Γιώργος Βέης,
Ινδικοπλεύστης, Κέδρος 2017, σελ. 232
Η παρακάτω
βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Στις χώρες του
ινδικού ωκεανού μας ταξιδεύει ο Γιώργος Βέης με το τελευταίο του ταξιδιωτικό
Ο Γιώργος Βέης είναι σαν τον κολοσσό της
Ρόδου: με το ένα πόδι πατάει στην ποίηση και με το άλλο στην ταξιδιωτική
πεζογραφία. Colossal το
έργο του, έχουμε ήδη γράψει για επτά βιβλία του, με τελευταίο το «Για ένα πιάτο χόρτα», μια ποιητική συλλογή. Σειρά έχει σήμερα το
τελευταίο του ταξιδιωτικό που έχει τίτλο «Ινδικοπλεύστης».
Ο ινδικός ωκεανός είναι η πιο πολυταξιδεμένη
θάλασσα του Γιώργου Βέη. Όχι μόνο υπηρέτησε ως πρέσβης σε πολλές χώρες που
περιρρέονται απ’ αυτόν, αλλά και η γυναίκα του, η όμορφη και χαριτωμένη Κλάρα,
τραγουδίστρια και ζωγράφος, κατάγεται από την Ινδονησία. Ο τίτλος λοιπόν
παραπέμπει συνειρμικά και στον τόπο καταγωγής της.
Στα ταξιδιωτικά του Βέη ισχύει πάρα πολύ η
ρήση του Μάρσαλ Μακ Λούαν, «το μέσο είναι το μήνυμα». Η μαγεία της ποιητικής
του γλώσσας σε κάνει να ξεχνάς ότι η γλώσσα είναι κυρίως ένα πληροφοριακό
διάμεσο, medium, για να σε
μεταφέρει σε μέρη που περιηγήθηκε, σε μέρη τα οποία θαύμασε, και να σου μεταφέρει
σκηνές που τον εντυπωσίασαν. Τα κείμενά του είναι σύντομα, σπάνια πάνω από μια
σελίδα, σαν τους ποιητικούς αφορισμούς του Νίτσε. Να δώσουμε ένα δείγμα.
«Ο μισομεθυσμένος τουρίστας στο μπαρ της
ευκαιριακής εκτόνωσης: “Η προειδοποίηση των θεών, σήμερα το μεσημέρι, πριν από
το τσουνάμι, θα γίνει άραγε αντιληπτή από τους μετεωρολόγους του νησιού;”.
Υψώνω το μισογεμάτο ποτήρι μου με σεβασμό στη μέθη» (σελ. 20).
Τα ανθρωπολογικά στοιχεία (ο Κλίφφορντ Γκιρτζ
αναφέρεται πάνω από μια φορά), τα ιστορικά στοιχεία, οι συνομιλίες με
συνοδοιπόρους του πνεύματος («Με τον Ρεμπό στην Ιάβα»), υπάρχουν άφθονα στο
κείμενο. Ο τόπος χωρίς την ιστορία του εξάλλου είναι απλά τοπίο.
Με την Κίνα έχω μια αγαπησιάρικη σχέση, γι’
αυτό θα παραθέσω το παρακάτω απόσπασμα:
«Το έρχου
ανήκει στα παραδοσιακά μουσικά όργανα της Κίνας. Έχει μόνο δύο χορδές. Όσα
ακριβώς δάχτυλα, κι αυτά μισά, απέμειναν στον Γκάο, έναν λεπρό που πρόλαβε να
θεραπευτεί. Θυμάται ότι οι συγχωριανοί ήθελαν να τον κάψουν όταν ήταν μικρός,
για να μη μεταδώσει το τρομερό νόσημα στους συμμαθητές του. Τη γλίτωσε φτηνά
χάρις στις φροντίδες κάποιων ψυχραιμότερων κατοίκων. Θυμάται τα πάντα. Και
κυρίως πόσες προσπάθειες κατέβαλε ώστε να μάθει να παίζει το δίχορδο έρχου. Τώρα, ζώντας μαζί με άλλους
ομοιοπαθείς του σε ειδικό κατάλυμα, το οποίο συντηρούν δημόσιες δαπάνες,
σκέφτεται να αποκτήσει άδεια διδασκαλίας του αγαπημένου του οργάνου. Ο αριθμός
δύο αποτελεί γι’ αυτόν ειδικά το σημάδι ενός ευεργετικού πεπρωμένου. Έχει
καταστεί το σύμβολο μιας ζωής πάνω και πέρα από τις συμβάσεις των υγιών
συνανθρώπων του. Του αρκούν αυτά τα δυο μισοφαγωμένα από τον εχθρό του δάχτυλα
για να διεκδικήσουν ένα μερίδιο ελπίδας» (σελ. 77).
Επειδή θα αναρωτιέστε πώς είναι το έρχου και πώς ακούγεται, έχω αναρτήσει
ένα δείγμα Erhu στο κανάλι μου στο youtube. Να προσθέσω ακόμη ότι αν το erhu αντιστοιχεί στη δική μας λύρα, το pipa αντιστοιχεί επίσης στο δικό μας λαούτο.
Και μια αποφθεγματική ρήση: «Τα
πράγματα είναι αυτοτελή ποιήματα» (σελ 16). Θα μπορούσε να την είχε γράψει ο
κοινός μας φίλος, ο Μανόλης Πρατικάκη.
Το παρακάτω είναι του Ντέιβιντ
Χιουμ: «στον φιλόσοφο και στον ιστορικό η τρέλα, η βλακεία και η κακία του
ανθρώπινου γένους οφείλουν να φαίνονται πράγματα συνηθισμένα» (σελ. 83). Να
σημειώσω ότι το δεύτερο πτυχίο μου είναι πτυχίο φιλοσοφίας. (Οι δυο προκείμενες
του συλλογισμού. Το συμπέρασμα δεν χρειάζεται να το γράψω).
Ναι, θαυμάζω την ποιητική γλώσσα
του Βέη, αλλά και το πληροφοριακό στοιχείο για μένα είναι εξίσου σημαντικό.
Πραγματικά ανατρίχιασα διαβάζοντας για τους ευνούχους:
«Ούτε θυμάται πότε εκείνοι οι
αίσχιστοι τον ευνούχισαν. Ξέρει όμως το γιατί. Τον προόριζαν για “νύφη” με πολύ
καλό ενοίκιο τη βραδιά ή και τη βδομάδα, στην αρχή τουλάχιστον, τότε που ήταν
το δέρμα του πιο τρυφερό, σχεδόν μεταξωτό» (σελ. 126).
Το ίδιο και το παρακάτω:
«Έχω σταθεί κάποια στιγμή κι εγώ σε
μοιραίους σταθμούς τρένων. Στο Χονγκ Κονγκ, για παράδειγμα, όπου έχουν
διαμελιστεί παντελώς αθώα, τραγικά θύματα παραφρόνων. Πρόκειται για όσους-και
δεν είναι λίγοι-σπρώχνουν με απροσδόκητη μανία ανύποπτους ταξιδιώτες στις
ράγες. Σαν να εξοντώνονται, σαν να ξεφορτώνονται στα διάκενα των σταθμών οι πολιτισμοί
από τους δαίμονες. Η ευκολία του θανάτου. Η αγριότητα υπάρχει στη θέση του
ονείρου για δικαίωση. Αδιάφορα, κατά τα άλλα, περάσματα γίνονται τα σφαγεία
ενός συστήματος το οποίο, παρά τις αναμφισβήτητες, σύμφυτες δυναμικές του, δεν
μπόρεσε να προβλέψει τις νεότερες εκδοχές της τρέλας» (σελ. 143).
Διαβάζουμε:
«Σήμερα θα με σταματήσουν στον
άσπρο τοίχο, λίγα μόλις μέτρα από την πύλη του σταθμού, πέντε λέξεις:
Απρόσμενες: “Σ’ αγαπώ όπιο, Ζακ Μπρελ”. Ξαναδιαβάζω τα τεράστια μαύρα γράμματα.
Δεν υπήρχαν χθες… Δυο μέρες μετά είχαν ασβεστώσει τον τοίχο. Το μήνυμα είχε
εξαφανιστεί. Όχι όμως κι από αυτή τη σελίδα των ενθυμίων» (σελ. 144).
Και θυμήθηκα.
Καλοκαίρι του 1972, στον Παχύν
άμμο, στο λιμανάκι. Μια παρέα μεθυσμένων φοιτητών. Χαράζω πάνω στο σοβά στον
τοίχο της προκυμαίας με μια πέτρα, με κεφαλαία γράμματα, ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ. Δυο
μέρες μετά είχαν ασβεστώσει τον τοίχο. Το μήνυμα είχε εξαφανιστεί. Όχι όμως και
από τη μνήμη εκείνων που πρόλαβαν να το διαβάσουν.
Υποπτεύθηκαν κάποιους παλιούς
αριστερούς. Εμένα καθόλου. Ένα χρόνο αργότερα θα γινόμουν έφεδρος
ανθυπολοχαγός.
Γιώργο, μας ταξίδεψες πολύ
ευχάριστα. Καλοτάξιδο να είναι και αυτό σου το βιβλίο. Και επειδή μόλις γράφω
την τελευταία πρόταση συνειδητοποιώ το κανονικό τροχαϊκό της μέτρο, δεν θα
αντισταθώ στον πειρασμό να ριμάρω: και
ελπίζω να σου φέρει και αυτό ένα βραβείο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment