Τίτλος: «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα»
Συγγραφέας:Νίκος Ξανθόπουλος
Εκδόσεις: Άγκυρα, 2006
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μου αρέσουν οι βιογραφίες, και ιδιαίτερα οι αυτοβιογραφίες. Έχω διαβάσει κάμποσες. Η τελευταία που θυμάμαι ήταν του Φαγιεράμπεντ. Αλήθεια, πώς σκέφτεται ένας διάσημος; Πώς αντιμετωπίζει ο ίδιος την επιτυχία, και πώς τον αντιμετωπίζουν οι άλλοι;
Το πώς αντιμετωπίζουν οι άλλοι ένα διάσημο ηθοποιό είναι εύκολο να το φανταστεί κανείς. Ο Ξανθόπουλος στο βιβλίο του «Όσα θυμάμαι και όσα αγάπησα» αναφέρει μερικές περιπτώσεις που η αγάπη φτάνει σε σημείο αληθινής λατρείας. Όμως ο ίδιος πώς αντιμετώπισε την επιτυχία; Αξίζει να παραθέσουμε δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
«Πολλές φορές έπαιρνα το λεωφορείο – αυτοκίνητο δεν είχα ακόμη- και πήγαινα στο Μαρούσι κι από τη στάση, με ψιλόβροχο, περπατούσα μέχρι το στούντιο για να μην ξεχνιέμαι, να είμαι κοντά στον κόσμο, μέσα στον κόσμο, να βλέπω τι τραβάει, πώς περνάει. Έλεγα στον εαυτό μου, περπάτα κερατά, για να μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα και να θυμάσαι πάντα ότι αξιώθηκες, εσύ, ο γιος του κυρ Παναγιώτη του τσαγκάρη, να δεις αγάπες και χαρές που δεν τις έβαζε ο νους σου, και που δεν ξέρουμε σε τελευταία ανάλυση αν τις άξιζες κιόλας» (σελ. 94).
Και πιο κάτω:
«Στη ζωή μου έχω δει τέτοιες χαρές, τόση αγάπη από τον κόσμο, σαν να ’μουνα σπλάχνο από τα σπλάχνα τους, σα να ’μουνα παιδί τους. Ώρες ώρες βούρκωνα, λιώνανε τα μέσα μου, βουβαινόμουν, δεν μπορούσα να μιλήσω.
Αναρωτιόμουν αν αξίζω αυτή την αγάπη και προσπαθούσα με τον καιρό να γίνομαι καλύτερος, πιο ταπεινός, πιο καταδεκτικός, αλληλέγγυος, πιο έντιμος, πιο εντάξει. Ένα με τον κόσμο, ένας με αυτούς. Δεν απέφευγα τους ανθρώπους, βρισκόμουν ανάμεσά τους, δίπλα τους, να τους νιώθω, να τους καταλαβαίνω, για να μπορώ και στα έργα μου να μιλάω για τους καημούς και τα προβλήματά τους, που ήταν και δικά μου παλιότερα. Δεν ξεχνούσα τον τσαγκάρη πατέρα μου, τη μητέρα μου στη φάμπρικα, τη μητριά μου παραδουλεύτρα» (σελ. 125).
Την ιστορία τη μαθαίνεις εγκεφαλικά, τη βιώνεις όμως (και την αφομοιώνεις) καλύτερα συναισθηματικά. Την περισσότερη ιστορία που ξέρω την ξέρω μέσα από λογοτεχνικές σελίδες. Για παράδειγμα, την εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία την ξέρω μέσα από τις σελίδες του Τολστόι, στο «Πόλεμος και Ειρήνη». Άλλο είναι να διαβάζεις σε ένα εγχειρίδιο ιστορίας για τον ξεριζωμό των μικρασιατών και τις δυσκολίες που συνάντησαν στην μετεγκατάστασή τους στην Ελλάδα, και άλλο να τα «βιώνεις» μέσα από τις αυτοβιογραφικές σελίδες του Ξανθόπουλου, που, παιδί προσφύγων ο ίδιος, περιγράφει με γλαφυρότατο τρόπο τις απαίσιες συνθήκες διαβίωσής τους, τουλάχιστο τον πρώτο καιρό, μέχρι να μπορέσουν να ορθοποδήσουν.
