Μπάμπης Δερμιτζάκης - Κάποιες σκέψεις για το φανταστικό, παρουσιάζοντας το βιβλίο του Γιώργου Παπαδάκη «Οι δρόμοι του φανταστικού» (Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2005)
Η παρακάτω βιβλιοπαρουσίαση δημοσιεύτηκε στο Λέξημα,
Θα ήθελα κατ’ αρχήν να ευχαριστήσω τον Γιώργο Παπαδάκη για την τιμή που μου έκανε να είμαι ένας εκ των παρουσιαστών του βιβλίου του στην αποψινή βραδιά, καθώς και όλους εσάς που μας τιμήσατε με την παρουσία σας.
Ο καλαίσθητος αυτός τόμος με το πλούσιο φωτογραφικό υλικό χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, που είναι και μεγαλύτερο, υπάρχουν κείμενα πάνω στο φανταστικό. Στο δεύτερο μέρος υπάρχουν διηγήματα φανταστικά. Φανταστικά με τη διπλή σημασία της λέξης, ανήκουν δηλαδή στο είδος του φανταστικού, και ταυτόχρονα είναι «φανταστικά», δηλαδή εξαίρετα, από την άποψη της γραφής. Πολλοί από τους συγγραφείς, ανάμεσα στους οποίους είναι και ο Γιώργος Παπαδάκης, συμμετέχουν και στα δύο μέρη, και με τις θεωρητικές απόψεις τους και με δείγματα λογοτεχνικής γραφής.
Πριν προχωρήσω στον επί μέρους σχολιασμό θα ήθελα να κάνω κάποιες σύντομες παρατηρήσεις σε σχέση με το φανταστικό.
Το φανταστικό ως είδος, με τις τρεις υποκατηγορίες του, την ηρωική φαντασία, την επιστημονική φαντασία και τη λογοτεχνία του τρόμου, κατηγοριοποιήθηκε πρόσφατα ως ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος. Όμως το κύριο χαρακτηριστικό του, η υπέρβαση του ρεαλισμού, χαρακτηρίζει τη λογοτεχνία, ή καλύτερα τη μυθοπλασία, από τα γεννοφάσκια της ανθρωπότητας. Οι διάφορες κοσμογονίες των διαφόρων θρησκειών, της Βίβλου μη εξαιρουμένης, δεν είναι παρά εκδοχές του φανταστικού. Τα ομηρικά έπη, οι τραγωδίες, το έπος του διγενή Ακρίτα και το δημοτικό μας τραγούδι, βρίθουν από το φανταστικό. Όπως έγραψα και κάπου αλλού, ο ρεαλισμός δεν είναι παρά ένα μικρό επεισόδιο στην ιστορία της λογοτεχνίας, που δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει. Το φανταστικό εισχωρεί σιγά σιγά μέσα στο ρεαλισμό, τόσο στη λογοτεχνία της λατινικής Αμερικής που έχει χαρακτηριστεί συλλογικά ως «μαγικός ρεαλισμός», όσο και σε επί μέρους σύγχρονους συγγραφείς. Θα αναφέρουμε χαρακτηριστικά τον Μπόρχες, που με βάση το έργο του εισήχθη ο όρος «μαγικός ρεαλισμός», ο Κάφκα με τη «Μεταμόρφωση», τον Μπουλγκάκοφ με το αριστουργηματικό «Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα» και τον Σαλμαν Ρασντί με τους «Σατανικούς στίχους», έργο που αν δεν το έχετε διαβάσει σίγουρα το έχετε όλοι ακούσει. Ο Αγιατολάχ Χομεϊνί καταδίκασε τον συγγραφέα του σε θάνατο. Ευτυχώς που δεν βρέθηκε ο καμικάζι να τον εκτελέσει.
Έχουμε όμως να παρατηρήσουμε σε σχέση με το φανταστικό ό,τι παρατηρούμε και στην λογοτεχνία και τον κινηματογράφο γενικότερα. Υπάρχει ένα σπλιτ, ένας διαχωρισμός ανάμεσα στη λογοτεχνία και την παραλογοτεχνία, ανάμεσα στον κινηματογράφο για τους πολλούς και για τους σινεφίλ. Οι «Αδελφοί Καραμάζοφ» και το «Έγκλημα και τιμωρία» είναι ταυτόχρονα υψηλή λογοτεχνία αλλά και αστυνομικό μυθιστόρημα. Το ίδιο και η «Μετρόπολις» του Φρίτς Λανγκ (1927) και ο King kong των Merian Kooper και Ernest Shoedsack (1933), και ένα σωρό άλλα έργα όταν ο κινηματογράφος βρισκόταν στο ξεκίνημά του. Σήμερα υπάρχει ο «Πόλεμος των άστρων» αλλά και ο «Σολάρις» του Ταρκόφσκι.
Παρεμπιπτόντως να πούμε ότι η κατηγοριοποίηση της λογοτεχνίας του φανταστικού ισχύει και για τον κινηματογράφο. Έτσι έχουμε ταινίες επιστημονικής φαντασίας, ηρωικής φαντασίας και ταινίες τρόμου.
Υπάρχει μια υποτιμητική συνυποδήλωση με την πρόθεση «παρά». Η παραλογοτεχνία αντιμετωπίζεται ως κατώτερο λογοτεχνικό είδος, και μια συνήθης κατηγορία που απευθύνεται σε συγγραφείς είναι ότι γράφουν παραλογοτεχνία.
Αυτά μέχρι πρότινος. Το έργο του Πέτρου Μαρτινίδη, «Συνηγορία παραλογοτεχνίας» δείχνει την στροφή που έχει επιτελεσθεί τα τελευταία χρόνια. Η παραλογοτεχνία δεν αντιμετωπίζεται πια ως δευτερεύον είδος, αλλά σαν την καλύτερη παράδοση του παραμυθιού και της μυθοπλασίας, ένα είδος που προσφέρει απόλαυση, χωρίς να οδηγεί πάντα σε υψηλούς προβληματισμούς. Η αρχή ξεκίνησε από τον κινηματογράφο, όπου δίπλα στους μεγάλους σκηνοθέτες των σινεφίλ υπάρχει ο Χίτσκοκ, ο άρχοντας του τρόμου, και ο Πολάνσκι, ο βασιλιάς της αγωνίας. Ο Στήβεν Κινγκ, ο Τόλκιν, ο Άρθουρ Κλαρκ, ο Ισαάκ Ασίμοφ, διεκδικούν μια θέση δίπλα στους μεγάλους συγγραφείς του αιώνα μας, που αν δεν την εκχωρούν οι κριτικοί της λογοτεχνίας, την εκχωρούν σίγουρα οι αναγνώστες.
Πριν κλείσουμε τη σύντομη εισαγωγή μας θα ήθελα να αναφέρω ότι με το φανταστικό φλερτάρουν και έλληνες συγγραφείς που κατά τα άλλα δεν ασχολούνται με το είδος. Ο Μένης Κουμανταρέας για παράδειγμα, στον τόμο με αυτοβιογραφικά κείμενα που φέρει τίτλο «Η μέρα για τα γραπτά και η νύχτα για το σώμα», συμπεριλαμβάνει και ένα διήγημα που ανήκει στην κατηγορία της επιστημονικής φαντασίας, το «Ο θείος Κρίτων από τους πάγους». Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του Άρη Σφακιανάκη με τίτλο «Οι παράξενες συνήθειες της οικογένειας Μόρφη» και η δεύτερη του Ανδρέα Μήτσου με τίτλο «Ο φόβος της έκρηξης» βρίθουν επίσης από το φανταστικό.
Όμως ας προχωρήσουμε στην παρουσίαση του βιβλίου, που είναι και ο σκοπός της αποψινής βραδιάς.
Η «Εισαγωγή στο Φανταστικό» του Γιώργου Παπαδάκη είναι διεξοδικότατη και ιδιαίτερα εμβριθής. Τοποθετεί το θέμα τόσο θεωρητικά όσο και ιστορικά, με μεγάλη σαφήνεια και καθαρότητα. Στη συνέχεια ο Θεοδόσης Πελεγρίνης τονίζει τη σημασία της φαντασίας, απ’ όπου προέρχεται το φανταστικό, ως συστατικό στοιχείο της αντίληψης. Ο Τάσος Ρούσος δείχνει ανάγλυφα ότι δεν υπάρχουν στεγανά ανάμεσα στο ρεαλισμό και το φανταστικό, και ότι υπάρχει μια διαρκής όσμωση ανάμεσά τους. Ο Μιχάλης Σταφυλάς μιλώντας για το επιστημονικό-φανταστικό μυθιστόρημα επισημαίνει τις δυο τάσεις που διαμορφώθηκαν στους κόλπους του, την μηχανικο-τεχνική, με κύριο εκπρόσωπο τον Ιούλιο Βερν, και την κοινωνικο-ψυχολογική, που εξέφρασε ο Ουέλς και ο Άλντους Χάξλευ. Στην τελευταία αυτή κατηγορία πρέπει να εντάξουμε και την «Πολιτεία του ήλιου» του Τομάζο Καμπανέλα καθώς και την «Ουτοπία» του Τόμας Μουρ. Στην ίδια κατηγορία θα μπορούσαν κάποιοι να εντάξουν και το «Κομμουνιστικό μανιφέστο».
Ο Μάκης Πανώριος μας δίνει μια σύντομη ιστορία της «Ελληνικής φανταστικής λογοτεχνίας» στο εκτενές ομώνυμο κείμενό του, ξεκινώντας από τα αρχαία χρόνια. Χρήζει συζήτησης η θέση του ότι «Εφόσον το Φανταστικό σχετίζεται άμεσα με το αφύσικο, είναι αναμενόμενη η εμφάνισή του σε περιόδους που αποσταθεροποιείται η συνηθισμένη μορφή της καθημερινότητας και η τάξη των πραγμάτων και γενικώς, όταν εμφανίζονται αναταραχές, ανατροπές και ρήγματα στον περιβαλλοντικό και ανθρώπινο ιστό, ‘αφύσικα’ δηλαδή συμβάντα, που τον υπονομεύουν» (σελ.47). Έργα όπως το «1984» και «Ο θαυμαστός καινούριος κόσμος» ενισχύουν την άποψή του. Ο Θωμάς Μαστακούρης ασχολείται με το δεύτερο υποείδος του φανταστικού, με μια περιεκτική «Εισαγωγή στη λογοτεχνία της ηρωικής φαντασίας». Μας δίνει τα κύρια χαρακτηριστικά της: «Πρώτον, σε κάθε έργο της υπάρχει ένας λεπτομερώς περιγραφόμενος κόσμος έξω και πέρα από το δικό μας, με ιδιαίτερη γεωγραφία, ιστορία, πανίδα και χλωρίδα. Δεύτερον, υπάρχει ένας πολιτισμός που δε διαθέτει αναπτυγμένη τεχνολογία και ο οποίος τις περισσότερες φορές θυμίζει την ιστορική περίοδο του ευρωπαϊκού μεσαίωνα ή της αναγέννησης. Τρίτον, έχουμε μια έντονη παρουσία του υπερφυσικού με τη μορφή θεών, δαιμόνων, μάγων, τεράτων και εξωτικών έλλογων φυλών, που μοιράζονται τον φανταστικό αυτό κόσμο με τους ανθρώπους» (σελ. 58). Ο Γιώργος Παπαδάκης μας εισάγει στο τρίτο υποείδος του φανταστικού, στο τρόμο. Horror films, thrillers, και παλιότερα Grand Guignol, είναι μερικοί από τους όρους με τους οποίους είναι γνωστό στο χώρο του κινηματογράφου. Κάνει και αυτός μια εκτενή ιστορική αναδρομή, στην οποία δεν παραλείπει να αναφέρει το γνωστότατο σε όλους μας τέρας του Φρανκεστάιν και στον Δράκουλα.
Στη συνέχεια η Δόμνα Παστουρματζή, μιλώντας για την επιστημονική φαντασία, επισημαίνει ότι υπήρξε σε πολλές περιπτώσεις ο εμπνευστής επιστημονικών ερευνών, και αυτά που πριν ήταν επιστημονική φαντασία έγιναν επιστημονική πραγματικότητα. Τα υποβρύχια και τα ρομπότ είναι από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ακόμη μιλάει για τον αλληγορικό χαρακτήρα που έχουν πάρα πολλά έργα επιστημονικής φαντασίας.
Ο Γιώργος Παπαντωνάκης και η Δέσποινα Κώτη τονίζουν πόσο η επιστημονική φαντασία στην παιδική λογοτεχνία ενισχύει την αίσθηση οικουμενικότητας και την ενότητα της ανθρωπότητας. Ένα κοινό μοτίβο, θα έλεγα όχι μόνο στην παιδική λογοτεχνία, είναι όλα τα κράτη της γης να ενώνονται για να αντιμετωπίσουν εξωγήινους εισβολείς.
Δυο από τα πιο σημαντικά κείμενα του έργου είναι τα δυο επόμενα δοκίμια του Γιώργου Παπαδάκη, το ένα πάνω στον Έντγκαρ Άλλαν Πόε και τον Χάουαρντ Φίλιπς, και το άλλο πάνω στον Ερνέστο Θεόδωρο Αμεδαίο Χόφμαν. Και οι τρεις αυτοί συγγραφείς γεφυρώνουν την «υψηλή» λογοτεχνία με την «παραλογοτεχνία» του φανταστικού, με ή χωρίς εισαγωγικά.
Η Ελευθερία Τζαβάρα μας μιλάει για ένα λιγότερο γνωστό, αλλά εξίσου σημαντικό έργο του Τόλκιν, το «Σιλμαρίλλιον», μια σύγχρονη εκδοχή κοσμογονίας. Ο Θανάσης Βαρβατσούλης μας θυμίζει πως στα ομηρικά έπη βρίθει το φανταστικό. Η Γαρυφιλλιά Ντζιούνη μας μιλάει για τη μουσική και το τραγούδι στην αρχαιότητα, που συχνά είναι σύμφυτα με τις φανταστικές διηγήσεις. Ο μύθος του Ορφέα και το επεισόδιο με τις σειρήνες στην Οδύσσεια είναι οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Τονίζει ακόμη το πόσο η μουσική και οι κοσμογονικοί θρύλοι ήταν αλληλένδετοι με τις τελετουργίες.
Πολύ ενδιαφέρον είναι το δοκίμιο του Δημήτρη Κολιοδήμου με θέμα «Το φανταστικό στον ελληνικό κινηματογράφο», όπου γίνεται μια λεπτομερής ιστορική αναδρομή, με άφθονες παραθέσεις τίτλων κινηματογραφικών ταινιών. Το τμήμα με τα θεωρητικά κείμενα κλείνει με τις «Αρχές της τηλεοπτικής επιστημονικής φαντασίας», όπου εδώ έχουμε άφθονες αναφορές σε ξένες τηλεοπτικές σειρές.
Και περνάμε στο λογοτεχνικό μέρος.
Το διήγημα το Πέτρου Αργύρη με τίτλο Flipside είναι κάτι αντίστοιχο με το roman a these. Η ιδέα του είναι ότι πιθανόν να μην είμαστε τίποτε άλλο παρά σκέψεις ενός ανώτερου όντος. Με μια ανάλογη ιδέα, παρεμπιπτόντως, κλείνει η Ευγενία Φακίνου το μυθιστόρημά της «Η Μερόπη ήταν το πρόσχημα», ότι πιθανόν δεν είμαστε παρά ήρωες ενός βιβλίου που μας διαβάζει κάποιος.
Το διήγημα του Γιάννη Σολδάτου «Διάγγελμα του Προέδρου της Δημοκρατίας προς το έθνος» είναι μια αλληγορία πάνω στην πρόσφατη ιστορία μας, και ταυτόχρονα ένα σαρκαστικό σχόλιο για το «ελληνικό όνειρο», κατά το American dream. «Και πάνω από όλα, λέει ο πρόεδρος, μην ξεχνάτε το οικονομικό μου πιστεύω: Τα μπουρδέλα θα σώσουν τη χώρα από την οικονομική κατάρρευση». Ένα από τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται στην ομιλία του είναι η Αναστασία η πουτάνα. «Χρησιμοποιώ αυτή την παρένθεση για να σας ανακοινώσω πως η Αναστασία, χωμένη στο βούρκο της ντροπής αποκαταστάθηκε τόσο πολύ οικονομικά, που σήμερα ελέγχει τις μεγαλύτερες τράπεζες της Αμερικής, της Ευρώπης και της Κίνας. Έτσι ακριβώς είναι και χαίρομαι που σας βλέπω συγκινημένους να ατενίζετε με αισιοδοξία το μέλλον… (σελ. 208). Θα μου επιτρέψετε να σχολιάσω, οι πουτάνες μπορεί να ατενίζουν με αισιοδοξία το μέλλον, εμείς θα έλεγα μάλλον όχι. Θεματικά το διήγημα θυμίζει το «Φθινόπωρο ενός πατριάρχη» του Μάρκες, τυλιγμένο στην αχλή του λατινοαμερικάνικου μαγικού ρεαλισμού.
Το «Χαμόγελο του Σαμαρνού» του Θωμά Μαστακούρη, διήγημα ηρωικής φαντασίας, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον. Βρίσκεται στην παράδοση του μαγικού παραμυθιού. Θα μπορούσαμε να του κάνουμε μια ανάλυση κατά Βλαντιμίρ Προπ, που το βιβλίο του «Η μορφολογία του παραμυθιού» συνέβαλε σημαντικά στη δημιουργία του γαλλικού δομισμού, ή καλύτερα κατά Greimas, τον κύριο εκπρόσωπό του: Έτσι έχουμε τον Πομπό (Αλεάνα) και τον Δέκτη (τον Αμινόρ), το Υποκείμενο (τον Αμινόρ) και το Αντικείμενο (το Χαμόγελο της Σαμαρνούς), τον βοηθό (τη γυναικεία φωνή που τον καθοδηγεί αφού ανέβηκε όλους τους ορόφους του ανακτόρου) και τον αντίμαχο (οι φρουροί του ανακτόρου της σελήνης). Το μοτίβο της αναζήτησης είναι το κεντρικό μοτίβο του διηγήματος, όπως και στον Αλχημιστή του Coelho, αλλά τον ξεπερνά σε ευρηματικότητα. Ο θησαυρός που βρίσκει ο ήρωας στο τέλος της αναζήτησης, που δεν είναι άλλος από το γλυκύ χαμόγελο στο πρόσωπο μιας κοπέλας, τον δικαιώνει για τις περιπέτειες που πέρασε. Τα λόγια του ήρωα «Αυτή η αναζήτηση, όπως κι όλες οι άλλες, δεν έγιναν για χάρη της Αλεάνας, αλλά για χάρη της δικής μου, ανήσυχης ψυχής» (σελ. 216) παραπέμπουν τόσο στην Ιθάκη του Καβάφη, όπου η Ιθάκη δεν είναι ο στόχος αλλά η αφορμή για την περιπέτεια, όσο και στην «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη, όπου ο Οδυσσέας πριν καλά καλά φτάσει στην Ιθάκη την εγκαταλείπει για χάρη της περιπέτειας.
Να αναφέρουμε τέλος τον αριθμό επτά με τις μυστικιστικές ιδιότητές του που επαναλαμβάνεται συνεχώς στο παραμύθι (Επτά φρουροί, επτά δοκιμασίες, επτά θυγατέρες, επτά βράδια) και τα πολλαπλάσιά του (δεκατέσσερις ήρωες, εβδομήντα χρόνια).
Το «Άγιο Πτώμα» του Χρήστου Κουλούρη είναι ένα διήγημα τρόμου, με αντιπολεμικό μήνυμα. Το εφέ του απροσδόκητου στο τέλος, με τον αφηγητή να μας αποκαλύπτει ότι είναι νεκρός, είναι ιδιαίτερα ευρηματικό.
Του ίδιου συγγραφέα είναι και το επόμενο διήγημα, το «Βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας 2100». Είναι ένα οργουελικό «1984» στη μικρογραφία του διηγήματος, όπου το πρόβλημα δεν θα είναι ο «μεγάλος αδελφός», αλλά η έλλειψη των μικροαπολαύσεων και των μικροχαρών της ζωής όπως είναι κάποια νόστιμα τρόφιμα.
Το «Ένα φάντασμα στη μηχανή» του Θανάση Βέμπου, ο οποίος έχει σπουδάσει προγραμματιστής, σχολιάζει τις απίστευτες δυνατότητες της πληροφορικής. Στο τέλος του διηγήματος, καταλήγει: «Ταιριαστή σύμπτωση για τη συμπλήρωση του ενάμισι αιώνα από την αρχή της έκδοσης του περιοδικού. Από το πιεστήριο στο DTP. Από το DTP στην ηλεκτρονική μορφή. Από την ηλεκτρονική μορφή στα Δίκτυα. Και από τα δίκτυα.. πού;» (σελ. 235).
Φαν και εγώ της πληροφορικής, με δημοσιεύσεις για το ηλεκτρονικό κείμενο και το διαδίκτυο, έχω πει επανειλημμένα σε παρέες ότι την πρόοδο της ανθρωπότητας την βλέπω σε κάθε καινούρια έκδοση των windows.
Υπάρχουν και οι απαισιόδοξοι. Η στάση εξάλλου απέναντι στην τεχνολογία ήταν πάντα διττή: Ανεπιφύλακτη αποδοχή ή έντονος σκεπτικισμός. Στη δεύτερη αυτή κατηγορία ανήκει το διήγημα του Μιχάλη Σταφυλά με τίτλο «Διαμαρτυρία». Το μέλλον της ανθρωπότητας κατά τον συγγραφέα διαγράφεται ζοφερό μετά την ανακάλυψη της πυρηνικής ενέργειας.
Το «Πετ Σοπ» του Βασίλη Χειλά είναι ένα θαυμάσιο διήγημα τρόμου στην καλύτερη παράδοση του Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Αράχνες, σκορπιοί και φίδια, είναι οι πρωταγωνιστές του. Όσο για τον ήρωα και πρωτοπρόσωπο αφηγητή, θα φαγωθεί στο τέλος από τους αρουραίους.
Το βιβλίο κλείνει ο Γιώργος Παπαδάκης με το εκτενές διήγημα τρόμου «Τα όνειρα στο σπίτι βόρεια του Πλάντον», κι αυτό στην παράδοση του Έντγκαρ Άλλαν Πόε. Το θαυμασμό του για τον Πόε εξάλλου ο Παπαδάκης τον έδειξε στα θεωρητικά του κείμενα στο πρώτο μέρος. Το θαυμάσιο αυτό ατμοσφαιρικό διήγημα, με το έντονο σασπένς, καταλήγει σε μια φρικιαστική εικόνα. «Ήταν, βουτηγμένο στο αίμα, αποτρόπαιο λάφυρο ενός ακατονόμαστου δαίμονα, με γουρλωμένα μάτια, μια στιγμή πριν από την τελευταία του πνοή, το καταματωμένο κεφάλι του φίλου μου, που με καλούσε σε βοήθεια».
Η τελευταία αυτή παράγραφος του διηγήματος είναι με πλαγιαστά, πολύ ταιριαστά κατά τη γνώμη μου. Αποτελεί την κορυφαία στιγμή του διηγήματος, και αυτή είναι που εντυπώνεται στον αναγνώστη περισσότερο από κάθε τι άλλο. Μια ανάλογη σκηνή, η μόνη που θυμάμαι, είναι από μια ταινία τρόμου με τον τίτλο «Ανακόντα», η πρώτη που είδα στο καινουριοαγορασμένο μου dvd player πριν από πάρα πολλά χρόνια: το κομμένο κεφάλι του φίλου του κεντρικού ήρωα, στο στόμα του ανακόντα, να του κάνει μια γκριμάτσα.
Στο διήγημα αυτό βρίσκω και το μοτίβο της γυναίκας-καταστροφέα. Το θείο πλάσμα με το θείο χαμόγελο αποδεικνύεται τελικά διαβολογυναίκα, που παραλίγο να αποβεί μοιραία για τον ήρωα αφηγητή. Το θέμα αυτό το συναντάμε στον Καζαντζάκη, κυρίως στον «Καπετάν Μιχάλη». Ο Καπετάν Μιχάλης σφάζει την Εμινέ Χανούμ, γιατί ο έρωτάς του γι αυτήν ήταν εμπόδιο στον ιερό του σκοπό, την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Τούρκους.
Νόμισα ότι αυτό ήταν μια επινόηση του Καζαντζάκη, μέχρι που διάβασα ότι ο Μωάμεθ ο πορθητής, αυτός που κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη, έσφαξε μια γυναίκα από το χαρέμι του όταν κατάλαβε ότι την είχε ερωτευθεί. Ίσως ο Καζαντζάκης να είχε υπόψη του το γεγονός. Στον «Τελευταίο Πειρασμό» του Σκορσέζε, στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου του Καζαντζάκη, η ωραία κοπέλα δεν είναι παρά ο διάβολος που ζητά να παραπλανήσει το Χριστό πάνω στο σταυρό. Ο «Γαλάζιος άγγελος» του Joseph von Sternberg με την Μάρλεν Ντίτριχ έχει σαν κεντρικό θέμα αυτή την ιδέα. Ο αξιοσέβαστος καθηγητής ξεπέφτει εξαιτίας μιας γυναίκας. Ο Οδυσσέας έκανε πολύ καλά και βούλωσε τα αυτιά των συντρόφων του με κερί για να μην ακούσουν το τραγούδι των σειρήνων, και ο ίδιος ήταν τυχερός που δεν κατάφερε να λυθεί. Όσο για τον Αδάμ, αυτός την πάτησε, και μαζί του όλη η ανθρωπότητα, με το να φάει το μήλο που του πρόσφερε η Εύα. Από την αρχετυπική εικόνα της γυναίκας ως πειρασμού που παρασύρει τον άνδρα μάλλον δεν θα απαλλαγούμε ποτέ.
Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω τη μοναδικότητά αυτού του βιβλίου, όχι μόνο γιατί καλύπτει ένα κενό στην αγορά πάνω στο θέμα, αλλά και για την εξαιρετική ποιότητα των κειμένων του, τόσο των θεωρητικών όσο και των λογοτεχνικών. Καλοτάξιδο να είναι.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment