Book review, movie criticism

Saturday, January 25, 2025

Γιώργος Βοϊκλής: Αστραπές στη καταιγίδα Ο πόλεμος του Βιετνάμ με τα μάτια ενός παιδιού

 

Αστραπές στη καταιγίδα

Ο πόλεμος του Βιετνάμ με τα μάτια ενός παιδιού

 

Διαβάζοντας το βιβλίο της ΚΙΜ ΤΗUY με τίτλο «’εμ»

 

                                                    γράφει ο Γιώργος Βοϊκλής

 

Αν και η μονοσύλλαβη λέξη «έμ», που διάλεξε για τίτλο του βιβλίου της η συγγραφέας, στα Βιετναμέζικα σημαίνει μικρός αδερφός ή αδερφή, είναι προφανές ότι σ’ αυτό καταγράφει και δικά της προσωπικά βιώματα από τη βρεφική και την παιδική της  ηλικία, καθώς γεννήθηκε το 1968 στην Σαϊγκόν και η οικογένειά της μετανάστευσε στον Καναδά το 1975, με την «μεγάλη έξοδο» από το Νότιο Βιετνάμ εν όψει της κατάληψής του από τους Βιετκόγκ.

«Θα σας διηγηθώ την αλήθεια, ή τουλάχιστον ιστορίες αληθινές, αλλά μονάχα εν μέρει, ατελείς, κατά προσέγγιση», γράφει στην εισαγωγή της. Και λίγο πριν το τέλος συμπληρώνει: «Σε τούτο το βιβλίο η αλήθεια είναι κατακερματισμένη, ημιτελής, ανολοκλήρωτη, τόσο στον χρόνο όσο και στον χώρο».

Απ’ τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ωστόσο, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι καθένα από τα οληγόλογα κεφάλαιά του, πραγματικές λογοτεχνικές μινιατούρες, αποτελεί κρίκο μιας αλυσίδας, που προχωράει από πρόσωπο σε πρόσωπο, από μέρα σε μέρα κι από τόπο σε τόπο, σχηματίζοντας με αυτές τις «αστραπές μνήμης» την εφιαλτική εικόνα ενός παράλογου και τρομακτικού πολέμου.

Θα παρακάμψω τα πρώτα κεφάλαια, που αναφέρονται στα χρόνια της αποικιοκρατίας και θα πάω κατευθείαν στην πρώτη εικόνα του πολέμου της σελίδας 44:                                                                                         «Η ίδια έβλεπε επί τέσσερις ώρες τους χωρικούς να καίγονται ζωντανοί μες στις υπόγειες κρυψώνες τους, να τους ακρωτηριάζουν τα αυτιά, να τους τρυπούν το στήθος. Επίσης, έβλεπε ανθρώπους τρομοκρατημένους, ανεξέλεγκτους, δύσπιστους και προκλητικούς».

Και λίγο πιο κάτω στο ίδιο κεφάλαιο:

«Στα τριάντα δευτερόλεπτα ενός μη αναγγελθέντος θανάτου, ο καθένας αντιδρά διαφορετικά. Εκείνη την ημέρα, υπήρχαν πολλές εναλλακτικές λύσεις: να καείς ζωντανός, να ταφείς ζωντανός ή να σωριαστείς από σφαίρα».

Για μία ακόμη πιο καταστροφική μορφή του πολέμου διαβάζουμε στο κεφάλαιο με τίτλο «Ουράνιο τόξο» της σελίδας 150:

«Η Επιχείρηση Ranch Hand, που απλώθηκε από το 1961 έως το 1971, είχε στόχο να εξαλείψει τα φυλλώματα και να εκθέσει στα ξέφωτα τον εχθρό. Εν συνεχεία, ακόμη ισχυρότερα προϊόντα εισχώρησαν στο έδαφος και έκαψαν τις ρίζες. Τα πιο αποτελεσματικά αποξήραναν το έδαφος, εμποδίζοντας τους σπόρους να φυτρώσουν. Θα έλεγες ότι έχει ξεριζωθεί η ζωή».

Δεν είναι, όμως, μόνο οι άμεσες συνέπειες του επί μια δεκαετία ψεκασμού του Βιετνάμ με δολοφονικά δηλητήρια. Είναι και οι μακροπρόθεσμες. Στο ίδιο κεφάλαιο διαβάζουμε:

«Σήμερα, σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, οι αναρίθμητες συγγενείς δυσπλασίες των παιδιών εκείνων των παιδιών επιβεβαιώνουν την ισχύ των ανθρώπων να αλλοιώνουν τα γονίδια, να μεταμορφώνουν τη φύση, να υψώνονται ως τη θέση των θεών. Κατέχουμε τη δύναμη να δημιουργήσουμε ένα μισοφαγωμένο πρόσωπο, να φυτρώσουμε ένα δεύτερο κεφάλι μεγαλύτερο απ’ το πρώτο, να βγάλουμε τους οφθαλμούς απ’ τις κόχες τους, να κενώσουμε την ψυχή από την ανάσα της…»                Αρκετά κεφάλαια του βιβλίου αφιερώνει η συγγραφέας στην επιχείρηση με την ονομασία Babylift[U1] . Στη σελίδα 87 διαβάζουμε:

«Ένα μήνα προτού τα τεθωρακισμένα του κομμουνιστικού στρατού του Βορείου Βιετνάμ  κυλίσουν στους δρόμους της Σαϊγκόν […] ο πρόεδρος Τζέραλντ Φορντ ξεμπλοκάρει δυο δισεκατομμύρια δολάρια για να βγάλει από το Βιετνάμ τα ορφανά που έχουν γεννηθεί από Αμερικανούς στρατιώτες. Πρόκειται για την Επιχείρηση Babylift[U2] ».

Και δεν είναι λίγα.  Η ίδια σχολιάζει το γεγονός ως εξής:

«Να γιατί οι ασιατικοί πληθυσμοί, κατά τα άλλα ομοιογενείς, όπως ο πληθυσμός του Νοτίου Βιετνάμ, έχουν διαφοροποιηθεί εμφανίζοντας παιδιά με φουντωτά ή ανοιχτόχρωμα μαλλιά, με στρογγυλά μάτια και μακριές βλεφαρίδες, με σκούρο δέρμα ή με κοκκινωπές φακίδες, σχεδόν πάντα δίχως πατέρα και συχνά δίχως μητέρα».                                                   Την τραγική μοίρα των επιβατών της πρώτης αποστολής καταγράφει η συγγραφέας; «(Το αεροπλάνο) βρίσκεται ακόμη στον διάδρομο του αεροδρομίου όταν ανατινάζεται εν πτήσει. […] Τα όνειρα 78 παιδιών και 46 στρατιωτών έγιναν καπνός».

Τελειώνοντας τη συγκλονιστική μαρτυρία της η συγγραφέας γράφει στη σελ. 156: «Το 2025, στις 30 Απριλίου θα είναι Τετάρτη, όπως το 1975 […] Αυτή η πεντηκοστή επέτειος θα επιβεβαιώσει, προφανώς, ότι η μνήμη είναι μια ιδιότητα της λήθης […] Η μνήμη λησμονεί τα χέρια που κινούσαν από μακριά τα νήματα και πίεζαν τη σκανδάλη».

Η μετάφραση από την Λίζυ Τσιριμώκου και η κυκλοφορία από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ του βιβλίου της KIM THUY για τη γενοκτονία στο Βιετνάμ από του; Αμερικάνους, αποκτάει, δυστυχώς, τραγική επικαιρότητα στις μέρες μας, λόγω της αντίστοιχης γενοκτονίας των Παλαιστινίων στη Γάζα, με τα ίδια χέρια «να κινούν από μακριά τα νήματα και να πιέζουν τη σκανδάλη».

 


 [U1]

 [U2]

Behrouz Afkhami, The bride (1991)

 Behrouz Afkhami, The bride (1991)

 


  Τελικά αποφάσισα να πάω με πιο αργούς ρυθμούς στην «Εισαγωγή στον ιρανικό κινηματογράφο». Ξαναδιαβάζοντας τις υπογραμμίσεις μου στα βιβλία που διάβασα, όταν πέφτω πάνω σε μια ταινία την οποία δεν είχα δει και για την οποία ο συγγραφέας έχει γράψει δυο λόγια, αποφάσισα να τη βλέπω. Έτσι είδα τον «Χιονάνθρωπο», ενώ σειρά έχει σήμερα η «Νύφη».

  Ο σκηνοθέτης, διαβάζω στον τρίτο τόμο της «Κοινωνικής ιστορίας του ιρανικού κινηματογράφου» του Hamid Naficy, ήταν ισλαμιστής (με την έννοια του συντηρητικού), όμως αργότερα έγινε βουλευτής σαν μεταρρυθμιστής (2000-2004), όταν πρόεδρος ήταν ο μεταρρυθμιστής Μοχάμαντ Χαταμί. Είχα δει μόνο μια ταινία του, το «Shokaran». 

  Επίσης διαβάζω στο ίδιο βιβλίο ότι ξεπέρασε σε εισπράξεις τους «Ένοικους» του κορυφαίου ιρανού σκηνοθέτη Darius Mehrjui τον οποίο έχω δει πακέτο. Η ταινία του «Η αγελάδα» εγκαινιάζει το Νέο Κύμα του προεπαναστατικού κινηματογράφου.

  Μου φάνηκε περίεργο, γιατί στους «Ένοικους» είχα ξεκαρδιστεί στα γέλια, και τη θεώρησα σαν μια από τις καλύτερες κωμωδίες του ιρανικού κινηματογράφου. Βέβαια η «Νύφη» δεν είναι κωμωδία, όμως η βαθμολογία της είναι μόλις 5,8, ενώ των «Ενοίκων» 7,7.

  Πάντως το 5,8 την αδικεί.

  Ξεκινάει in media res.

  O γαμπρός και η πανέμορφη Niki Karimi, νιόπαντροι, συνομιλούν μέσα στο αμάξι καθώς πηγαίνουν το ταξίδι του μέλιτος. Η συνομιλία τους δραματοποιείται με αναδρομές, όπου μαθαίνουμε κάποιες λεπτομέρειες για το πώς έφτασαν στο γάμο. Αργότερα θα μάθουμε και άλλες, ανατριχιαστικές.

  Ο γαμπρός είχε κάνει σπουδές σαν ηθοποιός και σκηνοθέτης. Η Καρίμι τον πρωτοείδε παίζοντας τον «Μάκβεθ» τον οποίο είχε επίσης σκηνοθετήσει (θα δούμε εκτενές απόσπασμα). Όμως είναι φτωχός. Για να του τη δώσει ο πατέρας της πρέπει να είναι πλούσιος. Του δίνει διορία δυο χρόνια να πλουτίσει.

  Μα πώς;

  Θα του πει τον τρόπο.

  Σε δυο χρόνια θα βρεθεί με σπίτι στην Τεχεράνη και Μερσεντές (μ’ αυτή ταξιδεύουν), και βέβαια καταθέσεις.

  Δεν μας λέγεται ακριβώς με ποιο τρόπο, υποπτεύομαι όμως με εμπορία ναρκωτικών, που είναι η ενδημική πληγή του Ιράν.

  Στο δρόμο τσατίζεται με έναν οδηγό που με επικίνδυνη οδήγηση παραλίγο να συγκρουστεί μαζί του.

  Θα τον κυνηγήσει, παρά της διαμαρτυρίες της Καρίμι. Θα τον φτάσει, θα τον ξεπεράσει, αλλά θα πέσει πάνω σε μια γυναίκα.

  Σίγουρα τη σκότωσε.

  Δεν θα σταματήσει.

  Η Καρίμι διαμαρτύρεται.

  Μα θα διακινδυνέψω το μέλλον μας;

  Το ότι δεν σταμάτησε θα κλονίσει τη σχέση τους.

  Η Νίκη θα εξαφανισθεί, αφού έχει πάρει ένα σημαντικό ποσό από τις καταθέσεις του (ήταν σε κοινό λογαριασμό).

  Πού πήγε;

  Αναζήτησε την γυναίκα. Έμαθε τον τραυματισμό της και πλήρωσε την πανάκριβη εγχείρηση που η οικογένειά της δεν είχε να πληρώσει. Πληρώνει και τα νοσήλιά της.

  Ο άντρας της, που έχει μετανιώσει, θα αναζητήσει και αυτός τη γυναίκα.

  Στο τελευταίο πλάνο η Καρίμι τον βλέπει να παρκάρει το αυτοκίνητο που του δάνεισε ο ξάδελφός του, ένα αγροτικό, έξω από το νοσοκομείο, ενώ αρχίζουν να πέφτουν τα γράμματα τέλους.

  Θα τον συγχωρέσει;

  Πιο πριν είχαμε ακούσει τα επιχειρήματά του.

  Θυσίασε τις καλλιτεχνικές φιλοδοξίες του, παρανόμησε ακολουθώντας τις οδηγίες του πατέρα της πώς να γίνει πλούσιος, μόνο και μόνο για να μπορέσει να την παντρευτεί.

  Υποθέτουμε ότι θα τον συγχωρέσει.

  Ναι, έκανε μεγάλες θυσίες γι’ αυτήν.

  Στην ταινία έβαλα 7, ενώ στους ένοικους 8.  

Thursday, January 23, 2025

Robert Guédiguian, Και η γιορτή συνεχίζεται (Et la fête continue, 2023)

 Robert Guédiguian, Και η γιορτή συνεχίζεται (Et la fête continue, 2023)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.

  Πριν λίγες μέρες έγραφα στην ανάρτησή μου για τον «Αληθινό πόνο» του Jesse Eisenberg που άρχισε να προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την προηγούμενη Πέμπτη: « Πολλοί συγγραφείς, αλλά και σκηνοθέτες, αυτοβιογραφούνται με τα έργα τους· για την ακρίβεια, βάζουν περισσότερα ή λιγότερα αυτοβιογραφικά στοιχεία μέσα στα έργα τους, όπως κάνω και εγώ συχνά μέσα από τις κριτικές μου».

  Αυτή είναι και η περίπτωση του Robert Guédiguian: Γεννήθηκε στη Μασσαλία από Αρμένιο πατέρα και Γερμανίδα μητέρα.

  Στην παραπάνω ανάρτηση καταλήγω: Η ταινία μου άρεσε κυρίως γιατί είμαι λάτρης του πραγματικού σε μια αφήγηση, έχω γράψει σχετικά σε μια εισήγησή μου σε ένα συνέδριο.

  Το πραγματικό εδώ είναι ο χώρος όπου η διαδραματίζεται η ιστορία, η Μασσαλία, το επεισόδιο γύρω από το οποίο πλέκεται η πλοκή, η κατάρρευση δύο κτιρίων που στοίχισε τη ζωή οκτώ ατόμων και εκκένωση αρκετών άλλων που γειτνίαζαν με τα δύο καταρρεύσαντα παρά την απροθυμία των κατοικούντων σ’ αυτά να τα εγκαταλείψουν, οι δημοτικές εκλογές του 2020 και το πρόσωπο της Michèle Rubirola που ενέπνευσε την κεντρική ηρωίδα της ιστορίας, τη Ρόζα. Μέσα στην πλοκή εντάσσεται και η γενοκτονία των Αρμενίων και οι σημερινές συγκρούσεις με το Αζερμπαϊτζάν.

  Όχι, δεν ίδρυσαν την Μασσαλία οι Φωκαείς αλλά οι Αρμένιοι. Προφανώς κατά την γενοκτονία είχαν καταφύγει στη Μασσαλία πολλοί Αρμένιοι.

  Θίγεται και ένα ακόμη πρόβλημα, η μοναξιά της γεροντικής ηλικίας, κάτι που είδαμε και στην ιρανική ταινία «Αγαπημένο μου γλυκό», που κι αυτό προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη που μας πέρασε. Θα δούμε τον γεροντοέρωτα της Ρόζας με έναν χήρο, συνταξιούχο βιβλιοπώλη. Ο γιος της είναι αρραβωνιασμένος με την κόρη του.    

  Ενδιαφέρουσα ταινία, η βαθμολογία της 6,2 στο IMDb την αδικεί κατάφορα.

  Αλλά είπαμε, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.

  Θα αντιγράψω τη νουθεσία του πατέρα στο γιο, που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο.

  «Αυτό που ήθελα να σου πω είναι ότι αν μια μέρα κάποιος στο δρόμο σου ζητήσει ελεημοσύνη, δώσε του. Δώσε του ό,τι μπορείς, έστω και λίγες πένες. Μπορεί να είναι απατεώνας, όμως ένας μόνο που πραγματικά έχει ανάγκη φτάνει για να σβήσει τα ψέματα των άλλων. Δώσε. Ρώτα αν χρειάζονται τίποτα. Ακόμη και ένα γείτονα που δεν φαίνεται να έχει ανάγκη. Ποτέ δεν ξέρεις. Ίσως δεν τολμάει να σου ζητήσει». 

Payal Kapadia, Όλα όσα φανταζόμαστε σαν φως (All we imagine as light, 2024)

 


Payal Kapadia, Όλα όσα φανταζόμαστε σαν φως (All we imagine as light, 2024)

 

  Από σήμερα στους κινηματογράφους

  Για μια ακόμη φορά βλέπουμε μια ταινία με το μοτίβο «Τα σύνορα της αγάπης».

  Στην ταινία παρακολουθούμε την ιστορία δυο γυναικών, συγκάτοικων. Η μια είναι η Πράντα, νοσοκόμα. Ο άντρας της είναι στη Γερμανία, δουλεύει σε εργοστάσιο εδώ και χρόνια. Όμως σιγά σιγά αποξενώθηκαν. Μεγάλη έκπληξη μια χύτρα που της στέλνει. Αγκαλιάζει την χύτρα σαν υποκατάστατο, τον λαχταρά ακόμη. Όμως δεν τρέφει αυταπάτες.

  Η άλλη, η Ανού, μικρότερή της, τα βγάζει πέρα με δυσκολία. Μικρός ο μισθός της, ζητάει από την Πράντα να πληρώσει το μερίδιό της στο νοίκι. Ναι, αλλά για τελευταία φορά. 

  Η ματαίωση είναι το ένα μοτίβο, η εκπλήρωση το άλλο.

  Διπλή ματαίωση. Η Πράντα λαχταράει το σύζυγό της αλλά δεν μπορεί να τον έχει. Το ίδιο και ο γιατρός, η Πράντα απορρίπτει την πρότασή του παρόλο που τον συμπαθεί πολύ.

  Αντίθετα βλέπουμε να εκπληρώνεται η επιθυμία της Ανού που τα έχει με έναν μουσουλμάνο.

  Πολύ καλή ταινία, κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο στις Κάννες.

  7,2 η βαθμολογία της.

Wednesday, January 22, 2025

Davood Mir-Bagheri, The snowman (1995)

 

Davood Mir-Bagheri, The snowman (1995)

 


  Όταν είναι ζεστό το σίδερο κολλά. Τώρα με ξανάπιασε η όρεξη, να τελειώνω επί τέλους με μια εισαγωγή στον ιρανικό κινηματογράφο. Τελειώσαμε πέρυσι το πρώτο μέρος για τον προεπαναστατικό κινηματογράφο, καιρός να τελειώνουμε και με το δεύτερο.

  Ξαναδιαβάζω τις υπογραμμίσεις μου στα βιβλία που διάβασα. Πέφτω πάνω στον «Χιονάνθρωπο». Είχε απαγορευθεί η προβολή της ταινίας, διαβάζω, όμως με παρέμβαση του νεοεκλεγέντος το 1997 μεταρρυθμιστή Μοχάμαντ Χαταμί επιτράπηκε η προβολή της.

  Ο Αμπάς έφυγε από το Ιράν και πήγε στην Τουρκία για να βγάλει βίζα για τις ΗΠΑ. Όμως έχει κολλήσει στην Κωνσταντινούπολη. Τρεις φορές έχει πάει με πλαστό διαβατήριο και τις τρεις φορές του την αρνούνται.

  Δεν είναι ο μόνος, και άλλοι έχουν κολλήσει στην Κωνσταντινούπολη, και προσπαθούν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους εκεί.

  Κάποιοι θα τον ληστέψουν.

  Τρεις όμως θα επινοήσουν ένα κόλπο, προκειμένου να του φάνε λεφτά. Ο ένας είναι το αφεντικό, ο άλλος στην υπηρεσία του, και ο τρίτος έχει το ξενοδοχείο όπου θα πάει ο Αμπάς με προτροπή του αφεντικού. Θα τον πείσουν να μεταμφιεστεί σε γυναίκα για να παντρευτεί έναν Αμερικάνο, οπότε θα πάρει σίγουρα βίζα. Μόνο που η επιχείρηση αυτή χρειάζεται λεφτά, πολύ περισσότερα από ό,τι τα πλαστά διαβατήρια.

  Είναι διατεθειμένος να τα δώσει.

  Η γυναίκα πρέπει να ακολουθεί τον άντρα της όπου πάει. Ο άντρας της Ντόνιας θέλει να κάνει ένα ταξίδι στις ΗΠΑ. Η γυναίκα του είναι υποχρεωμένη να τον ακολουθήσει. Όμως στην Κωνσταντινούπολη θα την παρατήσει και θα φύγει με την γκόμενα.

  Η καημένη βρίσκεται σε απελπιστική οικονομική κατάσταση. Ο ξενοδόχος της την πέφτει, αυτή αντιστέκεται. Στο τέλος θα συμβιβαστεί να χαλαρώσει λίγο τη μαντίλα της και να δουλέψει σαν καμαριέρα, προκειμένου να εξοφλήσει το χρέος της.

  Η πλοκή είναι αρκετά περί-πλοκη για να την αφηγηθώ, αλλά το τέλος είναι δεδομένο σε μια κωμωδία, θα έχουμε το γάμο της Ντόνιας και του Αμπάς.

  Είναι μια απολαυστική κωμωδία, που σίγουρα άρεσε στον Χαταμί.

  Η απαγόρευσή της πιστεύω ότι οφείλεται σε δυο λόγους. Ο ένας είναι η θεματοποίηση της λαχτάρας πολλών Ιρανών να φύγουν από τη χώρα, και ο δεύτερος οι αιχμές για τη μεταχείριση των γυναικών.

  Γιατί θέλει να φύγει για το εξωτερικό ο Αμπάς που έχει στο μεταξύ μεταμφιεστεί σε γυναίκα; τον ρωτάει η Ντόνια.

  -Εκεί δεν θα σου κάνουν παρατήρηση ούτε θα σε συλλάβουν γιατί έχεις βαμμένα χείλη και νύχια και τα μαλλιά σου δεν είναι καλά κρυμμένα με το τσαντόρ.

  -Σε πιάσανε; Σε μαστιγώσανε;

  -Θα πέθαινα αν με μαστίγωναν. Απλά μου έκαναν την παρατήρηση δυο τρεις φορές.

  Η ταινία είχε πολύ μεγάλη εισπρακτική επιτυχία. 6,7 είναι η βαθμολογία της.   

Sunday, January 19, 2025

Γράφει ο Γιώργος Βοϊκλής: Αποχαιρετισμός στον ταπεινό πρόεδρο Χοσέ (Πέπε) Μοχίκα

 

Αποχαιρετισμός

Στον «ταπεινό πρόεδρο» Χοσέ (Πέπε) Μοχίκα

 


                                                 από τον Γιώργο Βοϊκλή

 

«Ο πολεμιστής έχει δικαίωμα στην ξεκούραση»

Με αυτή τη φράση μας αποχαιρέτησε ο 89χρονος πρώην Πρόεδρος της Ουρουγουάης (2010-2015) Χοσέ Πέπε Μοχίκα, που λόγω του  τρόπου ζωής του είχε αποκτήσει το προσωνύμιο «ο πτωχός Πρόεδρος» και λόγω της συμπεριφοράς του «ο ταπεινός Πρόεδρος».

Τον επικείμενο θάνατό του προανήγγειλε ο ίδιος όταν, στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε πριν λίγες μέρες, στις 7 Ιανουαρίου, σε τοπική εφημερίδα των περιχώρων του Μοντεβιδέο, στο αγρόκτημα που ζούσε τα τελευταία χρόνια, ανακοίνωσε ότι πάσχει από μη θεραπεύσιμο καρκίνο και αποφάσισε να σταματήσει κάθε θεραπευτική αγωγή.

«Ο κύκλος έκλεισε» είπε στην αποχαιρετιστήρια συνέντευξή του.

Περιμένοντας από μέρα σε μέρα την είδηση του θανάτου του, ας δούμε πώς άνοιξε και ποιος ήταν ο κύκλος της ζωής του.

 

Γεννήθηκε το 1935 στα περίχωρα του Μοντεβιδέο και από τα νεανικά του χρόνια ανέπτυξε πολιτική δράση στον προοδευτικό χώρο. Από το 1960 συμμετείχε ενεργά στο επαναστατικό κίνημα των «Τουπαμάρος». Μετά τη σύλληψή του το 1972 παρέμεινε επί 13 χρόνια φυλακισμένος στις στρατιωτικές φυλακές  ως πολιτικός κρατούμενος. Τα δυο από αυτά σε πλήρη απομόνωση στον πυθμένα ενός πηγαδιού.

Μετά την απελευθέρωσή του το 1985, όταν ανατράπηκε η στρατιωτική δικτατορία που είχε επιβληθεί στη χώρα από τον Ιούλιο του 1973, συνέχισε την πολιτική του δράση. Η ανυποχώρητη συνέπεια, η εντιμότητα, η μετριοπάθεια, ο ταπεινός τρόπος ζωής του και η πολύχρονη κοινωνική προσφορά του, συνέτειναν στο να εκλεγεί το 2010 στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας της χώρας του.

Χαρακτηριστικό του ήθους του είναι το ότι στη διάρκειά της διέθετε σε φιλανθρωπικούς σκοπούς το 90% του «μισθού» του, όπως και τα επόμενα χρόνια αντίστοιχο ποσοστό της σύνταξης του. 

Από τα επιτεύγματα της πενταετούς προεδρικής θητείας του θα αναφέρω μόνο δυο: Αύξησε τον κατώτατο μισθό των εργαζομένων της χώρας του κατά 250% και μείωσε από το 40% στο 11% το ποσοστό των οικογενειών που ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας.

 

Τι δεύτερο ερώτημα είναι:

Ποιοι ήταν «Τουπαμάρος», που μαχητής τους ήταν Χοσέ (Πέπε) Μοχίκα;

Πενήντα χρόνια πριν, τον Δεκέμβριο του 1974 και τον Ιούλιο του 1975 -τον πρώτο χρόνο από την ανατροπή της δικής μας δικτατορίας- έγραψα δύο κείμενα για το κίνημα των «Τουπαμάρος», που δημοσιεύτηκαν αντίστοιχα στο 1ο και στο 7ο τεύχος του  περιοδικού «το καμίνι».

Το πρώτο με αφορμή την προβολή της ταινίας του Κώστα Γαβρά με τίτλο «Κατάσταση πολιορκίας» που αναφέρεται στη δράση τους. Το δεύτερο με αφορμή την έκδοση δυο βιβλίων για το κίνημά τους: Το βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού με τίτλο «Μαθαίνοντας από τους Τουπαμάρος» (εκδόσεις Πλειάς)  και το βιβλίο του Ρεζί Ντεμπρέ με τίτλο «Τουπαμάρος. Η κριτική των όπλων» (εκδόσεις Σύγχρονα κείμενα)

 

Δεκέμβριος 1974

Στο πρώτο από τα κείμενα αυτά έγραφα ανάμεσα σε άλλα:

 «Από όσο μπορούμε να ξέρουμε, το κίνημα των Τουπαμάρος εμφανίστηκε στην Ουρουγουάη στις αρχές της 10ετίας του 1960, ξεκόβοντας από το σοσιαλιστικό κόμμα σε μια βάση επαναστατική απέναντι στο μεταρρυθμιστικό  χαρακτήρα του.

Προσαρμόζοντας την οργανωτική τους συγκρότηση και την πολιτική τους στις συνθήκες της χώρας τους, που οι πολιτικές γεωγραφίες της εποχής την ονόμαζαν «Ελβετία της Λατινικής Αμερικής», διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά που αντιστοιχούν στις συνθήκες των χωρών με όχι πολύ οξυμένα προβλήματα, με δημοκρατική παράδοση και με μεγάλο ποσοστό αστικού πληθυσμού.

Οι «Τουπαμάρος» συνδέονται με τη λαϊκή παράδοση του τόπου τους. Το όνομά τους το πήραν από το όνομα του αρχηγού των ιθαγενών επαναστατών εναντίον των Πορτογάλων αποικιοκρατών που είχαν κατακτήσει τη χώρα.

Η αφοσίωσή τους στην υπόθεση του Λαού, τους δίνει τη δυνατότητα να βρουν και να υλοποιήσουν, με πραγματικά αξιοθαύμαστο τρόπο, καινούριες μορφές πάλης, κυρίως στο κοινωνικό πεδίο, που τους πιστώνουν ακόμη περισσότερο στη λαϊκή συνείδηση και προωθούν τους στόχους τους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι δημιουργούν «οάσεις σοσιαλισμού» μέσα στο άνυδρο τοπίο του αστικού καθεστώτος».

 

Ιούλιος 1975

Στο δεύτερο από τα κείμενα αυτά έγραφα ανάμεσα σε άλλα:

«Από τον Ιούλιο του 1973 επικρατεί στην Ουρουγουάη ένα καθεστώς βίας και τρομοκρατίας. Καθημερινές συλλήψεις, βασανισμοί και εκτελέσεις συνθέτουν την εικόνα τα λατινοαμερικανικής αυτής χώρας που η αστική τάξη της –με τη συμβολή της Αμερικανικής CIA- έσπασε τη δημοκρατική της παράδοση, χρησιμοποιώντας το τελευταίο της χαρτί για να μπορέσει αντιμετωπίσει επιτυχώς το συνεχιστικά ανερχόμενο λαϊκό κίνημα.

Στην πρώτη γραμμή του λαϊκού κινήματος της χώρας βρίσκονται οι «Τουπαμάρος».

Τα χαρακτηριστικά τους, όπως τα παρουσιάζει στο βιβλίο του  ο Γάλλος δημοσιογράφος και διανοούμενος της Αριστεράς Ρεζί Ντεμπρέ –που φαίνεται ότι συζήτησε με στελέχη τους- είναι ότι με το κίνημά τους, το Κίνημα Εθνικής Απελευθέρωσης (MLN), εγκαινιάζουν στην πράξη μια καινούρια μέθοδο διεξαγωγής της σοσιαλιστικής επανάστασης με τη μορφή του «Αντάρτικου της πόλης».

Κύριο χαρακτηριστικό σε όλες τις ενέργειές τους είναι το ομαδικό πνεύμα, η συλλογικότητα, χωρίς μεγάλες πράξεις ατομικής διάκρισης. Τη δουλειά τους τη χαρακτηρίζει η συνέπεια και η μετριοφροσύνη, καθορισμένη από ένα υψηλό επίπεδο συνείδησης.

Η μεγάλη κοινωνική διείσδυση και επιρροή που είχαν πετύχει, τους επέτρεψε να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους μετά την επιβολή  της στρατιωτικής δικτατορίας, ώστε να μη μπορεί ο αντίπαλος να βρει το νήμα που θα του επέτρεπε να τους εξουδετερώσει».

 

Αυτήν την εικόνα είχαμε το 1975, ένα χρόνιο μετά την επιβολή της δικτατορίας στην Ουρουγουάη, όταν το δικτατορικό καθεστώς δεν είχε ακόμη καταστείλει ολοκληρωτικά το κίνημα των Τουπαμάρος.

Αλλά και στα 12 χρόνια που πέρασαν μέχρι την ανατροπή του, παρέμειναν ζωντανές οι ρίζες του, όπως απέδειξε η εκλογή ενός από τους μαχητές του, τού Χοσέ (Πέπε) Μοχίκα, στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας είκοσι πέντε χρόνια μετά.

 

Δεν θα μπορούσε να υπάρξει, νομίζω, πιο ταιριαστός επίλογος σε αυτό το κείμενό μου από τον αποχαιρετισμό της Νόρας Ράλλη σε αυτόν τον σεμνό αγωνιστή, που διαβάσαμε στην Εφημερίδα των Συντακτών της 10ης Ιανουαρίου:

 «Αγωνίστηκε πολύ, βασανίστηκε απίστευτα σκληρά για πάνω από δέκα χρόνια, έγινε πρόεδρος της χώρας του, την άλλαξε τελείως […] ποτέ, ποτέ όμως, δεν ξέφυγε απ’ τα πιστεύω του:

«Δεν συμμετέχουμε επειδή θα κερδίσουμε, αλλά επειδή πιστεύουμε».

Ο Χοσέ (Πέπε) Μοχίκα πεθαίνει. Έχοντας κάνει ανθρωπινότερη την ανθρωπότητα».

 

 

Guan Hu, Black dog (狗阵, 2024)

 Guan Hu, Black dog (, 2024)

 


  Ο Guan Hu ανήκει στην 5η γενιά, τη σημερινή γενιά (για την ακρίβεια ακολουθείται από την d-generation, digital generation, η οποία, με ψηφιακή κάμερα, μπορεί να σταθεί πιο κριτική απέναντι στο καθεστώς, σε αντίθεση με την 5η γενιά, που συχνά αναγκάζεται να περιορίσει την κριτική της, γιατί αλλιώς μπορεί οι ταινίες της να μην προβληθούν στην Κίνα όπως ο «Γαλάζιος αετός» (1993) του Tian Zhuangzhuang).

  Ήξερα για τα hutong, τα δρομάκια με τα παλιά σπίτια στις φτωχογειτονιές του Πεκίνου που κατεδαφίζονται για να αναγερθούν στη θέση τους μοντέρνα κτίρια, και τώρα μαθαίνω ότι αυτό έχει επεκταθεί σε όλη τη χώρα.

  Αυτό συμβαίνει και στην γενέτειρα πόλη του Λανγκ, που μόλις έχει αποφυλακισθεί γιατί έδειξε καλή συμπεριφορά. Σκότωσε κατά λάθος κάποιον που τον έκλεψε, ενώ απλά ήθελε να τον εκφοβίσει.

  Και τι θα γίνει με τα σπίτια που θα αναγερθούν;

  Θα γίνουν εγκαταστάσεις τολμηρών επιχειρηματιών.

  Όμως ποιος επιχειρηματίας θα τολμήσει να έλθει σε μια πόλη όπου κυκλοφορούν αδέσποτα σκυλιά, και που μπορεί ανά πάσα στιγμή να τον κυνηγήσουν και να τον δαγκώσουν;

  Να εκδιωχθούν τα αδέσποτα σκυλιά.

  Ο Λανγκ, σαν αποφυλακισμένος υπό όρους, θα αναγκασθεί να συμμετάσχει στην ομάδα καταδίωξης. Αργότερα, όταν θα δουν ότι βοήθησε ένα σκυλί να διαφύγει από το κυνηγητό, θα τον βάλουν να δουλέψει στη μεταφορά των αδέσποτων που συλλαμβάνονται στο καταφύγιο όπου τα συγκεντρώνουν.

  Έχω γράψει ότι δεν μου αρέσουν ταινίες με αρνητικούς ήρωες.

  Ο Λανγκ είναι από τους πιο θετικούς ήρωες που έχω συναντήσει σε ταινία.

  Μεγαλόψυχος όσο δεν γίνεται.

  Θα προστατεύσει το μαύρο σκυλί που αρχικά τον είχε δαγκώσει.

  Θα σώσει από τον θάνατο τον θείο του νεαρού που είχε σκοτώσει, και ο οποίος λίγο έλλειψε να τον σκοτώσει ρίχνοντάς τον στον γκρεμό όπου έριξε τον ανιψιό του.

  Η φιλοζωία είναι ένα θέμα της ταινίας.

  Ο αποχαιρετισμός από τους κατοίκους των κατοικιών τους και της παλιάς τους ζωής, ένα άλλο.

  Θυμήθηκα τώρα την ταινία «Αποχαιρετισμός» (1983) του Elem Klimov που πραγματεύεται το ίδιο θέμα, με πιο δραματικό τρόπο. Τελικά να μην ανησυχώ ιδιαίτερα, ξεχνώ λέξεις, όμως η συνειρμική μου μνήμη φαίνεται να λειτουργεί μια χαρά.

  Ενώ στην αρχή η ταινία κυλούσε αρκετά στρωτά, μετά άρχισαν να υπάρχουν αφηγηματικά κενά, κυρίως στο τέλος, χωρίς να δημιουργούν όμως ασάφειες.

  Και εγώ δεν συμπαθώ τα αδέσποτα.

  Ευτυχώς έχουν εξαφανισθεί από την Αθήνα.

  Παλιά με κυνήγαγαν όταν περνούσα με το μηχανάκι. Τα φοβόμουν. Ένα δάγκωμά τους και μπορεί να πάθαινα λύσσα, αρρώστια ανίατη ακόμη και σήμερα.  

  Ο γιος μου έχει να το λέει.

  Ερχόμασταν από το Βαρβάκειο πάνω στη πενηντάρι γιαμαχάκι μου, δεν είχα πάρει ακόμη την Kawasaki eliminator.

  Ανεβαίναμε την ανηφόρα, που σε λίγο γινόταν κατηφόρα με κατεύθυνση το Γαλάτσι.

  Ένα σκυλί μας είχε πάρει από πίσω.