Διονύσιος
Σολωμός: Το ανολοκλήρωτο της ιδέας
Γεραπετρίτικη
Απόπειρα, τ. 25, Απρίλης 1997, σελ. 22-24.
Φέτος
γιορτάζουμε 140 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου εθνικού μας ποιητή, όμως πόσοι
κρητικοί ξέρουν ότι η καταγωγή του είναι από την Κρήτη; Και μάλιστα όχι από
οποιοδήποτε μέρος της Κρήτης, αλλά από τη Σητεία.
Όπως
είναι γνωστό, μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους τούρκους το 1669 πολλοί κρητικοί
μετανάστευσαν στα Ιόνια νησιά όπου μεταλαμπάδευσαν τα φώτα της Κρητικής Αναγέννησης.
Και ενώ η Κρήτη βυθιζόταν σε πνευματικό σκοτάδι, μια πνευματική ανάπτυξη
κυοφορείται στα Επτάνησα με θεατρικά έργα όπως «Ζήνων», «Ευγένα», «Ιφιγένεια»,
«Θυέστης», αλλά και άλλη, κυρίως ποιητική, λογοτεχνική παραγωγή.
Αυτό
όμως που δεν είναι ευρύτερα γνωστό είναι ότι όχι μόνο η πνευματική, αλλά και η
βιολογική καταγωγή του εθνικού μας ποιητή είναι από την Κρήτη. Στη Σητεία
υπάρχουν κάποια τοπωνύμια με το όνομα Σολωμοί και Σολωμικά. Ένα τέτοιο
τοπωνύμιο υπάρχει και στο Ορεινό, και οι ορνιώτες, γεμάτοι υπερηφάνεια,
αναφέρουν το γεγονός σε σελίδα του ημερολογίου που κυκλοφόρησε ο σύλλογός τους
για το 1997, διεκδικώντας για το χωριό
τους τις προγονικές ρίζες του ποιητή.
Επ’
ευκαιρία των 140 χρόνων από το θάνατο
του εθνικού μας ποιητή, που η επίδρασή του σημάδεψε το έργο αρκετών ποιητών,
όπως και του συμπατριώτη μας του Μανόλη Πρατικάκη, παρουσιάζουμε ένα σύντομο
πορτραίτο του.
Ο
Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε το 1998 στη Ζάκυνθο, έξι χρόνια μετά τη γέννηση του
άλλου μεγάλου επτανήσιου ποιητή, του Ανδρέα Κάλβου. Πατέρας του ήταν ο κόντε
Νικόλαος Σολωμός και μητέρα του η Αγγελική Νίκλη, μια νεαρή κοπέλα από το
υπηρετικό προσωπικό του σπιτιού. Ο Διονύσιος, παρόλο που δεν ήταν καρπός ενός
νόμιμου δεσμού, εντούτοις ανατράφηκε σαν καθόλα νόμιμος γιος. Εξάλλου ο κόντε
Σολωμός, στο κρεβάτι του θανάτου του, επισημοποίησε τη σχέση του με την
Αγγελική.
Πρώτος
του δάσκαλος ήταν ο αβάς Σάντο Ρόσσι, ιταλός πρόσφυγας, που θα ξαναγίνει πάλι
δάσκαλός του στην Ιταλία, όπου τον στέλνει να σπουδάσει ο κηδεμόνας του κόμης
Μεσσάλας, λίγους μήνες μετά το θάνατο του πατέρα του και το γάμο της μάνας του
με τον Μανόλη Λιονταράκη. Το 1815 τελειώνει το γυμνάσιο της Κρεμόνας και την
ίδια χρονιά γράφεται στο Πανεπιστήμιο της Παβίας για να σπουδάσει νομικά.
Παίρνει βέβαια το πτυχίο του, όμως περισσότερο από την νομική επιστήμη τον
ενδιαφέρει η ποίηση και η τέχνη.
Το
1818 ξαναγυρίζει στη Ζάκυνθο. Την εγκαταλείπει το 1829 για να εγκατασταθεί
μόνιμα στην Κέρκυρα, την οποία δεν θα εγκαταλείψει ποτέ μέχρι το θάνατό του στα
1857.
Υπάρχουν πολλά κοινά σημεία που τον συνδέουν με τον άλλο μεγάλο
επτανήσιο ποιητή, τον Ανδρέα Κάλβο. Και οι δυο τους κατάγονται από τα Επτάνησα
(μάλιστα γεννήθηκαν και οι δυο στη Ζάκυνθο), από μια περιοχή όπου υπάρχει μια
σημαντική πνευματική κίνηση και δέχεται γόνιμα τις δυτικές επιδράσεις. Και οι
δυο τους είναι «ποιητές της ιδέας», όπως τους ονομάζει χαρακτηριστικά ο Κ.
Τσάτσος. Και οι δυο μόχθησαν με τη γλώσσα, που δεν την
ήξεραν και τόσο καλά, κι ας ήταν η μητρική
τους. Και οι δυο ήταν παθιασμένοι με την ελευθερία και την αρετή. Και των δυο
το έργο είναι μια σύνθεση κλασικισμού και ρομαντισμού, παρά τις μορφολογικές
διαφορές τους. Τέλος και οι δυο πεθαίνουν σχεδόν αγνοημένοι.
Ο
Σολωμός, όπως και ο Κάλβος, δοκιμάζει τις στιχουργικές του ικανότητες πρώτα
στην Ιταλική. Το 1822, όταν τον επισκέπτεται ο Τρικούπης στη Ζάκυνθο, του
απαγγέλλει την ωδή Per prima messa που την είχε συνθέσει όταν βρισκόταν ακόμη
στην Ιταλία. Ο Τρικούπης θα τον παροτρύνει τότε να γράψει στην ελληνική,
λέγοντάς του ότι ο λογοτεχνικός Παρνασσός στη Δύση είναι ήδη καλυμμένος, ενώ η
Ελλάδα περιμένει το Δάντη της. Θα του δώσει μάλιστα και μερικά μαθήματα πάνω στη
γλώσσα. Έκπληκτος ο Τρικούπης ακούει τον ποιητή να του απαγγέλλει μετά από λίγο
καιρό:
Την
είδα την Ξανθούλα,
την
είδα όταν αργά,
εκίνησε η βαρκούλα
να
πάει στην ξενιτιά.
Στα
πρώτα του ποιήματα ο Σολωμός επηρεάζεται έντονα από τον ιταλικό ρομαντισμό. Ο
θάνατος είναι το μόνιμο θέμα τους, που φιγουράρει μάλιστα ακόμα και στους
τίτλους των: «Ο θάνατος του βοσκού», «Ο θάνατος της ορφανής», κ.ά.
Ω
θάνατε, λυπήσου με, λυπήσου με και φθάσε,
ένα
αναστέναγμα γλυκό μου φαίνεται πως θα 'σαι. (Από το «θάνατο του βοσκού»).
Στα
ποιήματα αυτά φαίνεται έντονη η επίδραση του δημοτικού τραγουδιού και της κρητικής
λογοτεχνίας. Πολύ αργότερα, με τον «Κρητικό», θα ξαναγυρίσει πάλι στη
δεκαπεντασύλλαβη ρίμα της κρητικής ποίησης. Την ίδια εποχή γράφει την «Ψυχούλα»
και την «Τρελή μάνα», την οποία θα ενσωματώσει αργότερα στον «Λάμπρο», σε ένα
στιχουργικό σχήμα πάνω στο οποίο θα γράψει ο Κώστας Μύρης το «Ο γέρος δάσκαλος»
από το «Χρονικό», και που θα μελοποιήσει ο Γιάννης Μαρκόπουλος.
Ωσάν
γλυκόπνοο
δροσάτο
αεράκι
μέσα
σε ανθότοπο
κειο
το παιδάκι
την
ύστερη έβγαλε
αναπνοή
(Από την «Ψυχούλα»).
Στο
μεταξύ ξεσπάει η επανάσταση του 1821. Ο Σολωμός συγκλονισμένος, και προφανώς
κάτω από την επήρεια μιας ακατάσχετης έμπνευσης, γράφει το 1823 τον «Ύμνο στην
Ελευθερία», 158 τετράστιχες στροφές. Ποίημα ορμητικό, νεανικό, πηγαίο, όπως το
χαρακτηρίζει ο Λίνος Πολίτης, τραγουδάει σ’ αυτό ο ποιητής τα πρώτα κατορθώματα
της επανάστασης: την άλωση της Τριπολιτσάς, την καταστροφή του Δράμαλη, την
πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου και την καταστροφή των Τούρκων στον Αχελώο. Το
ύφος πέφτει όταν το ποίημα (σελ. 22) από μεγαλόπρεπα επικό γίνεται
ηθικοπλαστικό, όπως επισημαίνει ο Πολυλάς. Ίσως η φόρμα να μην αντέχει σε καμιά
άλλη μεταχείριση παρά μόνο την επική, και μπορεί γι’ αυτό η «Ωδή στον Λόρδο
Μπάυρον», ποίημα λυρικό όπως το χαρακτηρίζει σε υπότιτλό του ο ποιητής, ήταν
αποτυχία.
Από
τώρα και στο εξής ο Σολωμός θα δυσπιστεί στα ξεχειλίσματα της έμπνευσης, που η
επανάσταση εξάλλου θα πάψει να τροφοδοτεί, όπως έκανε και με την Κάλβο. Ο
στίχος του γίνεται πιο λιτός, πιο μετρημένος, πιο στιβαρός. «Η δυσκολία που
νιώθει ο συγγραφέας», γράφει, «δεν είναι να δείξει φαντασία και πάθος, αλλά να
υποτάξει τα δυο αυτά, με καιρό και με κόπο, εις το νόημα της τέχνης». Το γνωστό
επίγραμμα «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη» είναι ο προάγγελος αυτής της νέας
ποιητικής αντίληψης του Σολωμού, που θα εκφραστεί πιο ολοκληρωμένα στα
μεταγενέστερα έργα του.
Το
1828 πηγαίνει στην Κέρκυρα, και βρίσκεται σε μια κατάσταση ευτυχισμένης
απομόνωσης, που αντανακλάται ιδιαίτερα στο ποίημά του «Εις μοναχή».
Πικρή
’ναι η φοβερότατη
του
κόσμου ανεμοζάλη,
μον’
εδώ φθάνει ο αντίλαλος
δεν
φτάνει η τρικυμιά.
Την
ίδια εποχή προσπαθεί να ολοκληρώσει και τον «Λάμπρο», ένα ποίημα που άρχισε
μαζί με τον «Ύμνο στην Ελευθερία». Το ποίημα αυτό είναι βαθύτατα ρομαντικό, επηρεασμένο
πολύ από την ποίηση του Μπάυρον. Αιμομιξία, τρέλα, μετάνοια, θάνατος, είναι τα
θέματά του. Όμως η νέα ποιητική του Σολωμού δίνει στο έργο μια διαφορετική,
αντιρομαντική διάσταση. Ο στίχος του παύει να είναι «ξεχείλισμα της ψυχής» και
πειθαρχεί «στο υψηλό νόημα της τέχνης». Όπως γράφει ο Λίνος Πολίτης στην «Ιστορία
της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας», «Οι έξοχα δουλεμένες οκτάβες, με την
κρυστάλλινη διαφάνεια στην έκφραση, έρχονται σε διαμετρική αντίθεση με τη
σκοτεινάδα της σύλληψης».
Και
προβαίνει η Μαρία λίγη να πάρει
δροσιά
στα σωθικά τα μαραμένα.
Είναι νύκτα γλυκιά, και το φεγγάρι
δε
βγαίνει να σκεπάσει άστρο κανένα.
Περίσσια, μύρια, σ’ όλη τους τη χάρη,
λάμπουν,
άλλα μονάχα, άλλα δεμένα.
Κάνουν και κείνα ανάσταση που πέφτει
του
ολόστρωτου πελάου μες στον καθρέφτη.
Το
1833 μια οικογενειακή κρίση έρχεται να ταράξει τη γαλήνη του Σολωμού. Ο
ετεροθαλής αδελφός του Ιωάννης ξεκινά μια δίκη, υποστηρίζοντας ότι είναι γιος
του κόμη Σολωμού και επομένως νόμιμος κληρονόμος του. Η μητέρα του πήρε το
μέρος του, πράγμα που πίκρανε βαθύτατα τον Σολωμό και τον έκανε να τη μισήσει.
Η υπόθεση κράτησε έξι χρόνια, ο Σολωμός κέρδισε τελικά, αλλά βγήκε ψυχικά
τραυματισμένος απ’ αυτή την υπόθεση. Ο μισογυνισμός του θα ενισχυθεί απ’ αυτή
την ιστορία, που θα βρει την αντίρροπη τάση του στην αγάπη για μια γυναίκα ιδανική,
μακρινή και απρόσιτη, τυλιγμένη στην αχλή του ονείρου και συνδεμένη με το
θάνατο. Την ιδανική αυτή γυναίκα υμνεί στο πρόσωπο της «Φεγγαροντυμένης» στον «Κρητικό»,
έργο που άρχισε να γράφει το 1833, τη χρονιά της δίκης. Το έργο αυτό είναι
πράγματι κρητικό, από τον τίτλο μέχρι τη σύλληψη και τη στιχουργία. Είναι η
εποχή που αρχίζει να ξαναμελετά τα κρητικά κείμενα και επηρεάζεται βαθιά απ’
αυτά.
Όμως
το έργο ζωής του Σολωμού, το έργο που τον παίδεψε όσο τίποτε άλλο, είναι οι «Ελεύθεροι
πολιορκημένοι». Έργο βαθειάς πνοής, μορφικά το είχε συλλάβει ο Σολωμός σαν ένα
εκτενές επικολυρικό ποίημα, στο πρότυπο του «Ερωτόκριτου». Όμως ο Σολωμός
έμεινε με τη φιλοδοξία της σύλληψης. Το έργο δεν επέπρωτο να τελειώσει, όπως
και τόσα άλλα έργα άλλωστε της ωριμότητας του Σολωμού. Η επικολυρική φόρμα
βρισκόταν σε αντίθεση με την νέα ποιητική του, με τις υψηλές απαιτήσεις για
στιχουργική τελειότητα που είχε επιβάλλει ο ίδιος στον εαυτό του.
Σε ένα
επικολυρικό έργο είναι αναπόφευκτο το ενδιαφέρον να εστιάζεται μόνο σε ορισμένα
σημεία, σε ορισμένες κορυφώσεις. Αυτές οι λυρικές κορυφώσεις είναι που
ενδιαφέρουν τον Σολωμό, αδιαφορώντας για τον μη λυρικό, αφηγηματικό συνδετικό
στίχο.
Ακόμη,
ήδη από τότε, η ποίηση άρχισε να υιοθετεί περισσότερο ένα λυρικό χαρακτήρα εις
βάρος της επικής της παράδοσης. Γι’ αυτό ο Σολωμός παρέλειψε το μη λυρικό, αφηγηματικό
μέρος, που με βάση τις νέες τάσεις που επικρατούν στην ποίηση έπαψε να αποτελεί
το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, το οποίο συγκεντρώθηκε περισσότερο στις λυρικές
κορυφώσεις. Μέχρι σήμερα, μόνο ένας τόλμησε να δώσει μακρόπνοο επικό έργο και
το πέτυχε, ο Νίκος Καζαντζάκης με την «Οδύσσειά» του. Όμως και πάλι το έργο
αυτό θαυμάζεται όχι τόσο σαν ποίηση, όσο σαν στοχασμός. Ο Ελύτης, που
φιλοδόξησε κι αυτός να δώσει ένα μακρόπνοο έργο με το «Άξιον εστί», έλυσε το
πρόβλημα με τρόπο ιδανικό. Απέφυγε μια μονότονη στιχουργική φόρμα, που μόνο σε
επικά έργα αντιστοιχεί, και οικοδόμησε το έργο του με ποικίλες φόρμες, που
δένονται σε μια στιβαρή και επιβλητική αρχιτεκτονική. Έφτασε μάλιστα στο σημείο
να παρεμβάλει και πεζή αφήγηση. Ο Σολωμός όμως τότε δεν ήταν δυνατό ούτε καν να
σκεφτεί τέτοιες λύσεις. Έτσι έμεινε άλυτη η αντίθεση ανάμεσα στις υψηλές του
επιδιώξεις και στις λύσεις που του πρόσφερε η ποιητική παράδοση που είχε στη
διάθεσή του. Αυτό είναι που κάνει την περίπτωσή του ιδιαίτερα τραγική. Έναν
αιώνα αργότερα, σε μια εποχή αλλεπάλληλων αναζητήσεων, πειραματισμών και
αλλαγών στην τεχνοτροπία, θα είχε ασφαλώς τολμήσει περισσότερα.
Τους «Ελεύθερους
πολιορκημένους» τους ξεκινά το 1830. Είναι περισσότερο μια δοκιμή, από την
οποία δεν έχουμε παρά ελάχιστους στίχους. Ουσιαστικά ο Σολωμός με τους «Ελεύθερους
πολιορκημένους» καταπιάνεται το 1833, και τους δουλεύει παράλληλα με τον «Κρητικό»,
στο ίδιο στιχουργικό σχήμα, τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο με τη ζευγαρωτή
ομοιοκαταληξία της κρητικής παράδοσης.
Πιο
είναι το νόημα αυτού του οξύμωρου «Ελεύθεροι πολιορκημένοι»;
Καθόλου καινούριο. Το πρωτοβρίσκουμε στους μάρτυρες της χριστιανοσύνης,
στους ήρωες του ’21, και σήμερα στους αγωνιστές της ελευθερίας ενάντια στα
διάφορα δικτατορικά καθεστώτα. Είναι η ελευθερία που ορίζεται σαν μια εσωτερική
ψυχική ποιότητα, η δύναμη να μένεις σταθερός στις αξίες σου και στα ιδανικά σου
παρά τις εξωτερικές πιέσεις. Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι μένουν πιστοί στον αγώνα
τους, δεν λιποψυχούν, παρόλο το φόβο, ή μάλλον τη βεβαιότητα θα ’λεγε κανείς,
του θανάτου (Θυμηθείτε το (σελ. 23) «Ελευθερία και θάνατος» του Νίκου
Καζαντζάκη), τις κακουχίες και τις στερήσεις από την πολιορκία, και τέλος τις
ομορφιές της φύσης, που τους θυμίζουν πόσο γλυκιά είναι η ζωή.
Μια
παρόμοια αντίληψη για την ελευθερία βρίσκουμε και στο έργο του Νίκου
Καζαντζάκη. Όμως σ’ αυτόν προβάλλεται ο ατομικός ήρωας. Στο Σολωμό αντίθετα
έχουμε μια αδιαφοροποίητη μάζα ανθρώπων. Δεν ξεχωρίζει κανένα ιδιαίτερο
πρόσωπο, όπως επισημάνθηκε ήδη από την κριτική. Αυτό τονίζει περισσότερο την
μεταφυσική αίσθηση της ελευθερίας στην οποία αποβλέπει ο Σολωμός.
Όμως
μια τέτοια ελευθερία είναι κάπως ξένη προς την ευαισθησία μας. Την ελευθερία τη
θέλουμε ρεαλιστικά ενσαρκωμένη σε εξατομικευμένους ήρωες, γιατί μ’ αυτούς
μπορούμε να ταυτισθούμε πιο εύκολα παρά με μια μάζα ανθρώπων. Ίσως ο Σολωμός
υποσυνείδητα να διαισθάνθηκε την αδυναμία αυτή, και γι’ αυτό βάζει σε ένα
απόσπασμα έναν ξεχωριστό ήρωα να θυμάται τις περασμένες του χαρές.
Ο
Σολωμός αγωνίζεται γύρω στα δέκα χρόνια (1833-43) με το Β΄ σχεδίασμα. Ξαφνικά
το παρατάει. Ίσως γιατί η ρίμα, έτσι όπως βρίσκεται στην κρητική λογοτεχνία,
δημιουργεί συνειρμούς με αισθησιακά και γήινα θέματα όπως ο έρωτας, και όχι
μεταφυσικές έννοιες σαν αυτές που ήθελε ο ίδιος να εκφράσει.
Στο Γ΄
σχεδίασμα, με το οποίο καταπιάνεται λίγο μετά, διατηρεί μεν τον ιαμβικό
δεκαπεντασύλλαβο, αλλά παραιτείται από τη ρίμα. Η ποίησή του τώρα παίρνει ένα «πιο
επιβλητικό ύφος» (Mario Vitti) και αποκτά «μια στιχουργική δομή αυστηρή, σχεδόν
ασκητική, με μια εσωτερική αρμονία αινιγματική ακόμη και σήμερα» (Λίνος
Πολίτης).
Θα
περίμενε κανείς ότι ο Σολωμός βρήκε πια το δρόμο του, ότι θα έδινε επιτέλους
κάτι το τελειωμένο.
Και
όμως όχι. Οι «Ελεύθεροι πολιορκημένοι» παραμένουν ημιτελείς. Από το Γ΄
σχεδίασμα μάλιστα κατέχουμε μόλις 49 στίχους, πολύ λιγότερους από ότι από το
Β΄. Ο Σολωμός λες και κατέχεται από το σύμπλεγμα μιας ψυχαναγκαστικής
τελειοθηρίας, που επειδή είναι παθολογική είναι πέρα από τα όρια του ανθρωπίνως
δυνατού, και γι’ αυτό μένει αναγκαστικά ανεπίτευκτη.
Στην
πραγματικότητα ο Σολωμός είναι γεμάτος από ασυμφιλίωτες αντιθέσεις, με κύρια
και καθοριστική την αντίθεση ανάμεσα σε δυο τάσεις, τη μια συνειδητή και την
άλλη βαθιά υποσυνείδητη, και η οποία προσπαθεί να πάρει τη θέση της πρώτης. Η
υποσυνείδητη τάση είναι μια τάση αισθησιασμού, αγάπης της ομορφιάς, της
ομορφιάς όχι σαν μεταφυσικής ποιότητας, αλλά σαν αισθησιακής, γήινης
πραγματικότητας. Στην εξύμνηση αυτής της ομορφιάς αφιερώνει τους ομορφότερους
στίχους του. Όμως η τάση αυτή απωθείται για
χάρη ενός ασκητικού ιδανικού, που προβάλλεται
τόσο πιο έντονα, τόσο πιο «μεταφυσικά», όσο πιο μεγάλη είναι η ανάγκη να
απωθηθεί η αισθησιακή του τάση. «Να μείνει ποιητής της ιδέας δεν του φτάνει, να
γίνει ποιητής της ύλης δεν το θέλει. Αγωνίζεται να φτάσει στη μεσότητα, στη
σύνθεση των δύο», γράφει ο Κ. Τσάτσος.
Όμως
τη σύνθεση αυτή δεν την πετυχαίνει ποτέ. Η ποίησή του γέρνει πότε προς τη μια
μεριά και πότε προς την άλλη. Για παράδειγμα, ποιος θα μπορούσε να υποψιαστεί
ότι ένα απόσπασμα όπως ο «Πειρασμός», που είναι ένας ύμνος στις ομορφιές της
φύσης, έχει μια τέτοια λειτουργική θέση στα πλαίσια της ευρύτερης σύνθεσης;
(περισπασμός από το αγωνιστικό καθήκον).
Έστησ’ ο Έρωτας χορό, με τον ξανθόν Απρίλη.
κι η
φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα.
Και
μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Το
άλυτο της αντίθεσης εκφράζεται τελικά στο ανολοκλήρωτο του έργου του. Μπορεί με
την ανομοιοκατάληκτη στιχουργική του Γ΄ αποσπάσματος να πέτυχε ένα πιο αυστηρό
ύφος, ή αλλιώς να προσεγγίσει την ιδέα, όμως αυτό δεν έγινε χωρίς το τίμημα της
απομάκρυνσης από την ύλη την οποία προσπαθεί επίσης να εκφράσει. Είναι
χαρακτηριστικό το πόσο διαφέρει η απόδοση της φύσης στο Β΄ και στο Γ΄
σχεδίασμα, παρόλο που υπάρχει μια θεματική ταυτότητα που κάποτε φτάνει μέχρι
και τις λεπτομέρειες.
Στο Β΄
σχεδίασμα η φύση είναι ειδυλλιακή. Στο Γ΄ έχει κάτι το αγωνιώδες, είναι
τρικυμισμένη όπως στους πίνακες του Βαν Γκογκ.
Μετά
την αποτυχία του να ολοκληρώσει τους «Ελεύθερους πολιορκημένους», ο Σολωμός στο
εξής περιορίζεται σε μικρότερα ποιήματα, που και πάλι δεν καταφέρνει να
ολοκληρώσει. Σημαντικότερο είναι ο «Πόρφυρας» (1849). Ένας καρχαρίας
κατασπαράζει ένα νεαρό άγγλο στρατιώτη στα νερά της Κέρκυρας. Το πραγματικό αυτό
περιστατικό ο Σολωμός το ανάγει σε σύμβολο της τραγικής μοίρας του ανθρώπου, ο
οποίος παλεύει με το κακό (που εκπροσωπείται εδώ από την ωμή βία της φύσης) για
να υποκύψει τελικά σ’ αυτό, όμως εξυψωμένος και ηθικά δικαιωμένος από τον ίδιο
του τον αγώνα, πράγμα που συνειδητοποιεί και ο ίδιος.
Πριν πάψει η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γιομίζει
Άστραψε φως κι εγνώρισε ο νιος τον εαυτό του
Τα
τελευταία χρόνια της ζωής του ο Σολωμός είναι πολύ δυστυχισμένος. Το 1851
παθαίνει εγκεφαλικό επεισόδιο. Από τότε γίνεται πιο κλειστός και ευερέθιστος.
Διακόπτει τις σχέσεις του ακόμη και με τον Πολυλά. Το 1854 νέο εγκεφαλικό
επεισόδιο τον κάνει να καταρρεύσει ακόμη περισσότερο. Από παλιά έπινε, όμως
τώρα το πιοτό τού έχει γίνει πάθος. Φτάνει μέχρι το σημείο να πιει ένα μπουκάλι
κολόνια. Έτσι επιταχύνεται το μοιραίο. Το 1856 παθαίνει νέο εγκεφαλικό. Ο
θάνατος τον βρίσκει στις 21 Φεβρουαρίου του 1857. Η κηδεία του γίνεται με
μεγάλες τιμές. Δυο χρόνια αργότερα ο Πολυλάς θα δημοσιεύσει τα «Άπαντα τα
ευρισκόμενα», προτάσσοντας τα περίφημα «Προλεγόμενά» του.
Ο
Σολωμός έμεινε αρκετό καιρό αγνοημένος και υποτιμημένος στους πνευματικούς
κύκλους της απελευθερωμένης Ελλάδας. Μόνο όταν η έλευση του συμβολισμού
δημιούργησε μια καινούρια ευαισθησία μπόρεσε να εκτιμηθεί η μουσικότητα των
στίχων του και η υποβλητική τους αρμονία. Ο πρώτος που επανατοποθέτησε τον
ποιητή στο βάθρο που του είχε στηθεί με τον «Ύμνο στην Ελευθερία» ήταν ο
Παλαμάς. Στο «Διάλογό» του είχε βρει εξάλλου ένα πρώιμο υποστηρικτή της
δημοτικής, την οποία ο Σολωμός χρησιμοποίησε όχι μόνο στο ποιητικό του έργο,
αλλά και στο μοναδικό πεζό του, το «Η γυναίκα της Ζάκυθος». Και ο Παλαμάς
χρειαζόταν την αρωγή του στον αγώνα που είχε αναλάβει για την καθιέρωση της
δημοτικής. (σελ. 24).
No comments:
Post a Comment