Book review, movie criticism

Thursday, March 23, 2023

Νίκου Καζαντζάκη, Τα παλάτια της Κνωσσού

Νίκου Καζαντζάκη, Τα παλάτια της Κνωσσού, Εκδόσεις Καζαντζάκη 2007, σελ. 446

 


  Έχω γράψει για όλο το αφηγηματικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη («Ο δικός μου Νίκος Καζαντζάκης») με εξαίρεση τα δυο παιδικά του. Διάβασα πριν μήνες τον «Μέγα Αλέξανδρο», όμως καθυστέρησα να διαβάσω «Τα παλάτια της Κνωσσού», καθώς μπήκαν μπροστά άλλες προτεραιότητες.

  Αντιγράφω από την ανάρτησή μου για τον «Μέγα Αλέξανδρο».

  «Εκδόθηκαν και τα δυο μετά το θάνατο του συγγραφέα από τις εκδόσεις Ελένης Καζαντζάκη. Όμως πότε γράφηκαν;

  Έψαξα στο διαδίκτυο και βρήκα ένα ενημερωτικό κείμενο του Φάνη Κακριδή. Αντιγράφω από την ιστοσελίδα: «Στο αρχείο του Ι. Θ. Κακριδή υπάρχει αντίγραφο μιας συμφωνίας υπογεγραμμένης στις 17/3/1942, όπου ο Νίκος Καζαντζάκης «πωλεί και μεταβιβάζει εις τον εκδοτικό οίκον Ι. & Π. Ζαχαρόπουλου δυο πρωτότυπα παιδικά βιβλία υπό τους τίτλους Μέγας Αλέξανδρος και Κνωσσός».

  Άρα λοιπόν το terminus ante quem είναι αυτή η ημερομηνία, 17-3-1942. Δεν πιστεύω το terminus post quem να είναι πολύ πιο πριν».

  Στη παιδικό αυτό μυθιστόρημα βλέπουμε να παρελαύνουν τα γνωστά πρόσωπα του μύθου, ο Θησέας, η Αριάδνη, η Φαίδρα, ο Μίνωας, ο Ίκαρος, ο Δαίδαλος, ο Αιγέας, δεν νομίζω να ξέχασα κανένα. Υπάρχουν όμως και άλλοι δευτερεύοντες χαρακτήρες, μη ιστορικοί, με κεντρικά πρόσωπα όμως τον δωδεκάχρονο Χάρη και την λίγο μεγαλύτερη αδελφή του τη Κρινό (αναρωτιόμαστε γιατί με ο και όχι με ω, όπως Λενιώ, κ.ά.), για να το διαβάσουν με μεγαλύτερο ενδιαφέρον οι μικροί αναγνώστες, ακριβώς όπως έκανε ο Καζαντζάκης και στον «Μέγα Αλέξανδρο», που έβαλε ένα νέο και μια νέα σαν κεντρικά πρόσωπα. Και ενώ εκείνων το ειδύλλιο ευοδώθηκε, δεν έγινε το ίδιο και με της Κρινός. Ο αγαπημένος της είναι ο Ίκαρος, και την μοίρα του την ξέρουμε.

  Ο πατέρας τους είναι σιδεράς. Ο Θησέας έρχεται incognito στο ανάκτορο του Μίνωα και τον παίρνει και τον φέρνει στην Αθήνα. Θα κατασκευάζει σιδερένια όπλα που θα κάνουν τον στρατό της Αθήνας ισχυρότατο ώστε να καταφέρει να αποτινάξει τον ζυγό της Κνωσσού. Η Αθήνα ήταν μέχρι τότε υποτελής στην Κνωσσό, αναγκασμένη να στέλνει κάθε χρόνο 7 νέους και 7 νέες, οι οποίοι και οι οποίες κληρώνοντας ανάμεσα σε άτομα που προσφέρονταν εθελοντικά να πάνε στην Κρήτη να τις φάει ο Μινώταυρος. Αυτός ήταν ο φόρος υποτελείας που έπρεπε να πληρώνει ο Αιγαίας.

  Ο Θησέας επιστρέφει στην Κρήτη, ένας από τους 7 νέους, και με τη βοήθεια της Αριάδνης βγαίνει από το λαβύρινθο αφού σκοτώσει πρώτα το Μινώταυρο (ο «μίτος της Αριάδνης»). Παίρνει την Αριάδνη μαζί του αλλά στην Νάξο που σταματούν αυτή παρασύρεται και ανεβαίνει στο καράβι του θεού Διόνυσου, και έτσι ο Θησέας επιστρέφει μόνος. Ξεχνάει να κατεβάσει τα μαύρα πανιά και να τα αντικαταστήσει με τα άσπρα, και ο Αιγαίας, νομίζοντας ότι δεν τα κατάφερε ο γιος του, πέφτει στη θάλασσα από την άκρη του Σουνίου όπου καθόταν και αγνάντευε το πέλαγος, που ονομάστηκε έκτοτε Αιγαίο πέλαγος.

  Ο Θησέας θα εκστρατεύσει στην Κρήτη μαζί με τους βαρβάρους δωριείς. Δεν ξέρω αν ηθελημένα ο Καζαντζάκης τους βάζει να μιλάνε άλλη γλώσσα, βαρβαρική («Ξέρω τη γλώσσα τους, θα τους μιλήσω»-δάκτυλος, σελ. 384), ενώ εμείς ξέρουμε ότι μιλούσαν ελληνική διάλεκτο, τη δωρική, που τη μιλούσαν στην Σπάρτη και στην Δωρίδα, την περιοχή της ιδιαίτερης πατρίδας μου της Ιεράπετρας. Ένα γλωσσικό κατάλοιπο το θυμάμαι, γιατί το χρησιμοποιούσε ο συγχωρεμένος ο ξάδελφός μου ο Κωστής πολύ συχνά: Τα δε αύριο, (την δε αύριον), την επομένη μέρα. Είναι γνωστό ότι το ιωνικό ήτα γίνεται άλφα στη δωρική (Ή ταν ή επί τας).

  Οι βάρβαροι δωριείς καίνε το ανάκτορο πριν προλάβει ο Θησέας να το σώσει. Ήταν δικό του, θα παντρευόταν την Φαίδρα, την αδελφή της Αριάδνης. Ο Καζαντζάκης παρουσιάζει την Φαίδρα αρνητικά, σαν μια κοκέτα, κάτι που θα δικαιολογήσει τον μετέπειτα μύθο, που τον μεταφέρει ο Ευριπίδης στον «Ιππόλυτό» του, με την Φαίδρα να ερωτεύεται στον Ιππόλυτο, το γιο του Θησέα, ο οποίος έχει ορκισθεί αγνότητα. Η Φαίδρα αυτοκτονεί αφήνοντας σημείωμα ότι της την έπεσε ο Θησέας με αποτέλεσμα ο εξοργισμένος Θησέας να τον καταραστεί, πράγμα που θα επιφέρει τον θάνατό του.

  Υπάρχουν και εδώ αποσπάσματα που μια χαρά θα μπορούσαν να μπουν σε ένα μυθιστόρημα για μεγάλους του Καζαντζάκη. Θα παραθέσουμε κάποια καθώς και ένα σωρό ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που εντόπισα, σε αντίθεση με τον «Μέγα Αλέξανδρο» όπου εντόπισα μόνο τρεις.

  «-Γεια σου, πατριώτη! του κάνει, από ποιο χωριό είναι τα πρώιμα αυτά που μας φέρνεις;

  -Από μακριά, παιδί μου, αποκρίθηκε ο χωρικός, από την άλλη μεριά της Κρήτης. Απόξω από τη Γεράπετρο. Εκεί γίνουνται πρώιμα όλα τα πράγματα, γιατί κάνει πολλή ζέστη» (σελ. 70).

  Γιατί παραθέτω αυτό το απόσπασμα.

  Κάποιοι βέβαια έχετε καταλάβει.

  Είναι η ιδιαίτερη πατρίδα μου.

  Θυμάμαι ότι την αναφέρει και στον «Καπετάν Μιχάλη».

  «Έκαμα το χρέος μου, αποκρίθηκε. Το χρέος μου, τίποτε άλλο» (σελ. 131).

  Το «χρέος» είναι μια λέξη-κλειδί στη φιλοσοφία του Καζαντζάκη. Αντιγράφω την αρχή από την ανάρτησή μου για τον «Ανήφορο».

  «Το θεωρούσα σαν «χρέος» (συναντάω τη λέξη, μετά τη σελ. 83 οπότε άρχισα να υπογραμμίζω, οκτώ φορές) να διαβάσω τον «Ανήφορο». 

  «Ο ταύρος, μόλις την είδε, μούγκρισε κι έσκυψε το κεφάλι (ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος) σαν να ’θελε να την τρυπήσει με τα κέρατά του. Μα η Κρινό χίμηξε, του φούχτωσε με δύναμη τα κέρατα και ζυγιάστηκε μια στιγμή, πατώντας στ’ ακροδάχτυλά της· ο ταύρος τότε τίναξε με δύναμη το κεφάλι προς τ’ απάνω, για να ξεφύγει από τα χέρια που τον έσφιγγαν….

 Η Κρινό, με το τίναγμα αυτό που έκανε ο ταύρος, πήρε φόρα και πήδηξε αλαφριά, σαν πούπουλο, στη ράχη του ταύρου· στηρίχτηκε στερεά στα χέρια της και χτύπησε δυο φορές τα πόδια στον αγέρα· κι άξαφνα έβαλε όλη της τη δύναμη, έκαμε ανάερα μια τούμπα κι έπεσε πίσω από τον ταύρο· εκεί ένας άντρας στεκόταν με ανοιχτά τα χέρια του και την άρπαξε στην αγκαλιά του» (σελ. 201).

  Μπορεί να μην ήταν πάντα έτσι. Μπορεί να μη στεκόταν εκεί κανένας άντρας, απλά σήκωνε τα χέρια της λυγισμένα πάνω από το κεφάλι της για να κρατήσει την ισορροπία. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς όταν ποταυριζόμαστε (από-ταυριζόμαστε, φεύγομε από τον ταύρο). Αυτό το κάνουμε όταν είμαστε ψιλοάρρωστοι, ή βαριόμαστε. Οι κρητικοί ξέρουν καλά.

  «Το μάτι μου ξεπετά σαν να περιμένω κανένα» (σελ. 279).

  Το πιστεύουν στην Κρήτη. Ακούστε το τραγούδι στο youtube.

  «-Βρήκα άλλον τρόπο ελευθερίας.

  -Ποιον;

  -Όχι να κάμω φτερά και να φύγω από τον τύραννο, μα να μείνω και να πολεμήσω τον τύραννο» (σελ. 304).

  Μπορείς βέβαια να πολεμήσεις τον τύραννο όντας έξω, όμως εκ του ασφαλούς. Αυτό έκαναν κάποιοι στη δικτατορία.

  «-Στο καλό, αγαπημένε φίλε! Και πάρε μιαν απόφαση! Τα φτερά δεν πρέπει να ’ναι απ’ έξω, στους ώμους μας· πρέπει να ’ναι μέσα στην ψυχή μας, Ίκαρε» (σελ. 306).

  Όπως τα μάτια του Σολωμού, ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα.

  «-Έτσι πρέπει! είπε. Η μοίρα γράφει πως θα χαθούμε, δε γλιτώνουμε. Μα ας χαθούμε σαν άντρες. Ας παλέψουμε παλικαρίσια! Να σώσουμε την τιμή μας. Να μην ντροπιάσουμε τους προγόνους. Κατάλαβες, Φαίδρα, παιδί μου; Απάνω από τη ζωή είναι η τιμή του ανθρώπου» (σελ. 349).

  Αν έλειπε το «Να μην ντροπιάσουμε τους προγόνους» θα μου άρεσε περισσότερο. Μόνο ο θάνατος για την τιμή είναι που κάνει μεγάλη την πράξη. Κάποιοι σήμερα πεθαίνουν σαν μάρτυρες, ξέροντας ότι θα πάνε στον παράδεισο που τους περιμένουν καμιά εξηνταριά παρθένες, έχω ξεχάσει τον ακριβή αριθμό.   

  «-Κάποτε, του αποκρίθηκε ο Θησέας, ο εχθρός είναι πιο χρήσιμος από το φίλο· γιατί, καθώς λες, μας ξυπνά τα αίματα. Μας αναγκάζει να γίνουμε κι εμείς δυνατοί για να παλέψουμε μαζί του» (σελ. 372).

  Μας αναγκάζει να διαθέτουμε ένα μεγάλο μέρος από τον προϋπολογισμό μας για τους εξοπλισμούς. Καλύτερα να λείπουν οι εχθροί. Εξάλλου η ιστορία το έδειξε, οι εχθροί έπεσαν σαν λαίλαπας, καμιά προετοιμασία δεν στάθηκε ικανή να τους σταματήσει (Ταμερλάνος, Τζέγκις Χαν, κ.ά.).

   «Ότι έχουμε στο νου μας τη μέρα, το βλέπουμε το βράδυ στον ύπνο μας (σελ. 396).

  Τα ’χει η γρα στο λογισμό τζη, τα θωρρεί και στ’ όνειρό τζη, λέμε στην Κρήτη.

  Και κάτι άλλο μια και αναφέραμε τη γρα, που μου το έλεγε συχνά η μάνα μου καθώς είμαι αθεράπευτα γλυκατζής: Ήφαε η γρα τα σύκα τζη, θέτει κι αποκοιμάται.

  «Η ζωή είναι ένα παιχνίδι, βαστά λίγη ώρα, ας παίξουμε» (σελ. 397).

  «Ο άνθρωπος και το παιχνίδι», το διάβασα πριν χρόνια.

  «Μάζεψαν το σώμα του γέρου βασιλιά, ακούμπησαν τα γόνατά του στο πιγούνι, τον έκαναν ένα κουβάρι και τον κατέβασαν στη γη. Τέτοια ήταν η συνήθεια» (σελ. 429).

  Σε στάση εμβρύου.

 

  Και τώρα οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που έπεσαν στην αντίληψή μας.

Έκαμε λίγα βήματα, ζύγωσε στο κρεβάτι (σελ. 75)

Το πρόσωπό του ήταν χλωμό, μα αποφασισμένο (σελ. 89)

Η τέχνη αυτή είναι μυστική, λίγοι λαοί την ξέρουν (σελ. 90)

Χοντρό γιορντάνι στο λαιμό από γαλάζιες πέτρες (σελ. 93)

Πως ήθελα να πήγαινα! ψιθύρισε ο Χάρης (σελ. 94)

Ένα θεριό παράξενο, μεγάλο σαν λιοντάρι (σελ. 115)

Μουρμούρησε ο βασιλιάς με σφαληχτά τα μάτια (σελ. 119)

Ώρες στο προσκεφάλι του και τον παρηγορούσε (σελ. 121)

Ρώτησα, ξαναρώτησα, κανένας δεν τον είδε (σελ. 158)

Κι ανάμεσα στα κέρατα ένα διπλό πελέκι (σελ. 160)

Είπε ο πρώτος γέροντας για να της δώσει θάρρος (σελ. 260)

Έτρεχε κατά πάνω τους κι αυτά τραβιούνταν πίσω (σελ. 354)

Αν ανεβείς έτσι ψηλά τη μέρα που είναι ήλιος (σελ. 388)

Τα δυο αδέλφια έτρεξαν, του φίλησαν τα χέρια (σελ. 390)

Ένα παράξενο πουλί που έμοιαζε με γέρο (σελ. 391)

Εκείνο με το Δαίδαλο και τον παρακαλούσε (σελ. 391) Κάποιες φορές έχουμε διασκελισμό.

Της θάλασσας φωτίζονταν, σαν να ’βγαινε ο ήλιος (σελ. 400). Το ίδιο και εδώ, η προηγούμενες λέξεις ήταν «τα κύματα».

Φουσκώσει τα στομάχια τους και τώρα ρουχαλίζουν (σελ. 408). Κι εδώ το ίδιο.

Άλλες κυράδες έκλαιγαν, άλλες λιποθυμούσαν (σελ. 419)

  Υπάρχουν και άλλα μέτρα, αλλά εμείς παραθέτουμε ένα μόνο δείγμα.

Και μέσα στ’ αμάξι (αμφίβραχυς), καθισμένος σε ολόχρυσο θρόνο (ανάπαιστος), σελ. 93.

Αμέσως μετά ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος: Έλαμπε μέσα στα φτερά και στο μαργαριτάρι, για να ακολουθήσει αμέσως μετά Ένας γέρος ζαρωμένος, δίχως δόντια (τροχαίος), με μια μεγάλη μύτη (ίαμβος) με παμπόνηρα μάτια (ανάπαιστος).  

Και ένας δάκτυλος: άνεμος πρίμος φυσούσε (σελ. 147).

 

No comments: