Μεταβολές και μεταλλάξεις στην Κρητική Ύπαιθρο
Εισήγηση στη Δ΄ Ημερίδα της Ένωσης Γυναικών Κρήτης με θέμα «Κρήτη, Ιστορία, Πολιτισμός», Αίθουσα ΕΣΗΕΑ, 7 Δεκεμβρίου 1993. Δημοσιεύτηκε στα Πρακτικά Δ΄ και Ε΄ ημερίδας, «Κρήτη, Ιστορία, Πολιτισμός», επιμ. Μιχάλης Καυκαλάς, Αθήνα 1994. Το θέμα αναπτύχθηκε πιο διεξοδικά στο βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά», Αθήνα 1995, Θυμάρι.
Θα ήθελα κατ' αρχάς να ευχαριστήσω την Ένωση Γυναικών
Κρήτης και τον κύριο Μιχάλη Καυκαλά, για την πρόσκληση που μου
έκαναν να μιλήσω σ' αυτή την ημερίδα.
Το θέμα της ομιλίας μου είναι "μεταβολές και μεταλλάξεις
στην Κρητική ύπαιθρο" και στηρίζεται στο υπό έκδοση βιβλίο
μου με τίτλο "Από την αυτοκατανάλωση στην αγορά". Το έργο αυτό
είναι μια παρουσίαση της πορείας του χωριού μου, του Κάτω
Χωριού Ιεραπέτρας, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, παρουσίαση
που έχει γίνει κάτω από την οπτική της κοινωνικής
ανθρωπολογίας, διανθισμένη με αυτοβιογραφικά στοιχεία. Στη
σημερινή ομιλία μου δεν πρόκειται βέβαια να δώσω περίληψη του
βιβλίου, αλλά θα καταγράψω τους βασικούς άξονες αυτής της
πορείας, που πιστεύω ότι σε πολύ μεγάλο βαθμό ισχύουν για
ολόκληρη την Κρητική ύπαιθρο, κυρίως όμως για την Κρητική
ενδοχώρα. Ως γνωστό, τα παραλιακά μέρη έχουν ακολουθήσει μια
διαφορετική γραμμή εξέλιξης, γνώρισαν μια ταχύτατη
ανάπτυξη, αφαιμάσσοντας αυτή την ενδοχώρα από το ανθρώπινο
δυναμικό της και τους τουρίστες από τις οικονομίες τους. Η Νέα
Ανατολή απορρόφησε τους κατοίκους της ορεινής Ανατολής, στα
δυτικά της Ιεράπετρας, και ο Κουτσουράς το Σταυροχώρι στα
ανατολικά. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Ορεινού και του Άη
Γιάννη έχουν κατέβει επίσης στα παράλια. Στη βόρεια ακτή, το
Μοναστηράκι είναι ένα χωριό φάντασμα, ενώ ο Παχύ
Άμμος, ανύπαρκτος στις αρχές του αιώνα, έχει ξεπεράσει σε
πληθυσμό την αρχαιότατη Βασιλική, απ' όπου προέρχονται και οι
περισσότεροι κάτοικοί του.
Οι εξελίξεις που υπέστησαν και υφίστανται ακόμη τα χωριά
της Κρήτης σε όλους σχεδόν τους τομείς των οικονομικών και
κοινωνικών τους δραστηριοτήτων, στην ίδια τη δομή τους, κατά
τις τελευταίες δεκαετίες, ήσαν τόσο ταχείες, όσο δεν υπήρξαν
ποτέ στην ιστορία. Υπάρχει το ιδεολό(σελ. 39)γημα της
παράδοσης, κατασκευασμένο και επιβεβλημένο από τους
αστούς, όπως και τόσες άλλες μορφές του πολιτισμού μας, που
θεωρεί την επαρχία σαν θεματοφύλακα στην καλύτερη
περίπτωση, σαν μουσείο στη χειρότερη, μορφών ενός παρωχημένου
πολιτισμού. Αυτό είναι βέβαια σωστό, συνειρμικά όμως τείνει να
προσδώσει στην επαρχία τον χαρακτήρα μιας ανεξέλικτης
κοινωνίας που δέχεται με κάποια καθυστέρηση τις επιδράσεις
του άστεως. Στην πραγματικότητα όμως οι εξελίξεις στην επαρχία
είναι συχνά πιο γρήγορες απ' ότι στις πόλεις. Οι πόλεις, για
παράδειγμα, είχαν φως από τις αρχές του αιώνα. Τα περισσότερα
χωριά όμως ηλεκτροφωτίσθηκαν μετά το 1950.Το πετρογκάζ ήταν
πηγή ενέργειας για το μαγείρεμα στις πόλεις επίσης από τις
αρχές του αιώνα. Στα χωριά εκτόπισε τα καυσόξυλα μόλις τη
δεκαετία του 60, για να δώσει γρήγορα τη θέση του στις
ηλεκτρικές κουζίνες. Οι πόλεις έκαναν κατακτήσεις σταδιακά, οι
οποίες όμως εισέβαλαν με ταχύτατους ρυθμούς τα τελευταία
χρόνια στα χωριά, όπως οι τεχνολογικές κατακτήσεις αιώνων των
ανεπτυγμένων χωρών εισέβαλαν σαν χείμαρρος στις χώρες του
Τρίτου Κόσμου, αναστατώνοντας τις δομές και τις ισορροπίες
τους.
Κάποιες άλλες μεταβολές που κατέγραψα για το χωριό μου
αφορούν τις οικοδομικές τεχνικές. Ήδη από τις αρχές του αιώνα
οι χωμάτινες ταράτσες που τις έφτιαχνε ο ιδιοκτήτης με τη
βοήθεια συγγενών και φίλων, πληρώνοντας ίσως και κάποια λίγα
μεροκάματα, αντικαταστάθηκαν από τις τσιμεντοταράτσες. Δεν
υπάρχουν πια πέτρες που να τις κουβαλάει ο ιδιοκτήτης από τα
χωράφια με το γαϊδουράκι του, αλλά τσιμεντόλιθοι ή τούβλα, για
τα οποία θα πληρώσει τον έμπορο, καθώς και τον μεταφορέα για
να του τα μεταφέρει στην οικοδομή. Στο λιομάζωμα δεν
χρησιμοποιεί πια την κατσούνα, την οποία έφτιαχνε μόνος του
από ένα κλαδί. Θα ακριβοπληρώσει το ραβδιστικό μηχάνημα. Το
γαϊδουράκι είναι πια ασύμφορο. Αργοκίνητο και έχοντας τη
δυνατότητα να μεταφέρει μόνο δυο σακιά ελιές τη στρατιά, χωρίς
να υπάρχει πια άχυρο για την τροφή του μια και οι αγρότες
αντί να σπέρνουν σιτάρι προτιμούν να αγοράζουν το
ψωμί, έχει αντικατασταθεί από τα αγροτικά αυτοκίνητα. Παρά τη
φοροαπαλλαγή που έχουν οι αγρότες, το αυτοκίνητο αυτό αποτελεί
μια σημαντική επένδυση, και έχει σημαντικά λειτουργικά
έξοδα, ασφάλεια, βενζίνες, σέρβις και ζημιές. Τα πρόβατα παλιά, αν
και έδιναν λιγότερο γάλα απ' ότι οι κατσίκες, πρόσφεραν όμως
μαλλί για να πλέξουν οι νοικοκυρές φανέλες και πουλόβερ. Τώρα
φανέλες και πουλόβερ αγοράζονται και οι κατσίκες έχουν
αντικαταστήσει τα πρόβατα. Η καλλιέργεια βαμβακιού και
λιναριού που εχρησιμοποιούντο για το ρουχισμό της
οικογένειας, ήδη από προπολεμικά έχει εγκαταλειφθεί. Τέλος οι
χαλικοστρωμένοι δρόμοι και οι χωματόδρομοι έχουν δώσει τη θέση
τους σε ευρείς ασφαλτοστρωμένους δρόμους, και η συγκοι (σελ. 40) νωνία που παλιά ήταν υποτυπώδης τώρα έχει γίνει πυκνότατη,
ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες.
Ανάλογες μεταβολές υπάρχουν σε όλους σχεδόν τους τομείς.
Αναζητώντας τώρα ένα ενοποιητικό σχήμα που να διαπερνά σαν
συνδετικός ιστός τις πολυποίκιλες αυτές μεταβολές και να τους
προσδίδει μια φυσιογνωμία, οδηγήθηκα σ' αυτό που διατύπωσα
σχηματικά και έθεσα σαν τίτλο στο βιβλίο μου: από την
αυτοκατανάλωση στην αγορά. Όλες οι παραπάνω μεταβολές
χαρακτηρίζονται από τη μετάβαση από μια οικονομία αυτάρκειας
και αυτοκατανάλωσης, στην εξάρτηση και στην αγορά.
Όμως η αγορά απαιτεί χρήμα, και το χρήμα μεγιστοποίηση των
αποδόσεων. Ετσι, αυτό που παρατηρείται σε παγκόσμια κλίμακα, η
επιβολή της μονοκαλλιέργειας, παρατηρείται και στη
μικροκλίμακα του χωριού. Όλοι οι χωριανοί έχουν στρέψει τις
προσπάθειές τους στην καλλιέργεια της ελιάς, που ήταν έτσι κι
αλλιώς κύριο προϊόν, και οι πιο νέοι στα θερμοκήπια. Οι
χαρουπιές, ή έχουν ξεπατωθεί, για να μην απομυζούν το έδαφος
από θρεπτικά συστατικά πολύτιμα για τις παρακείμενες ελιές, ή
έχουν σχεδόν εγκαταλειφθεί. Παρόλο που έχουν μηδενικά έξοδα
καλλιέργειας, η συγκομιδή τους είναι ασύμφορη, αφού ο αγρότης
συχνά δεν κερδίζει ούτε το μεροκάματό του για να μαζέψει τα
χαρούπια, κι ας έχει γίνει η πρόσβαση στις λοφοπλαγιές όπου
βρίσκονται συνήθως, εφικτή για τα αγροτικά αυτοκίνητα, με τους
δρόμους που έχουν τα τελευταία χρόνια διανοιχθεί.
Οι αμυγδαλιές δεν είχαν καλύτερη μοίρα. Οι περισσότερες
έχουν ξεπατωθεί, και στη θέση τους έχουν φυτευθεί
ελαιόδεντρα. Μόνο όσες βρίσκονται ακριβώς πάνω στις άκρες των
χωραφιών, αφαιμάσσοντας με τις ρίζες τους το χωράφι του
γείτονα, έχουν σωθεί. Το ίδιο και τα αμπέλια. Μόνο οι κρεβατίνες
στις αυλές των σπιτιών έχουν γλυτώσει.
Έτσι παρατηρούμε εδώ το φαινόμενο μιας ελάσσονος
αντιστροφής. Ενώ το γενικό σχήμα μετάβασης ήταν από την
αυτοκατανάλωση στην αγορά, εδώ έχουμε τρεις καλλιέργειες που
ενώ αρχικά ήσαν προσανατολισμένες προς την αγορά, έχουν
περιορισθεί στην αυτοκατανάλωση. Κανείς δεν πουλάει πια
αμύγδαλα, η παραγωγή είναι τόσο μικρή και η τιμή τόσο
χαμηλή, που όλα θα καταναλωθούν μέσα στα πλαίσια της
οικογένειας, κυρίως για την κατασκευή των παραδοσιακών
Κρητικών γλυκών, με πρώτα και καλύτερα τα αμυγδαλωτά. Τα
σταφύλια θα φαγωθούν όλα ωμά, δεν θα γίνουν σταφίδα. Έτσι η
σταφίδα έχει εκτοπισθεί από το διαιτολόγιο των χωριανών, και
τα σταφιδωτά είναι πια ένα ακριβοθώρητο γλυκό. Όσο για τα
χαρούπια, δεν είναι λίγοι εκείνοι που μαζεύουν μόνο όσα
χρειάζονται για να θρέψουν τα ζώα τους.
Η μοίρα της μονοκαλλιέργειας στη μικροκλίμακα του χωριού
δεν ήταν διαφορετική από τη μοίρα της μονοκαλλιέργειας στις
χώρες του Τρίτου Κό (σελ. 41) σμου. Όπως αυτές είδαν με τρόμο τα τεράστια αρχικά κέρδη τους να συρρικνώνονται δραματικά, καθώς η τιμή
του καφέ, της ζάχαρης και άλλων ανάλογων προϊόντων δεν
εννοούσε να σταματήσει το κατρακύλισμά της στην παγκόσμια
αγορά, έτσι και οι Κρητικοί βλέπουν με τρόμο την τιμή του
ελαιόλαδου να έχει καθηλωθεί τα τελευταία τρία χρόνια γύρω
στις 550 δραχμές, ενώ τα λειτουργικά τους έξοδα, με πρώτο και
κύριο την αγορά λιπασμάτων, έχουν αυξηθεί σημαντικά. Το
παιχνίδι είναι παγκόσμια γνωστό. Οι κεφαλαιοκρατικοί κολοσσοί
μπορούν και επιβάλλουν μονοπωλιακά αύξηση στις τιμές των
προϊόντων τους, κάτι που δεν μπορούν να πετύχουν οι αγρότες. Οι
κυβερνήσεις εξάλλου ενδιαφέρονται για χαμηλά αγροτικά
προϊόντα, επιτρέποντας έτσι, στα πλαίσια της ανάγκης
αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, συγκράτηση των μισθών.
Αυτό είναι αρκετά εύκολο καθώς η εκμηχάνιση της γεωργίας τα
έχει κάνει πληθωριστικά. Είναι γνωστό εξάλλου ότι η Ευρώπη
διαθέτει τεράστια αποθέματα αγροτικών και κτηνοτροφικών
προϊόντων, και η ΕΟΚ επιδοτεί το σταμάτημα ορισμένων
καλλιεργειών.
Οι χώρες του Τρίτου Κόσμου καλύπτουν τις ανάγκες τους με
υπερχρέωση. Οι αναπτυγμένες έχουν κάθε διάθεση να τις
δανείζουν, όχι βέβαια από φιλανθρωπία, αλλά για να μην
καταρρεύσουν αγορές για τα προϊόντα τους και για να
εξακολουθούν να τροφοδοτούνται με φτηνά αγροτικά προϊόντα από
τις χώρες αυτές, που για να τα παράξουν οι ίδιες θα είχαν πολύ
μεγαλύτερο κόστος. Έτσι χρήματα φαινομενικά δανεικά κι
αγύριστα έχουν ήδη επιστραφεί με το παραπάνω, μέσω του κέρδους
που είχαν με την παραπάνω διαδικασία, για να μην αναφέρουμε
τους τόκους που έχουν εισπράξει μέχρι τώρα, και που ξεπερνάνε
σε ποσό τα ίδια τα δάνεια.
Η οικονομική αυτή πολιτική έχει δημιουργήσει στις χώρες του
Τρίτου Κόσμου τεράστιες κοινωνικές ανισότητες, με στρατιές
εξαθλιωμένων της υπαίθρου να διευρύνουν τις τενεκεδουπόλεις
που κτίζονται στις παρυφές των πόλεων. Η εισαγωγή αγροτικών
προϊόντων στις χώρες αυτές, που η καλλιέργειά τους είχε
εγκαταλειφθεί στο βωμό της μονοκαλλιέργειας, τους στερεί
πολύτιμο συνάλλαγμα, ενώ για τα φτωχότερα βαλάντια είναι
απρόσιτα. Γι αυτό ο Αλβιν Τόφλερ (Το τρίτο κύμα, Θέσεις και
αντιθέσεις, Το σοκ του μέλλοντος είναι κάποια από τα βιβλία
του που στα ελληνικά κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κάκτος)
προτείνει τη "παραγανάλωση", που στην πραγματικότητα είναι μια
επιστροφή στην αυτοκατανάλωση, σε μια οικονομία αυτάρκειας που
θα καταστήσει τα νοικοκυριά πιο ανθεκτικά στους κλυδωνισμούς
της αγοράς. Συνιστάται και από τους οικολόγους σαν μια μορφή
άμυνας απέναντι στα υποβαθμισμένα προϊόντα της αγοράς που
υπονομεύουν την υγεία μας, και για την αποτροπή της παραπέρα
υποβάθμισης του περιβάλλοντος με την αλόγιστη χρήση
φυτοφαρμάκων και λιπα (σελ. 42) σμάτων που επιβάλλει η αρχή της μέγιστης απόδοσης για προϊόντα προσανατολισμένα προς την αγορά.
Για τους χωριανούς μας όμως η κατάσταση δεν είναι και τόσο
δραματική όσο είναι για τις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Ενώ αυτές
έχουν αφεθεί στη μοίρα της μονοκαλλιέργειας και στο έλεος του
εξωτερικού δανισμού και της φιλανθρωπίας των ανεπτυγμένων
χωρών, οι χωριανοί μου, οι νεότεροι φυσικά, προσανατολίσθηκαν
από την αρχή είτε στην καλλιέργεια των πρώιμων κηπευτικών,
που παρά τη δραματική πτώση των κερδών μετά το αρχικό big
bang εξακολουθούν να είναι κερδοφόρα, είτε στην άσκηση ενός
δεύτερου επαγγέλματος, με την ελαιοπαραγωγή απλώς να
συμπληρώνει το εισόδημά τους. Όσο για τους μεγαλύτερους, για
τους οποίους η ηλικία δεν επιτρέπει τόσο μεγάλες στροφές στον
επαγγελματικό τους προσανατολισμό, έχουν ευτυχώς μειωθεί τα
έξοδά τους καθώς έχουν μεγαλώσει τα παιδιά τους, τα οποία
μάλιστα μπορούν να τους στηρίξουν οικονομικά, καλύπτοντας
τρύπες που δημιουργούνται, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για
ζητήματα υγείας. Εξάλλου οι ανάγκες τους δεν είναι
μεγάλες, καθώς η ηλικία τους αποτελεί παράγοντα αντίστασης
στην επιθυμία των καταναλωτικών αγαθών, το οποία προπαγανδίζει
ένα ευδαιμονιστικό ιδεώδες που τρυπώνει και στο τελευταίο
σπίτι του χωριού μέσω της τηλεόρασης.
Η επιδίωξη της αυτάρκειας, με βασικό τρόπο επίτευξής της την
παραγωγή για αυτοκατανάλωση, καθοριζόταν από την οικονομική
δυσπραγία που περνούσε ανέκαθεν η Ελλάδα, και που δημιούργησε
δυο μεταναστευτικά κύματα, το ένα στις αρχές του αιώνα με
κατεύθυνση την Αμερική, το άλλο τη δεκαετία του 60 με
κατεύθυνση τη Βόρεια Ευρώπη και την Αυστραλία. Η φτώχεια απ'
τη μια μεριά και το υψηλό κόστος των καταναλωτικών προϊόντων
απ' την άλλη, δεν άφηναν πολλά περιθώρια επιλογής.
Και ενώ η φτώχεια και η ακρίβεια καθόριζαν την αυτάρκεια
στο επίπεδο του νοικοκυριού, στο επίπεδο του χωριού υπήρχε μια
άλλη αυτάρκεια, που καθοριζόταν από την έλλειψη συγκοινωνιών.
Όπως τα σουπερμάρκετ εκτόπισαν τα μπακάλικα της γειτονιάς
στις πόλεις, έτσι και τα καταστήματα του χωριού άρχισαν να
κλείνουν το ένα μετά το άλλο, καθώς οι κάτοικοι του χωριού
εύρισκαν την αγορά της πόλης πιο πλούσια και πιο φτηνή. Οι
καταστηματάρχες, όσοι δεν ήσαν κοντά στα όρια
συνταξιοδότησης, μετέφεραν τα μαγαζιά τους στην πόλη.
Στο χωριό μου έκλεισαν το φαρμακείο και τα τρία κρεοπωλεία
που υπήρχαν όταν ήμουν μικρός, καθώς και αρκετά μπακάλικα. Ο
υποδηματοποιός έγινε έμπορος και μετέφερε το κατάστημά του
στην Ιεράπετρα. Ένας νεαρός φαρμακοποιός ούτε που διανοήθηκε
να ανοίξει φαρμακείο στο χωριό, το άνοιξε στην Ιεράπετρα, παρά
τον πληθωρισμό σε φαρμακεία που υπάρχει εκεί τα τελευταία
χρόνια. (σελ. 43)
Ανάλογες εξελίξεις φαντάζομαι θα υπάρχουν και στα υπόλοιπα
χωριά της Κρήτης.
Η ανάπτυξη των συγκοινωνιών δεν είχε επίπτωση μόνο στην
οικονομική, αλλά και στην κοινωνική ζωή των χωριών. Κέντρα
διασκέδασης δεν υπήρχαν ποτέ στα χωριά. Όμως, παρολαυτά, στις
γιορτές στήνονταν γλέντια στα καφενεία όπου διασκέδαζαν οι
χωριανοί. Το πόσο τα γλέντια αυτά έθεσαν τη σφραγίδα τους στη
φυσιογνωμία του Κρητικού χωριού φαίνεται και από το ότι ο
κοινωνιοανθρωπολόγος Michael Herzfeld βαφτίζει το Ανωγειανό
χωριό όπου έκανε την έρευνά του, κατά την γνωστή τακτική
τήρησης της ανωνυμίας, Γλέντι, στο έργο του Poetics of manhood.
Σήμερα, στην εποχή που ο καθένας επιζητεί την ευχαρίστηση εδώ
και τώρα, ο κάτοικος του χωριού δεν θα περιμένει πότε θα
στηθεί ένα τέτοιο γλέντι για να διασκεδάσει, αλλά θα καταφύγει
στα κέντρα διασκέδασης της πόλης. Έτσι έχει πάψει πια να
λαχταρά τα τέτοια γλέντια, και με μια διαδικασία θετικής
ανάδρασης, τα γλέντια αυτά τείνουν να εκλείψουν. Εξάλλου ο
μειωμένος και γερασμένος πληθυσμός των χωριών δεν είναι ο πιο
κατάλληλος για τα στηρίξει. Το καλοκαίρι όμως που καταφτάνουν
οι παραθεριστές από την Αθήνα θα διοργανωθούν ένα δυο
"χοροεσπερίδες", επ' ευκαιρία κάποιας γιορτής.
Η εξέλιξη αυτή φαίνεται πιο χαρακτηριστικά στη διασκέδαση
της νεολαίας. Στην εποχή των γονιών και των παππούδων μας δεν
περίμεναν οι νέοι τα επίσημα γλέντια του χωριού για να
διασκεδάσουν, αλλά έστηναν τα δικά τους γλέντια όχι μόνο στα
καφενεία, αλλά, κυρίως στα σπίτια. Τα γλέντια αυτά στα σπίτια, με
τον λυράρη αντικαταστημένο από το πικάπ και τους Κρητικούς
χορούς από το σέηκ και το μπλουζ ονομάζονταν στην εποχή μου
πάρτυ. Σήμερα έχουν εκλείψει. Αποφεύγοντας τη φασαρία της
διοργάνωσης ενός πάρτυ, οι νέοι, όταν θέλουν να χορέψουν,
καταφεύγουν στις ντίσκο της πόλης.
Παλιά, οι χωριανοί παντρεύονταν συνήθως μέσα από το χωριό. Οι
περιορισμένες συγκοινωνίες περιόριζαν και τις επικοινωνίες με
τα έξω χωριά, και τη διεύρυνση των γνωριμιών. Σήμερα, αυτή η
"ενδογαμία" έχει εγκαταλειφθεί. Οι νέοι, με τα αγροτικά ή τα
μηχανάκια τους, ζητάνε συνεχώς να ξεφύγουν από τα άγρυπνα
μάτια των χωριανών που ζητούν ευκαιρία να τους
κουτσομπολέψουν. Η γνωριμία με ένα νέο ή νέα από άλλο χωριό,
μέσα στη σχετική ανωνυμία της πόλης, θεωρείται προτιμότερη.
Η οικονομική εσωστρέφεια, η παραγωγή με κύριο προσανατολισμό
την αυτοκατανάλωση, είχε μια ανακλαστική αντιστροφή σε ένα
άλλο επίπεδο, στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων. Εδώ
κυριαρχούσε η εξωστρέφεια, η σύσφιξη των δεσμών με τους
χωριανούς. Οι "δανεικοί" ήταν μια συνηθισμένη πρακτική στην
παραγωγή, σήμερα μαζί στο χωράφι σου, (σελ. 44) αύριο μαζί στο δικό
μου. Οι γυναίκες ζύμωναν και έψηνα ψωμί στο φούρνο, και μετά
φίλευαν όλη τη γειτονιά. Και συνεχώς αντάλλαζαν μεταξύ τους
αυγά, λαχανικά, φρούτα κλπ. Ό, τι περίσσευε στη μια το έδινε στην
άλλη σε μια διαδικασία δωρισμού που πρώτος ο Μαρσέλ Μως εδώ
και ένα αιώνα εντόπισε τη σημασία της. Τα βράδια κάθονταν όλες
μαζί και "αποσπέριζαν" στις αυλές.
Σήμερα συμβαίνει το αντίθετο. Η οικονομική εξωστρέφεια του
προσανατολισμού στην αγορά έχει οδηγήσει σε μια κοινωνική
εσωστρέφεια. Οι αποσπερίδες έχουν εκλείψει. Κάθε νοικοκυρά θα
στηθεί μονάχη της μπροστά στην τηλεόραση να δει μια από τις
αγαπημένες της σαπουνόπερες. Κάποια στιγμή θα πεταχτεί στα
γρήγορα να σαλέψει το φαϊ να μην κολλήσει, και θα γυρίσει να
παρακολουθήσει τη συνέχεια. Μόνο οι άντρες επιμένουν στην
κοινωνικότητα του καφενείου, μια κοινωνικότητα όμως
λειψή, κολοβωμένη από την έλλειψη των παλιών κοινών γλεντιών.
Η φιλία που δημιουργούσε και εδημιουργείτο από τους
δανεικούς, έχει υποχωρήσει μπροστά στην εισβολή του
μεροκάματου. Καθώς η βοήθεια αγοράζεται, η φιλία καταντάει
περιττή.
Παρά το ότι όμως η κοινωνικότητα της αγροτικής κοινότητας
έχει τόσο υποχωρήσει, συντηρείται ακόμη σε ένα ικανοποιητικό
βαθμό ώστε να αποτελεί πόλο έλξης για όλους τους χωριανούς
της διασποράς. Συνήθως λέμε ότι πάμε στο χωριό τις
καλοκαιρινές διακοπές για να ξεφύγουμε από το νέφος της
Αθήνας, να αναπνεύσουμε καθαρό αέρα, να κάνουμε τα μπάνια μας,
να ξεκουραστούμε. Αυτοί είναι όντως ουσιαστικοί λόγοι, όμως
υπάρχει και ένας άλλος, ουσιαστικότερος, που δεν τον ομολογούμε
ανοικτά. Στα χωριά μας αναζητούμε τη χαμένη κοινωνικότητά
μας. Δυο τρεις στενούς φίλους που έχουμε στην Αθήνα, είναι
ζήτημα αν τους βλέπουμε μια φορά το μήνα, καθώς είμαστε όλοι
σκορπισμένοι στις τέσσερις άκρες της. Πέρα από τα τείχη του
σπιτιού μας νοιώθουμε βουλιαγμένοι μέσα στην ανωνυμία. Γι αυτό
λαχταρούμε όλοι αυτή την αίσθηση της κοινωνικότητας που μας
προσφέρει η κάθοδος στο χωριό, και που δεν χρειάζεται παραπάνω
από μια καλημέρα στο δρόμο για να επιβεβαιωθεί. Και εμείς οι
Κρητικοί, ευτυχώς, κάνουμε ότι μπορούμε για να τη διατηρήσουμε. (σελ. 45).
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment