε και η φτωχή μου λύρα,

 

δεν μπόρεσε, ως το ’θελα, να κλείσει την πληγή

αστέρι, ζέσταινες την κρύα μοναξιά μου

τα βράδια, μοναδική ως στεκόσουν συντροφιά μου.

Κλείνουμε την παρουσίαση αναφέροντας τα υπέροχα σχέδια του Φ.Κ. Παπαδημητρίου που εικονογραφούν το βιβλίο.

Λάμπρος Ηλίας, Προσδοκίες με στίχους κι έργα

 Λάμπρος Ηλίας

Προσδοκίες με στίχους κι έργα
Λαύριο 2004

  Η Λάμπρος Ηλίας, πτυχιούχος του Οικονομικού Τμήματος του Πανεπιστημίου του Πειραιά, μας έδωσε τη δέκατη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Προσδοκίες και στίχους», αφιερωμένη στη μνήμη του Τέλλου Άγρα, εξήντα χρόνια από το θάνατό του.  
  Η ποιητική αυτή συλλογή μας εξέπληξε. Μας εξέπληξε όχι γιατί είναι μια ποίηση παραδοσιακή, υπάρχουν πολλοί ποιητές που τη διακονούν, αλλά γιατί όλα τα ποιήματα είναι γραμμένα στην ίδια ποιητική φόρμα: τρίστιχες στροφές, με πεντασύλλαβους τον πρώτο και τον τρίτο στίχο και επτασύλλαβο τον μεσαίο. Όσο για το μέτρο, συχνά διαφορετικό από στίχο σε στίχο, καλύπτει όλη την γκάμα. Ο ίαμβος βέβαια επικρατεί, αλλά έχουμε και τροχαίους, ανάπαιστους, δάκτυλους και αμφίβραχεις. Λες και το ενδιαφέρον του Λάμπρου περιορίζεται μόνο στη στροφική φόρμα. Ακόμη, όλα είναι ποιήματα της μιας σελίδας, αν και οι στροφές κυμαίνονται ανάμεσα σε πέντε και επτά.
  Το λεξιλόγιο και η θεματική είναι επίσης αυτά που χρησιμοποιεί μια παραδοσιακή, σε μεγάλο βαθμό παλαμική με καλβικές αποχρώσεις ποίηση: Προμηθέα λόγο, Διονύσου, Θήβα, Θείο δώρο, δάδα, Απόλλωνα, σταχυολογώ στην τύχη από δυο σελίδες.
  Θα κλείσουμε την παρουσίαση δίνοντας ένα δείγμα με μια σύγχρονη θεματική από το ποίημα που έχει τίτλο «Εύγε γιατροί χωρίς σύνορα»

  Ψυχικό σθένος
  Γιατροί Χωρίς σύνορα
  Εμφυτεύετε.

  Γέννημα χρέους
  Ευγενούς αντίληψης
  Μέγιστο κάλλος…

  Οικειοθελώς
  επίγειοι άγγελοι
  μεγαλουργείτε…

  απλού ποιητή
  υπέρθερμο εύγε
  αποδεχτείτε. 

Σωτήρης Δημητρίου, Τα οπωροφόρα της Αθήνας

 Σωτήρης Δημητρίου, Τα οπωροφόρα της Αθήνας, Πατάκης 2006, σελ. 238



  Ως αφήγημα χαρακτηρίζει ο Σωτήρης Δημητρίου το τελευταίο του έργο «Τα οπωροφόρα της Αθήνας». Δεν ξέρω πόσο ευρύς είναι ο ορισμός του αφηγήματος για να χωρέσει κι αυτό το έργο μέσα, όμως είτε το χωράει είτε όχι, πρόκειται για ένα εντελώς πρωτότυπο έργο. Πρόκειται για την «περιπέτεια της γραφής» ενός διηγήματος, την οποία ο Δημητρίου αφηγείται βήμα προς βήμα. Και βέβαια δεν σταματάει σ' αυτό, αλλά μας αναπτύσσει και την ποιητική του. Ξεκινάει με το αφηγηματικό κέντρο, που είναι ο τίτλος του βιβλίου, προς το οποίο «κεντρομόλα» κατευθύνονται τα επί μέρους επεισόδια.
   «Πώς δημιουργήθηκε ο πυρήνας του διηγήματος; Άγνωστο. Ας πούμε όπως δημιουργείται ένα ρυάκι απ' τις χιλιάδες δροσοσταλιές. Κάποια στιγμή μια στάλα το κάνει να κυλήσει. Κάποια στιγμή επίσης μια λέξη, μια εικόνα, μια νύξη μαγνητίζει αστραπιαία υπάρχουσες σκέψεις και συναισθήματα και γίνεται ο πυρήνας του διηγήματος. Συνήθως έχει τη μορφή ενός προσώπου» (σελ. 13).
   Το απόσπασμα αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής του βιβλίου. Η αναφορικότητα της γραφής διολισθαίνει μπροστά στην ποιητικότητα της μεταφοράς, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Roman Jacobson. Δοκίμιο που φιλοδοξεί να προσφέρει γνώση, χωρίς να αντιστέκεται στον ναρκισσισμό της γραφής.
  Μετά από την εισαγωγή αυτή (το βιβλίο, παρεμπιπτόντως, είναι ένας συνεχής λόγος, χωρίς τη γενικά αποδεκτή συνθήκη του χωρισμού σε κεφάλαια), μπαίνουμε στο κυρίως θέμα, που είναι η παράθεση αποσπασμάτων της πρώτης γραφής του διηγήματος. Στη συνέχεια ο Δημητρίου μας σχολιάζει τους προβληματισμούς του πάνω σε λέξεις και φράσεις, πώς οδηγήθηκε να τις εγκαταλείψει ή να τις τροποποιήσει. Και βέβαια κατά τόπους μας αναπτύσσει την ποιητική του, μας περιγράφει το εργαστήρι του, και δίνει μαθήματα δημιουργικής γραφής «σε ένα νέο πεζογράφο», κατά τον τρόπο του Ρίλκε αλλά στην πεζογραφία.
  Και εδώ υπάρχει ο περιθωριακός ήρωας, όμως η δοκιμιακή γραφή στο έργο αυτό είναι μια ευχάριστη αλλαγή στη σκληρή νατουραλιστική γλώσσα των διηγημάτων του.
  Και ο Στρατής Τσίρκας έχει γράψει κάτι ανάλογο, το διήγημα «Η μνήμη», που ανθολογείται στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Γ΄ Λυκείου. Όλο το διήγημα περιστρέφεται πάνω στον προβληματισμό του αφηγητή για το πως να γράψει ένα διήγημα για τη ζωή ενός φίλου, για συγκεκριμένα επεισόδια από τη ζωή του και στοιχεία του χαρακτήρα του.
  Κάθομαι εδώ και πέντε λεφτά και σκέφτομαι τι να γράψω παρακάτω. Κι αυτό γιατί παρέβηκα τον συγγραφικό μου κανόνα της βιβλιοκριτικής: Διαβάζω το βιβλίο και κάθομαι αμέσως μετά και γράφω τη βιβλιοκριτική, υπό την επήρεια των εντυπώσεων. Στο συγκεκριμένο βιβλίο δεν τα κατάφερα. Μπήκαν σφήνα κάτι απρόοπτες υποχρεώσεις. Και αφού πέρασε η πρώτη εντύπωση, μετά από δυο τρεις μέρες, λέω, «άστο, όταν βρω καιρό».
  Όταν παλιώσουν οι εντυπώσεις, φεύγει η διάθεση και άντε μετά να βρεις καιρό.  
  Τελικά βρήκα μετά από 50 μέρες ακριβώς. Πώς το ξέρω; Έχω τη συνήθεια να γράφω στην τελευταία σελίδα του βιβλίου τη μέρα που το τέλειωσα, και στο συγκεκριμένο βιβλίο γράφει 31-10-2006.
  Γιατί γράφω αυτές τις γραμμές;
Αφού ο Δημητρίου αφιέρωσε ένα ολόκληρο βιβλίο για να μας δείξει τις περιπέτειες ενός διηγήματός του, ας αφιερώσω κι εγώ λίγες γραμμές από τη βιβλιοκριτική μου για να σας πω την ιστορία αυτής της βιβλιοκριτικής, και πώς γενικά γράφω τις βιβλιοκριτικές μου. Τις γράφω σε ένα πρωινό, και συγκεκριμένα το επόμενο πρωινό που θα έχω τελειώσει το βιβλίο (όχι ολόκληρο βέβαια, καμιά δυο ωρίτσες), περίπου σαν μονοκοντυλιά (αυτή εδώ τη γράφω απόγευμα, αλλά μετά από ένα καλό ύπνο). Στη συνέχεια, όχι πολύ μετά, αφιερώνω λίγο χρόνο για να την ξαναδώ, να κάνω διορθώσεις, να αλλάξω πράγματα, να προσθέσω άλλα. Και τώρα τελευταία θεωρώ καλό το να ντοπάρομαι. Ευτυχώς που δεν υπάρχει νόμος αντι-ντόπινγκ στη γραφή.
  Μη πάει στο κακό ο νους σας. Ένα καφεδάκι είναι όλο κι όλο, ένα φραπεδάκι που φτιάχνεται εύκολα. Καθώς δεν πίνω καφέ γιατί δεν μου αρέσει παρά σε σπάνιες περιπτώσεις, σε κηδείες και για να μου φύγει η νύστα, όπως για παράδειγμα όταν για κάποιο λόγο πάει κατά διαόλου mi sagra siesta, με πιάνει σαν να καπνίζω χασίσι (μάλλον ατυχής μεταφορά, μια και δεν καπνίζω καν).
  Κλείνοντας, μπορείτε να εκτιμήσετε τις ευεργετικές συνέπειες του φραπέ. Τις παραπάνω γραμμές τις έγραψα αφού στάθηκα κάποια λεπτά αμήχανος μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή μου, και μπροστά στην αμηχανία μου είπα «δεν φτιάχνω ένα φραπεδάκι;».

Μανόλης Πεπονάκης, Πανασός Ηρακλείου Κρήτης

 Μανόλης Πεπονάκης, Πανασός Ηρακλείου Κρήτης, Αθήνα 2005

 

Κρητικά Επίκαιρα, Ιανουάριος 2007

 

  Ένα ακόμη αξιόλογο βιβλίο με θέμα «Το χωριό μου» (εγώ έβαλα αυτόν ακριβώς τον τίτλο στο βιβλίο για το δικό μου χωριό) κυκλοφόρησε πρόσφατα. Ο συγγραφέας βέβαια αποτελεί εγγύηση για το περιεχόμενό του: Διδάκτωρ φιλολογίας, καθηγητής θεολογίας και τώρα συνάδελφος σχολικός σύμβουλος θεολόγων στην Α΄ Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Αθήνας, έχει εντρυφήσει στο θέμα με το βάθος, την οξυδέρκεια και την επιμονή του επιστήμονα. Καρπός μακρόχρονης έρευνας όπως μου είπε ο ίδιος ο συγγραφέας, τον «κούρασε» περισσότερο από το διδακτορικό του. Το «κούρασε» το βάλαμε σε εισαγωγικά, γιατί η χαρά της πνευματικής δημιουργίας πάντα εξουδετερώνει την ψυχοσωματική κούραση που απαιτεί. Και όταν ανιχνεύει την ιστορία του χωριού του από το 1280, φαντάζεται κανείς πόσο κόπο έχει επενδύσει σε αρχειακή έρευνα ο Πεπονάκης.

  Μπορεί η θεματική, την οποία παραθέτουμε παρακάτω, να είναι περίπου κοινή στα βιβλία με θέμα «το χωριό μου», όμως το βιβλίο του Πεπονάκη έχει μια πρωτοτυπία: Δεν παρατίθεται φωτογραφικό υλικό αλλά σκίτσα μιας φοβερής καλλιτεχνικής ποιότητας. 

  Η διδακτορική διατριβή του Πεπονάκη έχει θέμα τον εξισλαμισμό και τον επανεκχριστιανισμό στην Κρήτη, ένα θέμα τεράστιου ενδιαφέροντος. Οι χριστιανοί, για να αποφύγουν τις διώξεις, όσοι δεν άντεχαν την πίεση και τον κατατρεγμό, εξισλαμίζονταν, όμως οι περισσότεροι παρέμεναν κρυπτοχριστιανοί. Ένας τέτοιος εξισλαμισθείς πρόγονός μου πρέπει να ήταν και ο Σελίμ αγάς Ντερμιτζάκης τον οποίο αναφέρει ο Πεπονάκης στο βιβλίο του (σελ. 42) και ο Τζεμάλης Δερμιτζάκης (σελ. 45). Στην ίδια σελίδα βλέπομε και το εξαφανισμένο σήμερα, αλλά τόσο όμορφο: Ντερμιτζοπούλα. 

  Την ιστορία του σογιού μου την άκουσα από ένα θείο μου. Εννιά αδέλφια σφακιανοί, το έφεραν βαρέως που η αδελφή τους αγάπησε ένα τούρκο. Τον έσφαξαν λοιπόν και τον έθαψαν κάτω από την κοπριά του στάβλου. Οι τούρκοι το ανακάλυψαν και τους κυνήγησαν, και για να γλιτώσουν σκόρπισαν σε όλη την Κρήτη, γι αυτό και Δερμιτζάκηδες υπάρχουν σε όλους τους νομούς. Κάποιος απόγονος φαίνεται προτίμησε τον εξισλαμισμό από την τουρκική καταπίεση.

  Ας μη τους καταδικάσουμε. Δεν ήταν άλλωστε πολλοί, αν τους συγκρίνουμε με ένα ολόκληρο έθνος, τους Αλβανούς, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία εξισλαμίσθηκαν. Τα ξαδέλφια τους όμως οι αρβανίτες παρέμειναν σταθερά χριστιανοί, και ανέδειξαν μάλιστα ήρωες στον αγώνα για την εθνική μας ανεξαρτησία, όπως ο Καραϊσκάκης και η Μπουμπουλίνα. Διάβασα μάλιστα κάπου ότι δυο μουσουλμάνοι αλβανοί πολέμησαν κι αυτοί ενάντια στον τούρκο κατακτητή, και παρασημοφορήθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση.

  Όμως ας επανέλθουμε στο βιβλίο του Πεπονάκη.

  Χωρίζεται σε δυο μέρη. Το πρώτο μέρος, η «βάση», για να χρησιμοποιήσω τη μαρξιστική ορολογία, που επιγράφεται «Η αγροτική ζωή» αναφέρεται στη γεωγραφία του χωριού, στην αξιοποίηση της φύσης και στις αγροτικές εργασίες. Το δεύτερο μέρος, το «εποικοδόμημα», τιτλοφορείται «Ο λαϊκός πολιτισμός», και αναφέρεται σε κάθε πτυχή του, από τα σπίτια, τους αργαλειούς και τα υφαντά μέχρι τη διατροφή, τη διασκέδαση, και τις διαβατήριες τελετές όπως τις ονομάζει η κοινωνική ανθρωπολογία: βάφτιση, αρραβώνας, γάμος. Στον επίλογο παραθέτει τραγούδια, παροιμίες και μαντινάδες. Να παραθέσουμε ένα δείγμα από αυτές «Του έρωτα και της αγάπης»:

  Να τα χαρώ τα μάτια σου, πως τα ’χεις μαθημένα,

  Να κάνεις πως θωρείς αλλού και να θωρείς εμένα.

 

Όλο τον κόσμο εγύρεψα να βρω μαγιού χορτάρι

Να σε μαγέψω αγάπη μου, άλλος να μη σε πάρει.

 

  Δεν χρειάζεται να κλείσω παινεύοντας άλλη μια φορά το θαυμάσιο αυτό βιβλίο του Μανώλη Πεπονάκη. Επειδή η κεντρική έννοια του μεταμοντερνισμού είναι «anything goes», χοντρικά «όλα πάνε με όλα», θα κολλήσω κι εγώ στις παραπάνω μαντινάδες δυο μαντινάδες που άκουσα χθες βράδυ στο σύλλογο Γεραπετριτών, στην παρουσίαση του λαογραφικού μουσείου Βαϊνιάς από τη φίλη μου Ελένη Ροβυθάκη, που μου άρεσαν ιδιαίτερα: Η μια γιατί αναφέρεται στην επικαιρότητα (σαν εκείνες τις παλιές «δίδυμοι πύργοι μοιάζουνε καλή μου τα βιζά σου/ κι εγώ Μπιλ Λάντεν θα γενώ να ρθω στην αγκαλιά σου» και «μετά τα εβδομήντα σου ας είσαι κι Ευρωπαίος/ σου μένουν μόνο τα ευρώ και χάνεται το πέος») και η άλλη γιατί σατιρίζει ελαφρά τις νέες τεχνολογίες.

Αυτή η γρίπη των πουλιών πολύ μ’ έχει φοβίσει

Μη μου ψοφήσει το πουλί που μου ’χει ο θεος χαρίσει

Και

Σαν θα ποθάνω βάλτε μου το κινητό στο μνήμα

Μα μη με θάψετε βαθιά γιατί δε θα ’χω σήμα.                                                  

  Α, όχι, μετάνιωσα, θα κλείσω με ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Πεπονάκη                                                     σε ένα θέμα που μου έχει γίνει εμμονή και θα με κυνηγάει μέχρι να πεθάνω:

  «Η βοήθεια που πρόσφερε το χωριό στους ελασίτες είχε σαν αποτέλεσμα να υποστεί καταπιέσεις και καταστροφές από τους αντάρτες του Εμμ. Μπαντουβά, οι οποίοι αναζητούσαν το καλοκαίρι του 1947 τον Ιω. Ποδιά στις νότιες πλαγιές του Ψηλορείτη. Το χωριό κυκλώθηκε στα τέλη Ιουνίου από τους αντάρτες του Εμμ. Μπαντουβά και οι κάτοικοί του υποχρεώθηκαν να συγκεντρωθούν στην Κατωχωριά, όπου προπηλακίστηκαν και χτυπήθηκαν. Οι πράξεις εκδίκησης σε βάρος του χωριού θα ήταν μεγαλύτερες, αν δεν έφτανε έγκαιρα η είδηση εντοπισμού του Ιω. Ποδιά, που υποχρέωσε τους αντάρτες να επιβιβαστούν σε αυτοκίνητα και να φύγουν» (σελ. 60-61). Θα κλείσουμε παραπέμποντας στις θαυμάσιες σελίδες που αφιερώνει η Ρέα Γαλανάκη στο βιβλίο της «Ο αιώνας τον Λαβυρίνθων» για τον Ποδιά, το οποίο παρουσιάσαμε στα Κ.Ε. Φλεβάρης 2004. 

Μαρία Χωρατατζή – Μηλιώτη, «Ακτίνες φωτός» και «Τραγούδι της ζωής»

 Μαρία Χωρατατζή – Μηλιώτη, «Ακτίνες φωτός» και «Τραγούδι της ζωής», Πειραιάς 2004.

 

  Μετά από απουσία 12 χρόνων η Μαρία Χορατατζή Μηλιώτη επανέρχεται με δυο ποιητικές συλλογές της που έχουν τίτλο «Ακτίνες φωτός» και «Τραγούδι της ζωής». Στην πρώτη περιλαμβάνονται «Ποιήματα 1999-2001» και στη δεύτερη «Ποιήματα 2001-2003». Από αυτές τις χρονολογικές ταυτοποιήσεις των ποιημάτων της φαίνεται ότι η Μαρία Χωρατατζή Μηλιώτη δεν απείχε μόνο εκδοτικά, αλλά και συγγραφικά, για περίπου οκτώ χρόνια. Επανήλθε όμως ανανεωμένη, αν και με ανιχνεύσιμο το προσωπικό της ύφος.

  Η στροφή που βλέπουμε στην ποίησή της έχει να κάνει κυρίως με τη θεματική της και την ατμόσφαιρά των ποιημάτων της. Θα τη χαρακτηρίζαμε θρησκευτική ποίηση. Το είδος είναι αρκετά σπάνιο, μας έρχεται στο νου μόνο ο Τάκης Παπατσώνης, και αυτό δίνει στην ποίησή της μια ιδιαιτερότητα. Ήδη οι λέξεις φως και ουρανός που βρίσκονται στους δυο τίτλους είναι αποκαλυπτικές του περιεχομένου τους, και επαναλαμβάνονται πολλές φορές μέσα στα ποιήματα, τόσο στο κυρίως σώμα όσο και στους τίτλους, όπως και η λέξη Θεός, και φυσικά η λέξη αγάπη.

  «Άσε το χέρι του Θεού

  ν’ αγγίξει την καρδιά

  κι απαλά να την ξυπνήσει

  στου φωτός τα μυστικά.

  Άσε τη φωνή του θεού

  να μιλήσει στη ψυχή

  κι απαλά να την οδηγήσει

  στα μονοπάτια τα’ ουρανού» (σελ. 16).

  Και πιο κάτω γράφει:

  «Πόσο δύσκολο είναι

  να δω μέσα μου,

  το μονοπάτι να ακολουθήσω,

  για να βρεθώ κοντά Σου» (σελ. 42).

  Στη δεύτερη συλλογή οι συλλήψεις είναι ακόμη πιο τολμηρές:

  «Ήταν Μεγάλο Σάββατο,

  σαν επισκέφτηκα τον οίκο του Θεού

  κι ο Αρχάγγελος άνοιξε την Πύλη.

  Εκείνο το πρωινό

  που πήγα να συναντήσω το Χριστό,

  θυμήθηκα ότι την προηγούμενη μέρα

  ήμουν κι εγώ νεκρή» (σελ. 22, δεύτερη συλλογή).

  Η Μαρία Χορατατζή-Μηλιώτη δεν ενδιαφέρεται για πρωτοτυπίες και φορμαλιστικές αναζητήσεις. Δεν την διακατέχει η «αγωνία της επίδρασης», αλλά η λαχτάρα να εκφράσει το βαθύ θρησκευτικό της αίσθημα σε μια γλώσσα απλή, σε μικρά ποιήματα με μικρούς στίχους. Στις σπάνιες φορές που, εγκαταλείποντας τον θρησκευτικό λυρισμό της γίνεται αφηγηματική (π.χ. Στη σπηλιά της αγάπης), το θρησκευτικό όραμα ακολουθεί σαν ουρά κομήτη πίσω της.

  Μας συγκινεί η θρησκευτική συγκίνηση της Μαρίας Χωρατατζή Μηλιώτη, και φαντάζομαι κάθε αναγνώστη της ποίησής της.

 

 

Σώτη Τριανταφύλλου, Κινέζικα κουτιά

 Σώτη Τριανταφύλλου, Κινέζικα κουτιά, Πατάκης 2006, σελ. 316



Παρακολουθώ την ανοδική πορεία της Σώτης Τριανταφύλλου στον λογοτεχνικό στίβο, έχοντας όμως σταματήσει να παρακολουθώ το έργο της, μετά τα δυο πρώτα της βιβλία, το «Μέρες που έμοιαζαν με μανταρίνι» και «Το εναέριο τρένο στο Στίλγουελ». Το διδακτορικό, οι κρητικοί συγγραφείς που πήρα εργολαβικά για τα Κρητικά Επίκαιρα, άλλες υποχρεώσεις δεν μου το επέτρεψαν. Έτσι μετά από χρόνια, και αφού έχει εκδώσει αρκετά βιβλία μερικά από τα οποία βρέθηκαν στα top, αποφασίζω να διαβάσω το τελευταίο της βιβλίο, τα «Κινέζικα κουτιά». Και βλέπω μια μεγάλη μετατόπιση από τα δυο πρώτα της βιβλία. Εκεί η πλοκή ήταν περίπου ανύπαρκτη, ενώ κυριαρχούσε το ύφος (υφολογικά σχήματα κ.λπ.). Εδώ έχουμε εντελώς το αντίθετο: Μια συναρπαστική, αστυνομική πλοκή, με ένα σχεδόν διεκπεραιωτικό ύφος, με ελάχιστες μεταφορές. «Τέσσερις εποχές του ντέτεκτιβ Μαλόουν» γράφει ο υπότιτλος.
  Πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα; Έτσι φαίνεται. Υπάρχουν μια σειρά πτώματα, και ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ που προσπαθεί να εξιχνιάσει τα εγκλήματα με τη γραμματέα του. Και για να μην καθυστερήσει την πλοκή με περιγραφές φόντου, η Τριανταφύλλου μας παρουσιάζει αυτό το φόντο στον πρόλογο. Νέα Υόρκη, 1989 - 1990. Ένας μαύρος δήμαρχος, εγκληματικότητα στο φουλ, με εφιαλτικά εφέ απαρίθμησης.
  Είναι όμως αστυνομικό μυθιστόρημα; Για μένα είναι περίπου μυστήριο, σαν μια ανεξιχνίαστη δολοφονία. Μπορώ όμως να κάνω υποθέσεις.
  Αν είναι αστυνομικό μυθιστόρημα, παραβιάζει τις συμβάσεις του είδους, ενώ εγώ, που ως βιβλιοκριτικός σεμνύνομαι ότι είμαι ένας τουλάχιστον οριακά επαρκής αναγνώστης (αν και όχι στα αστυνομικά μυθιστορήματα που δεν τα διαβάζω ποτέ, ούτε επαρκής θεατής γιατί έχω το γιο μου να μου εξηγεί πράγματα που δεν καταλαβαίνω σε αστυνομικά έργα που βλέπουμε μαζί) βρέθηκα με πάρα πολλά αφηγηματικά κενά που δεν μπόρεσα να καλύψω. Έμαθα πολλά για τις μαφίες των εγχρώμων, για τους ρατσιστές και τους νεοναζί, όμως στο τέλος δεν είδα καμιά σύλληψη. Ήταν αυτοί τελικά οι δολοφόνοι; Ποιος σκότωσε τη γραμματέα, ο νεοναζί που την άφησε έγκυο; Ή μήπως αυτοκτόνησε; Μια απόπειρα αυτοκτονίας στα δεκαεφτά της ενίσχυε την υπόθεση, αλλά για τους αστυνομικούς. Ήταν ανάμεσα στους δολοφόνους και ο άντρας της πρώην γυναίκας του Μαλόουν; Τέλειωσα το βιβλίο χωρίς να βρω οριστική απάντηση.
  Τελικά μήπως το μυθιστόρημα δεν είναι αστυνομικό; Παίζοντας όμως με τις ειδολογικές αφηγηματικές αναμονές του αναγνώστη διαπράττει περίπου συγγραφικό, αν όχι έγκλημα, πάντως πταίσμα. Και αν δεν είναι αστυνομικό, τι είναι;
  Τι άλλο, παρά ρεαλιστικό. Ένα πορτραίτο της σύγχρονης Αμερικής, με την εγκληματικότητα στο ζενίθ, με τις μειονότητες να διώκονται και να διώκουν η μια την άλλη, με μια διεφθαρμένη αστυνομία που λαδώνεται για να κάνει τα στραβά μάτια.
  Και όχι μόνο αυτό: «Μοναξιασμένοι» (νεολογισμός που βρήκα σε έργο της Μάρως Βαμβουνάκη) ήρωες, που παλεύουν με τις καταθλίψεις και τις αγωνίες τους. Ο ίδιος ο Μαλόουν (έξυπνο το λογοπαίγνιο: M-alone), διωγμένος αστυνομικός (για την τιμιότητά του) και ντετέκτιβ στα όρια της χρεοκοπίας, μετά την εγκατάλειψη από τη γυναίκα του υποφέρει και από αϋπνίες. Στον πρόλογο η Τριανταφύλλου γράφει ότι «Σύμφωνα με την απογραφή του 1990, στην πόλη της Νέας Υόρκης 350.000 άνθρωποι πάνω από 65 ετών ζούσαν μόνοι και κανείς δεν τους ήθελε» (σελ. 17). Η Σώτη Τριανταφύλλου δεν είναι κοινωνιολόγος για να ψάξει να βρει αν ο αριθμός ή το ποσοστό μειώθηκε στην απογραφή του 2000. Υποθέτουμε ότι την αύξηση τη θεωρεί δεδομένη. Αυτό που δεν λέει η απογραφή (ή δεν έχει φροντίσει να βρει η Τριανταφύλλου) είναι πόσοι άνθρωποι κάτω από τα 65 ζουν μόνοι. Ίσως γιατί για αυτούς το να ζουν μόνοι δεν είναι τόσο δραματικό όσο για τους ηλικιωμένους. Σ' αυτή την κατηγορία ανήκουν και οι δυο κεντρικοί ήρωες του έργου.
  Μια ακατανίκητη ορμή σπρώχνει τον ήρωα να πάει στο σπίτι της πρώην γυναίκας του που ζει με τον νυν άντρα της, να τη στήσει απέξω σαν νεαρός ερωτευμένος και να τη δει. Αυτή θα τον αντιληφθεί, χωρίς να είναι όμως σίγουρη, και θα του γράψει ένα γράμμα που θα του λέει ότι δεν είναι ικανοποιημένη με τη ζωή που περνάει με τον άντρα της και ότι νοσταλγεί τις στιγμές που πέρασαν μαζί. Σε μια ταινία θα βλέπαμε την επανένωση. Η Τριανταφύλλου δεν το κάνει, αλλά δεν αντέχει και να τον αφήσει μόνο, μετά το θάνατο της γραμματέως του. Τον ζευγαρώνει στο τέλος του βιβλίου με ένα παλιό του φλερτ. Μπορεί να μη βλέπουμε τη σύλληψη των δολοφόνων, αλλά δεν πρέπει να έχουμε παράπονο, το βιβλίο έχει happy end.  
  Η Τριανταφύλλου ξέρει πολλά για τους κινέζους. Για το κινέζικο ωροσκόπιο, για τα βότανά τους, για το φενγκ σουί (που σημαίνει άνεμος - νερό, ας το γράψουμε για αυτούς που δεν το ξέρουν). Ακόμη για την China Town (μια μικρούλα αναφορά στο ομώνυμο έργο του Πολάνσκι δεν θα έβλαπτε), και φυσικά για τα κινέζικα κουτιά, που δεν κατάλαβα τη μεταφορική χρήση που τους κάνει.
  Για τον δεύτερο υπότιτλο, με τους κινέζικους χαρακτήρες, έχουμε κάποιες αντιρρήσεις. Οι δυο πρώτοι, zhong wen, σημαίνουν κινέζικα, όπως λέμε αγγλικά, γαλλικά κλπ. Το τρίτο ιδεόγραμμα δεν το βρήκα στο λεξικό μου. Να είναι γιαπωνέζικο; Όσο για το κουτί, λέγεται xiang και γράφεται αλλιώς. Καλού κακού όμως θα επισκεφθώ κανένα κινέζικο μαγαζί να ρωτήσω. Δεν θα χρειαστεί να ψάξω πολύ. Φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια.
  Πάντως οι εποχές είναι σωστά γραμμένες, όπως και η πρωτοχρονιά (σελ. 244). Φυσικά αυτά δεν χρεώνονται στην Τριανταφύλλου, σίγουρα είναι εκδοτικές αστοχίες, όπως και το «Βαλπαραίσο» είναι λάθος της επιμέλειας. Αυτό το ΐ ακόμη δεν έχω βρει που διάβολο βρίσκεται στο πληκτρολόγιο, και έτσι κάνω copy and paste από ένα αρχείο όπου το έχω σώσει. Την ίδια στιγμή, γιατί μετά μπορεί να ξεχάσω. Μπορεί και η Τριανταφύλλου να ξέχασε, και να ξέφυγε του επιμελητή. Βαλπαραΐσο λοιπόν. (Κοίτα να δεις, ψάχνοντας σε ποια σελίδα το είχα τσεκάρει το βρήκα και σε μιαν άλλη, εκτός από την123 και στην 159. Κι ύστερα σου λένε ψύλλους στα άχυρα).
  Όμως μήπως κάνω εγώ λάθος; Αν το λένε έτσι οι Αμερικάνοι, κάνουν αυτοί λάθος, γιατί στα ισπανικά είναι Βαλπαραΐσο. Νομίζω δηλαδή να το λένε έτσι, και όχι Βαλπαράισο. Αλλά τι διάβολο το έχουμε το google. Έχω δίκιο, Βαλπαραΐσο είναι.
  Στην Τριανταφύλλου όμως θα χρεωθεί το όνομα Κι Γιανγκ. Ο ήχος Κι δεν υπάρχει στα κινέζικα. Προφανώς το όνομα είναι Qi στη μεταγραφή σε pin-yin, όπου όμως το Q προφέρεται Τς. Από τέτοια λάθη βρίθουν οι μεταφράσεις κινέζικων κειμένων.
  Έξυπνη η επινόηση με τους κινέζικους χαρακτήρες, και ας είναι κάποιοι λάθος, ποιος θα το πάρει χαμπάρι εκτός από εμάς τους λίγους κινεζομαθείς; Επίσης έξυπνη η επινόηση με τις εικόνες που υπάρχουν σε κάποιες σελίδες, που θυμίζουν εκδοτικές συνήθειες άλλων εποχών, και έξυπνη η επινόηση, αυτή πρέπει να είναι της Τριανταφύλλου, να αλλάζει τη γραμματοσειρά σε καίριες λέξεις ή φράσεις, και προ παντός στο γράμμα της γυναίκας το Μαλόουν (σελ. 279-283) σε γραμματοσειρά που θυμίζει χειρόγραφο.  
    Το παρακάτω δεν είναι λάθος, αλλά και πάλι, κατά κάποιο τρόπο, είναι. Στην εισαγωγή γράφει «Η θερμοκρασία έπεσε στους -20 βαθμούς Φαρενάιτ» (σελ. 13). Στο δωμάτιό μου επίσης η θερμοκρασία είναι χαμηλή, είμαι στο κρεβάτι, κάτω από το πάπλωμα και με το βιβλίο στο χέρι, πού να ψάχνω τώρα στο google την αντιστοιχία με τους βαθμούς Κελσίου. Βιάζομαι να τελειώσω αυτή τη βιβλιοκριτική και να πάω κολυμβητήριο, όμως για χάρη σου αγαπητέ αναγνώστη θα το ψάξω.
  Κοίτα να δεις τι βρήκα! Νόμιζα ότι ήταν υψηλότερη, τελικά ήταν χαμηλότερη. -28 και μπόλικα οκτάρια, με ένα 9 στο τέλος. Βάλτε την ιστοσελίδα στα αγαπημένα, μπορεί να σας χρειαστεί, την ιστοσελίδα που μετατρέπει τους βαθμούς Κελσίου σε Φαρενάιτ και αντίστροφα. Εγώ την έβαλα ήδη. http://www.e-paideia.net/Conversions/measures.asp?main_category=temp
  Να σημειώσουμε ακόμη ότι το λογοπαίγνιο με ελληνικές λέξεις σε μια ιστορία που συμβαίνει στη Νέα Υόρκη, όπου οι άνθρωποι μιλάνε αγγλικά, με ξένισε λίγο, όπως για παράδειγμα «το ούφο φορούσε σκούφο;» (σελ. 273) «...παρωδούσε... αλλάζοντας τα λόγια: το ‘είμαστε αραπάδες' γινόταν ‘είμαστε κουράδες', το ‘εκείνονε τον κόπανο' ‘εκείνο το μουνόπανο', ‘θα τα κάνω λίμπα' ‘πάρε μου μια πίπα' και ούτω καθεξής» (σελ. 235). Πάντως εκείνο το βουδιστής με γυμνιστής που πήγα να το παραθέσω, την τελευταία στιγμή διαπίστωσα ότι και στα αγγλικά γίνεται λογοπαίγνιο: Buddhist nudist (έχασα τη σελίδα, δεν πειράζει, μάλλον την ξετσεκάρισα, πού να ψάχνω πάλι. Τελικά το βρήκα, σελ. 309).
  Είναι πρωτότυπο το απόφθεγμα ή δάνειο; Είναι το αγαπημένο μου, το επινόησα εγώ, εδώ και πολλά χρόνια, ελπίζω να το έχω γράψει κάπου πριν από την Τριανταφύλλου, τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται: Το χρήμα είναι χρόνος (σελ. 126). Αν είχα χρήμα, θα βάραγα μια παραίτηση ώστε να έχω χρόνο να διαβάσω και τα υπόλοιπα βιβλία της Τριανταφύλλου.
  Όμως το παρακάτω με ξένισε. Δεν πιστεύω να έχουν οι Αμερικάνοι τόση γνώση της ελληνικής κουλτούρας (έστω και της κλασικής μας). «Κουρέας: Πώς σε κείρω; Πελάτης: σιωπών». Και στην ελληνοαμερικάνικη εκδοχή της Τριανταφύλλου: «-Πώς να σ' τα κόψω; Ρώτησε εξίσου ανόρεχτα ο κουρέας. -Χωρίς να μιλάς, απάντησε εκείνος...» (σελ. 100).
   Έχω τσεκάρει κάτι ωραία κινέζικα αποφθέγματα, αλλά να μην τα παραθέσω, διαβάστε το βιβλίο. Θα παραθέσω μόνο κάτι δικό της:
  «Όλες οι γυναίκες ψάχνουν εκατομμυριούχους. Πολλές γυναίκες, λίγοι εκατομμυριούχοι. Γυναίκες ίσον χρυσοθήρες. Ίσον κυνηγοί κεφαλών» (σελ. 69).
  Και για να διαφημίσουμε λίγο το blog μας, http://hdermi.blogspot.com/ διαβάστε κάτι άλλα φαλλοκρατικά, που μου τα έστειλε επίσης γυναίκα, η Έρη Ρίτσου, που να 'ναι καλά, την ευχαριστώ και απ' αυτή την βιβλιοκριτική, μου φτιάχνει το κέφι με τα ωραία που μου στέλνει. Έχει τίτλο «Ακριβέστατο», στην κατηγορία «Έρη Ρίτσου».
  Όμως ώρα να τελειώνουμε, θα κλείσει το κολυμβητήριο. Το βιβλίο θα ήταν κατά τη γνώμη μου τέλειο αν στο τέλος πιάνανε τους δολοφόνους (ή τους πιάσανε και δεν το κατάλαβα;). Αλλά και έτσι καλό είναι. 

Νίκος Ξανθόπουλος, Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα

 Τίτλος: «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα»

Συγγραφέας:Νίκος Ξανθόπουλος

Εκδόσεις: Άγκυρα, 2006

 


  Μου αρέσουν οι βιογραφίες, και ιδιαίτερα οι αυτοβιογραφίες. Έχω διαβάσει κάμποσες. Η τελευταία που θυμάμαι ήταν του Φαγιεράμπεντ. Αλήθεια, πώς σκέφτεται ένας διάσημος; Πώς αντιμετωπίζει ο ίδιος την επιτυχία, και πώς τον αντιμετωπίζουν οι άλλοι;

  Το πώς αντιμετωπίζουν οι άλλοι ένα διάσημο ηθοποιό είναι εύκολο να το φανταστεί κανείς. Ο Ξανθόπουλος στο βιβλίο του «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα» αναφέρει μερικές περιπτώσεις που η αγάπη φτάνει σε σημείο αληθινής λατρείας. Όμως ο ίδιος πώς αντιμετώπισε την επιτυχία; Αξίζει να παραθέσουμε δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα.

  «Πολλές φορές έπαιρνα το λεωφορείο – αυτοκίνητο δεν είχα ακόμη- και πήγαινα στο Μαρούσι κι από τη στάση, με ψιλόβροχο, περπατούσα μέχρι το στούντιο για να μην ξεχνιέμαι, να είμαι κοντά στον κόσμο, μέσα στον κόσμο, να βλέπω τι τραβάει, πώς περνάει. Έλεγα στον εαυτό μου, περπάτα κερατά, για να μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα και να θυμάσαι πάντα ότι αξιώθηκες, εσύ, ο γιος του κυρ Παναγιώτη του τσαγκάρη, να δεις αγάπες και χαρές που δεν τις έβαζε ο νους σου, και που δεν ξέρουμε σε τελευταία ανάλυση αν τις άξιζες κιόλας» (σελ. 94).

  Και πιο κάτω:

  «Στη ζωή μου έχω δει τέτοιες χαρές, τόση αγάπη από τον κόσμο, σαν να ’μουνα σπλάχνο από τα σπλάχνα τους, σα να ’μουνα παιδί τους. Ώρες ώρες βούρκωνα, λιώνανε τα μέσα μου, βουβαινόμουν, δεν μπορούσα να μιλήσω.

  Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή την αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος, πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ένα με τον κόσμο, ένας με αυτούς. Δεν απέφευγα τους ανθρώπους, βρισκόμουν ανάμεσά τους, δίπλα τους, να τους νιώθω, να τους καταλαβαίνω, για να μπορώ και στα έργα μου να μιλάω για τους καημούς και τα προβλήματά τους, που ήταν και δικά μου παλιότερα. Δεν ξεχνούσα τον τσαγκάρη πατέρα μου, τη μητέρα μου στη φάμπρικα, τη μητριά μου παραδουλεύτρα» (σελ. 125).

   Την ιστορία τη μαθαίνεις εγκεφαλικά, τη βιώνεις όμως (και την αφομοιώνεις) καλύτερα συναισθηματικά. Την περισσότερη ιστορία που ξέρω την ξέρω μέσα από λογοτεχνικές σελίδες. Για παράδειγμα, την εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία την ξέρω μέσα από τις σελίδες του Τολστόι, στο «Πόλεμος και Ειρήνη». Άλλο είναι να διαβάζεις σε ένα εγχειρίδιο ιστορίας για τον ξεριζωμό των μικρασιατών και τις δυσκολίες που συνάντησαν στην μετεγκατάστασή τους στην Ελλάδα, και άλλο να τα «βιώνεις» μέσα από τις αυτοβιογραφικές σελίδες του Ξανθόπουλου, που, παιδί προσφύγων ο ίδιος, περιγράφει με γλαφυρότατο τρόπο τις απαίσιες συνθήκες διαβίωσής τους, τουλάχιστο τον πρώτο καιρό, μέχρι να μπορέσουν να ορθοποδήσουν.

  Το ότι ο Ξανθόπουλος είναι άνθρωπος του διαβάσματος το ήξερα από παλιά, από παλιές του συνεντεύξεις. Το πάθος του αυτό για το διάβασμα περιγράφεται ανάγλυφα μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Και καθώς όποιος διαβάζει πολύ μπορεί να γράφει κιόλας, δεν με παραξένεψε καθόλου η αφηγηματική άνεση του Ξανθόπουλου. Λιτός, ουσιαστικός, διεισδυτικός, περιγράφει καταστάσεις και επεισόδια από τη ζωή του με συναρπαστικό τρόπο, διανθισμένα κατά τόπους με ένα λεπτό, διακριτικό χιούμορ. Για παράδειγμα:

  «Κρατάγαμε μαζί ένα στεφάνι στην κηδεία του Λαμπράκη – το στεφάνι που είχε στείλει ο Κατράκης. Και το κρατάγαμε ωραία, γιατί μετά μας δείξανε και τη φωτογραφία μας στην ασφάλεια» (σελ. 168).

  Ο Ξανθόπουλος, ποντιακής καταγωγής, παραθέτει αρκετούς διαλόγους στην ποντιακή διάλεκτο (ευτυχώς με μετάφραση). Τη στιχομυθία του με έναν ταξιτζή την αναπτύσσει σε πάνω από δυο σελίδες.

  Δίπλα στο κοινωνικοπολιτικό background που βλέπουμε στο βιβλίο, ο Ξανθόπουλος, με τα επεισόδια που περιγράφει εικονογραφεί τόπους και ομάδες ανθρώπων. Από τις πιο γλαφυρές περιγραφές του είναι αυτές για τους μετανάστες και για τους Κρητικούς. Και φυσικά βέβαια για τα νυχτερινά μαγαζιά, τους ιδιοκτήτες και τους θαμώνες τους.

  Το τι «θυμάται» ο Ξανθόπουλος είναι απίστευτο. Βρίσκεται στην πλατεία στο Πισκοκέφαλο, στη Σητεία, και ρωτά το διπλανό του:

  «Πουλιά, μωρέ, δεν έχει πουλιά; Δεν ακούω τίποτα».

  Μου απαντά ο γέρο Σήφης:

  «Εφύγασι τα πουλιά κύριε Νίκο, τα διώξασι τα φάρμακα».

  Και επειδή δεν καταλάβαινα, μου το κάνει λιανά:

  «Αν δεις τον αδελφό σου να ψοφά δίπλα σου, μες στ’ αμπέλι, κάθεσαι άλλο; Ρίχνεις μαύρη πέτρα πίσω σου, κι όπου φύγει φύγει» (σελ. 277).

  Κλείνοντας την παρουσίασή μας θα δώσουμε και πάλι το λόγο στον Ξανθόπουλο, σε ένα απόσπασμα που φαίνεται τόσο η αίσθηση του χιούμορ που διαθέτει, όσο και η έγνοια του για τον συνάνθρωπο.

  «Σε όλη μου τη ζωή στα μπουζουκομάγαζα, πάνω από δεκαπέντε άτομα φεύγοντας όπως ήταν μεθυσμένοι, χάσανε τη ζωή τους. Γι αυτό όταν τέλειωνα το πρόγραμμά μου το πρωί τους έλεγα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, «Προσοχή παιδιά, τώρα που φεύγετε. Μήπως έχετε πιει κάνα ποτήρι παραπάνω. Σιγά σιγά. Μην πέσετε σε κάνα χαντάκι και χαντακωθείτε» (σελ. 340).

  Και τα τελευταία χρόνια μην πέσουν και στα αλκοτέστ. Μπορεί να χαντακωθείς και χωρίς να πέσεις σε χαντάκι, δηλαδή χωρίς ατύχημα. Και το μικρότερο πρόστιμο είναι αρκετά τσουχτερό.

 

   

Τάσος Γουδέλης, Οικογενειακές ιστορίες

 Τίτλος: «Οικογενειακές ιστορίες»

Συγγραφέας: Τάσος Γουδέλης

Εκδόσεις: Κέδρος 2006

 


  Οι «Οικογενειακές ιστορίες» του Τάσου Γουδέλη είναι το πρώτο μυθιστόρημά του, και το έκτο βιβλίο του. Έχουν προηγηθεί πέντε συλλογές διηγημάτων, ανάμεσα στις οποίες και «Η γυναίκα που μιλά» (2002), που τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος και το βραβείο διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω.

  Το βιβλίο είναι εξαιρετικά πρωτότυπο, και για ένα βιβλιοκριτικό με διδακτορικό στις αφηγηματικές τεχνικές έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον.

  Έχω μιλήσει για συγγραφείς στους οποίους η πλοκή, απλή και υποτυπώδης, αποτελεί την πρόφαση για να υφάνουν τον λυρικό ή/και τον δοκιμιακό τους λόγο, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτή της Μάρως Βαμβουνάκη. Ο κοινός μας φίλος Κώστας Μαυρουδής έχει εγκαταλείψει αυτό το πρόσχημα στο τελευταίο του βιβλίο, τη «Στενογραφία», και γράφει κατευθείαν μικρά αποσπάσματα, που ενίοτε συμπυκνώνονται στο ελάχιστο του αφορισμού. Όμως, και σ’ αυτούς τους συγγραφείς που η πλοκή είναι μια πρόφαση, υπάρχει ένα υποτυπώδες σασπένς για την έκβαση. Η αφήγηση, παρά τις αναλήψεις και προλήψεις της (αδόκιμοι ελληνικοί όροι του Ζεράρ Ζενέ, αλλιώς αναδρομές και προσημάνσεις), διατηρεί πάντα το σασπένς του τέλους. Εδώ ο Γουδέλης κάνει κάτι το εντελώς πρωτότυπο: μας δίνει την ιστορία κατευθείαν από την αρχή. Είναι σαν την υδρόγειο που μας δίνει το earth.google, όπου στη συνέχεια εστιάζεις. Το αρχείο το κατεβάζεις από την παραπάνω διεύθυνση. Το εκτελείς και σου παρουσιάζεται η υδρόγειος. Εσύ μπορείς να εστιάσεις όπου θέλεις, και σχεδόν σε οποιαδήποτε κλίμακα. Εγώ είδα το σπίτι μου στο χωριό. Με κάμποσα ευρώ το χρόνο θα μπορούσα να δω και τις πορτοκαλιές στο περιβόλι μου. Έτσι και ο Γουδέλης, παρουσιάζει την ιστορία, και στη συνέχεια εστιάζει σε επεισόδια αυτής της ιστορίας. Θα μπορούσα να φανταστώ το μυθιστόρημα αυτό του Γουδέλη στο ίντερνετ, σε διαδραστικό περιβάλλον, όπου ο ίδιος ο αναγνώστης θα καθόριζε τη σειρά των επεισοδίων που θα διάβαζε, και όχι με τη σειρά που υπαγορεύει ο παντοδύναμος συγγραφέας.

  Χωρίς σασπένς τι μπορεί να μείνει από την ιστορία; Μα ο λόγος, ο ποιητικός λόγος της αφήγησης, με ανοίκειες συνδέσεις λέξεων όπου δοκιμάζεται το σθένος τους, τολμηρές μεταφορές και ευφάνταστες εικόνες. «…έβλεπε αδιάφορα να επιπλέουν ίχνη βυθού» (σελ. 58). «Της φαίνεται ότι η ταχύτητα την προσπέρασε και η σκιά της βρίσκεται μπροστά» (σελ. 40). «Το κρίσιμο είναι το τίποτα σε απειλητική μεγέθυνση» (σελ. 19). «Πλησιάζει από την οροφή στο βυθό μιας επιφάνειας» (σελ. 16, επιλέγω γυρνώντας προς τα πίσω τις σελίδες του βιβλίου). «Έβγαινε από σελίδες οριακής λογοτεχνίας» (σελ. 15). Αυτό το τελευταίο κρατήστε το. Μαζί με το παρακάτω απόσπασμα δίνει την κύρια διάσταση του βιβλίου. «…εκείνη απαίτησε σχεδόν φυσική ισορροπία από το ίδιο της το σώμα στην ακροβασία της ανάμεσα στο λογοτεχνικό και στο αληθινό» (σελ. 41).

  Στην ακροβασία της ανάμεσα στο λογοτεχνικό και στο αληθινό! Το μυθιστόρημα αυτό του Γουδέλη είναι μια αντανάκλαση αυτής της πρότασης. Αποτελεί μια ακροβασία ανάμεσα στην πραγματικότητα του αντικειμένου αναφοράς και στο λογοτεχνικό διακείμενο. Πουθενά αλλού συγγραφέας δεν βλέπει τους ήρωές του και τα γεγονότα της αφήγησής του τόσο πολύ κάτω από το φως άλλων λογοτεχνικών ηρώων και επεισοδίων όσο ο Γουδέλης. Με υποψίασε ήδη από τις πρώτες σελίδες, ώστε να σημειώσω στο βιβλίο όλες τις ανάλογες παραπομπές. Ξεκινάμε από τους «αμλετικούς δισταγμούς» στη δεύτερη σελίδα, «θυμίζοντας-γιατί όχι;Ντονιτσέτι ή Ντοστογιέφσκι» στην τρίτη, «μιλερικού εμποράκου» στην τέταρτη, «σαν να ξυπνάει λοιπόν σε τρένο στην τσαρική Ρωσία λίγο έξω από μια φασματική Πετρούπολη, έτοιμος για τα χειρότερα» στην πέμπτη, και πάει λέγοντας. Αιμίλιος Κυβέλος ο κύριος ήρωας, που με τη σύζευξη αυτή των δύο ονομάτων, σπάνιων εξάλλου, παραπέμπει άσφαλτα στον Αιμίλιο Βεάκη και την Κυβέλη.

  Και άλλη έκπληξη από τον Γουδέλη: Ενώ οι ιστορίες στα έργα που η πλοκή είναι προσχηματική είναι απλές ιστορίες, όχι «σπουδαίες» θα έλεγε ο Αριστοτέλης, η ιστορία του Γουδέλη είναι σπουδαία και με το παραπάνω.

  Πρόκειται για μια ιστορία σε δυο μέρη. Το πρώτο είναι μια κλασική, αισχύλεια τραγωδία, το δεύτερο σύγχρονο δράμα. Στο πρώτο η σύγκρουση παίζεται εκτός, και καταλήγει στο φόνο της μοιχαλίδας, όχι όμως και του μοιχού, ενώ στο δεύτερο η σύγκρουση παίζεται εντός. Ο μοιχός ανέχεται, ίσως σαν αυτοτιμωρία, τη μοιχεία της δικής του γυναίκας αυτή τη φορά, με τον μικρότερο αδελφό του. Τα τολστοϊκά (Καρένιν) και φλωμπερικά (Μποβαρύ) διακείμενα ήταν αναμενόμενα. Ο «αιώνιος σύζυγος» του Ντοστογιέφσκι φαίνεται ότι είναι αιώνιος, ή, για να χρησιμοποιήσουμε μια πιο σικ λέξη, διαχρονικός. Αν και στον Αιμίλιο του Γουδέλη συμπλέκονται και τα δυο πρόσωπα, του Βελτσανίνωφ και του Τρουσότσκι, με ελλείποντα όμως πολλά χαρακτηριστικά τους.

  Ένας σύγχρονος δραματουργός θα έλεγε ότι τη χαράμισε την ιστορία του. Θα μπορούσε να φτιάξει από αυτή ένα εξαίσιο θεατρικό και ένα θαυμάσιο πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Οι εστέτ της γραφής όμως θα πουν ότι καλά έκανε. Το ίδιο λέμε κι εμείς.

Λαμπρίνα Μαραγκού, Η αγάπη φοράει φτερά από μετάξι

 Λαμπρίνα Μαραγκού, Η αγάπη φοράει φτερά από μετάξι, Αθήνα 2004, Άγκυρα

 


  Υπάρχουν βιβλία για παιδιά (παιδική λογοτεχνία) και υπάρχουν βιβλία για μεγάλους. Τα «ώριμα» παιδιά μπορούν μετά από κάποια ηλικία να διαβάσουν βιβλία για μεγάλους χωρίς να είναι διασκευασμένα. Μπορούν όμως οι μεγάλοι να διαβάσουν βιβλία για παιδιά;

  Εδώ η απάντηση φαίνεται λίγο αυτονόητη, αλλά δεν είναι. Προφανώς ο μεγάλος διαθέτει τις αντιληπτικές δυνατότητες του παιδιού για να κατανοήσει την παιδική λογοτεχνία. Το πρόβλημα όμως είναι αν υπάρχει παιδική λογοτεχνία που δεν είναι απλώς για να την κατανοήσει, αλλά να την απολαύσει κιόλας, σαν να επρόκειτο για λογοτεχνία για μεγάλους.

  Φαίνεται πως υπάρχει. Το βιβλίο της Λαμπρίνας Μαραγκού «Η αγάπη φοράει φτερά από μετάξι», «για νέους από 12 χρονών», όπως χαρακτηρίζεται στο οπισθόφυλλο από τον εκδοτικό οίκο, είναι ένα βιβλίο απολαυστικό τόσο για τους μικρούς όσο και για τους μεγάλους.

  Επειδή είμαι συγκριτολόγος από ιδιοσυγκρασία, θα ήθελα να το συγκρίνω με ένα άλλο βιβλίο, που δεν είναι για παιδιά, έχει όμως πολλά κοινά με το βιβλίο της Λαμπρίνας: την «Αστραδενή» της Ευγενίας Φακίνου, το πρώτο της μυθιστόρημα για μεγάλους. Η Αστραδενή πηγαίνει στην πέμπτη Δημοτικού, και αφηγείται η ίδια. Η Λυδία, η ηρωίδα της Λαμπρίνας, είναι επίσης μαθήτρια Δημοτικού, αν και πιο μικρή (πηγαίνει στη δευτέρα τάξη), και επίσης αφηγείται η ίδια.

  Και οι δυο μικρές ηρωίδες αντιμετωπίζουν αρνητικές εμπειρίες. Η Ασταδενή τον ξεριζωμό της από τον παράδεισο της επαρχίας και τον ερχομό της στην κόλαση της πρωτεύουσας, με αποκορύφωση τον βιασμό της από κάποιο γείτονα. Η Λυδία βρίσκεται αντιμέτωπη με τον χωρισμό των γονιών της.

  Και πηγαίνουμε στις διαφορές:

  Για την «Αστραδενή» γράψαμε σε άρθρο μας για την Ευγενία Φακίνου (Έρευνα, Φλεβ-Μάρτ. 1993, σελ. 44-64): «Η πρωτοπρόσωπη αφήγη­ση, στους αντίποδες του εσωτερικού μονόλογου, είναι η φωνή μιας σπήκερ που παρατηρεί και περιγράφει με λεπτομέ­ρειες για τους ακροατές της. Είναι μια αφήγηση εντυπώσεων, και όχι αισθημάτων τα οποία, ελαχιστότατα, κλείνο­νται μέσα σε παρενθέσεις».

  Η Λυδία δεν παρατηρεί. Δεν μιλάει για το έξω, μιλάει συνεχώς για τον εαυτό της, για αυτά που κάνει, για αυτά που τις συμβαίνουν.

  Οι αρνητικές εμπειρίες σημαδεύουν την Αστραδενή. Οι αρνητικές εμπειρίες περνάνε ανώδυνα στη Λυδία. Και περνάνε ανώδυνα, γιατί η μητέρα της τής εξηγεί με ωραίο τρόπο το χωρισμό με τον πατέρα της. Οι σελίδες 47-50 όπου η μητέρα μιλάει στην κόρη της για το θέμα, θα έπρεπε να διαβαστούν από κάθε χωρισμένη μητέρα. Οι γυναίκες νομίζουν ότι εκδικούνται τον άπιστο με το να τον κατηγορούν στα παιδιά, και αυτό που καταφέρνουν είναι να τα πληγώσουν ανεπανόρθωτα, αφήνοντάς τους στίγματα για όλη τους τη ζωή. 

  Η πρόζα της Φακίνου είναι σκοτεινή και αγέλαστη. Η πρόζα της Λαμπρίνας είναι απολαυστική. Το χιούμορ ξεπηδάει σαν γάργαρο νερό από όλο το βιβλίο. «Όμως όταν έρχεται η Κατερίνα, η αρραβωνιαστικιά του νονού, θέλει να παίξουμε με τις κούκλες, και εγώ δεν της χαλάω το χατίρι» (σελ.27). «Και όταν τελείωσε η τραγωδία, είχε πιαστεί ο ποπός μου και το είπα λίγο δυνατά, και το άκουσαν και άλλοι και γέλασαν» (σελ. 53).

  Η μεγάλη διαφορά όμως βρίσκεται στο ύφος. Ενώ η αφήγηση της Αστραδενής είναι λογοτεχνική, χωρίς να είναι όμως επιτηδευμένη, η αφήγηση της Λυδίας έχει την αμεσότητα του προφορικού λόγου ενός μικρού παιδιού. Είναι σαν το «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» στο παιδικό. «Οι μεγάλοι όλο μπερδεύουν τα πράγματα, όλο σκέφτονται, όλο κλαίνε, ακόμα και στη χαρά τους. Τελικά δεν ξέρω αν θέλω κι εγώ να μεγαλώσω» (σελ. 119). Ενώ η «λογοτεχνικότητα» της Αστραδενής την κάνει ανάγνωσμα μόνο για μεγάλους, η αμεσότητα της παιδικής αφήγησης της Λυδίας κάνει το βιβλίο τόσο ανάγνωσμα για μικρούς όσο και ανάγνωσμα για μεγάλους.  

  «Όταν αλλάζει η ζωή μας, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να τη δεχόμαστε χωρίς ν’ αναρωτιόμαστε αν θα τα καταφέρουμε. Να είμαστε σίγουροι πως θα τα καταφέρουμε» (σελ. 127). Το απόσπασμα αυτό δίνει και το στίγμα του βιβλίου, που συνιστά και την άλλη διαφορά: Ενώ το βιβλίο της Φακίνου είναι βαθιά απαισιόδοξο, το βιβλίο της Λαμπρίνας ξεχειλίζει από αισιοδοξία.

  Θα κλείσουμε με μια ακόμη ομοιότητα που έχουν και τα δύο βιβλία: είναι πολύ καλά λογοτεχνικά έργα, και τα συνιστούμε σε κάθε αναγνώστη.

Βασιλική Φράγκου, Οι πατημασιές του ανέμου

 Βασιλική Φράγκου, Οι πατημασιές του ανέμου, Μελάνι 2006

 


 Ο τίτλος είναι μια καλή μεταφορά για την ποιητική αυτή συλλογή της Βασιλικής Φράγκου, αν και κατά τη γνώμη μας καλύτερη θα ήταν «Αστραπές μες στη νύχτα». Γιατί τα ποιήματά της, σύντομα σαν αστραπή, έχουν επίσης την λάμψη της. Εκθαμβωτικά στη σύλληψη, ασύλληπτα στο βάθος τους, βαθιά στα νοήματά τους, αιχμαλωτίζουν αμέσως τον αναγνώστη. Σύντομα σαν χάι κου, πυκνά σαν επιγράμματα, ευαίσθητα σαν Κρητική μαντινάδα, διαυγέστατα σαν δημοτικό τραγούδι, αποκαλύπτουν, πέρα από το ποιητικό ταλέντο της Φράγκου, τη φυσική κατάληξη της ποίησης μετά τις μεγάλες συνθέσεις του παρελθόντος: το σύντομο, λιτό, πυκνό, απέριττο ποίημα, που η ανάγνωσή του είναι περισσότερο ένα ξάφνιασμα παρά μια τέρψη.

Κοιτώ τον ουρανό.

Σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου,

τον αγγίζω…

Μήπως χαμήλωσε για μένα,

Τάχα να ψήλωσα γι αυτόν;

  Ή το παρακάτω:

Τίναξα απ’ τους ώμους τα σπουδαία της ζωής

κι ανάσανα!

  Η Φράγκου δεν έχει συγκεκριμένες θεματικές. Η έμπνευσή της έρχεται σαν κεραυνός εν αιθρία, και μπορεί να είναι αναπόληση του παρελθόντος («Η μαύρη γραμμή»), αναστοχασμός σε αντιλήψεις και ιδέες («Ευτυχία»), εντυπώσεις εικαστικές («Ακουαρέλα»), πρόσωπα της λογοτεχνίας («Βασιλιάς Ληρ»), τελικά τα πάντα. Κάποιες στιγμές συνομιλεί με τον Άλλο:

Τώρα που λευτερώνομαι

Απ’ τα δεσμά των σχέσεων,

Ενώνομαι μαζί σου. 

  Διάβασα κάποτε σε ένα κείμενο θεωρίας της λογοτεχνίας ότι η πεζογραφία είναι μια μετωνυμία και η ποίηση μια μεταφορά. Αυτό που εντυπωσιάζει στη συλλογή αυτή της Φράγκου είναι η πρωτοτυπία στη σύλληψη των μεταφορών της. Στο παρακάτω ποίημα, το μεταφερόμενο δίνεται στον τίτλο («Η λαχτάρα»), και το όχημα στον τελευταίο στίχο.

Το ρυάκι τρέχει με λαχτάρα

να συναντήσει το ποτάμι.

Το ποτάμι ποθεί να σμίξει

με τη θάλασσα

κι εσύ,

στο τζάμι ενός παράθυρου

μικρή σταγόνα!

  Όμως το «Είναι στιγμές» βρίσκεται πιο κοντά στην ποιητική της, που είναι η αποφθεγματική συντομία:

Είναι στιγμές,

  οι άγγελοι,

    λευκές ανάσες…

Θα κλείσω την παρουσιάσή της με το ποίημα που μου άρεσε περισσότερο. Τιτλοφορείται «Οι μοίρες».

Όταν γεννιόμαστε

Έρχονται οι Μοίρες της ζωής

από παλιά σεντούκια

στοιχειωμένα

και μας χαρίζουν σιγαλά

το δέρμα.

Όσοι λυτρώνονται,

πρώτα πεθαίνουνε χίλιες φορές

   κι έπειτα φως

         η σάρκα τους

              και πνεύμα!

 

Ελένη Κονδύλη, Λάθος τρένο

Ελένη Κονδύλη, Λάθος τρένο, Αθήνα 2006, Ελληνικά Γράμματα.

 


  Η Ελένη Κονδύλη, καθηγήτρια Αραβολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, μεταφράστρια του μεγάλου Άραβα ποιητή Άδωνη (κυκλοφορούν ποιήματά του σε δίγλωσση έκδοση από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα), αποφάσισε να εκδώσει και τα δικά της ποιητικά πονήματα.

  Τα ποιήματά της είναι γεμάτα υπαρξιακή αγωνία, και το πρώτο πρόσωπο, σε ενεστώτα ή αόριστο, κυριαρχεί στα ρήματά της. Οι τίτλοι κάποιων ποιημάτων είναι χαρακτηριστικοί: Δεν πέθανα, Δε θέλω το κενό, Πεινάω, θέλω κι άλλο, Δεν έχω χώμα,  τα τέσσερα πρώτα της συλλογής.

  Υπάρχει κι ένας αποδέκτης, και γι αυτό το δεύτερο ενικό κυριαρχεί σε συχνότητα: Μη βλέπεις, Χαμήλωσε τη μουσική, Άντε, Έλα και γύρε. Είναι ο ίδιος με διάφορα πρόσωπα, ή διαφορετικός;

  Σε ρητορεύω θάνατε, και σ’ ακουμπάω με λέξεις.

  Επάνω στον καθρέπτη μου χάνω το πρόσωπό μου.

  Όχι, δεν γράφει σαν το Σολωμό στον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού. Όμως ο δεκαπεντασύλλαβος βρίσκεται στο αίμα των ποιητών μας, και, πιστεύω ασυνείδητα, εισβάλει μέσα στον ανομοιοκατάληκτο στίχο της σύγχρονης ποίησης. Μου έχει γίνει συνήθεια να ανιχνεύω τέτοιους δεκαπεντασύλλαβους, και όχι μόνο στην ποίηση, αλλά και σε πεζά κείμενα. Στη συλλογή αυτή της Ελένης Κονδύλη μέτρησα συνολικά 14 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους.

  Με το δεύτερό της ποίημα, το «Δε θέλω το κενό», ξορκίζει το «τίποτα», το οποίο στοιχειώνει κυρίως το «Σωπαίνει πάλι», εμφανιζόμενο τέσσερις φορές. Το «τίποτα» κατατρύχει και τη σκέψη των υπαρξιστών και κυρίως του Σάρτρ, ενώ ο «τρόμος του κενού» (horror vacui), δεν αφορά μόνο ή κυρίως τη φυσική, αλλά και τη φιλοσοφία. Το υπαρξιακό κενό είναι όντως φοβερό.

  Καμιά φορά η Κονδύλη ξεχνάει τον εαυτό της και τον αποδέκτη της και ρίχνει ματιές στο εξωτερικό περιβάλλον:

  Απλώνει ο ουρανός, απλώνει. Ο φόβος σήμερα έχει λαγάσει. Ένα χρώμα. Δεν άκουσα τίποτα, αλλά σε είδα, καθώς στεκόσουν στα όνειρά σου μπροστά με περισυλλογή.

  Ανάμεσα στο παγκάκι και την πολυθρόνα του ακαδημαϊκού, τη διαπλοκή του συνδικαλιστή και το μόχθο ενός ανθρωπιστή, ανάμεσα σ’ όλα, περνάς σαν παιδί.

  Είμαι κι εγώ κάπου κοντά.

  Κι ας μιλώ άλλη γλώσσα, κι ας ακουμπώ άλλες φυλακές.

  Μιλάει για μια από τις «Ρωσίδες».

  Αν και ολιγογράφος, η Ελένη Κονδύλη είναι μια πολλά υποσχόμενη ποιήτρια.


Θόδωρος Γραμματάς, Το ελληνικό θέατρο στον 20ο αιώνα

Θόδωρος Γραμματάς, Το ελληνικό θέατρο στον 20ο αιώνα. Πολιτισμικά πρότυπα και πρωτοτυπία, τόμος Α΄ και Β΄, Εξάντας 2002.

 


 

  Μετά από μια σύντομη ενασχόληση με τη διδακτική του θεάτρου και το θέατρο στην εκπαίδευση, καρπός της οποίας υπήρξαν τα έργα Fantasyland: Θέατρο για παιδικό και νεανικό κοινό (1996), Θεατρική παιδεία και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών (1997) και Διδακτική του Θεάτρου (1999, όλα από τις εκδόσεις Τυπωθήτω), Ο Θόδωρος Γραμματάς επιστρέφει στο κυρίως ερευνητικό πεδίο του, που είναι το νεοελληνικό θέατρο, και η σχέση και συνάφειά του με το παγκόσμιο θέατρο, προσφέροντας ένα μνημειώδες δίτομο έργο οκτακοσίων σελίδων μεγάλου σχήματος, με τίτλο Το ελληνικό θέατρο στον 20ο αιώνα. Πολιτισμικά πρότυπα και πρωτοτυπία.

  Με το έργο του αυτό αναδεικνύεται σε φυσικό συνεχιστή των παλαιότερων ιστορικών του νεοελληνικού θεάτρου, του N. Λάσκαρη και του Ι. Σιδέρη, οι οποίοι επίσης ασχολήθηκαν ερευνητικά με την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου, καλύπτοντας όμως προγενέστερες εποχές (19ος αιώνας, αρχές 20ου).