Το ότι ο Ξανθόπουλος είναι άνθρωπος του διαβάσματος το ήξερα από παλιά, από παλιές του συνεντεύξεις. Το πάθος του αυτό για το διάβασμα περιγράφεται ανάγλυφα μέσα στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Και καθώς όποιος διαβάζει πολύ μπορεί να γράφει κιόλας, δεν με παραξένεψε καθόλου η αφηγηματική άνεση του Ξανθόπουλου. Λιτός, ουσιαστικός, διεισδυτικός, περιγράφει καταστάσεις και επεισόδια από τη ζωή του με συναρπαστικό τρόπο, διανθισμένα κατά τόπους με ένα λεπτό, διακριτικό χιούμορ. Για παράδειγμα:
«Κρατάγαμε μαζί ένα στεφάνι στην κηδεία του Λαμπράκη – το στεφάνι που είχε στείλει ο Κατράκης. Και το κρατάγαμε ωραία, γιατί μετά μας δείξανε και τη φωτογραφία μας στην ασφάλεια» (σελ. 168).
Ο Ξανθόπουλος, ποντιακής καταγωγής, παραθέτει αρκετούς διαλόγους στην ποντιακή διάλεκτο (ευτυχώς με μετάφραση). Τη στιχομυθία του με έναν ταξιτζή την αναπτύσσει σε πάνω από δυο σελίδες.
Δίπλα στο κοινωνικοπολιτικό background που βλέπουμε στο βιβλίο, ο Ξανθόπουλος, με τα επεισόδια που περιγράφει εικονογραφεί τόπους και ομάδες ανθρώπων. Από τις πιο γλαφυρές περιγραφές του είναι αυτές για τους μετανάστες και για τους Κρητικούς. Και φυσικά βέβαια για τα νυχτερινά μαγαζιά, τους ιδιοκτήτες και τους θαμώνες τους.
Το τι «θυμάται» ο Ξανθόπουλος είναι απίστευτο. Βρίσκεται στην πλατεία στο Πισκοκέφαλο, στη Σητεία, και ρωτά το διπλανό του:
«Πουλιά, μωρέ, δεν έχει πουλιά; Δεν ακούω τίποτα».
Μου απαντά ο γέρο Σήφης:
«Εφύγασι τα πουλιά κύριε Νίκο, τα διώξασι τα φάρμακα».
Και επειδή δεν καταλάβαινα, μου το κάνει λιανά:
«Αν δεις τον αδελφό σου να ψοφά δίπλα σου, μες στ’ αμπέλι, κάθεσαι άλλο; Ρίχνεις μαύρη πέτρα πίσω σου, κι όπου φύγει φύγει» (σελ. 277).
Κλείνοντας την παρουσίασή μας θα δώσουμε και πάλι το λόγο στον Ξανθόπουλο, σε ένα απόσπασμα που φαίνεται τόσο η αίσθηση του χιούμορ που διαθέτει, όσο και η έγνοια του για τον συνάνθρωπο.
«Σε όλη μου τη ζωή στα μπουζουκομάγαζα, πάνω από δεκαπέντε άτομα φεύγοντας όπως ήταν μεθυσμένοι, χάσανε τη ζωή τους. Γι αυτό όταν τέλειωνα το πρόγραμμά μου το πρωί τους έλεγα, μεταξύ σοβαρού και αστείου, «Προσοχή παιδιά, τώρα που φεύγετε. Μήπως έχετε πιει κάνα ποτήρι παραπάνω. Σιγά σιγά. Μην πέσετε σε κάνα χαντάκι και χαντακωθείτε» (σελ. 340).
Και τα τελευταία χρόνια μην πέσουν και στα αλκοτέστ. Μπορεί να χαντακωθείς και χωρίς να πέσεις σε χαντάκι, δηλαδή χωρίς ατύχημα. Και το μικρότερο πρόστιμο είναι αρκετά τσουχτερό.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, για το Λέξημα
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment