80η ιστορία, Ο γάιδαρος
Ο Στεφανής έχει εδώ και χρόνια
μετακομίσει στας αιωνίους μονάς, αφού υπηρέτησε επαξίως τας επιγείους. Για την
ακρίβεια όχι ακριβώς τας επιγείους μονάς, αλλιώς μοναστήρια, αλλά τας εκκλησίας· και όχι όλας
τας εκκλησίας, αλλά αυτές του χωριού μας.
Τον θυμάμαι, κοντούλης και
παχουλός, να περνάει από τα σοκάκια του χωριού διαλαλώντας: -Ένα κοκόρι της
εκκλησίας στο λότος, ένα κοκόρι της εκκλησίας στο λότος. Όποιος ήθελε να
ενισχύσει την εκκλησία, αλλά και με την ελπίδα μιας αχνιστής κοκορόσουπας,
αγόραζε λαχνό.
Ο Στεφανής αγωνίζεται να βγάλει το
γάιδαρό του έξω από το στάβλο. Αυτός, αφού έκανε κάποια βήματα, σταμάτησε και δεν
το κουνούσε πια ρούπι. Ότι κι αν έκανε ο Στεφανής, όσο κι αν του φώναζε και όσο
κι αν τον τράβαγε από το χαλινάρι, ο γάιδαρος φαινόταν να έχει πραγματικά
γαϊδουρινό πείσμα.
Φαινόταν. Γιατί, όπως αποδείχθηκε,
ο γάιδαρος δεν το κουνούσε όχι από πείσμα αλλά γιατί ήταν δεμένος. Ο Στεφανής
είχε ξεχάσει να τον λύσει. Κάποια στιγμή φαίνεται το αντιλήφθηκε, πιθανόν να
αυτοφασκελώθηκε, σίγουρα όμως έλυσε το γάιδαρο για να πάει στο χωράφι.
Όμως πώς μαθεύτηκε η ιστορία;
Ίσως το είπε στη γυναίκα του την
Ελευθερία και αυτή το είπε σε κάποια αποσπερίδα στις γειτόνισσες για να γελάσουνε.
Κάποια από αυτές το είπε στον άντρα της και αυτός το διέδωσε στο καφενείο. Αυτή
είναι η πιο πιθανή εκδοχή. Όπως και να έχει, δεν νομίζω ο Στεφανής να ξέχασε
άλλη φορά να λύσει τον γάιδαρο όταν ήθελε να πάει στο χωράφι.
No comments:
Post a Comment