Book review, movie criticism

Wednesday, May 11, 2022

Walter Benjamin, Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το χίλια εννιακόσια

Walter Benjamin, Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το χίλια εννιακόσια (μετ. Ιωάννα Αβραμίδου) Άγρα 2005, σελ. 158

 


  Το μόνο βιβλίο του Βάλτερ Μπένγιαμιν που έχω διαβάσει, απ’ όσο θυμάμαι, είναι το «Φραντς Κάφκα». Το διάβασα τότε που διάβαζα πακέτο τον Κάφκα.

  «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», είναι ο τίτλος του πρώτου βιβλίου, αυτοβιογραφικού, του Χρόνη Μίσσιου.

  Καλά, εσύ πέθανες νωρίς, θα μπορούσε να ειπωθεί για τον Κάφκα. Διαφορετικά θα είχε πεθάνει σε κάποιο στρατόπεδο συγκέντρωσης καθώς ήταν εβραίος. Όμως και ο Μπένγιαμιν πέθανε νωρίς, προσπαθώντας να ξεφύγει από τους ναζί. Τον έπιασε μια κρίση κατάθλιψης καθώς τους είχαν και περίμεναν στα σύνορα της Ισπανίας χωρίς να τους επιτρέπουν την είσοδο, και αυτοκτόνησε.

  Το βιβλίο μου το δάνεισε ο φίλος μου ο Κορακιανίτης. Ήξερε ότι μου αρέσουν οι βιογραφίες. Όμως η βιογραφία αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες που είχα διαβάσει. Από την πρώτη σελίδα μου θύμισε Προυστ. Έτσι δεν ένιωσα έκπληξη διαβάζοντας σε μια υποσημείωση κάποιες σελίδες παρακάτω: «Άξεστος από το Βερολίνο: Εννοεί τον Franz Hessel, με τον οποίο συνεργάστηκε για τη μετάφραση του Προυστ» (σελ. 17).

  Θα χαρακτηρίζαμε το κείμενο ποιητικό, καθώς η αναφορική λειτουργία (κατά Γιάκομπσον) είναι περισσότερο περιορισμένη από ό,τι θα περίμενε κανείς. Βασικά ο Μπένγιαμιν μιλάει για χώρους και για πράγματα που τον εντυπωσίασαν στην παιδική του ηλικία, και η αφήγηση κάθε δράσης περιστρέφεται γύρω από αυτά. Έτσι διαβάζουμε για την «Θριαμβική στήλη», για το «Τηλέφωνο», για την «Ενυδρίδα», για το «Κουτί της ραπτικής», για τα «Ντουλάπια» κ.ά. Στο κείμενο «Οι προσκεκλημένοι» ο Μπένγιαμιν δεν επικεντρώνεται τόσο στους προσκεκλημένος όσο στο κόσμημα που είχε η μητέρα του «σε σχήμα οβάλ». Είναι ακούραστος στην περιγραφή χώρων και αντικειμένων, με ένα ποιητικό τρόπο, γεμάτο μεταφορές.

  Τελικά το βιβλίο δεν είναι ακριβώς αυτοβιογραφία. Είναι διάφορα κείμενα που δημοσίευσε ο Μπένγιαμιν σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, έναντι πενιχροτάτης αμοιβής, όπως διαβάζω στο επίμετρο 1 του Rolf Tiedemann. Στο επίμετρο 2 του Αντόρνο που ακολουθεί διαβάζω:

  «Η “Berliner Kindheit” γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του τριάντα. Ανήκει στο χώρο της προϊστορίας του μοντερνισμού, για τον οποίο ο Μπένγιαμιν αγωνίστηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαπέντε χρόνων της ζωής του» (σελ. 149).

  Κάπου κάνει λάθος εδώ ο Adorno. Τη δεκαετία του ’30 τέλειωνε το κίνημα του μοντερνισμού που άρχισε στις αρχές του 20ου αιώνα. Το γράφει και η βικιπαίδεια.

  Όμως να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα. Το παρακάτω είναι από το «Τηλέφωνο».

  «Κι έτσι μπόρεσα να βιώσω πως κατά τη διάρκεια της υπερήφανης σταδιοδρομίας του ξεπέρασε την ταπείνωση της πρώτης περιόδου. Γιατί, καθώς ο πολυέλαιος, το αλεξίπυρον και οι φοίνικες εσωτερικού χώρου, οι κονσόλες και τα στρογγυλά τραπέζια στο χώρο υποδοχής, τα παραβάν, που συνωστίζονταν τότε στα σαλόνια, είχαν ήδη καταστραφεί και πεθάνει προ πολλού, το τηλέφωνο, εγκαταλείποντας πίσω του τους σκοτεινές διαδρόμους, έκανε τη βασιλική του είσοδο σε χώρους φωτισμένους και λαμπερούς, κατοικημένους από μια νεότερη γενιά, σαν μυθικός ήρωας, που κάποτε ήταν εκτεθειμένος σε ορεινό φαράγγι. Έγινε γι’ αυτή τη γενιά η παρηγοριά της μοναξιάς της. Στους απελπισμένους που ήθελαν να εγκαταλείψουν αυτόν τον κόσμο, έστελνε τα φωτεινά σήματα της τελευταίας ελπίδας…» (σελ. 28-29).

  Πρώτον: η μακροπερίοδος είναι ένα υφολογικό χαρακτηριστικό του Μπένγιαμιν.

  Δεύτερον: Για τη νέα γενιά, παρηγοριά της μοναξιάς της είναι τα κινητά, μέσα από τα οποία συνδέονται με μέσα κοινωνικής δικτύωσης και κάνουν τσατ με γνωστούς και αγνώστους.

  Συνεχίζω με το τηλέφωνο.

  «Το κουδούνισμά του μεταξύ δύο και τέσσερις, όταν κάποιος συμμαθητής και φίλος επιθυμούσε να μου μιλήσει, ήταν συναγερμός που διατάρασσε όχι μόνο τον μεσημεριανό ύπνο των γονιών μου, αλλά και ολόκληρη την ιστορική εποχή που μέσα στην παγκόσμια ιστορία αποτελούσε εγγύηση και προστασία γι’ αυτόν τον ύπνο» (σελ. 29).

  Mi sagrada siesta. Την προστατεύω κλείνοντας το κινητό μου και αποσυνδέοντας το τηλέφωνο.

  «Καθένας από εμάς έχει μια νεράιδα στην οποία κάνει μια ευχή» (σελ. 41).

  Εγώ στη δική μου νεράιδα δεν κάνω ευχή. Τη λένε Παρί (پری, νεράιδα στα περσικά).  

  Και ένα τελευταίο.

  «Αλλά όπως η μητέρα της Χιονάτης, η βασίλισσα, καθόταν κοντά στο παράθυρο όταν χιόνιζε, έτσι και η μητέρα μας, καθισμένη κοντά στο παράθυρο με το κουτί της ραπτικής της, έραβε, κι αν τρεις σταγόνες αίμα δεν έτρεξαν ποτέ από το δάχτυλό της, ήταν γιατί, για να δουλέψει, φορούσε πάντα μια δακτυλήθρα» (σελ. 117).

  Γιατί αυτό το απόσπασμα;

  Γιατί μου θύμισε και εμένα τη δαχτυλήθρα της μητέρας μου, την οποία χρησιμοποίησα κι εγώ κάποιες φορές.

  «Αυτή ήταν η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία για πρώτη φορά το βλέμμα του παιδιού προσπαθούσε να ακουμπήσει μια περαστική συνομιλώντας ταυτόχρονα με περισσό ζήλο με το φίλο του. Και ήταν τόσο μεγάλη η προσπάθειά του να μην προδοθεί, ούτε από τον τόνο της φωνής του ούτε από το βλέμμα του, που δεν έβλεπε σχεδόν τίποτα από την περαστική» (σελ. 126).

  Δεν νομίζω να συνάντησα άλλο χιουμοριστικό απόσπασμα στο βιβλίο.

 

No comments: