Book review, movie criticism

Thursday, December 26, 2019

Ron Howard, Pavarotti (2019)


Ron Howard, Pavarotti (2019)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  O Λουτσιάνο Παβαρότι είναι ένας μύθος. Είναι ο τενόρος που έφερε την όπερα κοντά σε κόσμο που πριν δεν είχε ιδιαίτερη επαφή μαζί της. Συχνά βρισκόταν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, θυμάμαι.
  Αρχίζω να πιστεύω ότι οι καλλίτερες βιογραφίες είναι οι κινηματογραφικές, όμως αυτές που χρησιμοποιούν αρχειακό υλικό, στις οποίες βλέπουμε τον βιογραφούμενο.
  Αυτό που θυμόμουν από τον Παβαρότι ήταν ο εύσωμος άνδρας. Τώρα βλέπω έναν άντρα γελαστό, με χιούμορ, καλόκαρδο, φιλάνθρωπο, και βέβαια εξαιρετικό τραγουδιστή. 
  Έβαλαν στην τάξη του γιου του έκθεση με θέμα «Τι δουλειά κάνουν οι γονείς σου;». Αυτός έγραψε ότι ο πατέρας του είναι ένας απατεώνας, διότι φεύγει βράδυ από το σπίτι και όταν γυρνάει η βαλίτσα του είναι γεμάτη με διάφορα μουστάκια (προφανώς για μεταμφίεση). Το ίδιο θέμα είδα ότι έβαλαν και στον «Γιο της πόρνης».
  Έχει μια σκοπιμότητα που οι δάσκαλοι βάζουν ένα τέτοιο θέμα στους μαθητές τους. Παίρνοντας μια ιδέα για την οικογένειά τους μπορούν να τους αντιμετωπίσουν καλύτερα, να υποψιαστούν τυχόν προβλήματα που κουβαλάνε.
  Σε μας δεν έβαζαν τέτοιο θέμα έκθεσης οι δάσκαλοί μας. Ο λόγος; Τους γονείς μας τους ήξεραν, όσο μεγάλο κι αν ήταν το χωριό μου, το Κάτω Χωριό, όνομα και πράγμα. Έχω γράψει ένα βιβλίο γι’ αυτό.
  Το θεωρώ δεδομένο ότι οι φίλοι της κλασικής μουσικής θα δουν το έργο, όμως το συνιστώ και σε σας που δεν την αγαπάτε. Πρόκειται για εξαιρετικό ντοκιμαντέρ. Και, πού ξέρεις, μπορεί βλέποντάς το να την αγαπήσετε. Εγώ την αγαπώ, και λέω επί τη ευκαιρία να δω κάποιες όπερές του που έχω στο αρχείο μου.

Wednesday, December 25, 2019

Kriv Stenders, Danger close: the battle of Long Tan (2019)





  Μια ακόμη ταινία που στηρίζεται σε πραγματικό γεγονός.
  Τον Αύγουστο του 1966, όταν είχε αρχίσει να κλιμακώνεται ο πόλεμος στο Βιετνάμ, μια μονάδα από 108 Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς στρατιώτες πηγαίνουν για μια φαινομενικά ακίνδυνη ανιχνευτική αποστολή στο Long Tan, λίγο έξω από τη βάση τους. Αυτό που δεν φαντάζονταν ήταν ότι θα έπεφταν πάνω σε μια μεγάλη δύναμη βορειοβιετναμέζων και βιετκόνγκ, πάνω από 2000 μαχητές. Η μια διμοιρία έχει αποδεκατιστεί, ο ασύρματός τους δεν λειτουργεί, είναι περίπου καταδικασμένοι. Ο διοικητής δίνει εντολή να επιστρέψουν, όμως ο λοχαγός αρνείται να παρατήσει τους τυχόν επιζώντες της διμοιρίας στην τύχη τους. Ο διοικητής φοβάται να στείλει ενισχύσεις, έχει την υποψία ότι πρόκειται για αντιπερισπασμό για να μείνει η βάση με λίγες δυνάμεις ώστε να της επιτεθούν και να την καταλάβουν. Στο τέλος πείθεται και στέλνει 10 θωρακισμένα, ενώ οι υπεύθυνοι της αεροπορίας αναλαμβάνουν τον ανεφοδιασμό τους με πυρομαχικά. Δυο ελικόπτερα στέλνονται γι’ αυτό το σκοπό. Έχουν βέβαια σε όλο αυτό το διάστημα την υποστήριξη του πυροβολικού, που στέλνει αθρόες τις οβίδες του στις δυνάμεις τον Βιετναμέζων.
  18 Αυστραλοί και κάπου 245 Βιετναμέζοι έχασαν τη ζωή τους σ’ αυτή τη μάχη. Και οι δυο πλευρές υποστήριξαν ότι νίκησαν, όμως αυτοί που κέρδισαν ήταν οι Αυστραλοί, όχι γιατί οι νεκροί Βιετναμέζοι ήταν πολλαπλάσιοι από τους δικούς τους αλλά γιατί κατάφεραν να σωθούν οι περισσότεροι από τους 108 Αυστραλούς που είχαν παγιδευτεί.
  Κέρδισαν τη μάχη, όμως έχασαν τον πόλεμο, γνωστό αυτό.
  Δεν ξέρω τι υποχρεώσεις είχαν στους Αμερικάνους οι Αυστραλοί και οι Νεοζηλανδοί και έστειλαν και δικές τους δυνάμεις να πολεμήσουν στο πλευρό τους. Ευτυχώς εμείς, όποια υποχρέωση τους είχαμε με τον εμφύλιο την βγάλαμε με την Κορέα. Καμιά κυβέρνηση, ούτε καν η Χούντα, δεν τόλμησε να στείλει Έλληνες στρατιώτες στο Βιετνάμ.
  Εν τάξει, εγώ με τους Βιετναμέζους ήμουνα, αλλά η ταινία μου άρεσε. Οι σκηνές μάχης ήταν εντυπωσιακές.
  Είχαμε βέβαια και εδώ το κλασικό μοτίβο, ο απείθαρχος ήρωας που, μη υπακούοντας στις εντολές, καταφέρνει αυτό που δεν πίστευαν οι ανώτεροί του. Περιέργως δεν χώρεσε το ρομάντζο. Οι περισσότερες σκηνές στην ταινία ήταν σκηνές μάχης.
  Μου άρεσε ιδιαίτερα μια σκηνή: ο Αυστραλός στρατιώτης βλέπει δυο γυναίκες βιετκόνγκ, προφανώς του υγειονομικού, να μεταφέρουν ένα τραυματισμένο στρατιώτη τους. Δεν τις πυροβόλησε.
  Αν κάποια εταιρεία διανομής κινηματογραφικών ταινιών τη φέρει στις αίθουσές μας, μην τη χάσετε. Είναι μια πάρα πολύ καλή ταινία, θα σας ανεβάσει την αδρεναλίνη στα ύψη.


Tuesday, December 24, 2019

Nicole Conn, A perfect ending (2012)


Nicole Conn, A perfect ending (2012)


  Μου τη σύστησε ο φίλος μου ο Πάτροκλος, σαν μια ταινία που έχει ίδια θεματική με το «Πορτραίτο μιας γυναίκας που φλέγεται». Βέβαια, παραδέχθηκε, το Πορτραίτο είναι πολύ καλύτερη ταινία.
  Η θεματική είναι ο λεσβιακός έρωτας.
  Και βρίσκω δυο ακόμη υποκατηγορίες στο ντούο/γυναικείο ντούο/λεσβιακός έρωτας/: λεσβιακός έρωτας και λεσβιακό σεξ. Στο Πορτραίτο βλέπουμε τον λεσβιακό έρωτα. Στο «Τέλειο τέλος» έχουμε το λεσβιακό σεξ. Όμως ενώ αρχινάει σαν σεξ, και μάλιστα με ανυπέρβλητες δυσκολίες, καταλήγει σε έρωτα.
  Η γυναίκα είναι ώριμης ηλικίας, με μια κόρη από κάποια παλιά σχέση και δυο γιους από τον άντρα της. Κάποια στιγμή εξομολογείται στις φίλες της ότι δεν έχει νοιώσει ποτέ της οργασμό. Εκπλήσσονται, και σκέφτονται ότι θα πρέπει να τη βοηθήσουν. Το πληρωμένο σεξ είναι μια λύση.
  Η ένστασή μου: Αν με τον άντρα της και με την προηγούμενη ή με τις προηγούμενες σχέσεις της δεν μπορούσε να φτάσει σε οργασμό, η λύση δεν είναι να τον αναζητήσει στον πληρωμένο ομοφυλόφιλο έρωτα, αλλά στον πληρωμένο ετεροφυλόφιλο, έστω και αν στοιχίζει περισσότερο. Όμως οι φίλες της είναι λεσβίες και θέλουν να την μπάσουν στο κλαμπ. Σ’ αυτό εξάλλου έχουν τις γνωριμίες τους.
  Δυο φορές διώχνει την νεαρή κοπέλα που έρχεται, όπως και μια άλλη της ηλικίας της. Μεγάλο το άλμα στην ομοφυλοφιλία, όμως τελικά υποχωρεί. Και, ω του θαύματος, θα απολαύσει το σεξ με τη νεαρή, νοιώθοντας για πρώτη φορά οργασμό.
  Όταν απολαμβάνεις το σεξ, και μάλιστα για πρώτη φορά, είναι φυσικό να ερωτευθείς εκείνον/η που σου το προσφέρει. Και πράγματι ερωτεύεται την νεαρή, η οποία είναι ταλαντούχα ζωγράφος. Μάλιστα προσπαθεί να την τραβήξει από το επάγγελμα που κάνει, όσο προσοδοφόρο κι αν είναι αυτό. Οι escort κερδίζουν αρκετά, καμιά σχέση μ’ αυτές των σπιτιών με τα φώτα.
  Μια ακόμη ένσταση: οι σκηνές σεξ ήταν μεγάλης διάρκειας, σαν να είχαμε πορνό ταινία. Στο Πορτραίτο ήταν ελάχιστες και πολύ μικρής διάρκειας.
  Και τώρα ένα σχόλιο υφολογικό/στιλιστικό. Η σκηνοθέτης χρησιμοποιεί συχνά το διαδοχικό και το ελλειπτικό μοντάζ με μικρά πλάνα, δημιουργώντας βέβαια μια μοντερνιστική ποιητικότητα, αλλά και μια αφηγηματική ασάφεια. Για παράδειγμα, δεν κατάλαβα ότι η γυναίκα αυτή είχε καρκίνο και το ήξερε. Ξαναβλέποντας την αρχή δεν το είδα να διευκρινίζεται με σαφήνεια. Στη συνέχεια νόμισα ότι καρκίνο είχε η νεαρή escort, και στη συνέχεια ο άντρας της. Μόνο στο τέλος είδα ότι τον καρκίνο τον είχε αυτή.
  Για να γίνει η πλοκή πιο πλούσια, έχουμε διακλαδώσεις της κεντρικής ιστορίας. Ο άντρας της δεν θέλει να κάνει συγκληρονόμο στην επιχείρησή του την κόρη της καθώς δεν είναι δικό του αίμα. Όμως όταν της μεταβιβάζει την επιχείρηση, για λόγους φορολογικούς ή κάτι τέτοιο, δεν καλοκατάλαβα, αυτή αφήνει στη διαθήκη της συγκληρονόμους εξίσου και τα τρία παιδιά.
  Η escort, όταν διώχθηκε από τη δουλειά της, ασχολήθηκε τελικά με την τέχνη της. Την βλέπουμε να δέχεται κόσμο στα εγκαίνια της έκθεσής της σε μια γκαλερί. Η κόρη την πλησιάζει και της ζητάει να της μιλήσει για τη μητέρα της.
  Σίγουρα δεν ήταν αριστούργημα η ταινία, στο IMDb έχει βαθμολογία μόλις 5,7, όμως εγώ δεν την βαρέθηκα, την είδα πολύ ευχάριστα. Πάτροκλε thanks.  


Sunday, December 22, 2019

Michael Sturminger, Hurensohn (Ο γιος της πόρνης,2004)


Michael Sturminger, Hurensohn (Ο γιος της πόρνης, 2004)

  Έδιωξε την ανάξιο σύντροφο, μεγάλωσε μόνη το γιο της. Όμως, όμορφη καθώς ήταν (Chulpan Khamatova, η Λάρα στο ρώσικο σήριαλ «Δόκτωρ Ζιβάγκο»), βρήκε τον εύκολο δρόμο να βγάζει λεφτά, πολλά λεφτά. -Τη βδομάδα βγάζω πιο πολλά από ό,τι εσύ σε ένα μήνα, λέει στον ξάδελφο, που δουλεύει στο σκουπιδιάρικο. Είναι μετανάστες, από την εμπόλεμη Γιουγκοσλαβία, σε κάποια πόλη της Γερμανίας.
  Ο γιος δεν νοιώθει άνετα με το επάγγελμα της μητέρας του. Υποτίθεται δεν ξέρει, όμως όταν αυτή τον «εγκαταλείπει», φροντίζοντας βέβαια για τη συντήρησή του, για να σπιτωθεί από κάποιον λεφτά, ο γιος της, νεαρός πια, έχει πρόβλημα. Την αναζητεί, προσπαθεί να την εντοπίσει.
  Ο λεφτάς έχει φύγει, τώρα δέχεται βίζιτες. Ο γιος που βρίσκει το τηλέφωνό της, μαθαίνει τη διεύθυνσή της. Πηγαίνει και τη βρίσκει. Δραματική συνάντηση. Τον διώχνει. Καθώς τον σπρώχνει να φύγει, παραπατεί και κατρακυλάει στις σκάλες.
  Ένα πέσιμο από τις σκάλες δεν είναι σώνει και καλά μοιραίο, όμως αυτό τον τρόπο διάλεξε ο μυθιστοριογράφος (η ταινία αποτελεί μεταφορά μυθιστορήματος) για να δώσει μια λύση στο δράμα, ένα τέλος στη συναισθηματική σύγκρουση του νεαρού.
  Και τώρα ένα σχόλιο για την προσήμανση του θανάτου της, που δημιουργεί το «σασπένς του πώς» πέθανε.  Πώς πέθανε, γιατί ήδη ο νεαρός μας λέει, ξεκινώντας η ταινία, ότι σκότωσε τη μητέρα του. Ήταν ατύχημα ή φόνος; Και με ποιο τρόπο; Αυτό θα το μάθουμε στο τέλος.
  Την προσήμανση, τα λόγια του νεαρού ότι σκότωσε τη μητέρα του, τα είχα στη συνέχεια ξεχάσει. Μόνο όταν είδα τη σκηνή της αρχής να επαναλαμβάνεται στο τέλος τα θυμήθηκα.
  Τι θέλω να πω μ’ αυτό.
  Οι λεκτικές προσημάνσεις είναι αδύναμες, εύκολα μπορεί να τις ξεχάσει κανείς. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όλοι όσοι είδαν την ταινία την ξέχασαν, αλλά φαντάζομαι ότι θα την ξέχασαν αρκετοί σαν και μένα. Αν η προσήμανση ήταν εικονιστική, αν για παράδειγμα τη βλέπαμε μέσα στο φέρετρο όπως την βλέπουμε στο τέλος ή βλέπαμε την πτώση της, δεν υπήρχε περίπτωση να την ξεχάσουμε. Όμως μια λεκτική προσήμανση νομίζω ότι είναι εύκολο να την ξεχάσει κανείς. Αλλά, εδώ που τα λέμε, καθώς ο κινηματογράφος είναι εικόνα κυρίως και όχι λόγος, δεν θυμάμαι άλλη προσήμανση σε ταινία που να έγινε λεκτικά. Στην κινηματογραφική μεταφορά του «Λάθους» του Σαμαράκη βλέπουμε τον άνθρωπο που πέφτει από το περβάζι. Στην ταινία «Μια γλυκιά γυναίκα» του Ρομπέρ Μπρεσόν (την είδα στην Ίριδα, φοιτητής), υποπτευόμαστε πως η γυναίκα έχει φουντάρει από το μπαλκόνι, καθώς βλέπουμε αρχικά το τραπεζάκι που πέφτει κάτω και στη συνέχεια το μαντήλι της που πέφτει αργά αργά.
  Δεν ήταν εξαιρετική, όμως ήταν μια καλή ταινία, με πρωτότυπο θέμα που δεν το έχω ξανασυναντήσει.
  Και ένα ακόμη σχόλιο.
  Η Χαμάτοβα, ξανθιά, μου φάνηκε πιο ωραία στον «Δόκτορα Ζιβάγκο» που γυρίστηκε δυο χρόνια αργότερα, από ό,τι μελαχρινή εδώ. Δεν είναι τυχαίο που οι μελαχρινές βάφονται ξανθιές και όχι αντίστροφα. Η Άννα, ξανθιά που κάποια στιγμή τα έβαψε μαύρα, μου φάνηκε λιγότερο όμορφη, και της το είπα. Δεν άργησε να ξαναγίνει ξανθιά.  

Céline Sciamma, Το πορτραίτο μιας γυναίκας που φλέγεται (Potrait de la jeune fille en feur, 2019)


Céline Sciamma, Το πορτραίτο μιας γυναίκας που φλέγεται (Potrait de la jeune fille en feur, 2019)


  Εξακολουθεί να παίζεται στους κινηματογράφους.
  Υπάρχει η γενική κατηγορία των ντούο, με τρεις υποκατηγορίες: γυναικεία ντούο, ανδρικά ντούο (τα βλέπουμε στις ταινίες του Βιμ Βέντερς) και ντούο άνδρας και γυναίκα, τα συνηθισμένα ντούο στα ρομάντζα. Στα γυναικεία ντούο υπάρχουν άλλες δυο (τουλάχιστον) υποκατηγορίες: οι γυναίκες είναι φίλες («Θέλμα και Λουίζ»), ή είναι λεσβίες.
  Η Αντέλ Ενέλ είναι μια άλλη Αντέλ Εξαρχόπουλος, σε ένα ντούο ίδιο μ’ αυτό που είδαμε στη «Ζωή της Αντέλ».
  Η πλοκή διαδραματίζεται στα τέλη του προπερασμένου αιώνα. Η γυναίκα «αποφασίζεται» ποιον να παντρευτεί, και παντρεύεται ακόμη πιο τυφλά από ότι στο «ραντεβού στα τυφλά». Αν με το Adobee μπορείς να ρετουσάρεις μια φωτογραφία, φανταστείτε τι ρετουσάρισμα μπορεί να κάνει ένας ζωγράφος.
  Η ζωγράφος καλείται να ζωγραφίσει την Αντέλ. Το πορτραίτο της θα σταλεί στον Μιλανέζο γαμπρό πριν πάει η ίδια η νύφη. Όμως πόσο διατεθειμένη είναι για αυτό το γάμο;
  Αρχικά προοριζόταν η αδελφή της η οποία, για να τον αποφύγει, αυτοκτόνησε. Τώρα τράβηξαν με το ζόρι την Αντέλ από το μοναστήρι.
  Η αφηγηματική αναμονή είναι το ειδύλλιο, το οποίο πράγματι το βλέπουμε κάποια στιγμή. Και είναι ολότελα συγκινητικό. Όμως ένα τέτοιο ειδύλλιο δεν μπορούσε να έχει συνέχεια.
  Δεν μου αρέσουν οι ταινίες με ομοφυλόφιλο έρωτα, όμως με συγκινεί μια καλή ταινία που ο έρωτας, έστω και ομοφυλόφιλος, εκφράζεται με τόσο υπέροχο τρόπο. Το έχω ξαναγράψει, το πιο ωραίο ερωτικό κείμενο που έχω διαβάσει ποτέ είναι το «De profundis» του Όσκαρ Ουάιλντ.
  Ατμοσφαιρική ταινία, στυλιζαρισμένο παίξιμο, πολλές σιωπές αλλά όχι μεγάλης διάρκειας, πλάνα που είναι σαν ζωγραφικοί πίνακες, και οι δυο γυναίκες, συχνότατα σε μεσαία πλάνα, φαίνονται σαν σε πορτρέτο.
  Πολύ καλή ταινία με ένα συγκλονιστικό τέλος, όσοι την είδατε θα το θυμάστε.  


Friday, December 20, 2019

Philippe de Chauveron, Θεέ μου τι σου κάναμε; 2 (Qu'est-ce qu'on a encore fait au bon Dieu, 2019)


Philippe de Chauveron, Θεέ μου τι σου κάναμε; 2 (Qu'est-ce qu'on a encore fait au bon Dieu, 2019)


  Περίεργο, για το πρώτο «Θεέ μου τι σου κάναμε;» δεν έχω γράψει τίποτε, ενώ θυμάμαι ότι το έχω δει. Τέλος πάντων.
  Ο ελληνικός τίτλος θα μπορούσε να είναι «Θεέ μου, τι άλλο σου κάναμε;», όπως είναι ο γαλλικός. Ή μήπως ο τίτλος που έδωσαν τελικά, που υποδηλώνει το sequel, είναι πιο αβανταδόρικος;
  Και για να θυμηθούμε, ένας Εβραίος, ένας Άραβας, ένας Κινέζος και ένας υποσαχάριος Αφρικανός (δηλαδή μαύρος) είναι οι γαμπροί τους. Κάθε ζευγάρι έχει και από ένα παιδί. Έχουν διάφορους λόγους να θέλουν να φύγουν από τη Γαλλία, να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Ο πεθερός σκαρώνει ολόκληρο σενάριο για να τους μεταπείσει. Φυσικά θα τα καταφέρει.
  Η ταινία είναι βέβαια κωμωδία, όμως είναι ταυτόχρονα και ένα σχόλιο πάνω στην πολυπολιτισμικότητα που ακολουθεί σαν ουρά την παγκοσμιοποίηση, πριν χαθεί κι αυτή στο χωνευτήρι της αφομοίωσης και γίνει σαν την σκωληκοειδή μας απόφυση.
  Υπάρχει και το σχόλιο πάνω στην ομοφοβία. Η αδελφή του μαύρου είναι ομοφυλόφιλη. Πώς θα το δεχθεί ο πατέρας της; Φυσικά θα του έλθει νταμπλάς, και όχι μεταφορικά. Μέχρι να γίνει ο γάμος της όμως θα έχει συνέλθει, θα έχει πάρει εξιτήριο, και θα πειστεί να παραστεί στην γαμήλια τελετή.
  Αρκετά απολαυστική κωμωδία, αναρωτιέμαι γιατί δεν έγραψα τίποτα για την πρώτη ενώ θυμάμαι ότι μου άρεσε.

Ingmar Bergman, Φάνυ και Αλέξανδρος (1982)


Ingmar Bergman, Φάνυ και Αλέξανδρος (1982)


  Από χθες στους κινηματογράφους, σε επανέκδοση.
  Μεγάλος ο Μπέργκμαν, χαίρομαι που με την ευκαιρία των επανεκδόσεων ξαναβλέπω τα έργα του.
  Στην αρχή το έργο με ξένισε.
  Θα μιλήσω πάλι για την πρόσληψη.
  Πληβείος εγώ, δεν με ενδιαφέρουν οι ζωές των ανώτατων στρωμάτων, με εξαίρεση των βασιλιάδων στις τραγωδίες. Έτσι οι σκηνές από την καθημερινή ζωή της οικογένειας της Φάνυ και του Αλέξανδρου, με κάμποσο υπηρετικό προσωπικό, με ξένισε. Θα με ενδιέφερε περισσότερο η ζωή των υπηρετών, όπως ενδιέφερε τον Τομ Στόπαρντ η τραγική μοίρα των Ρόζενκραντς και Γκίλντενστερν. Παρεμπιπτόντως ο Άμλετ παρουσιάζεται στην ταινία σχεδόν σαν αντικατοπτρική ιστορία (mise en abyme). Όταν βέβαια άρχισε να εισβάλει το δράμα, και προπαντός ο μεταφυσικός Μπέργκμαν, με συνάρπασε. Την ίδια εμπειρία είχα και με την ταινία «Μετά το γάμο», που κι αυτή παίζεται από χθες.
  Η χήρα μητέρα θα παντρευτεί τον επίσκοπο, ένα σκληρό και άτεγκτο φονταμενταλιστή χριστιανό που θέλει να επιβάλλει τους αυστηρούς κανόνες του μέχρι και στις πιο μικρές λεπτομέρειες. Ξύπνημα στις 6 η ώρα το πρωί για προσευχή; Παναγία μου!
  Τα παιδιά υποφέρουν, κάποια στιγμή ο Αλέξανδρος θα εισπράξει ένα γερό ξύλο, η μητέρα καταλαβαίνει το λάθος της, αλλά είναι πια αργά.
  Ή μήπως όχι;
  Θα κανονίσει να φυγαδευτούν τα παιδιά της από το σπίτι, ενώ η ίδια ρίχνει ναρκωτικό στον καφέ του άντρα της για να κοιμηθεί και να καταφέρει έτσι να το σκάσει. Το σκάει, όμως η μοίρα επιφυλάσσει ένα φρικτό τέλος στον επίσκοπο, να πεθάνει αρπάζοντας φωτιά από την καιγόμενη αδελφή του.
  Η μοίρα;
  Όχι, ήταν τα «μάγια» του διαταραγμένου νεαρού που τον έχουν περιορισμένο στο δωμάτιό του, που διαβλέποντας το μίσος του Αλέξανδρου για τον πατριό του τα έθεσε σε εφαρμογή.
  Το φανταστικό εισβάλλει κάμποσες φορές στο έργο, ενώ το πρόβλημα του θεού που φαίνεται δεν έχει πάψει να κατατρύχει τον Μπέργκμαν, ήδη από την εποχή της «Έβδομης σφραγίδας», θα είναι και εδώ κεντρικό. Ο σκληρός επίσκοπος είναι γεμάτος αγωνία που δεν βλέπει την επιδοκιμασία του Θεού για την θρησκευτική αυστηρότητά του. Όσο για τον Αλέξανδρο, αυτός αντιμετωπίζει το ζήτημα όπως και τόσοι άλλοι: είναι δυνατόν να υπάρχει Θεός και να ανέχεται τόση αδικία και σκληρότητα στον κόσμο;
  Υφολογικά είναι ο γνωστός Μπέργκμαν: συχνά γκρο πλαν με ένα θεατρικό στήσιμο, το οποίο όμως πολλές φορές αίρει βάζοντας την κάμερά του να κινείται, για να μην γίνεται βαρετός ο λόγος των προσώπων, που καμιά φορά τραβάει σε αρκετό μάκρος σαν μονόλογος. Εδώ βέβαια δεν πρωτοτυπεί, όπως και με τα σαμ κόντρα σαμ στους διαλόγους.
  Μου ήλθε στο μυαλό όταν έβλεπα την ταινία:
  Μια από τις τραυματικές εμπειρίες της παιδικής μου ηλικίας ήταν που η μητέρα μου με υποχρέωνε να κάνω την προσευχή μου πριν πέσω για ύπνο, ενώ τα μάτια μου έκλειναν από τη νύστα. Θυμάμαι μια φορά που μόλις την τέλειωσα σωριάστηκα κυριολεκτικά κοιμισμένος στο κρεβάτι.
  Η προσευχή που έλεγα τέλειωνε ως εξής: «…και ότινα κιπίσω (ξυπνήσω) α σηκωθώ πωί πωί α σε δοξολογήσω.
  Δεν θυμάμαι να κράτησα ποτέ αυτή την υπόσχεση, το μαρτύριο της προσευχής ήταν μόνο το βράδυ πριν κοιμηθώ.