Θανάσης
Βαλτινός, Από το ρεαλισμό του περιεχομένου στο ρεαλισμό της
Μορφής
Προεκτάσεις
της εκπαίδευσης, Δεκ-Φεβ. 1994, τ. 14, σελ. 76-78.
Ο ρεαλισμός, σαν
τεχνοτροπία στην πεζογραφία, ξεκίνησε στα μέσα του περασμένου αιώνα. Ο νατουραλισμός, η ακραία
εκδοχή του, αναπτύχθηκε στα τέλη του ίδιου αιώνα, ενώ ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός
στις αρχές του εικοστού. Όμως, όλοι αυτοί οι ρεαλισμοί ήσαν «ρεαλισμοί» με
εισαγωγικά. Το στοιχείο που τους συνέδεε με την πραγματικότητα (reality) ήταν
απλά η αληθοφάνεια των ιστοριών τους.
Στη συνέχεια αναπτύχθηκαν
νέες τάσεις προσέγγισης και απεικόνισης της πραγματικότητας, χωρίς να
τυποποιηθούν κάτω από ετικέτες. Οι τάσεις αυτές αναπτύσσονται και επεκτείνονται
και στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία.
Οι τάσεις αυτές
αναφέρονται τόσο στη μορφή, όσο και στο περιεχόμενο. Όσον αφορά το περιεχόμενο,
έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής.
Υπάρχει μια τάση
υποκατάστασης πλασματικών περιστατικών και γεγονότων με πραγματικά. Αυτά, είτε
ενσωματώνονται σε ένα γενικότερο μυθοποιητικό σκελετό, σαν προσωπικά βιώματα
και εμπειρίες, αποτελώντας το λεγόμενο «αυτοβιογραφικό» στοιχείο, είτε
απαρτίζουν το σύνολο μιας αφήγησης, σε έργα από την αρχή μέχρι το τέλος
αυτοβιογραφικά, όπως τα δυο πρώτα βιβλία του Χρόνη Μίσσιου, το «Καλά, εσύ
σκοτώθηκες νωρίςξ» και το «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε».
Όσον αφορά τη μορφή, έχουμε
να παρατηρήσουμε τα παρακάτω.
Η αφήγηση στα σύγχρονα πεζογραφήματα γίνεται
συνήθως σε πρώτο πρόσωπο, πράγμα που δημιουργεί την εντύπωση μιας προσωπικής
εξομολόγησης. Ακόμη, η πρωτοπρόσωπη αυτή αφήγηση συχνά έχει τη μορφή του
εσωτερικού μονόλογου. Αυτός ο συνειρμικός, σπασμωδικός, συχνά σπαρακτικός,
λόγος, δίνει μια μεγαλύτερη αληθοφάνεια στην αφήγηση, σαν προϊόν μιας
συγκλονισμένης ψυχής που δεν έχει προφτάσει να περάσει από την διαστρεβλωτική,
παραμορφωτική, «μυθοποιητική» λογοκρισία των μηχανισμών άμυνας του συνειδητού,
λογικού ελέγχου. Ο λόγος, τέλος, είναι ο αφτιασίδωτος της καθημερινής ομιλίας,
και στις σπάνιες φορές που είναι περίτεχνος, «λογοτεχνικός», λειτουργεί
αντιστικτικά, τονίζοντας περισσότερο την πεζότητα του υπόλοιπου κειμένου.(«Τα
σπαρτά ντάλα στον καιρό του θέρου πολλα (σελ. 76) πλασίαζαν την βαναυσότητα του
ήλιου» (σελ.39), από την «Κάθοδο των εννιά»).
Υπάρχει όμως η εξής
ιδιομορφία: όπου οι συγγραφείς χρησιμοποιούν αυτή την πεζή, καθημερινή γλώσσα,
έχουν την τάση να δίνουν ιστορίες που αποκλίνουν από τα ρεαλιστικά πρότυπα, που
προσεγγίζουν το γκροτέσκ, αγγίζοντας τον σουρεαλισμό.
(Ευγενία Φακίνου, Γιώργης Γιατρομανωλάκης). Αντίθετα, όπου η
γλώσσα είναι «λογοτεχνική» ,οι συγγραφείς στη μυθοπλασία τους προσεγγίζουν τον
ρεαλισμό. (Μάρω Βαμβουνάκη, Νένα Κοκκινάκη). Οι περισσότεροι βέβαια κινούνται
κάπου ενδιάμεσα, κλίνοντας είτε προς την μια μεριά είτε προς την άλλη.
Υπάρχουν εξαιρέσεις και
από την από δω μεριά, και από την από κει. Από την από κει μεριά βρίσκεται π.χ.
ο Βασίλης Γκουρογιάννης, του οποίου αν και η γλώσσα είναι άκρως ποιητική
(πρωτοεμφανίζεται εξάλλου σαν ποιητής) η μυθοπλασία του είναι
γκροτέσκ και σουρεαλιστική.
Από την από δω μεριά
βρίσκεται ο Θανάσης Βαλτινός. Η γλώσσα του είναι αφτιασίδωτη και τραχιά. Και αν
στην «Κάθοδο των εννιά» χρησιμοποιεί το μύθο, στο «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη»
καταφεύγει στην καταγραφή αναμνήσεων, όπου είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις την
επέμβαση του συγγραφέα από το πρωτογενές υλικό. Τα «Τρία ελληνικά μονόπρακτα»,
έργο που χαρακτηρίζει σαν μυθιστόρημα,
κατ’ ευφημισμό, είναι μια σύνθεση κολάζ: πρακτικά μιας δίκης, επιστολές
με παραλήπτη ένα φυλακισμένο, και prospectus μιας εταιρίας.
Η ανάδειξη ενός
καθημερινού αντικειμένου σε αισθητικό, καλλιτεχνικό αντικείμενο, ξεκίνησε από
την τέχνη στις αρχές του αιώνα, με τον Gropius και το κίνημα του
κονστρουβισμού. Ο Θανάσης Βαλτινός παίρνει ατόφιες τις αρχές τους και τις
περνάει στη λογοτεχνία. Δεν έκανε και κακή εφαρμογή, αφού το «Μυθιστόρημά»
του «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60» θα του δώσει το πρώτο κρατικό βραβείο το
1990. Ειδήσεις από εφημερίδες, γράμματα μεταναστών, prospectus ατμοπλοϊκών
γραμμών, διαφημιστικά κείμενα κ.λπ. παρεμβαίνουν σαν ιντερμέτζα σ’ αυτό που θα
αναγνώριζε ο αναγνώστης σαν λόγο του συγγραφέα, τα γράμματα αναγνωστριών προς
μια Μίνα, υπεύθυνη μιας ραδιοφωνικής εκπομπής για παροχή συμβουλών. Αναρωτιέται
όμως κανείς και πάλι αν ο αφτιασίδωτος λόγος των απλοϊκών
ακροατριών είναι αυθεντικός ή επινοημένος (όπως ο λόγος της ηρωίδας στο «Τρίτο
στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή).
Υπάρχουν τρεις εξαιρέσεις,
ελάσσονες όμως, όπου ο μύθος είναι σουρεαλιστικός: το διήγημα «Ο γύψος»(1970),
όπου ο συγγραφέας καταφεύγει σε μια σουρεαλιστική αλληγορία, λόγω της
δικτατορίας, και που ο τίτλος την κάνει εντελώς διάφανη, και τα
διηγήματα «Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν»(1988), επτά σελίδων,
και «Νέκυια» (1991), δύο σελίδων, όπου ο συγγραφέας φαίνεται να παρασύρεται από
ένα συρμό αναβίωσης του γκροτέσκ.
Ενώ στα «Στοιχεία για τη
δεκαετία του ’60» ο Βαλτινός δίνει δείγματα ανεπιτήδευτου γραφτού λόγου, στο «Μπλε
βαθύ, σχεδόν μαύρο» δίνει δείγματα ανεπιτήδευτου προφορικού: η ηρωίδα μιλάει
μπροστά σε ένα μικρόφωνο. Εξεμεί την μοναξιά της πενηντάρας γυναίκας με την
πολυτάραχη ζωή, που τώρα ο μόνος συνομιλητής που της έμεινε είναι ο ίδιος ο
εαυτός της.
«Πού άφησα την ταινία; Την
ξανάκουσα χθες, και είναι πάρα πολύ ωραία η φωνή μου. Σα να ακκίζομαι με τη
δυστυχία μου τελικά».
Γιατί επιλέγει ο Βαλτινός
την ομιλία μπροστά σε μαγνητόφωνο, και όχι π.χ. τον ημερολογιακό λόγο; Το λέει
η ίδια η ηρωίδα του για λογαριασμό του: «Θα έπρεπε ίσως να οργανώσω τη σκέψη
μου, να γρά (σελ. 77) ψω. Αλλά όταν διαβάζεις ηχούν όλα κάπως ψεύτικα...»
(σελ.90).
Εδώ υπάρχει μια υποχώρηση από
την πλευρά του Βαλτινού, απ’ την άποψη της τάσης εντυπωσιασμού και σύλληψης «εξ
απήνης» του αναγνώστη, αφού ο τέτοιος λόγος δεν είναι καθόλου άγνωστος στη σύγχρονη
ελληνική λογοτεχνία. Ο Αλέξης Πανσέληνος για παράδειγμα, στο διήγημά του «Καλοκαιρινός
κινηματογράφος» στις «Ιστορίες με σκύλους», παρουσιάζει ένα παρόμοιο λόγο μιας
παρόμοιας μοναξιασμένης ηρωίδας, ο οποίος δεν είναι ούτε ημερολογιακός ούτε
μαγνητοφωνημένος, είναι απλά «εκεί». Ο Βαλτινός όμως, με τον φετιχισμό του
ρεαλισμού και της ευλογοφάνειας που τον διακρίνει, για να δικαιολογήσει τον τέτοιο
λόγο της ηρωίδας του καταφεύγει στην επινόηση του μικροφώνου, όπως οι
συγγραφείς του περασμένου αιώνα - και όχι μόνο - κατέφευγαν στην επινόηση των
ανακαλυμμένων χειρογράφων.
Στο τελευταίο έργο του
Βαλτινού το «Φτερά μπεκάτσας» (Άγρα 1992), με αφορμή το οποίο κάνουμε αυτή την
γενική παρουσίαση, ο Βαλτινός πάει ένα ακόμη βήμα πιο πέρα: προσπαθεί να
αναπαραστήσει ένα «εν θερμώ» διάλογο ενός ζευγαριού που οδεύει προς τη διάσταση
- και φτάνει στα όρια. Στο έργο αυτό φαίνεται η αδυναμία του γραπτού λόγου να
αποδώσει όλους τους επιτονισμούς του προφορικού. Ο Βαλτινός αποδέχτηκε,
πρωτοτυπώντας, την πρόκληση, και απέτυχε. Και λέμε την αποδέχτηκε, γιατί θα
μπορούσε κάλλιστα να παρουσιάσει το έργο του σαν μονόπρακτο. Όμως ο Βαλτινός
ήθελε να διερευνήσει καινούριες δυνατότητες. Το αποτέλεσμα είναι να
δημιουργείται συχνά στον αναγνώστη μια αβεβαιότητα και μια σύγχυση κατά την
ανάγνωση. Και αυτό γιατί, παρασυρμένος από το απλό ύφος του καβγά των δυο
συνομιλητών, διαβάζει γρήγορα με ένα ρυθμό που δεν του επιτρέπει να ανασυστήσει
τους επιτονισμούς και να διαβάσει σωστά, πράγμα που γίνεται με μια πιο αργή και
προσεκτική ανάγνωση.
«-...Φοράνε παπούτσια;
-Ναι φοράνε, είπε η Ράνια.
-Φοράνε, είπε ο Γιάννης.
-Ναι, είπε η Ράνια...
-Επιμένεις, φοράνε.»
(σελ.80).
Το «φοράνε» που λέει ο
Γιάννης σε τόνο ειρωνικής αμφισβήτησης ισοδυναμεί με άρνηση, και δεν διαβάζεται
με τόνο κατάφασης ή δήλωσης.
Για μια τέτοια φιλοδοξία,
θα περιμέναμε μια πιο προσεκτική χρήση των σημείων στίξης (π.χ. μετά το πρώτο «ναι»
χρειάζεται κόμμα). Ιδιαίτερα, αυτά τα κόμματα
μετά από ερωτηματικό («ναι;,είπε η Ράνια») με τα οποία βρίθει το
κείμενο, ξενίζουν. Γιατί τίθενται, άραγε
για να δικαιολογηθεί το μικρό αρχικό γράμμα της επόμενης λέξης;
Οι συχνές επαναλήψεις
λέξεων, που η επανάληψή τους μοιάζει σαν ηχώ, είναι ένα υφολογικό στοιχείο που
επισημάναμε και στο «Των αγίων πάντων» του Κώστα Παπαγεωργίου και στον «Κασπάρ»
του Πέτερ Χάντκε, και δίνει στον διάλογο μια υφή παραλόγου, όπως και οι κατά κόρον
χρησιμοποιούμενες φράσεις, «είπε ο Γιάννης», «είπε η Ράνια», που δημιουργούν
μια έντονη αντιλογοτεχνική εντύπωση.
Οι χυδαίες λέξεις και
φράσεις που χρησιμοποιεί η Ράνια (που είναι η αντιστροφή των παθητικών απλοϊκών
ακροατριών της κας Μίνας στα «Στοιχεία από τη δεκαετία του ’60») για τον άντρα
της, ο οποίος παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να την θέλει, αυξάνουν τη
ρεαλιστικότητα του διαλόγου. Μέχρι τη μέση του έργου, πενήντα περίπου σελίδες,
μέτρησα εφτά φορές τη φράση «σκατά στα μούτρα σου». Μετά, πέρασε σε ακόμη πιο
χυδαίες. Στοιχεία από τη δεκαετία του ’90. (σελ. 78).
No comments:
Post a Comment