Book review, movie criticism

Monday, December 21, 2009

Μένης Κουμανταρέας, η ελεγεία της χαμένης νιότης

Μένης Κουμανταρέας, η ελεγεία της χαμένης νιότης

Φιλολογική, τ. 61, Οκτ-Δεκ. 1997, σελ. 32-35

  Φέτος ο Μένης Κουμανταρέας συμπλήρωσε μια διαδρομή τριανταπέντε χρόνων δημιουργικής παρουσίας στα ελληνικά γράμματα, χωρίς να δείχνει καθόλου έτοιμος για συνταξιοδότηση. Απεναντίας, το ταλέντο του παρουσιάζεται με έντονα δημιουργικό σφρίγος στο τελευταίο του έργο με τίτλο «Η  μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω».
  Επ’ ευκαιρία αυτής της τριακονταπενταετίας θα επιχειρήσουμε μια σύντομη αναδρομή στο έργο του.
  Ο Κουμανταρέας ξεκινάει την καριέρα του ως λογοτέχνης στα τριανταένα του χρόνια, το 1962, με τα «Μηχανάκια». Το έργο αυτό αποτελεί μια προσωπογραφία της γενιάς του, προεικονίζοντας τους ήρωες που θα πρωταγωνιστήσουν στα επόμενα έργα του.
  Στο πρώτο διήγημα με τον ομώνυμο τίτλο πρωταγωνιστής είναι ένας νεαρός που βρίσκεται μετέωρος και συμπιεσμένος ανάμεσα σε δυο κυρίαρχους τύπους: τον «γκομενάκια» και τον «κουλτουριάρη», που τυχαίνει επί πλέον να είναι και χριστιανός. Ο δεύτερος αυτός, λειτουργώντας ως υπερεγώ, δεν θα τον αφήσει να απολαύσει τη γυναικεία συντροφιά, που θα του προμηθεύσει η συναναστροφή του με τον άλλο τύπο.
  Στο «Λουτρό», ένα από τα λίγα αισιόδοξα έργα του, ο νεαρός εξεγείρεται ενάντια στην υπερπροστατευτική μητέρα του. Είναι ο μόνος από τους εξεγερμένους ήρωες του Κουμανταρέα, από τον ωραίο λοχαγό που τα βάζει με το στρατιωτικό κατεστημένο μέχρι τον Σερέτη που σπάζει τη ρουτίνα της καθημερινότητας φιλοδοξώντας να κάνει καριέρα ποδοσφαιριστή, που πετυχαίνει.
  Στην «Επαρχία Λοκρίδος» ο νεαρός ήρωας είναι ένα πρόπλασμα του Σερέτη της «Φανέλας με το εννιά». Ο τελικός θάνατός του φαίνεται ως αποτέλεσμα της άτης, λόγω της ύβρεως μιας αλαζονικής συμπεριφοράς. Όμως, όπως έχει επισημάνει ήδη η κριτική για την «Φανέλα με το εννιά» και τον «Ωραίο λοχαγό»,1 το κυρίαρχο θέμα δεν είναι το θέμα της άτης που έρχεται ως αποτέλεσμα της ύβρεως (που δεν υπάρχει άλλωστε στον «Ωραίο λοχαγό»), αλλά το θέμα του «Πορτραίτου του Ντόριαν Γκρέυ» του Όσκαρ Ουάιλντ, μια ελεγεία για τα νιάτα, τη δύναμη και την ομορφιά που αδήριτες νομοτέλειες καταδικάζουν στη φθορά και στην παρακμή.
  Ο «Σκαπανέας» εισάγει στη μακρά σειρά περιθωριακών που θα πρωταγωνιστήσουν στο «Χερουβείμ και Σεραφείμ» (1981), ταλαιπωρημένα από τη ζωή πρόσωπα, τα οποία ο συγγραφέας βλέπει με συμπάθεια και κατανόηση, ακόμη και τον «Πολύβιο», τον επιδειξία στο ομώνυμο διήγημα. Δεν θα χάσει όμως την ευκαιρία να καταφερθεί ενάντια στον στρατοκρατικό αυταρχισμό, λες και είχε υποψιαστεί από τότε ότι επρόκειτο να κυριαρχήσει και στην πολιτική μας ζωή πέντε χρόνια αργότερα, με μια έξυπνη αφηγηματική τεχνική. Η κυρίως αφήγηση αποτελεί τη λεκτική μεταγραφή μιας  κινηματογραφικής ταινίας, την προβολή της οποίας, σε μια παράσταση μπροστά σε μια επιτροπή λογοκρισίας, διακόπτει κατά διαστήματα ένας αξιωματικός, για να αποκαλύψει με τα σχόλιά του το χαρακτηριστικό εκείνο στρατοκρατικό πνεύμα το οποίο θέλει να σατιρίσει ο Κουμανταρέας.
  Όταν αυτό θα επιβληθεί με τη δικτατορία του ’67, θα πέσει θύμα της και ο ίδιος, με το δεύτερο βιβλίο του, το «Αρμένισμα», μια συλλογή από τρία διηγήματα. Στη συλλογή αυτή ο Κουμανταρέας χρησιμοποιεί το παρελθόν για να σχολιάσει το παρόν. Φουκαράδες όπως οι «αρμένηδες» στο «Αρμένισμα», και ο πιτσιρίκος του «Μέρα του 1638», είναι τα θύματα ενός στυγνού και ανελέητου κόσμου, στον οποίο είναι αναπόδραστα «ερριμμένοι», χωρίς οι ίδιοι να μπορούν να πιάσουν καθόλου το νήμα της τύχης τους στα χέρια τους. Το ίδιο θύματα ενός διεφθαρμένου κόσμου είναι και τα πρόσωπα του «Γάμου του Σπόρου και της Ποπαίας», ένα μίνι «Σατιρικόν», όπου εδώ ο παρελθοντικός χρόνος εισβάλει με μια αντικατοπτρική (mise en abyme) ιστορία από τα ρωμαϊκά χρόνια της παρακμής.
  Τα «Καημένα» (1972) είναι δυο κακόμοιρα, «καημένα» αλητάκια, που κάηκαν σε ένα καΐκι (Το ίδιο εφέ δισημίας στον τίτλο είχε χρησιμοποιήσει και στο «Αρμένισμα» ο συγγραφέας). Στην «Αγία Κυριακή στο βράχο», το δεύτερο διήγημα αυτού του βιβλίου, οι κάτοικοι ενός ολόκληρου χωριού πέφτουν θύματα πειρατών που ήλθαν μεταμφιεσμένοι σε θεατρίνους.
  Κύριο υφολογικό στοιχείο αυτών των πρώτων έργων είναι το εφέ της επανάληψης σε λεκτικό επίπεδο, που φτάνει σε ολόκληρες περιόδους. Όμως στα «Καημένα» παρατηρούμε μια αλλαγή στην αφηγηματική τεχνική, που θα χαρακτηρίσει τα επόμενα έργα του συγγραφέα. Μέχρι τώρα ο αφηγητής ήταν εξωδιηγητικός-ετεροδιηγητικός, ο κλασικός τριτοπρόσωπος αφηγητής. Τώρα οι αφηγητές είναι μεν ετεροδιηγητικοί, είναι όμως ενδοδιηγητικοί. Αυτό το πετυχαίνει ο Κουμανταρέας στα «Καημένα» με το να δημιουργεί μέχρι και τρίτο επίπεδο αφήγησης, σε διαδοχικά εγκιβωτισμένες μαρτυρίες/διηγήσεις. Στο «Χερουβείμ και Σεραφείμ» ο αφηγητής είναι ενδοδιηγητικός, όμως είναι ετεροδιηγητικός, αφού πρωταγωνιστές είναι άλλα πρόσωπα, γνωστά στον αφηγητή.
  Και ενώ στο έργο αυτό ο αφηγητής ταυτίζεται περίπου με τον συγγραφέα, στο τελευταίο έργο του Κουμανταρέα «Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω» αφηγητής είναι ένας κουρέας που αφηγείται ιστορίες πελατών του.(σελ. 32)
  Η «Βιοτεχνία υαλικών» (1975) εισάγει στην αστική θεματολογία των επόμενων έργων του, με μια μυθοπλασία που τοποθετείται στο παρόν και σε συγκεκριμένους πια, κατονομαζόμενους χώρους. Το θέμα της είναι η διαδρομή προς τον μικροαστικό συμβιβασμό της πάλαι ποτέ αγωνίστριας Μπέμπας, που παράτησε τον αγώνα για κοινωνική αλλαγή για να αφοσιωθεί στο εξής στην ανόρθωση της βιοτεχνίας υαλικών της, με αποτέλεσμα να καταντήσει γνήσιος εκπρόσωπος του μικροαστισμού εκείνου εναντίον του οποίου αγωνίστηκε στα νιάτα της. Θέμα ήδη πολυδουλεμένο από τον Κώστα Μουρσελά στα θεατρικά του, δεν θα το ξαναπιάσει ο Κουμανταρέας. Όμως πίσω από το θέμα αυτό του συμβιβασμού υπάρχει επίσης η κυρίαρχη θεματική του, αυτή της ανελέητης φθοράς, που αν και εδώ πρόκειται για φθορά ιδανικών, ο συγγραφέας δεν παραλείπει να τη συμβολοποιήσει με τη σωματική φθορά της γερασμένης πια Μπέμπας.
  Στο έργο αυτό ο Κουμανταρέας θα φλερτάρει για πρώτη και τελευταία φορά με τον ελεύθερο πλάγιο λόγο, συμφύροντας μάλιστα υφολογικά και τον ευθύ λόγο των προσώπων με τον πλάγιο της αφήγησης καταργώντας τα εισαγωγικά με τα οποία εγκιβώτιζε μέχρι τότε τον ευθύ λόγο των προσώπων. Ακόμη, επίσης για πρώτη και για τελευταία φορά, θα τεμαχίσει τον ευθύγραμμο χρόνο της αφήγησης με ευρείες αναδρομές στο παρελθόν, που τίθεται αντιστικτικά στο παρόν.
  Στην «Κυρία Κούλα» (1978) και το «Κουρείο» (1979) κυρίαρχο είναι το θέμα της φυγής από την καθημερινότητα, με τη μορφή του μοτίβου της αναζήτησης ενός (άλλου) συντρόφου.
  Η κυρία Κούλα θα φλερτάρει με τον μικρότερό της νεαρό, όμως δεν θα τολμήσει να προχωρήσει στη σχέση. Επίσης, δυο τουλάχιστον από τις ηρωίδες της Μάρως Βαμβουνάκη, στο τρίτο μυθιστόρημά της με τον παραπλανητικό τίτλο «Το χρονικό μιας μοιχείας» και στο τελευταίο της έργο «Ο πιανίστας και ο θάνατος», θα υποχωρήσουν επίσης από μια ερωτική σχέση που η κοινωνία φαίνεται να καταδικάζει. Και οι δύο συγγραφείς εκδραματίζουν ίσως πραγματικές καταστάσεις και διλήμματα του γυναικείου αναγνωστικού κοινού, του οποίου οι υπερεγωτικές αντιστάσεις φαίνονται να είναι πάρα πολύ ισχυρές, ικανοποιώντας ταυτόχρονα το αίσθημα ενός ανδρικού αναγνωστικού κοινού, που θα δυσφορούσε μπροστά σε ανεπίτρεπτες κοινωνικά σχέσεις. Τις σώζουν έτσι κι από το θάνατο. Δεν είναι τυχαίο ότι σε σημαντικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, η γυναίκα με την ανεπίτρεπτη σεξουαλικότητα τιμωρείται. Στον «Αλέξη Ζορμπά» σκοτώνεται. Ο Τολστόι και ο Φλωμπέρ βάζουν τις ηρωίδες τους Άννα Καρένινα και μαντάμ Μποβαρύ να  αυτοκτονήσουν. Ούτε και η «Τες ντ’ Ωμπερβίλ» του Τόμας Χάρντυ θα γλιτώσει το θάνατο.
  Στην παραλογοτεχνία τα πράγματα δεν θα συνέβαιναν ακριβώς έτσι. Ίσως μια διαφοροποιούσα αρχή, πέρα από την ποιότητα του λόγου, ανάμεσα στη λογοτεχνία και την παραλογοτεχνία, να είναι και η εξωκειμενική λειτουργία της μυθοπλασίας. Η λογοτεχνία έχει ως καθήκον να εκδραματίζει πραγματικά προβλήματα, δίνοντας τις λύσεις που δίνει στις περισσότερες περιπτώσεις η ίδια η ζωή. Η παραλογοτεχνία αντίθετα, όπως και ο εμπορικός κινηματογράφος, προσφέρεται ως φαντασίωση, ως ικανοποίηση στο φανταστικό επίπεδο της τέχνης απωθημένων αισθημάτων, και κυρίως ενός ανικανοποίητου ερωτισμού. Στην ταινία «Σαράντα καράτια» του Μilton Katselas, από το ομώνυμο θεατρικό έργο των Barillet & Gredy, με την Λιβ Ούλμαν στον πρωταγωνιστικό ρόλο, μια παρόμοια ερωτική σχέση ανάμεσα στην σαραντάρα και τον εικοσάρη δεν ματαιώνεται, αλλά ικανοποιείται. Τολμούμε να πούμε ότι μόνο χάρις στο πρόσωπο της Λιβ Ούλμαν δεν σκανδαλίζει τους αρσενικούς θεατές.
  Η «αρσενική» κυρία Κούλα του «Κουρείου», ο Μενέλης, θα χάσει την «Ευτυχία» μέσα από τα χέρια του. Ασφαλώς δεν ήταν για τα δόντια του. Θα γυρίσει σαν βρεγμένη γάτα στην νόμιμη αγαπημένη του, τη Λίτσα, αν και ίσως είναι αργά.
  Ο «Ωραίος λοχαγός» (1982) είναι ένα αντίγραφο του Joseph K. του Κάφκα, χωρίς όμως να έχει το δικό του δραματικό τέλος.
  Ή μήπως το έχει; Το σφρίγος και η ομορφιά του ωραίου λοχαγού χάνονται ανεπιστρεπτί, θύμα και αυτός ενός αδυσώπητου μηχανισμού, του στρατού, που αποφασίζει, διατάσσει και επιβάλλει, χωρίς καμιά δύναμη να μπορεί να τον λυγίσει (εδώ οι αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας), την αποπομπή του λοχαγού από το στράτευμα με τη μορφή της πρόωρης συνταξιοδότησης για λόγους υγείας.
  Η ιστορία του «Ωραίου λοχαγού» δίνεται με φόντο τις εκάστοτε πολιτικές εξελίξεις, στις οποίες αναφέρονται φλύαρα τα πρόσωπα του έργου. Ο συγγραφέας σε συνέντευξή του λέγει ότι ήθελε μέσα από την ιστορία του λοχαγού να περάσει ένα κομμάτι της νεότερης ιστορίας μας από το 1959 έως το 1968.2
  Ο αναγνώστης δεν αποκομίζει μια τέτοια αίσθηση. Αν το πετύχαινε, ο ωραίος λοχαγός θα έχανε την οικουμενικότητα που έχει ως αντίγραφο του Joseph K. Τo ιστορικό φόντο λειτουργεί τελικά ως βάθος, χρονολογώντας έμμεσα, όπως αρμόζει στη λογοτεχνία, τα επεισόδια της ιστορίας του λοχαγού. Ως σύζευξη του ατομικού με το κοινωνικό, όπου η ατομική περίπτωση φαίνεται ως αναπόφευκτη απόρροια μιας συγκεκριμένης κοινωνικοπολιτικής κατάστασης, λειτουργεί αρκετά αμυδρά.
  Ο Σερέτης στη «Φανέλα με το εννιά» (1986) είναι κι αυτός ένας έντονα «ωραίος» έφηβος. Διαφέρει όμως από τον «ωραίο» λοχαγό. Δεν κατακτά τη συμπάθειά μας. Η αλαζονική συμπεριφορά του είναι εκείνη που τον οδηγεί στην τελική πτώση, και όχι οι εξωτερικές πιέσεις ενός αδυσώπητου μηχανισμού, όπως τον λοχαγό.
  Ο κόσμος του ποδοσφαίρου που απεικονίζεται είναι ελάχιστα πειστικός. Το ότι ο Σερέτης πούλησε τον αγώνα ήδη στο δεύτερο ματς που έδινε με την ομάδα του φαντάζει ελάχιστα αληθοφανές.3 Έτσι, δικαιολογημένα (σελ. 33) θα έλεγα, η κριτική δέχθηκε το έργο αυτό με κάποιο σκεπτικισμό, ενώ το κοινό αναμφίβολα θέλχτηκε περισσότερο από το φόντο του έργου, τον κόσμο του ποδοσφαίρου, που το έργο αυτό αποτελεί την πρώτη του εξεικόνιση στη νεοελληνική λογοτεχνία. Αυτό μάλλον αποτέλεσε και το κίνητρο για την κινηματογραφική μεταφορά του.
  Στη «Συμμορία της άρπας» (1993) ο Κουμανταρέας κάνει ακόμη μια στροφή, προς το γκροτέσκ και το θρίλερ, που θα τα συναντήσουμε και στο επόμενο έργο του «Η μυρουδιά τους με κάνει να κλαίω». Όλο το έργο κινείται μέσα σε μια ατμόσφαιρα σασπένς και μυστηρίου, γύρω από το πρόσωπο του μαέστρου, ενός φιλόμουσου, σεξουαλικά περιθωριακού, όπως είναι κάποιοι από τους ήρωες του «Χερουβείμ και Σεραφείμ», χωρίς όμως να ανήκει στην τάξη τους. Και εδώ ο ήρωας δεν αποτελεί πρόσωπο με το οποίο θα μπορούσε να ταυτισθεί ο αναγνώστης και να το αγαπήσει. Και καθώς δεν είχε το ελκυστικό φόντο της «Φανέλας με το εννιά», δεν αποτέλεσε ιδιαίτερη εκδοτική επιτυχία. Το αντίθετο συνέβη με το «Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω» (1996). Κατά τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, βρίσκεται ήδη στη δέκατη έκδοση, ενώ η «Συμμορία της άρπας», εκδομένη το 1993, βρίσκεται μόλις στην τρίτη. Και αυτό γιατί τα άτομα που πρωταγωνιστούν, περιθωριακά ή μη εξίσου ταλαιπωρημένα, αποτελούν γνήσιες τραγικές φιγούρες.
  Ο Κουμανταρέας είναι περισσότερο διηγηματογράφος, κι ας είναι αρκετά εκτεταμένα τα διηγήματά του, και όχι μυθιστοριογράφος. Το μυθιστόρημα είναι πολυπρόσωπο, και ο Κουμανταρέας νιώθει άνετα μόνο με τον κεντρικό του ήρωα, δεν έχει μάτια παρά μονάχα γι αυτόν. Τα υπόλοιπα πρόσωπα, όταν δεν είναι αφηγητές, είναι απλώς φιγούρες φόντου. Τα πιο εκτεταμένα έργα του, για να χρησιμοποιήσουμε μια μουσική μεταφορά, είναι κονσέρτα για ένα όργανο και ορχήστρα, και όχι συμφωνίες, με όλα τα όργανα να παίζουν περίπου ισότιμα. Ένα κονσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα είναι ο «Συμμορία της άρπας», με βιολοντσέλο τη σκοτεινή προσωπικότητα του μαέστρου. Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα είναι η «Φανέλα με το εννιά», με το πιάνο σε μπετοβενικούς χείμαρρους, σαν τη χειμαρρώδη προσωπικότητα του Σερέτη.
  Το κονσέρτο για βιολί λείπει. Τα υπόλοιπα έργα είναι μουσικές δωματίου, duo (ο «Ωραίος λοχαγός» και η «Κυρία Κούλα»), ή κουαρτέτα (Η «Βιοτεχνία υαλικών» και το «Κουρείο»). Όσο για το «Χερουβείμ και Σεραφείμ» και «Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω», δεν είναι παρά διηγήματα που με την επινόηση του ενιαίου αφηγητή πλασάρονται ως μυθιστορήματα. Ανάλογη επινόηση κάνει και η Αλκυόνη Παπαδάκη στο τελευταίο έργο της «Οι κάργες». Οι κάργες, παίζοντας το ρόλο του αφηγητή, συνδέουν μεταξύ τους άσχετες ιστορίες. Ως γνωστό το διήγημα στις μέρες μας θεωρείται αντιεμπορικό είδος, ενώ πολύ εμπορικότερο θεωρείται το πολυσέλιδο μυθιστόρημα.
  Ο Κουμανταρέας δεν περιορίστηκε μόνο στην αφηγηματική πεζογραφία. Έχει γράψει και άλλα κείμενα, κυρίως νεκρολογίες προσφιλών προσώπων, τα οποία δημοσιευμένα κατά καιρούς σε διάφορα περιοδικά, εκδόθηκαν κάτω από τον συλλογικό τίτλο «Ο πλανόδιος Σαλπιγκτής» (1989). Οι λογοτεχνικές τους αρετές είναι ολότελα προφανείς, σε βαθμό που να παρασύρεται ο Δημοσθένης Κούρτοβικ και να χαρακτηρίσει το «Play», μια πλασματική συνέντευξη στον εαυτό του, ως διήγημα.
  Πόσο από το μυθοπλαστικό υλικό του Κουμανταρέα είναι πραγματικό και πόσο φανταστικό;
  Στην εποχή της λατρείας του ντοκουμέντου, των απομνημονευμάτων και των μυθιστορηματικών βιογραφιών (το βιβλίο της Δήμητρας Λιάνη και τα έργα του Φρέντυ Γερμανού με τα υψηλά τιράζ νομίζω ότι αποκαλύπτουν του λόγου το αληθές) είναι δικαιολογημένο να αναρωτιέται  κάθε αναγνώστης. Βέβαια, μόνο ο συγγραφέας μπορεί να αποκαλύψει πόσο από το υλικό του είναι πλασματικό και πόσο πραγματικό. Για τα «Καημένα» ξέρουμε ότι πρόκειται για πραγματικό γεγονός. Πόσοι όμως από τους ήρωες του «Χερουβείμ και Σεραφείμ» υπήρξαν υπαρκτά πρόσωπα, τα οποία γνώρισε ο συγγραφέας-αφηγητής; Και πόσες από τις ιστορίες του «Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω» είναι αληθινές;
  Για μια απ’ αυτές μπορούμε να αποφανθούμε με σιγουριά. Το ομολογεί εξάλλου και ο συγγραφέας. Είναι η ιστορία εκείνου του μαύρου που έφαγε μια καμαριέρα στο Χίλτον, κάπου στα μέσα της δικτατορίας, περιστατικό που «ψιθυρίστηκε»  ευρέως τότε. Για τις υπόλοιπες δεν ξέρουμε.
   Η «Μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω», το καλύτερο κατά τη γνώμη μου έργο του μέχρι στιγμής, θα άξιζε την τιμή ενός Κρατικού Βραβείου. Όμως έχει κερδίσει ήδη το βραβείο στις καρδιές των αναγνωστών, με τις αλλεπάλληλες εκδόσεις που πραγματοποιεί. (σελ. 34)

Σημειώσεις

1. Βλέπε Δημοσθένη Κούρτοβικ, «Ημεδαπή εξορία», Αθήνα 1991, Opera, σελ. 135-139 και «Έλληνες Μεταπολεμικοί Συγγραφείς», Αθήνα, Πατάκης 1995, σελ. 125-127.

2. «Η μεταπολεμική πεζογραφία», τόμος Δ΄, Αθήνα 1989, Σοκόλης, σελ. 289.

3. Βλέπε σημείωση 1.

Κριτικογραφία Συνεντεύξεις

Από την κριτικογραφία του «Διαβάζω», που όσον αφορά την πεζογραφία, έχουμε καταχωρίσει σε βάση δεδομένων. Σημειώνουμε ότι το «Διαβάζω» στην κριτικογραφία του περιλαμβάνει μόνο κριτικές από έντυπα που του αποστέλλονται. Ασφαλώς για τα έργα του Κουμανταρέα έχουν γραφεί περισσότερες κριτικές. Και βέβαια φτάνει μέχρι το 1997.

Η κυρία Κούλα
Α. Κοτζιάς, Καθημερινή, 13/4/78
Α. Ζήρας, Σχεδία, τ. 1   

Το κουρείο
Κ. Τσαούσης, Ελευθεροτυπία, 27/9/79
Ν. Χατζηδάκι, Διαβάζω, τ. 23   

Σεραφείμ και Χερουβείμ
Τ. Μενδράκος, Επίκαιρα, τ. 669 
Φ. Κωστομητσόπουλος, Ο δρόμος, τ. 4
Κ. Σταματίου, Νέα, 31/10/81
Ε. Κοροντζή, Διαβάζω τ. 45

Ο ωραίος λοχαγός 
Τ. Μενδράκος, Επίκαιρα, τ. 755
Μ. Μερακλής, Διαβάζω, τ. 63
Τ. Θεοδωρόπουλος, Μεσημβρινή, 14/12/82
Κ. Τσαούσης, Έθνος, 5/12/82
Σ. Τσακνιάς, Λέξη, τ. 21
Ε. Χουζούρη, Τομές, τ. 86 
Π. Κουνενάκη, Ταχυδρόμος, τ. 50

Η φανέλα με το εννιά
Τ. Καρβέλης, Επίκαιρα, τ. 7/587
Ε. Κοτζιά, Γράμματα και Τέχνες, τ. 50
Κ. Πλάνης, Πλανόδιο, τ. 2
Α. Αφρουδάκης, Διαβάζω, τ. 180
Β. Κάσσος, Βήμα 10/5/87
Π. Σφυρίδης, Το τράμ 1
Α. Ριζοσπάστης, 4/1/87
Κ. Τσαούσης, Έθνος, 17/12/86
Σ. Τσακνιάς, Πρώτη, 30/12/86
Π. Κουνενάκη, Ταχυδρόμος, 25/12/86
Π. Βούλγαρης, Ριζοσπάστης,15/10/87
Κ. Σταματίου, Νέα, 20/6/87 

Πλανόδιος σαλπιγκτής      
Χ. Παπαγεωργίου, Αυγή, 21/5/89
Θ. Ντόκας, Αντί, 9/2/90

Η συμμορία της άρπας
Δ. Χουλιαράκης,  Elle, Φεβ- 94
Ε. Κοτζιά, Καθημερινή, 16/1/94
Μ. Θεοδοσοπούλου, Εποχή, 10/4/94
Δ. Μητρόπουλος,  Βήμα 21/11/93.

Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω
Π. Αθηναίος, Ελεύθερη Ώρα, 21/11/96
Π. Μπουκάλας, Καθημερινή, 17/12/96
Δ. Μάργαρης, Status, Ιαν. 1997
Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 22/1/97
Ν. Αναστασέα, Votre Beauté, Φεβ. 97
Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 16-2-97
Κ. Ζαρόκωστα, Elle, Μαρ- 97
Γ. Κωνσταντάτου, Επενδυτής, 15/3/97
Δ. Κούρτοβικ, Νέα, 22/4/97 

Συνεντεύξεις

Διαβάζω, τ. 1, 333, 373

No comments: