Ανδρέας Μήτσου, Η ελεημοσύνη των γυναικών, Καστανιώτης 2009, σελ. 157
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μια ακόμη συλλογή διηγημάτων του βραβευμένου πεζογράφου μας, ο οποίος φλερτάρει για άλλη μια φορά με το φανταστικό
Ο Ανδρέας Μήτσου μπορεί να φλερτάρει με το μυθιστόρημα, όμως επιστρέφει σταθερά στο διήγημα. Μετά τα «Ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου» που του χάρισε το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1996 επιστρέφει στο διήγημα με δύο συλλογές, τα «Γέλια» και τις «Σφήκες». Μετά από τα δυο μυθιστορήματα που ακολούθησαν, τον «Σκύλο της Μαρί» και τον «Κύριο Επισκοπάκη» που κέρδισε το βραβείο αναγνωστών πέρυσι, ξαναγυρνάει στο διήγημα με τη συλλογή «Η ελεημοσύνη των γυναικών».
Αυτό που ξεχωρίζει αυτή τη συλλογή από τις προηγούμενες είναι ότι τα διηγήματα που εμπεριέχονται σ’ αυτήν φαίνονται να αναφέρονται σε πραγματικές ιστορίες, πολλές από τις οποίες μοιάζουν να είναι αυτοβιογραφικές. Βέβαια το πόσο οι σελίδες ενός πεζογραφήματος είναι αυτοβιογραφικές ή όχι είναι κάτι που ο αναγνώστης μπορεί μόνο να εικάσει, και αργότερα ίσως μπορούν να επιβεβαιωθούν οι υποψίες μέσω ειδικών μελετών. Για παράδειγμα οι Χίλαρι Χεμινγουέη και Καρλίν Μπρένεν στο έργο τους «Ο Χεμινγουέη στην Κούβα» παραθέτουν αποσπάσματα από το έργο του Χεμινγουέη για να εικονογραφήσουν τη βιογραφία του, δείχνοντας έτσι τον αυτοβιογραφικό τους χαρακτήρα.
Η χαλαρότητα της δομής σε κάποια από αυτά, η εμμονή σε παράπλευρες αφηγήσεις, οι κάθε λογής παρεκβάσεις, φαίνονται σαν εκβιασμοί της συγκίνησης της ανάμνησης να παραβιαστεί το δέσιμο της πλοκής. Αυτό θα μπορούσε να είναι μειονέκτημα, αν η γλαφυρότητα της αφήγησης του Μήτσου δεν άφηνε αδιάπτωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Όμως δεν είναι ακριβώς αυτή η περίπτωση του Μήτσου. Αν και έχει περιορίσει το δοκιμιακό στοιχείο που χαρακτηρίζει την αφήγησή του σ’ αυτά τα διηγήματα, όμως υπάρχει πάντοτε το ξεχωριστό στοιχείο, είτε σαν επιμύθιο, είτε απλά σαν αναλογία, με το οποίο υπερβαίνεται η απλή εξιστόρηση γεγονότων.
Το πιο χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη, και το καλύτερο κατά τη γνώμη μας διήγημα, είναι το τελευταίο που είναι και το εκτενέστερο. Ο κουτσός και καθυστερημένος ήρωας τρέχει στον τοπικό μαραθώνιο, αφού έχουν υπερνικηθεί οι αντιρρήσεις των διοργανωτών. Νικάει κατά κράτος, αφήνοντας πολύ πίσω τους υπόλοιπους. Ο αφηγητής, μετά από χρόνια, συζητάει με έναν νεαρό για την περίπτωσή του: «Μα θα ’ναι πάνω από εβδομήντα, μπορεί και εβδομήντα πέντε», είπα απελπισμένος, «και μοιάζει νέος, νεότατος».
Η ιστορία, με σουρεαλιστικά στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, είναι από μόνη της συναρπαστική. Όμως το επιμύθιο την αναδεικνύει ως παραβολή ή ως Αισώπειο μύθο: «… αν μια στιγμή «δοξαστείς» απέναντι στον εαυτό σου, αν κερδίσεις την απόλυτη αυτοεκτίμηση, τότε «βγαίνεις» από το χρόνο, δραπετεύεις και σώζεσαι».
Το πρώτο διήγημα «Η αμερικάνικη βοήθεια», εμφανέστατα αυτοβιογραφικό, έχει ένα σατιρικό χαρακτήρα, ενώ το δεύτερο, το «Γλυκό ραβανί» εικονογραφεί το μηχανισμό δημιουργίας των ονείρων, που στην προκειμένη περίπτωση έχει και παραψυχολογικά στοιχεία: ο αφηγητής βλέπει στον ύπνο του τη μητέρα του να φοράει μια ποδιά με σχήματα μικρών ρόμβων που η ίδια τα έλεγε ραβανί, γιατί έμοιαζαν με το γλυκό ραβανί. Το πρωί, ξυπνώντας, βλέπει στο διπλανό μαξιλάρι το σαμιαμίδι που είχε κτυπήσει αποβραδίς και νόμιζε ότι του είχε ξεφύγει, νεκρό. «Ρίγες παράλληλες από απαλό μπεζ χρώμα είχε το δέρμα του, αλλά ανάμεσά τους αμέτρητα κεραμιδί μικροσκοπικά σχήματα ρόμβων σε χρώματα της φωτιάς, που θύμιζαν ραβανί, το αγαπημένο γλυκό της μάνας μου (σελ. 17).
Παραψυχολογικά στοιχεία μαγικού ρεαλισμού διαθέτει και το τρίτο διήγημα, σίγουρα αυτοβιογραφικό και αυτό, που έχει τον τίτλο «Μια μπλε γραμμή σε σχήμα φιδιού». Παρεμπιπτόντως νομίζουμε ότι το φίδι αποτελεί κάτι σαν φετίχ στον μυθοπλαστικό κόσμο του Μήτσου, καθώς η λέξη επανέρχεται κάμποσες φορές στη συλλογή. Ίσως και σε προηγούμενες. «Ο οικουρός όφις» από τις «Ιστορίες συμπτωματικού ρεαλισμού» είναι από τα καλύτερά του.
Το τέταρτο που ονοματίζει τη συλλογή αναφέρεται στην περίπτωση μιας τουρίστριας που εγκαταλείπει τον άντρα της για τον βοσκό που ζει σε ένα ερημονήσι. Εγώ προσωπικά θα το ονομάτιζα «Η α-νοημοσύνη των γυναικών», αλλά στα μυθιστορήματα αναζητούμε τις υπερβάσεις, ακόμη και αν τελικά οδηγούν στην αυτοκτονία, όπως την Μαντάμ Μποβαρύ και την Άννα Καρένινα. Στο «Ο δεύτερος γάμος της Ασιμήνας Παπαδοπούλου» το σεξ παρουσιάζεται ως εξορκισμός του θανάτου.
Παρά τον χαρακτήρα του «ελάχιστου» που διαθέτουν κάποια διηγήματα, όπως π.χ. ο «Μανταλόζης», όπου ο αφηγητής που υποφέρει από αϋπνίες, με μια διαδικασία συνειρμική θυμάται διάφορους τερματοφύλακες, για να κολλήσει σε έναν του οποίου του διαφεύγει το όνομά του για να το θυμηθεί την επομένη, τα περισσότερα τελειώνουν με ένα εφέ απροσδόκητου, όπως π.χ. στο «ψέμα», που η κοπέλα εκδικείται ένα αθώο ψέμα του φίλου της κόβοντάς του το αυτί, ή το «Κρυφό σχολειό», όπου ο υποτιθέμενος ηδονοβλεψίας στην πραγματικότητα έβλεπε την κόρη του, που, χωρισμένος καθώς ήταν με τη γυναίκα του, η επαφή μαζί της είχε περιορισθεί στις τρεις ώρες τη βδομάδα.
Μια πρωτοτυπία σ’ αυτή τη συλλογή είναι και τα διηγήματα που, κατά το «Ιστορίες με σκύλους» του Αλέξη Πανσέληνου, χαρακτηρίζονται «Ιστορίες με ουίσκι», επίσης τέσσερα τον αριθμό αλλά σύντομα, από τα πιο σύντομα της συλλογής.
Ο αφηγητής του Μήτσου, είτε πρωτοπρόσωπος, αυτοδιηγητικός ή ετεροδιηγητικός αδιάφορο, είτε τριτοπρόσωπος, βρίσκεται πάντα σε πρώτο πλάνο. Σχολιάζει, υπογραμμίζει, τονίζει. Οι ιστορίες του δεν αφηγούνται τον εαυτό τους, είναι ο Ανδρέας Μήτσου που τις αφηγείται με το προσωπείο των αφηγητών του. Διαβάζοντάς τις συνειδητοποιείς συνεχώς ότι η αφήγηση δεν είναι διεκπεραίωση όπως η κατάθεση ενός μάρτυρα, είναι τέχνη. Και ο Ανδρέας Μήτσου την τέχνη αυτή την κατέχει πολύ καλά.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment