Book review, movie criticism

Wednesday, August 29, 2018

Philippe Lioret, Toutes nos envies (2011)




  Έχω αποφασίσει να βλέπω όσο μπορώ περισσότερες ταινίες σκηνοθετών «που τους πάω» και να μη βλέπω ταινίες σκηνοθετών, κατά τα άλλα καταξιωμένων, «που δεν τους πάω» (έκφραση του συγχωρεμένου του Κουμανταρέα που την υιοθέτησα, καθώς πάντα είχα την αντίληψη ότι για την λογοτεχνία και για την τέχνη γενικά «De gustibus non est disputandum», αλλιώς «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα»). Βλέποντας στη δημοσιογραφική προβολή τον «Οικογενειακό φίλο» του Φιλίπ Λιορέ είπα ότι αυτός είναι ένας σκηνοθέτης που τον πάω. Και αποφάσισα να δω και άλλες ταινίες του. Είδα ακόμη δυο. Σειρά έχει σήμερα η ταινία του «Όλες μας οι επιθυμίες».
  Η ταινία βασίζεται χαλαρά πάνω στο βιβλίο του Emmanuel Carrėre «Dautres vies que le mienne», Άλλες ζωές εκτός από τη δική μου, όπου διηγείται τις ιστορίες ανθρώπων που συνάντησε. Ξεκινάει από τη Σρι Λάνκα όπου βρισκόταν για διακοπές με τη φίλη του και τα παιδιά της. Τότε γίνεται το μεγάλο τσουνάμι (2004) που στοίχισε τη ζωή σε τόσες ζωές. Μια οικογένεια Γάλλων έχασαν τη μοναχοκόρη τους.
  Γυρνώντας στο Παρίσι πέφτει πάνω σε άλλο δράμα. Η κουνιάδα του πεθαίνει από καρκίνο, αφήνοντας τρία παιδιά. Λίγο αργότερα συναντά ένα συνάδελφό της, δικαστή και αυτόν, επίσης καρκινοπαθή που του έχουν κόψει το ένα πόδι, που του διηγείται τις προσπάθειες που έκαναν με τη μακαρίτισσα να γλιτώσουν υπερχρεωμένους ανθρώπους.
  Και ένα συγκινητικό: ο άντρας της με τον οποίο είχε χωρίσει επιστρέφει κοντά της και της συμπαραστέκεται στις τελευταίες μέρες της ζωής της. Και αυτό γιατί ξέρω μια πραγματική ιστορία που μου τη διηγήθηκε ο ξάδελφός μου ο Γιώργης ο Τζανετάκης σε μια επίσκεψη στο νεκροταφείο του χωριού μας. Μου έδειξε τη φωτογραφία μιας πανέμορφης κοπέλας σε ένα τάφο. Συμμαθήτρια και συναδέλφισσά του, δασκάλα και αυτή, προσβλήθηκε από καρκίνο. Ποια ήταν η συνέχεια; Ο άνδρας της την εξαπέστειλε. Ήλθε στο χωριό όπου την περιποιήθηκε η αδελφή της μέχρι το θάνατό της.
  Τα παραπάνω τα διάβασα στη βικιπαίδεια για το βιβλίο του Καρέρ. Με βάση τις δεύτερες ιστορίες ο Λιορέ φτειάχνει την ταινία του, της οποίας το σενάριο υπογράφει ο ίδιος μαζί με τον Emmanuel Courcol.   
  Η Κλαιρ, δικαστίνα, συγκινείται από τη μοίρα μιας γυναίκας υπερχρεωμένης που συμπτωματικά είναι και η μητέρα της καλύτερης φίλης της μικρής της κόρης. Θα προσπαθήσει να την ξεμπλέξει. Θα της πάρουν την υπόθεση από τα χέρια με κάποια πρόφαση. Θα παρακαλέσει τον Στεφάν να την αναλάβει. Και αυτός θα κάνει τα αδύνατα δυνατά για να την ξελασπώσει. Βλέπει παρατυπίες στο δανειακό συμβόλαιο, που δεν έχει νόημα να τις επαναλάβουμε εδώ, θα μείνουμε μόνο στο σε όλους γνωστό «στα ψιλά». Στα ψιλά βρίσκονται οι παγίδες ενός συμβολαίου που ελάχιστοι μπαίνουν στον κόπο να διαβάσουν.
  Θα τα καταφέρει. Όμως η ίδια δεν θα ζήσει να δει αυτή τη δικαστική νίκη. Σε όλο αυτό το διάστημα έδινε το δικό της αγώνα με τον καρκίνο. Όμως αυτός, ψέματα, θα της ψιθυρίσει όταν βρισκόταν περίπου σε κώμα ότι τα κατάφεραν. Την επιβεβαίωση θα τη λάβει μέρες αργότερα με το ταχυδρομείο.
  Με τα «ψιλά» είχαμε κι εμείς πρόβλημα. Όταν παντρευτήκαμε είμαστε άφραγκοι, αλλά με μόνιμη δουλειά. Ο πατέρας μου φτωχός αγρότης, ο πεθερός μου την προηγούμενη χρονιά είχε παντρέψει την κουνιάδα μου. Πώς να παντρευτούμε; Να πάρουμε δάνειο. Πώς να το πάρουμε όμως; Αργότερα ήταν που οι τράπεζες έδιναν αφειδώς δάνεια. Ο πεθερός μου προθυμοποιήθηκε, θα έβαζε υποθήκη το σπίτι του και εμείς θα πληρώναμε τις δόσεις. Δεν ήταν πολλά λεφτά, αλλά μόνο με υποθήκη θα το έδιναν. Πόσο θα ήταν το επιτόκιο; 16 τόσο τοις εκατό του είπαν και εμείς δεχτήκαμε. Τώρα πώς στο καλό προέκυψε, όταν αρχίσαμε να πληρώνουμε, και το 16 έγινε κάπου 23, δεν το μάθαμε. Μάλλον του είπαν 16 αλλά στο συμβόλαιο που τον έβαλαν να υπογράψει το 23 ήταν στα ψιλά. Ίσως το 16 να ήταν για την πρώτη δόση, όπως στο συμβόλαιο εκείνης της γυναίκας.
  Θα κάνω τα αδύνατα δυνατά για να μην ξαναδανειστώ. Όταν βγήκα στη σύνταξη πλήρωσα κάπου 1600 ευρώ τόκους κάνοντας υπερανάληψη από το λογαριασμό όψεως που είχα για τη μισθοδοσία μου, γιατί τότε δεν έδιναν έναντι στους συνταξιούχους, έπρεπε να κόψουμε το λαιμό μας για να ζήσουμε μέχρι να βγει η σύνταξη, μετά από καμιά δεκαριά περίπου μήνες.
 

No comments: