Αγαθή Γρίβα-Αλεξοπούλου, Μια ζωή σε χοροστάσια. Αρκαδικά και άλλα, Αρκαδικές εκδόσεις Επιλογή, σελ. 229
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Το ξαναδιάβασα πρόσφατα, στον «Μέγα Αλέξανδρο» του Καζαντζάκη. Η αντίδραση του Αλέξανδρου όταν ρώτησε τον Διογένη τον κυνικό τι χάρη θέλει να του κάνει και αυτός του είπε να παραμερίσει λίγο γιατί του κρύβει τον ήλιο, ήταν «Αν δεν ήμουν Αλέξανδρος θα ήθελα να ήμουν Διογένης».
Κι εγώ, αν δεν ήμουν φιλόλογος θα ήθελα να ήμουν λυράρης.
Δυστυχώς δεν κατάφερα να γίνω τίποτα περισσότερο από ένας μέτριος ερασιτέχνης στη λύρα.
Με μεγάλο ενδιαφέρον διάβασα το βιβλίο της Αγαθής Γρίβα-Αλεξοπούλου «Μια ζωή σε χοροστάσια», που είναι μια περίπου βιογραφία του κιθαρίστα-κλαριτζή-λαουτιέρη Γιώργη Χίνη (επίθετο κι αυτό, έτσι και το γράψεις ανορθόγραφα κινδυνεύεις να παρεξηγηθείς). Η βιογραφία αυτή στηρίζεται στις αφηγήσεις του, οι οποίες αναφέρονται κυρίως σε γλέντια στα οποία είχε παίξει (γάμοι, γιορτές, πανηγύρια), που όμως η συναδέλφισσα Αγαθή (είναι φιλόλογος κι αυτή) την επεκτείνει παραθέτοντας πλούσια λαογραφικά και ηθογραφικά στοιχεία. Και βέβαια, όπως γίνεται συνήθως με τις βιογραφίες, μέσα από την ιστορία της ζωής του Χίνη βλέπουμε και την ιστορία της Ελλάδας, κυρίως το κομμάτι της που αφορά την μετανάστευση που ακολούθησε τις δυο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες για να υποχωρήσει στη συνέχεια, καθώς και δυο κορυφαία γεγονότα της τοπικής ιστορίας, ο Σεισμός του 1965 που είχε δεκαεπτά νεκρούς, που επιτάχυνε τη μεταναστευτική και αστυφιλική ροή, και η δημιουργία του σταθμού της ΔΕΗ που έδωσε δουλειά σε κόσμο φρενάροντας έτσι λίγο τη μετανάστευση, όμως όχι και την αστυφιλία, καθώς πολλοί προτίμησαν να φύγουν από τα χωριά τους και να ζήσουν στη Μεγαλόπολη, την πατρίδα του Πολύβιου του Μεγαλοπολίτη (μεγάλος ιστορικός της αρχαιότητας, για όσους δεν το ξέρουν) και της Βιβής, που παντρεύτηκε τον ξάδελφό μου τον Γιώργη, και στην Τρίπολη.
Σίγουρα το βιβλίο έχει περισσότερο τοπικό ενδιαφέρον, όμως η γλαφυρή αφήγηση της Αγαθής καθώς και οι ιστορίες και τα λαογραφικά στοιχεία που παραθέτει το κάνουν ενδιαφέρον για κάθε φιλαναγνώστη.
Ο Γιώργης Χίνης έφτιαξε μόνος του το πρώτο του λαούτο. Μετά συνέχισε με το κλαρίνο, αλλά στα μουσικά σχήματα στα οποία συμμετείχε ήταν κυρίως λαουτιέρης και κιθαρίστας.
Οι επίδοσή του στη μουσική δεν ήταν το μοναδικό του χάρισμα. Ικανότατος νέος, εκλέχτηκε σε ηλικία μόλις 27 χρονών κοινοτάρχης (έκανε τρεις θητείες συνολικά), όπου διακρίθηκε για τη δραστηριότητά του, κυρίως στην ύδρευση του χωριού με δίκτυο και στη διάνοιξη δρόμων. Γι’ αυτή την τελευταία αντιμετώπισε μύρια όσα προβλήματα από τις αντιδράσεις των χωριανών που δεν ήθελαν να θυσιάσουν μισό μέτρο από το χωραφάκι τους. Μάλιστα μια γυναίκα μίσθωσε εκτελεστή για να τον σκοτώσει.
Όχι, ο ξάδελφός μου ο Κωστής την παράτησε εγκαίρως. Αν δεν θέλετε εσείς μια, χίλιες εγώ. Ένας από τους δρόμους που έκανε διανοίγοντας μονοπάτια σταμάτησε έξω από την πόρτα του πατρικού μου. Έτσι τώρα πια μπορώ και παρκάρω το αυτοκίνητό μου όταν είναι να κουβαλήσω πράγματα αντί να το παρκάρω στον αμαξιτό και να τα κουβαλάω με το χέρι, όπως παλιά.
Διαβάζοντας για τον Χίνη διαβάζουμε και αρκετά για έναν γιατρό, τον Φώτη Φωτόπουλο, που γιατροπόρευε δωρεάν τους φτωχούς. «Τα παίρνω από τους πλούσιους», τους έλεγε αρνούμενος να πάρει τα χρήματά τους. Όμως εμείς θα παραθέσουμε ένα άλλο απόσπασμα.
«Άνθρωπος απροσποίητος, ευθύς, έφτανε κάποτε να στολίζει με κοσμητικά και σταυροκάντηλα τους συνοδούς που έφερναν παιδιά ή άλλους συγγενείς τους με παραμελημένα σοβαρά προβλήματα ή τραύματα, σχεδόν την τελευταία στιγμή.
Τον έπνιγε η οργή και τον έτρωγε η αγωνία! Θα έκανε ό,τι μπορούσε να τους σώσει, αλλά δεν ήταν και θεός. Κάποιους τους κρατούσε με τις ώρες στο ιατρείο του μέχρι να συνέλθουν κι άλλους, που η περίπτωσή τους απαιτούσε νοσοκομείο, τους φρόντιζε ώσπου να σταθεροποιήσει κάπως την κατάστασή της κι έπειτα τους έδιωχνε για το Παναρκαδικό στην Τρίπολη. Είχε σώσει πολλές ζωές ο Φωτόπουλος…» (σελ. 84).
Όμως να παραθέσουμε κάποια ακόμη αποσπάσματα.
«Δυο μισθούς δασκάλου οικονόμησες Γιωργάκη σε δυο ώρες μόνο» (σελ. 26).
Ήταν η εποχή της παραγγελιάς, τη θυμάμαι με φρίκη. Στο πανηγύρι του χωριού μου οι παραγγελιές όλες ήταν για τον συρτό, γιατί λίγοι ήξεραν πεντοζάλη, σούστα και μαλεβιζιώτη, με αποτέλεσμα να σκυλοβαριέμαι. Ευτυχώς ήταν ο συγχωρεμένος ο Σήφης, ο αδελφός του φίλου μου του Θοδωρή, που παράγγελνε κάποια στιγμή έναν πεντοζάλη και τον χορεύαμε.
Τώρα δεν έχει παραγγελιές. Οι μουσικοί πληρώνονται από τον πολιτιστικό σύλλογο του χωριού μου, και χορεύει ελεύθερα όποιος θέλει. Και βέβαια οι χοροί εναλλάσσονται. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση της παραγγελιάς, κάποιος να πληρώσει τα όργανα για να παίξουν ένα συγκεκριμένο χορό, όμως δυο γύρους θα χορέψει με την παρέα του, μετά θα έλθουν να πιάσουν στον (κυκλωτικό, όπως τον λέει ο Σαββόπουλος) χορό και άλλα άτομα που νιώθουν τη διάθεση να χορέψουν, χωρίς αυτός που έδωσε την παραγγελιά να μπορεί να διαμαρτυρηθεί.
«Η νυφούλα, δασκαλεμένη από τη μάνα της, τήρησε κατά γράμμα τα έθιμα του χωριάτικου γάμου. Περνώντας την αυλόπορτα δρασκέλισε το σιδερένιο υνί, για να έχει σιδερένια υγεία. Ύστερα ανέβηκε τη σκάλα, προσκύνησε την πεθερά, που την καρτερούσε στο κεφαλόσκαλό, της φίλησε το χέρι, και δεύτερη, μετά τον νιόγαμπρο τον άντρα της, έφαγε το μέλι που τους έδωσε, για να ’χουν τα δυο τους γλυκιά ζωή. Και για τους καλούς απογόνους, μέσα στη στολισμένη σάλα, κράτησε για λίγο στην αγκαλιά της τα δυο παιδάκια που έσπρωξαν κοντά της» (σελ. 57).
«(Ο Γιώργης) ήταν ο μικρότερος γιος της οικογένειας και κατά το έθιμο αυτός θα κληρονομούσε το πατρικό σπίτι και θ’ αναλάμβανε να γηροκομήσει τους γονείς» (σελ. 78).
Σε εμάς στην Κρήτη αναλαμβάνει συνήθως η κόρη. Υπάρχει και το λεγόμενο γεροντομοίρι, ένα μέρος από την περιουσία που δεν γράφεται στα παιδιά αλλά περιμένει άγραφο, για εκείνη που θα τον «νετάξει», και που μπορεί να μην είναι η κόρη του.
«-Έπαιξα! [το λαούτο]. Και τα βατράχια μ’ ακολούθησαν μ’ όλο και πιο δυνατούς κοασμούς!
Όλοι εντυπωσιάστηκαν από το περιστατικό, μα για την περίπτωση του δελφινιού και του Αρίωνα δεν φαίνονταν να πείθονται. Άραγε να επέμεναν στην άρνησή τους, κι όταν κάποια χρόνια αργότερα στις ειδήσεις αναφέρθηκε παρόμοια διάσωση ναυαγού στην περιοχή του Σουέζ;» (σελ. 90).
Υπάρχουν πολλά τέτοια περιστατικά.
Πριν λίγες εβδομάδες διάβασα για έναν καρχαρία που πλησίαζε απειλητικά έναν κολυμβητή. Μια ομάδα δελφινιών που το αντιλήφθηκαν έκαναν ένα προστατευτικό κύκλο γύρω από τον κολυμβητή συνοδεύοντάς τον μέχρι την ακτή. Έχω διαβάσει ότι με τη μύτη τους σκίζουν την κοιλιά του καρχαρία.
«-Κουρμπάνι; είπε ο Γιώργης. Δεν έχω ακούσει τίποτα.
-Η εκκλησία, όλη η ενορία δηλαδή, θρέφουν ολοχρονίς ένα βόδι και το προσφέρουν προς τιμήν του αγίου [Γεωργίου] και το προσφέρουν στους ξένους πανηγυριστές, αποκλειστικά στους ξένους. Το σφάζουν εκεί, το βράζουν και το μοιράζουν» (σελ. 108).
«Τα είχαν ζωστεί [κουδούνια, τροκάνες, κ.λπ] τραγόμορφοι κουδουνοφόροι που ξεσήκωναν τον κόσμο, για να πάρει μέρος στη γιορτή και το γλέντι» (σελ. 114).
Παραθέτω μόνο αυτό το σύντομο απόσπασμα που αναφέρεται σε αποκριάτικο έθιμο που ανάγει την καταγωγή του στην αρχαιότητα.
«Με τη θεια μου τη Βασίλω/ επηγαίναμε στο μύλο…
Κάνε γιε μου τη δουλειά σου/ κι ύστερα ξανά ’μαι θεια σου» (σελ. 117)
Νόμιζα ότι είναι μόνο κρητικό («Με τη θεια μου τη Θοδώρα επηγαίναμε στη χώρα…») που παραθέτει ο Καζαντζάκης στον «Καπετάν Μιχάλη», αλλά φαίνεται είναι πανελλήνιο.
Να μην παραθέσω το απόσπασμα για τον εικονικό γάμο στις Απόκριες για να μην πάει σε μάκρος αυτή η βιβλιοκριτική. Η γυναίκα είναι μασκαρεμένος άντρας και ο άντρας μασκαρεμένη γυναίκα. Η γυναίκα είναι έγκυος. Γεννάει μια κούκλα.
Πολύ απολαυστικό.
Ούτε αυτό δεν θα παραθέσω:
Αν ο γαμπρός είναι χήρος, η δεύτερη γυναίκα του δεν μπαίνει από την πόρτα στο σπίτι του αλλά από το παράθυρο.
Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που ανιχνεύσαμε:
Και τότε εκεί ολομόναχος, καταμεσής του δρόμου (σελ. 35)
Εκεί στις δίπλες του χορού ανάμεσα στα γέλια (σελ. 58)
Από παλιά καμάρωναν κι ακόμα καμαρώνουν (σελ. 150)
Πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο.
No comments:
Post a Comment