  Η ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου στον 20ο αιώνα του Θόδωρου Γραμματά εδράζεται στο στέρεο έδαφος της κοινωνιολογικής προσέγγισης. Ο συγγραφέας, ήδη από τα προηγούμενα έργα του, παρουσιάζεται ως ακούραστος ερευνητής της κοινωνιολογίας του θεάτρου. Επίσης είναι βαθύς γνώστης της δυτικής δραματουργίας, αφού αναφέρεται εμπεριστατωμένα στις επιρροές που άσκησε το δυτικό θέατρο στο εγχώριο. Έτσι η ιστορία του θεάτρου στον 20ο αιώνα φωτίζεται συνεχώς και ερμηνεύεται από τους ευρύτερους κοινωνικούς όρους που το εξέθρεψαν και από τις επιδράσεις που δέχτηκε από το δυτικό θέατρο, το οποίο στον 20ο  αιώνα παρουσιάζει μια ιδιαίτερη δυναμική, την οποία δεν γνώρισε μέχρι τώρα στην ιστορία του. Επίσης συσχετίζει το σύγχρονο με το αρχαίο δράμα, τόσο ως προς τη σκηνική του απόδοση (θέμα το οποίο πραγματεύεται εξαντλητικά από τις πρώτες παραστάσεις του Χριστομάνου και του Πολίτη μέχρι τις παραστάσεις του Τερζόπουλου και του Μαρμαρινού), όσο και την ενσωμάτωση θεμάτων από την αρχαία τραγωδία και κωμωδία στο ρεπερτόριο του σύγχρονου θεάτρου

  Μια πρωτοτυπία επίσης στο έργο είναι ότι δεν περιορίζεται κυρίως στη δραματουργία, αλλά και στις άλλες παραμέτρους του θεάτρου. Έτσι αφιερώνονται ξεχωριστά κεφάλαια για τον θεατρικό χώρο και τις θεατρικές σκηνές και σχήματα (Βασιλικό Θέατρο, Θέατρο Τέχνης, κλπ.), για τους ανθρώπους του θεάτρου, όπως ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ο Θωμάς Οικονόμου, κλπ., τα θεατρικά έντυπα και τη θεατρική κριτική. Ακόμη πραγματεύεται ξεχωριστά τα θεατρικά είδη (επιθεώρηση και κωμωδία, που παρουσιάζονται σε μια ολοκληρωμένη εικόνα, το μελόδραμα, που για πρώτη φορά θίγεται βιβλιογραφικά) το δραματικό χώρο και χρόνο (αγροτικός, αστικός, παρελθοντικός, κλπ.) την τυπολογία του θεατρικού ήρωα (αστός, μικροαστός και περιθωριακός). Μια τέτοια πραγμάτευση, παρά τις κάποιες επικαλύψεις και επαναλήψεις που αναπόφευκτα εμπεριέχει, δίνει μια πιο πανοραμική θέα της ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου στον 20ο αιώνα, καθώς φωτίζονται άπλετα οι ξεχωριστές πλευρές του, διευκολύνοντας έτσι τους μελετητές των επί μέρους τομέων.

  Ακόμη θα πρέπει να σημειώσουμε την πλούσια βιβλιογραφία που παρατίθεται, τόσο στα επί μέρους κεφάλαια όσο και στο τέλος του έργου, καθώς και τη μεγάλη έκταση του ευρετηρίου (42 σελίδες), χρησιμότατο για τους μελετητές.

  Το έργο ξεκινάει με την τοποθέτηση του συγγραφέα για την αναγκαιότητα μιας διαφορετικής προσέγγισης. Τονίζει ότι η μέχρι τώρα ιστορικο-φιλολογική έρευνα έχει δώσει αξιόλογα δείγματα και αποτελέσματα. Όμως δεν επαρκεί, γιατί είναι αποσπασματική και χάνει την ουσία.

  Στη συνέχεια περνάει σε μια κριτική της βιβλιογραφίας και των πηγών, για να προχωρήσει κατόπιν στην έκθεση της μεθοδολογίας της έρευνας και στη δομή της εργασίας. «Με δεδομένο ότι «οι κοινωνίες, όπως και τα άτομα, έχουν ανάγκη να αναπαριστάνονται στους άλλους και να προσφέρονται ως θέαμα στον ίδιο τους τον εαυτό για να συνεχίσουν ή να ξαναρχίσουν να υπάρχουν, αλλά πάνω απ’ όλα για να κατακτήσουν τη δυνατότητα να αμφισβητηθούν και να μεταλλάξουν, νομιμοποιείται η προσέγγιση στη δραματική παραγωγή και τη σκηνική πράξη μιας περιόδου, μικρής ή μεγάλης, κάτω από μια συγκριτολογική αλλά και κοινωνιολογική οπτική, η οποία μπορεί να μας αποκαλύψει τις λανθάνουσες δομές και λειτουργίες της» (σελ. 58-59). Εμείς θα λέγαμε ότι όχι απλά νομιμοποιείται, αλλά απαιτείται μια συγκριτολογική και κοινωνιολογική οπτική.

  Ο Α΄ τόμος δίνει μια ιστορική καταγραφή του θέματος. Όμως ο συγγραφέας, πριν προχωρήσει στην πραγμάτευση του νεοελληνικού θεάτρου στον 20ο αιώνα, αναφέρεται σύντομα και στο νεοελληνικό θέατρο των προηγούμενων αιώνων, ξεκινώντας από την κρητική αναγέννηση. Και με τις περιόδους αυτές έχει ασχοληθεί διεξοδικά σε προηγούμενα έργα του, κυρίως στο Νεοελληνικό Θέατρο-Ιστορία Δραματουργία (Κουλτούρα 1987) και στα Δοκίμια Θεατρολογίας (Τολίδης 1990).

  Δεν θα θέλαμε να φορτώσουμε το σημείωμά μας αυτό με τις καίριες επισημάνσεις και κρίσεις του Θόδωρου Γραμματά σε σχέση με την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου στον 20ο αιώνα. Δεν μπορούμε όμως να μην αναφέρουμε την εύστοχη περιοδολόγηση που κάνει στο μεταπολεμικό θέατρο, την οποία εισηγήθηκε και σε προηγούμενα έργα του, χωρίζοντάς το σε τρεις φάσεις: τη φάση του συνδρόμου (ή της αναζήτησης, όπως την αναφέρει παλιά) της ελληνικότητας (1945-1956), τη φάση της κατάκτησης της ελληνικότητας (1956-1964) και τέλος τη φάση της υπέρβασης της ελληνικότητας (1964-1974), τις οποίες πραγματεύεται στις σελίδες 190-207 του Α΄ τόμου. Κριτικάρει επίσης άλλες προσπάθειες περιοδολόγησης, όπως εκείνη που χαρακτηρίζει και τις τρεις παραπάνω περιόδους ως μία, με την ονομασία «θέατρο της καθημερινής ζωής», μια και αδυνατεί να συμπεριλάβει τη δραματουργία που δεν εντάσσεται σε αυτό το σχήμα.

  Στη συζήτηση επανέρχεται στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου, όπου επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι «Η κατάκτηση της ελληνικότητας αρχικά, αλλά και η υπέρβασή της στη συνέχεια, αν και αποτελούν αυταπόδεικτα γηγενή προϊόντα, όμως και πάλι δεν πραγματοποιούνται παρά με την απαραίτητη συνδρομή και μεσολάβηση ξένων προτύπων, τα οποία λειτουργούν καταλυτικά, για να αποδείξουν ότι η αγχωτική αναζήτηση της ταυτότητας του νεότερου ελληνισμού αδυνατεί να συντελεστεί έξω και πέρα από το διεθνές περιβάλλον στο οποίο οργανικά εντάσσεται» (σελ. 336).

  Και πιο πριν γράφει επίσης: «Οτιδήποτε δηλαδή το ελληνικό, οσοδήποτε αυθεντικό κι αν φαίνεται, σε τελευταία ανάλυση δεν αποτελεί παρά σύζευξη διαφορετικής προελεύσεως και ετερόκλητης δημιουργίας παραδόσεων που αντιστοιχούν στην ίδια τη φυσιογνωμία του» (σελ. 334).

  Γενικά το τελευταίο κεφάλαιο του Β΄ τόμου είναι από τα πιο σημαντικά, στο οποίο, με αφορμή το θέατρο, θίγονται θέματα ιδεολογίας και πολιτισμικής ταυτότητας του νεότερου ελληνισμού.

 Διαθέτοντας μια καθαρή κοινωνιολογική οπτική, επισημαίνει ότι «οι διαστάσεις της έρευνάς μας ξεπερνούν τα όρια του συγκεκριμένου στο οποίο αναφέρονται (το ελληνικό θέατρο στον 20ο αιώνα) και αποκτά την ισχύ ενός παραδειγματικού μοντέλου προσέγγισης και ερμηνείας του θεατρικού φαινομένου σε χώρες με αντίστοιχες συνθήκες όπως η Ελλάδα (βαλκανικές, ανατολικοευρωπαϊκές, βορειοαφρικανικές, νοτιοαμερικανικές» (σελ. 325).

  Πιστεύοντας στην αναγκαιότητα μιας συγκριτολογικής προσέγγισης όχι μόνο του θεατρικού φαινομένου αλλά και κάθε όψη της κουλτούρας γενικότερα, νομίζουμε ότι το έργο του Θόδωρου Γραμματά, αν δεν αποτελεί ένα «παραδειγματικό μοντέλο προσέγγισης», οπωσδήποτε όμως υποδεικνύει ένα καρποφόρο τρόπο μελέτης κάθε πολιτισμικού φαινομένου, από τη λογοτεχνία μέχρι την μουσική. Και από αυτή την άποψη η σημασία του υπερβαίνει αυτή της πιο εμπεριστατωμένης ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου στον 20ο αιώνα που υπάρχει μέχρι στιγμής στην ελληνική βιβλιογραφία.