Γεώργιος Μενεγάκης (1928-2018), Από μις Ελλάς τροτέζα, 1956,
σελ. 38
Η παρακάτω βιβλιοκριτική
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ιεράπετρα 21ος αιών» στο φύλλο της Πέμπτης
2 Αυγούστου.
Το σαρανταήμερο
μνημόσυνο θα τελεσθεί στον ιερό ναό της Παναγίας στο Κάτω Χωριό την Κυριακή 5
Αυγούστου. Ταυτόχρονα και το τρίμηνο μνημόσυνο της Φωτούλας Θαλασσινού.
Με το ψευδώνυμο Γέω
Μένες, που παραπέμπει όμως άμεσα στο όνομά του, ο χωριανός και δάσκαλός μου,
καθηγητής αγγλικών Γεώργιος Μενεγάκης, εξέδωσε στα 28 του χρόνια τη νουβέλα
«Από μις Ελλάς τροτέζα».
Τη διάβασα όταν
ήμουν μαθητής, αλλά μόνο ξαναδιαβάζοντάς τη τώρα μπόρεσα να εκτιμήσω πλήρως το
ταλέντο του·
ένα ταλέντο που δυστυχώς έμεινε αναξιοποίητο. Όπως μας είπε η κόρη του η Μαρία,
υπάρχουν πολλά ανέκδοτα κείμενά του. Ήταν δύσκολο να εκδώσεις τα χρόνια εκείνα,
και φαντάζομαι θα ήταν άθλος να εκδώσει τη νουβέλα του αφού, όπως ξέρουμε οι
χωριανοί, ο ταλαντούχος αυτός μαθητής σπούδασε με μεγάλες οικονομικές
δυσκολίες. Ευτύχησα να τον έχω καθηγητή στην τρίτη γυμνασίου, το 1965. Ήταν ο
μοναδικός καθηγητής αγγλικών, μόλις είχε έλθει στο μοναδικό γυμνάσιο τότε της
Ιεράπετρας, και φυσικά ήταν αδύνατο να καλύψει όλα τα τμήματα.
Αφηγηματικά η
νουβέλα ξεκινάει in media res.
Η Κάτια, πρώην μις Ελλάς, γίνεται τώρα τροτέζα, δηλαδή πόρνη του πεζοδρομίου (trottoir στα
γαλλικά θα πει πεζοδρόμιο), μια και μόλις έκλεισε το «σπίτι» όπου δούλευε, όπως
και όλα τα πορνεία με κυβερνητική απόφαση:
«Ως κι η Θάλεια,
αυτή η ελαφρόμυαλη, που προδιάθεση σαν νάχε για τέτοια ζωή, ζάρωσε για πρώτη
φορά το μέτωπό της όταν διάβασαν στην εφημερίδα την απόφαση της κυβέρνησης να
κλείσει τα πρατήρια της γενετήσιας ηδονής» (σελ. 5).
Μόλις έχει πάρει τον τελευταίο πελάτη, έναν
αηδιαστικό τύπο, και ξεφυλλίζει ένα άλμπουμ με φωτογραφίες, αναθυμούμενη την
περασμένη της δόξα.
Δεν πρόκειται για
νατουραλιστικό έργο, περισσότερο βρίσκεται στην παράδοση του μελοδράματος. Η
Κάτια δεν γίνεται μις Ελλάς μόνο χάρη στην ομορφιά της, και ούτε ξεπέφτει όπως
ξεπέφτουν συχνά πρώην διασημότητες.
Ο Τώνης ήταν ο
πρώτος της έρωτας και έπεσε γρήγορα στην αγκαλιά του.
Μοιραίο λάθος! Ο
άντρας υποτιμάει τη γυναίκα που του δίνεται εύκολα.
Της φέρεται με
περιφρόνηση, όμως πρέπει να την παντρευτεί, καθώς αυτό απαιτεί ο κώδικας τιμής
της εποχής (μόλις αναρτήσαμε στο blog μας κάτι ανάλογο, τη βιβλιοκριτική μας για την «Παρθένα των 18
καρατιών» του Πιτιγκρίλι).
Και τι μηχανεύεται
για να γλιτώσει; να την αναδείξει σε μις: πρώτα της γειτονιάς, μετά της
Ελλάδας. Όμορφη η Κάτια, όμως έβαλε και τα μέσα, ανάμεσα στα οποία ήταν οι
κλακαδόροι και οι δημοσιογράφοι. Είναι σίγουρος ότι μετά θα τον ξεχάσει.
«Ήτανε το γράψιμό
τους λυσσασμένο και φανάτιζε και δημιουργούσε λαϊκό ρεύμα και τόση ομογνωμία
έβρισκε κανείς σε μερικούς ατημέλητους δρόμους που έφτανες χωρίς προσπάθεια στο
συμπέρασμα πως αυτή ήταν η κοινή γνώμη, που από δαύτη εμπνεύστηκαν τούτα τα
δημοσιογραφικά σκυλιά κι όχι η κοινή γνώμη από δαύτους» (σελ. 11).
Το κατάφερε. Πράγματι
η Κάτια έπαψε να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν.
Και αυτός; Ξαφνικά,
με τα φώτα της δημοσιότητας στραμμένα πάνω της, την είδε με άλλο μάτι. Τώρα πια
την ήθελε, αλλά ήταν αργά. Και μεθοδικά άρχισε να οργανώνει την πτώση της για
να εκδικηθεί.
Και τα κατάφερε.
Από «μοντέλο» έγινε
κοπέλα των μπαρ, για να καταλήξει σε πορνείο και τελικά στο πεζοδρόμιο.
Μετανιωμένος
βλέποντας την κατάντια της, θα καταφύγει γεμάτος τύψεις σε μοναστήρι. Η Κάτια,
σε μια αποστροφή σ’ αυτόν in absentia
του εκφράζει τα παράπονά της, σε τρεις ολόκληρες σελίδες. Όμως δεν τον
κατηγορεί.
«Τώνη δεν σε
κατηγορώ. Δεν φταις εσύ καθόλου για τις παγωνιές και τις λάσπες, για τις
προσβολές και τις βρισιές. Δεν φταις εσύ καθόλου για τ’ άγριο κυνηγητό απ’ τους
αστυφύλακες. Στο λέω άλλη μια φορά πως δεν φταις, πίστεψέ με πως εσύ δεν φταις
που εγώ κυλίστικα κάτω από σκελετούς καταφαγωμένους απ’ τη σύφιλη και τη
φυματίωση» (σελ. 29).
Στο όνειρό του τη βλέπει
να προετοιμάζει την αυτοκτονία της, πράγμα που διαβάσαμε πιο πριν, και μάλιστα
συγκεκριμένη ώρα. Τρέχει να την
προλάβει. Έξοχα χειρίζεται το σασπένς ο Μενεγάκης, με τους γονείς της να
προσπαθούν να τον περιποιηθούν, καθυστερώντας τον.
Θα τον καθυστερήσουν
μόνο για λίγο, αρκετά όμως για να πέσει πάνω στο κρεμασμένο σώμα της όταν
φτάσει σπίτι της. Θα το ξεκρεμάσει και θα κρεμαστεί ο ίδιος. Θέλει να προλάβει
να τη συναντήσει στο δρόμο της για τον άλλο κόσμο.
Όμως ο Μενεγάκης εδώ
στρέφει την πλάτη του στο μελόδραμα. Αν ήταν πιο προσεκτικός ο Τώνης θα άκουγε
ότι η καρδιά της κτυπούσε αδύναμα. Και, με το εφέ του απροσδόκητου, μας την
παρουσιάζει να έχει σωθεί στις τελευταίες σελίδες της νουβέλας.
Και φυσικά στρέφει
την πλάτη του και στο ρομάντζο. Η νουβέλα θα μπορούσε να τελειώνει με τους δυο
παλιούς αγαπημένους να ξεκινούν μια νέα ζωή. Όμως μόνο η Κάτια επέζησε.
Η τριτοπρόσωπη
αφήγηση στον επίλογο μας παρουσιάζεται πρωτοπρόσωπη, με τον αφηγητή
εξωδιηγητικό ετεροδιηγητικό. Στις εφημερίδες έμαθε την είδηση. Ενδιαφέρθηκε,
έμαθε λεπτομέρειες για τη ζωή των δυο αυτών ανθρώπων, και με βάση αυτές
συνέθεσε την ιστορία του, ακριβώς όπως διαβάζουμε για κάποια ταινία ότι
«βασίζεται σε πραγματικό γεγονός».
«Όντας λοιπόν
βουτημένος σε μια ανυπόφορη πλήξη για τη μηδαμινή και μάταιη ζωή του εαυτού
μου, μούλθε η ιδέα να χώσω τη μύτη μου σε ξένα πράματα μέσα. Να ζήσω λιγάκι έξω
απ’ τον εαυτό μου. Να ζήσω τη ζωή των άλλων ανθρώπων. Να ζήσω πολλές ζωές! Να
δω αν ίδιοι με μένα είναι. Ή, τι πράματα αυτοί οι άνθρωποι είναι. Γιατί όπως τα
κτίρια έτσι κι αυτούς κάθε μέρα τους βλέπω μπροστά μου, κι είναι κείνοι από
εκείνα πιο δυσεξήγητοι.
Όλα αυτά τα πράματα
τάκλεινε μέσα της η περιέργειά μου. Κι αυτά με σπρώξανε ως το νοσοκομείο. Εκεί
πληροφορήθηκα πως η Νίτσα ή η Κάτια που ήταν και το πραγματικό της όνομα
πήγαινε καλλίτερα, κι ότι οι πιθανότητες τώρα για να ζήσει αύξαιναν, από στιγμή
σε στιγμή…
Έτσι μπόρεσα να
μαζέψω τα γεγονότα, να δώσω μια πυκνή, σύντομη σκιαγραφία της ζωής της, ως τη
μοιραία βραδυά που πήρε ξανά μια καινούργια τροχιά στο άγνωστο αυτό διάστημα.
Εδώ τελειώνει και το ενδιαφέρον μου για την τύχη της. Της εύχομαι μια ήρεμη και
ευτυχισμένη ζωή».
Εδώ τελειώνει και η
νουβέλα.
Υφολογικά ο
Μενεγάκης αρέσκεται στην αφήγηση, ο διάλογος καταλαμβάνει μικρό τμήμα μόνο στο
έργο του. Με αρκετή γλαφυρότητα αφηγείται κομβικά σημεία της πλοκής, όπως την
αυτοκτονία της Κάτιας. Ακόμη αρέσκεται σε μικρές προτάσεις. Επίσης του αρέσει
να τοποθετεί το ρήμα στο τέλος, κάτι που συνάντησα πρόσφατα και στο βιβλίο «Μνήμες
από το Ληξούρι» του Μάκη Μωραΐτη, και πριν επτά χρόνια στο
μυθιστόρημα «Ψάχνοντας για
χρυσό» του Γιώργου Ξηροτύρη. Θα δώσουμε ένα χαρακτηριστικό
απόσπασμα. Ο Τώνης μονολογεί:
«Αυτή τη νύχτα
ένοιωσα πόσο απατήθηκα και νομίζω πως με το νάμπω σ’ αυτή τη ζωή και ν’ αλλάξω
όνομα, θάτανε δυνατό την άφεση των εγκλημάτων μου να πάρω. Των εγκλημάτων μου
οι συνέπειες θα συνεχίζονται. Ποιος άλλος εκτός από μένα είναι σωστό να τις
αναχαιτίσει; Αυτή τη νύχτα ενάντιά μου ξεσηκώθηκε η συνείδηση. Εσύ Τώνη σ’ αυτή
τη ζωή την έσπρωξες. Εσύ Τώνη αιτία ήσουνα απ’ την Εταιρία Άνταμ Φιλμ να τη
διώξουνε. Εσύ Τώνη ήσουνα που έκανες τα έξοδα του Στέφανου να τη γλεντά μα και
να της ρίχνει ακόμα στο πιοτό αιμοφτύσματα από φυματικούς. Εσύ Τώνη στον
ολισθηρό της δρόμο την έσπρωξες» (σελ. 31).
Όσοι ενδιαφέρεστε να
διαβάσετε αυτή τη νουβέλα, μπορείτε να την κατεβάσετε από το blog μου (http://hdermi.blogspot.com) όπου την έχω αναρτήσει σε pdf.
Έχω ξεχωριστό label, Μενεγάκης.
Αγαπητέ δάσκαλε,
Γιώργη Μενεγάκη, ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει.
Σήμερα στο μνημόσυνο, στην πλατεία του χωριού,
του Κάτω Χωριού, ο Μάνος ο Δερμιτζάκης, του γιατρού του Αριστείδη ο γιος, μου
είπε κάτι για τον συγχωρεμένο το Μενεγάκη που αγνοούσα. Κάπου δυο χρόνια πριν
εκδώσει το «Από μις Ελλάς τροτέζα», δηλαδή το 1954, είχε γράψει ένα θεατρικό
έργο το οποίο ανέβασαν παιδιά του χωριού στο δημοτικό σχολείο. Ο Μάνος τότε πήγαινε,
αν θυμάται καλά, έκτη δημοτικού ή πρώτη γυμνασίου. Η υπόθεση ήταν η εξής: ένας επαρχιώτης,
ίσως κατωχωρίτης, πηγαίνει στην Αθήνα. Πέφτει στα νύχια κάποιων αετονύχηδων,
μάλλον θα του πουλούσαν κάποιο οικόπεδο, δεν είναι σίγουρος ο Μάνος. Όμως στο
τέλος τους την έφερε, γιατί τους έδωσε τυλιγμένα σε ένα χαρτί κατοχικά λεφτά. Ο
Μάνος έκανε τον γραμματέα του δικηγόρου, ενώ πρωταγωνιστής ήταν ένας πανωχωρίτης,
ο Νικολής ο Παραουλάκης, ο γιος του χασάπη, που πήγαινε στην Εμπορική Σχολή,
και μετά τον έβαλε ο Κοθρής ο βουλευτής στον Φοίνικα, την ασφαλιστική εταιρεία.
Έπαιζε και ο Κωστής ο Φραντζεσκάκης, ο συμβολαιογράφος. Επίσης
ο Γιάννης ο Παραουλάκης, ο γιος του θείου Νικόλα και της θείας Αθηνάς, γειτόνοι
που ήταν σαν θείοι μου.
Και μια ατάκα που
θυμόταν ο Μάνος: ο επαρχιώτης αυτός πήγε στην Αθήνα μάλλον καλοκαίρι και,
παραξενεμένος που δεν άκουγε τσιτσίρους (τζιτζίκια), μονολόγησε «Ε παντέρμη Άσαρη,
που σε ξεκουφαίνουν οι τσιτσίροι». Δεν ήξερα τι ήταν η Άσαρη και ο Μάνος μου
εξήγησε ότι είναι μια περιοχή κάπου πάνω από την Επισκοπή, ξεραΐλα
σκέτη.
Πάλι συμπληρώνω.
Χθες (7-8-2018) στην πλατέα συνάντησα την Άννα τη Σκορδιλάκη, συμμαθήτριά μου,
που καθόταν με την Μαρίκα, την αδελφή του Γιώργη, και με σύστησε. Την ήξερα σαν
όνομα, αυτή με θυμόταν πολύ μικρό. Ήταν εννιά χρόνια μικρότερη από τον αδελφό της.
Μου είπε κάποια βιογραφικά που είχα ξανακούσει παλιά, και κρίνω σκόπιμο να τα
παραθέσω εδώ.
Ο Γιώργης τέλειωσε
πρώτα την Πάντειο. Μετά, με το proficiency του Michigan,
όπως κι εγώ, έβγαλε άδεια διδασκαλίας και δίδαξε τρία χρόνια στο Καρπενήσι. Στη
συνέχεια τέλειωσε με υποτροφία την Αγγλική Φιλολογία, όπως κι εγώ. Συγκατοικούσε
τότε με την αδελφή του που σπούδαζε νοσηλευτική. Καλός μάγειρας, δεν την άφηνε
να μαγειρεύει.
No comments:
Post a Comment