Νίκος Καζαντζάκης, Οδυσσέας
«Ο Οδυσσέας» που
γράφηκε έξι χρόνια μετά το «Χριστό», το 1927, είναι μια άλλη ποιητική εκδοχή
του τέλους της Οδύσσειας. Το μόνο «καζαντζακικό» στοιχείο που θα δούμε είναι η
παρουσίαση του Τηλέμαχου ως ενός γιου που θέλει να ξεφύγει από τη σκιά του
πατέρα που, έστω και απών, τον καταδυναστεύει.
«ΑΘΗΝΑ: Η δύναμή του φούσκωσε, δε δέχεται
στον ίσκιο του γονιού να μαραγκιάζει·
στη Σπάρτη πάει να μάθει το χαμό σου·
να ρίξει πια, καιρός, από τους ώμους
το μέγα σου κουφάρι, ν’ ανασάνει…
Που πέθανε, καλά ’ναι πεθαμένος» (σελ. 405)
Βέβαια στο τέλος του έργου βλέπουμε πατέρα και γιο
συντροφιασμένους να σχεδιάζουν την εξόντωση των μνηστήρων. Το εφέ της
μεταμφίεσης και της αναγνώρισης καθώς και η τραγική ειρωνεία (οι μνηστήρες δεν
ξέρουν ποιος είναι ο γέρος και τι τους περιμένει, ενώ εμείς ξέρουμε), τόσο
συνηθισμένα σε λογοτεχνικές «αφηγήσεις» περασμένων αιώνων αποτελούν τα κύρια
χαρακτηριστικά. Οι στίχοι, όπως και στον «Χριστό», είναι ιαμβικοί, όμως
ανισοσύλλαβοι. Δεν είναι όλοι οι στίχοι αψεγάδιαστοι, όπως στον «Ερωτόκριτο»
για παράδειγμα. Και έναν ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο που εντοπίσαμε είδα ότι τον
σπάζει με διασκελισμό:
«Γυναίκες είδα ξωτικές, κι αμέρωτα
ποτάμια…»(σελ. 429)
Παρεμβάλει όμως ένα δημοτικό τραγούδι, ίσως ριζίτικο; με
πρωταγωνιστή το χάρο που παίρνει στις ψυχές.
«…κι ο Χάρος φανερώθηκε στον κάμπο καβαλάρης.
Μαύρος είναι, μαύρα φορεί, μαύρο ’ν’ και το άλογό του…»
(σελ. 474).
Αγάπη πού ’ρθει πάρωρα σα μήλο δίφορό ’ναι
Απού πομένει στα κλαδιά και τα πουλιά το τρώνε
Αυτή τη μαντινάδα έχει σαν μότο ο Κωστής Φραγκούλης,
ο γνωστός σε μας τους κρητικούς ως Ανταίος, στη ποιητική συλλογή του «Τα
δίφορα». Τα ποιήματα που εμπεριέχονται σ’ αυτή, γραμμένα στον ανομοιοκατάληκτο
ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο του ριζίτικου είναι σωστά διαμάντια, αλλά «πάρωρα»,
γραμμένα σε μια εποχή που η ποίηση γράφεται διαφορετικά. Αν ο Φραγκούλης έγραφε
την εποχή της Κρητικής Αναγέννησης, η αν έγραφε «διαφορετικά», όπως οι Σεφέρης,
Ρίτσος, Ελύτης κ.λπ., θα είχε κατακτήσει μια περίοπτη θέση στον ελληνικό
Παρνασσό. Τώρα έχει απλώς κατακτήσει μια περίοπτη θέση στον κρητικό Παρνασσό,
τον Ψηλορείτη.
Δεν μου
αρέσει η ποίηση και το ποιητικό δράμα, και ήξερα από την αρχή ότι οι έμμετρες
τραγωδίες του Καζαντζάκη δεν θα μου άρεσαν όσο οι γραμμένες σε πεζό λόγο. Όμως
μου αρέσει το ότι έγραφε κόντρα στο ρεύμα. Βέβαια με την «Οδύσσεια» έτρεφε
φιλοδοξίες, αλλά δεν μπορεί να μην ένοιωθε ότι οι έμμετρες τραγωδίες του ήταν
λίγο πολύ καταδικασμένες. Τι μέλλον μπορούσαν να έχουν στην εποχή μας, όταν και
οι έμμετρες τραγωδίες της κλασικής αρχαιότητας παίζονται σε πεζή μετάφραση;
Όμως ας παραθέσουμε κάποια από τα αποσπάσματα που ξεχωρίσαμε.
«ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ: Και λες οι θεοί μαζί μου θα ’ρθουν;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ: θα ’ρθουν,
όντας νικάς! Τους ξέρω·
πάντα τρέχουν
πίσω απ’ τον νικητή, να φαν ψοφίμια,
σαν τα κοράκια» (σελ. 437).
Και όχι μόνο οι θεοί. Και οι «πελάτες» τρέχουν πίσω από τους νικητές
στις εκλογές.
Και ένας καζαντζακικός στίχος:
«Μάθε να σπας τα σύνορα του
ανθρώπου» (σελ.437).
Το θέμα της Αναγκαιότητας και της Ελευθερίας κάνει και εδώ την εμφάνισή
του.
«ΟΔΥΣΣΕΑΣ (μόνος)
Ελευτερία,
πώς αναβράς σαν άγια νερομάνα
μέσα απ’ το μαύρο βύθος της Ανάγκης
και το φρυμένο νου μου δροσερεύεις!»
(σελ. 482).
Παρεμπιπτόντως, ο ενδεκασύλλαβος
είναι ο στίχος που απαντάται πιο συχνά.
Υπάρχει και κάτι καινούριο που δεν υπάρχει στο «Χριστό»: Ο χορός. Είναι
γυναικείος, και κάνει δυο φορές, έστω και σύντομα, την εμφάνισή του».
«Ψηλά από πάνω απ’ τα σγουρά
κεφάλια σας η Δίκη
ξαπλώνει τα φτερά
και καμπανίζει στον αγέρα…» (σελ.
484).
Ο Οδυσσέας κατατρύχει τον Καζαντζάκη. Σαν πρόωρη γέννα του φάνηκε ο
«Οδυσσέας», στο μυαλό του έχει τώρα την «Οδύσσεια».
No comments:
Post a Comment