Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Λολίτα
Θα πεταχτώ σε λίγο στο
περίπτερο να αγοράσω το βιβλίο. Το πρωτοαγόρασα στα ρώσικα, μετά το διάβασα στα
αγγλικά γιατί η ελληνική μετάφραση είχε εξαντληθεί. Επανεκδόθηκε μετά από ένα
χρόνο. Σήμερα κυκλοφόρησε και από τη βιβλιοθήκη του Βήματος, πέντε ευρώ.
Δεν θα το διαβάσω τώρα.
Όμως θέλω να γράψω κάτι γι αυτό. Κάτι θυμάμαι έχω γράψει, δεν θυμάμαι πού, και
βάζω τη λέξη στην αναζήτηση των windows.
(Κοίτα να δεις, τώρα το συνειδητοποιώ, λέμε computer
και υπολογιστής, mouse
και ποντίκι, αλλά δεν λέμε «παράθυρα» όταν αναφερόμαστε στο λειτουργικό, λέμε
μόνο windows).
Με έκπληξη βλέπω και με βγάζει σε ένα αυτοβιογραφικό κείμενο που έγραψα
πρόπερσι το καλοκαίρι. Ένα κείμενο που δεν προορίζεται να πάει σε εκδότη,
τουλάχιστον πριν το θάνατό μου. Που τον θέλω ανώδυνο.
Μόνο ανώδυνο;
Όχι μόνο. Θυμήθηκα μια από
τις ατάκες του Γκαούρ Ταρζάν, που μαζί με τον Μικρό Ήρωα με γαλούχησαν στην
φιλαναγνωσία όταν ήμουν πιτσιρικάς.
Ο Ποκοπίκο είναι μέσα στο
καζάνι και ο φύλαρχος ετοιμάζεται να του βάλει φωτιά. –Και μια και θα πεθάνεις,
ποια είναι η τελευταία σου επιθυμία; -Να πεθάνω από βαθιά γηρατειά.
Αυτή είναι και η δική μου.
Αλλά προηγουμένως να έχω πάει μόνος μου στην τουαλέτα.
Όταν γράφεις, συχνά
μπαίνεις στον πειρασμό να δώσεις κάτι και στους φίλους σου. Έτσι έστειλα σε δυο
μερικές σελίδες, και σε άλλους τρεις τύπωσα και έδωσα όλο το κείμενο: σε ένα
γείτονα, σε ένα φίλο που τον αναφέρω μέσα για μια φάρσα που του έκανα, και στον
Κώστα το Μαυρουδή γιατί ένα επεισόδιο που του αφηγήθηκα και το γράφω, το
παραθέτει και αυτός, μεταλλαγμένο, στη «Στενογραφία» του.
Έβαλα και ένα απόσπασμα
στο blog μου,
δίνοντας ψεύτικα στοιχεία για συγγραφέα και έκδοση. Ήταν στο post «Τον αράπη σαπουνίζεις το σαπούνι
σου χαλάς». Την επομένη πήρα την απανταχούσα για την ΕΔΕ και το κατέβασα
τρομοκρατημένος, μαζί με κάμποσα άλλα posts.
Όμως ο Τέλης ενθουσιάζεται από το απόσπασμα, και συστήνει το βιβλίο στους
αποδέκτες των email
του. Αν πήγε κανείς να το ψάξει, θα απογοητεύθηκε που δεν μπόρεσε να το βρει.
Όμως να παραθέσω το
απόσπασμα για τη Λολίτα.
«Πράγα! Τι μου θυμίζει!
2002, ένα συνέδριο για το «κακό!» Στην πιο σκληρή φάση της δίαιτάς μου. Είχα
ξεκινήσει την πρώτη του Μάρτη, το συνέδριο πρέπει να ήταν κατά τις 20. Είχα
κατέβει στα 95 κιλά,
από 100 που ήμουν. Θα έφτανα τα 77, για να σταθεροποιηθώ μετά στα 80. Τώρα έχω
ξανανέβει λιγάκι.
Σε ένα βιβλιοπωλείο βρήκα
ρώσικα βιβλία. Ευκαιρία, είπα, από τη Σύγχρονη Εποχή είχαν κάνει φτερά πριν
προφτάσω να αγοράσω όλους τους αγαπημένους μου κλασικούς, Τολστόι και
Ντοστογιέφσκι. Τότε ήταν που αγόρασα την Belaya Gvardia του Μπουλγκάκοφ. Βρίσκω και τη
Λολίτα του Ναμπόκοφ. Είχα δει την ταινία πριν χρόνια, με τη Σιου Λάιον. Με τον
Τζέρεμι Άιρονς ακόμη δεν αξιώθηκα να τη δω. Την έχω γράψει με το dvd recorder μου. Κάτι είχα διαβάσει γι’
αυτό το έργο. Το είχε γράψει ο Ναμπόκοφ πρώτα στα ρώσικα, ή πρώτα στα αγγλικά;
Δεν θυμόμουνα. Ρώτησα τον υπάλληλο. –Μα στα ρώσικα φυσικά.
Φυσικά. Να το πουλήσει
ήθελε ο άνθρωπος, τι θα έλεγε; Όταν έφτασα στην Αθήνα μπήκα στο ίντερνετ και
έψαξα. Η πρώτη γραφή ήταν στα αγγλικά. Αλλά ο ίδιος δήλωνε ότι στα ρώσικα που
το μετέγραψε αργότερα ήταν πολύ καλύτερο.
Διάβασα την πρώτη σελίδα.
Δύσκολο κείμενο, πολλές άγνωστες λέξεις. Με τη γλώσσα τον κλασικών είμαι πιο
εξοικειωμένος. Το ίδιο δύσκολος μου ήταν και ο Tihi Don, του
Σολόχωφ, και τον παράτησα.
Лолита, свет моей жизни,
огонь моих чресел.
Грех мой, душа
моя.Ло-ли-та. Λολίτα,
φως της ζωής μου, φωτιά των –κοίτα να δεις, μια λέξη δεν ξέρω και δεν την έχει
το λεξικό. Να το βρω στα αγγλικά-. Αμαρτία μου, ψυχή μου). Λο-λί-τα.
Πώς να γράφεται άραγε στα γιαπωνέζικα το Λολίτα, που είναι συλλαβική
γλώσσα; Αν βάλουμε τις συλλαβές ανάποδα, τι μας δίνει; Τα-λι-λο. Τα, στα
κινέζικα θα πει αυτός ή αυτή, ανάλογα με το ιδεόγραμμα. Αυτή καλύτερα.
Λολίτα! Υποκορεστικό του Ντολορές, που θα πει λύπη. Ποιος Έλληνας θα
έδινε ποτέ τέτοιο όνομα στην κόρη του; Να μας λείπει.
Στην Αθήνα όταν γύρισα και
το έψαξα να το αγοράσω, η ελληνική έκδοση είχε εξαντληθεί. Έτσι πήρα το
αγγλικό. Και αυτό δύσκολο κείμενο, πολλές άγνωστες λέξεις. Θα ήθελα κάποια
στιγμή να διαβάσω και το ρώσικο. Η σκηνή που ο πρωταγωνιστής σκοτώνει τον
αποπλανητή της Λολίτας, που εκτείνεται σε τρεις σελίδες νομίζω, είναι από τις
πιο ωραίες που έχω διαβάσει ποτέ. Όμως οι ανυπέρβλητες είναι οι τρεις σελίδες
από το θερισμό, στην Άννα Καρένινα.
Ψάχνοντας στο Ίντερνετ,
βρήκα ένα αρχείο κειμένου με τον Jeremy Irons να απαγγέλει, ακριβώς αυτές τις
σελίδες όπου περιγράφεται ο φόνος. Φαίνεται ότι δεν είναι μόνο δική μου
αντίληψη ότι αυτές είναι οι ωραιότερες σελίδες του έργου».
26-10-2007
Διαβάζοντας τη «Λολίτα» και το «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην
Τεχεράνη» στην Αθήνα.
Για τη «Λολίτα» έχω
ξαναγράψει σε προηγούμενο post.
Εδώ κυρίως θέλω να γράψω για το «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη», της Αζάρ
Ναφισί (Λιβάνης 2004). Και αυτό γιατί μου έθεσε κάποιους θεωρητικούς
προβληματισμούς, μου προκάλεσε κάποιες σκέψεις. Θα τις εκθέσω με συντομία.
Δεν θυμάμαι ποιος Γάλλος
μίλησε για τον lecteur suffisant (βαριέμαι να το ψάξω τώρα στο ίντερνετ), και που το πήρε ο
Σεφέρης και το έκανε «επαρκή αναγνώστη». Ο επαρκής αναγνώστης κάνει μια
ανάγνωση πληρέστερη από την μη επαρκή (ή όχι και τόσο επαρκή). Επί τη ευκαιρία
θυμίζουμε τη διάκριση του Ρολάν Μπάρτ για βιβλία lisible και scriptible.
Τα δεύτερα μόνο είναι που διαφοροποιούν την ανάγνωση.
Τι γίνεται όμως όταν δυο
κατά τα άλλα επαρκείς αναγνώστες, διαβάζουν το ίδιο κείμενο διαφορετικά; Όλες
οι αναγνώσεις είναι εξίσου νόμιμες; Κάθε παρανάγνωση είναι μια καινούρια,
νόμιμη ανάγνωση; Μπορεί να υπάρξει και λαθεμένη ανάγνωση;
Φαίνεται πως ναι. Είναι η
περίπτωση της Ναφισί (τη διαβάζω «Ναφισί» και όχι «Ναφίσι» όπως γράφει στο αυτί
του βιβλίου, κατά το «Παναχί». Θυμάμαι μια Τουρκάλα σε ένα συνέδριο που την
φώναζαν «Σέβντα», διαβάζοντας το όνομά της στο πρόγραμμα στα αγγλικά. Μόνο εγώ,
μου είπε, πρόφερα σωστά το όνομά της, Σεβντά).
Μια φεμινιστική ανάγνωση,
σε μια χώρα που ο φεμινισμός είναι η κατ’ εξοχήν γυναικεία μορφή άμυνας σε ένα
καθεστώς που καταπιέζει τόσο τις γυναίκες όπως η θεοκρατία του Ιράν, φαίνεται
ότι μπορεί κανείς να πέσει εύκολα στην παγίδα, όχι απλά της παρανάγνωσης, αλλά
της εντελώς λαθεμένης ανάγνωσης.
Η Ναφισί συγκρίνει ούτε
λίγο ούτε πολύ τον Χάμπερτ με τον Χομεϊνί: Ο Χάμπερτ βλέπει τη Λολίτα και ο
Χομεϊνί τη χώρα όχι σαν αυτό που είναι πραγματικά, αλλά σαν αυτό που φαντασιακά
έχουν πλάσει γι’ αυτή. Ο Χομεϊνί ίσως, όχι όμως και ο Χάμπερτ.
Ας ξεκινήσουμε από την
πρώτη παρανάγνωση, που είναι η λαθεμένη ανάγνωση. Η Νασιφί λέει επανειλημμένα
στο βιβλίο της ότι ό Χάμπερτ βίασε τη Λολίτα. Τι διάβολο, δεν θυμάμαι καλά; (Το
βιβλίο το διάβασα πριν σχεδόν έξι χρόνια). Μήπως δεν κατάλαβα καλά (το διάβασα
στα αγγλικά, η ελληνική έκδοση είχε εξαντληθεί, και η καινούρια βγήκε μετά από
κάποιους μήνες). Ξανακοιτάζω την έκδοση του «Βήματος» και βλέπω ότι δεν είχα
κάνει λάθος. Ο Χάμπερτ, παθιασμένος με τη Λολίτα, ετοιμάζεται όντως να τη
βιάσει, δίνοντάς της αναισθητικό. Όμως αυτό δεν έχει επίδραση πάνω της. Και
εκεί που το σχέδιο έχει αποτύχει, τον καλεί αυτή να κάνουν έρωτα. Αντιγράφω
αυτή την «πρώτη φορά» (σελ. 144-156). «Της χάιδεψα απαλά τα μαλλιά, κι απαλά
φιληθήκαμε. Το φιλί της – πανηγυρική αμηχανία- είχε μάλλον την κωμική
επιτήδευση πλαταγισμών και διεισδύσεων που μ’ έκαναν να καταλήξω πως είχε
προπονηθεί σε τρυφερή ηλικία στα χέρια κάποιας μικρής Σαπφίδος. Ο Τσάρλι
αποκλείεται να της μάθαινε αυτά τα
κόλπα… Μονομιάς, με μιαν έκρηξη βάναυσης χαράς (το σήμα κατατεθέν των
νυμφιδίων!), κόλλησε τα χείλη της στο αυτί μου – μα για μερικές στιγμές το
μυαλό μου αδυνατούσε να διαχωρίσει σε λέξεις τον καυτό κεραυνό των ψιθύρων της,
κι εκείνη γέλασε, και μάζεψε τα μαλλιά που της σκέπαζαν το πρόσωπο, και
δοκίμασε πάλι, και σταδιακά η αίσθηση πως ζούσα πλέον σ’ έναν ολότελα νέο κι
ολότελα τρελό ονειρόκοσμο, όπου όλα επιτρέπονταν, με κυρίευσε, καθώς διαπίστωνα
τι ακριβώς μου ’χε προτείνει. Της αποκρίθηκα πως δε γνώριζα τι παιχνίδια παίζαν
με τον Τσάρλι. «Θες να πεις ότι ποτέ δεν… (βαριέμαι να αντιγράφω, το σκανάρω
και με ocr το κολλάω
μετά. Μπορείτε να το παραλείψετε αν θέλετε.
“…το πρόσωπο συνεστραμμένο
από δυσπιστία και φρίκη. «Θες να μου πεις - » πήγε να επαναλάβει. Έκανα ένα
διάλειμμα για να τρίψω τη μύτη μου με τη δική της. «Κόφ' το», είπε μ' έρρινη
εκφορά χωριατοπούλας, απομακρύνοντας βιαστικά το μελαμψό της ώμο από τα χείλη
μου. (Ήταν περίεργο το ότι θεωρούσε - κι εξακολούθησε για καιρό να θεωρεί - όλα
τα χάδια εκτός απ' το φιλί στο στόμα ή την απογυμνωμένη ερωτική πράξη είτε
"ρομαντικές αηδίες" ή "ανωμαλίες')·
«Θες να μου πεις», επέμεινε, γονατίζοντας πλάι μου τώρα, «ότι δεν
το 'κανες ποτέ όταν ήσουνα μικρός;»
«Ποτέ», απήντησα, με κάθε ειλικρίνεια.
«Οκέϊ», είπε η Λολίτα, «έλα να τα πάρουμε απ' την αρχή.»
Ωστόσο, δε σκοπεύω να προκαλέσω πλήξη στους ευρυμαθείς αναγνώστες
μου με μια λεπτομερή περιγραφή της πράξης που πλήρης οίησης μου περιέγραψε η
Λολίτα. Αρκεί να πω πως δεν αντελήφθην το παραμικρό ίχνος σεμνοτυφίας σ' αυτό
το πανέμορφο και πρακτικώς ασχημάτιστο κορίτσι που τα μεικτά σχολεία των ημερών
μας, τα ήθη της εφηβείας, τα ξενύχτια στην κατασκήνωση γύρω απ' τη φωτιά, και
ούτω καθ' εξής, είχαν διαφθείρει απόλυτα κι απελπιστικά. Θεωρούσε την
απογυμνωμένη πράξη απλώς σαν μια κρυψώνα που εποικείται από νέους, άγνωστη
στους ενήλικες. Το τι έκαναν για τη διαιώνιση του είδους οι ενήλικες ουδόλως
την απασχολούσε. Η ζωή μου πέρασε στα χέρια της μικρής Λο μ' ένα σθεναρό, πεζό
τρόπο, σαν να 'ταν ένα άψυχο μαραφέτι που μπορούσε ν' αποσυνδέσει απ' την
ύπαρξη μου. Αν και καθ' όλα πρόθυμη να με εντυπωσιάσει με τον κόσμο των
σκληραγωγημένων παιδιών, συγκεκριμένες διαφορές ανάμεσα στη ζωή ενός παιδιού
και στη δική μου τη βρήκαν απροετοίμαστη. Η περηφάνια και μόνο την κράτησε και
δεν το έβαλε κάτω- διότι, στην αλλόκοτη θέση που βρισκόμουν, παρίστανα τον
κατάπληκτο κρετίνο, πηγαίνοντας με τα νερά της - τουλάχιστον για όσο θ' άντεχα.
Μα όλα αυτά κατά βάθος είναι ανούσια- το λεγόμενο "σεξ" δε με αφορά
καθόλου. Ο καθένας μπορεί να φανταστεί τα συστατικά στοιχεία του ζωικού κόσμου.
Εμένα με δελεάζει μια σπουδαιότερη φιλοδοξία: να αποτυπώσω μια για πάντα την
επικίνδυνη μαγεία των νυμφιδίων”.
Έτσι λοιπόν, ο Χάμπερτ δεν
βίασε την Λολίτα, παρά το ότι αυτός ήταν ο αρχικός του στόχος.
Μήπως ο Χάμπερτ ήταν
παιδεραστής;
Κάθε άλλο. Ο Χάμπερτ είχε
ερωτευθεί τη Λολίτα. Τυχαία πέφτει το μάτι μου σε μια γραμμή: «Αχ, Λολίτα, αν
μ’ αγαπούσες κι εσύ έτσι!» (σελ. 18).
Αυτός είναι τρελά
ερωτευμένος μαζί της, αλλά η Λολίτα τον έχει βαρεθεί. Κάποια στιγμή το σκάει με
κάποιον. Η Ναφίσι αναφέρει τις δυο
κύριες αναγνώσεις του βιβλίου: «Υπάρχουν εκείνοι – ανάμεσά τους και ο Λάιονελ
Τρίλινγκ [κι εγώ μαζί τους] - που βλέπουν την ιστορία σαν μια μοναδική ερωτική
σχέση, αλλά και κάποιοι άλλοι που καταδικάζουν τη Λολίτα επειδή πιστεύουν ότι ο Ναμπόκοφ μετάτρεψε το βιασμό μιας
δωδεκάχρονης σε αισθητικό πείραμα» (σελ. 76).
Να κάνω μια παρένθεση εδώ.
Στην ταινία της Μερσιγιέ Μεσκινί «Τη μέρα που
έγινα γυναίκα» βλέπουμε το μικρό εννιάχρονο κοριτσάκι να του αγοράζουν τσαντόρ
και να του απαγορεύουν να παίζει πια με τους φίλους του, γιατί
τώρα «έγινε γυναίκα». Διαβάζοντας το βιβλίο της Φωτεινής Τσιμπιρίδου
(επιμέλεια) «Μουσουλμάνες της Ανατολής» (θα γράψουμε και γι’ αυτό) κατάλαβα το
γιατί: Η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν κατέβασε ο όριο ηλικίας που μπορούν να
παντρευτούν οι γυναίκες από τα 18 στα 9!!! Αυτό πια κι αν είναι βιασμός.
Παραθέτω και ένα άλλο
απόσπασμα, που μου έμεινε επίσης από αυτή την πρώτη ανάγνωση, και που δείχνει
τον απελπισμένο έρωτα του Χάμπερτ: (Τελικά ψάχνω ψύλλους στ’ άχερα, το βρίσκω
από το αγγλικό κείμενο που το έχω τσεκάρει, όπως και άλλα αποσπάσματα, που θα
παραθέσω, για να υποστηρίξω την άποψή μου, ότι ο Χάμπερτ δεν ήταν παιδεραστής
αλλά ένας απελπισμένος ερωτευμένος: «I could not kill her, of course,
as some have thought. You see I loved her. It was love at first
sight, at last sight, at ever and ever sight». (σελ. 268, Penguin, 1997).
Η Λολίτα εν τω μεταξύ έχει
φύγει απ’ αυτόν με τον οποίο το είχε σκάσει, έχει παντρευτεί, έχει μείνει
έγκυος, φτωχοζεί με τον άντρα της. Ο Χάμπερτ την ψάχνει. Τελικά τη βρίσκει, και
της προτείνει να τον εγκαταλείψει και να φύγει μαζί του. Αυτή αρνείται. Αυτός
ετοιμάζεται να φύγει. Αυτή τον πλησιάζει για ένα αποχαιρετιστήριο φιλί.
«Since I
would not have survived the touch of her lips, I kept retreating in a mincing
dance, at every step she and her belly made towards me» (σελ. 278). Τι υπέροχα που εκφράζει ο Ναμπόκοφ
τον έρωτά του: Δεν θα μπορούσα να επιζήσω από το άγγισμα των χειλιών της!
Ο Ναμπόκοφ παρωδεί όχι την
Κάρμεν (Carmen,
voulez vous venir avec moi?), αλλά τις
αφηγηματικές αναμονές (Ο Χάμπερτ κρατάει πάνω του ένα πιστόλι).
«Then I
pulled out my automatic – I mean, this is the kind of fool thing a reader might
suppose I did. It never even occurred to me to do it» (σελ. 278). Τελικά προτιμά να σκοτώσει τον toreador αντί για την
Κάρμεν, στις πιο ωραίες σελίδες του μυθιστορήματος. Βρήκα στο διαδίκτυο τον Jeremy Irons να διαβάζει ακριβώς αυτές τις σελίδες.
Η Ναφίσι έχει και άλλο
πρόβλημα. Γράφει: «Η πρόζα το Χάμπερτ, που σε κάποια σημεία γίνεται απαράδεκτα
εξεζητημένη, στοχεύει στην αποπλάνηση του αναγνώστη, ιδιαίτερα του αναγνώστη με
υψηλό φρόνημα, που θα εντυπωσιαστεί και θα ξεγελαστεί από παρόμοια επίδειξη
γνώσεων» (σελ. 78). Υπάρχουν και άλλα παρόμοια αποσπάσματα. Ξεχνάει μόνο ότι
δεν είναι η πρόζα του Χάμπερτ αλλά η πρόζα του Ναμπόκοφ. Και, δυστυχώς γι’
αυτή, ο Ναμπόκοφ αντιμετωπίζει τον ήρωά του όπως ο Τρίλινγκ και οι άλλοι και
όχι όπως η ίδια και οι φοιτήτριές της (μετά την παραίτησή της από το
πανεπιστήμιο, με μια ομάδα πέντε φοιτητριών της συζητούν για λογοτεχνία σπίτι
της).
Το έχω γράψει και κάπου
αλλού πιο διεξοδικά, δεν θυμάμαι πού, ότι οι συγγραφείς σήμερα για να δείξουν
τη δύναμη του ερωτικού αισθήματος περιγράφουν αποκλίνουσες περιπτώσεις και όχι
νορμάλ. Εδώ έχουμε τον έρωτα ενός σαραντάρη για μια δωδεκάχρονη (άραγε στη
«Λολίτα» διάβασα ότι ο Γκαίτε στα εβδομήντα τρία του ερωτεύτηκε μια δεκαοχτάρα,
ή κάπου αλλού;). Άλλες περιπτώσεις που θυμάμαι είναι η ταινία «Η γυναίκα
καίγεται» του Ρόμπερτ βαν Άκερεν, «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» του Μάρκες
(έχω παραφράσει τον τίτλο για κάποιο προηγούμενο post μου), «M.
Butterfly»
του hua qiao, Αμερικανοκινέζου Herbert David Hwang και «Ο σκύλος της Μαρί» του Ανδρέα Μήτσου. Α, ναι, και «Οι
θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου», πάλι του Μάρκες, και ένα άλλο έργο, να το
ψάξω, το βρήκα, Breaking the waves (1996) του Lars von Trier.
Τελικά με μένα η μοίρα
έχει παίξει κάποια περίεργα παιχνίδια. Δεν μου αρέσει καθόλου η παιδική λογοτεχνία,
και όμως έχω γράψει το «Χορό
της βροχής». Δεν μου αρέσει η επιστημονική φαντασία, και όμως έχω γράψει το
«Μυστικό
των εξωγήινων». Έχω γράψει συναπτές 225 βιβλιοκριτικές, και δεν διαβάζω
βιβλιοκριτικά σημειώματα. Μόνο την «Ημεδαπή εξορία» του Κούρτοβικ έχω διαβάσει,
και από εκεί μόνο τις βιβλιοκριτικές του για βιβλία που είχα ήδη διαβάσει. Η
βιβλιοκριτική μού φαίνεται ότι πουλάει γουρούνι στο σακί. Μετά από αυτή την
εμπειρία με τη Λολίτα, τα τρία άλλα μέρη του έργου που αναφέρονται στον «Great Gatsby», στην Τζέην Όστεν και στον Χένρυ Τζέημς θα τα διαβάσω αφού
διαβάσω τα σχετικά έργα. Φοβάμαι για άλλες παραναγνώσεις από μέρους της.
Μπάμπης Δερμιτζάκης, 1-12-07
Συμπληρώνω, αφού διάβασα και το υπόλοιπο βιβλίο
Τελικά πέρασαν τριάμισι
χρόνια για να διαβάσω το υπόλοιπο βιβλίο∙ αφού διάβασα πρώτα τον «Υπέροχο
Γκάτσμπι», τον οποίο ανακάλυψα το Πάσχα στην Κρήτη, σε μια παλιά μετάφραση.
Θυμάμαι ότι είχα αγοράσει πάμφθηνη την αγγλική έκδοση, όμως ένας θεός ξέρει πού
να βρίσκεται τώρα καταχωνιασμένη.
Τελικά η Ναφισί δεν μιλάει
τόσο διεξοδικά για τον Γκάτσμπι όσο μιλάει για τη Λολίτα. Στο τρίτο και τέταρτο
μέρος δεν μιλάει ξεχωριστά για βιβλία, αλλά για συγγραφείς: Τζέην Όστεν και
Χένρι Τζέημς. Εδώ είναι οι αναμνήσεις της που βρίσκονται σε πρώτο πλάνο, και
όχι τόσο ο σχολιασμός των βιβλίων ή των συγγραφέων. Αν το ήξερα αυτό θα είχα
διαβάσει το βιβλίο από τότε.
Στο κείμενο για τη Λολίτα
μιλάω για παρανάγνωση και λαθεμένη ανάγνωση. Ο Ουμπέρτο Έκο μου πρόσφερε στη
συνέχεια δυο χρήσιμους όρους: χρήση και ερμηνεία. Ο όρος «χρήση» κολλάει γάντι
στην Ναφισί. Ήδη το έχω γράψει μιλώντας για τον Έκο, ότι η Ναφισί κάνει «χρήση»
της «Λολίτας» για να καταδικάσει το καθεστώς Χομεϊνί, και όπως γράψαμε πιο πάνω
παραλληλίζει τον Χούμπερτ με τον Χομεϊνί. Στην περίπτωση του Γκάτσμπι,
περιέργως, η ανάγκη να χρησιμοποιήσει πάλι το έργο την οδηγεί αυτή τη φορά σε
σωστή ερμηνεία. Και αυτό από την ανάγκη να αντιταχθεί στη χρήση που κάνουν οι
ισλαμιστές στον Γκάτσμπι. Όχι το πρόσωπο, αλλά το βιβλίο. Το απορρίπτουν γιατί
μιλάει για την μοιχεία. Η Ναφισί αντιτείνει, σωστά, ότι «το βιβλίο αυτό δεν
είχε να κάνει με τη μοιχεία αλλά με τα χαμένα όνειρα» (σελ. 223). Σίγουρα το
βιβλίο δεν έχει να κάνει με τη μοιχεία, έχει να κάνει με τα χαμένα όνειρα, αλλά
εγώ πιστεύω ότι έχει να κάνει περισσότερο με την ανθρώπινη μοναξιά. Μάλιστα η
Ναφισί έστησε μια «δίκη» του Γκάτσμπι με τους φοιτητές της, με τους ισλαμιστές
να του επιτίθενται και τους άλλους να τον υπερασπίζονται. Φοβερά πρωτότυπη
ιδέα. Αλλά δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο, για το βιβλίο θα γράψω (ελπίζω)
αύριο. Εδώ απλά θα υπογραμμίσω τον αποτροπιασμό που νοιώθει κανείς (κι εγώ
μαζί) για το καθεστώς διαβάζοντας τα όσα γράφει η Ναφισί. Στη συνέχεια θα
παραθέσω κάποιες πρόσθετες πληροφορίες που αγνοούσα, και θα σχολιάσω ορισμένα
αποσπάσματα που με εντυπωσίασαν.
Και πρώτα πρώτα ότι το
καθεστώς Χομεϊνί δίωξε άγρια τους Κούρδους. Πιο άγρια άραγε από τον Σάχη, τον
Σαντάμ ή τους Τούρκους;
Ποια είναι η γυναίκα
ναμαχράμ; Είναι κάθε γυναίκα που δεν είναι μητέρα, σύζυγος ή αδελφή (μήπως
ξέχασε η Ναφισί να γράψει και κόρη;). Τη γυναίκα αυτή δεν μπορείς να τη
χαιρετάς με χειραψία.
Γράφει η Ναφισί ότι όταν
οι Πέρσες υποδουλώθηκαν στους Άραβες, «τα βιβλία τους κάηκαν, οι τόποι λατρείας
καταστράφηκαν και η γλώσσα τους παραγκωνίστηκε» (σελ. 280). Όμως χάρη στον
υψηλό πολιτισμό τους κατάφεραν να αντέξουν, και το Ιράν είναι ίσως η μοναδική
γειτονική προς τους Άραβες χώρα που, παρά το ότι υιοθέτησε τον μουσουλμανισμό,
μπόρεσε να διατηρήσει τη γλώσσα του.
« Η Νασρίν άρχισε να
λέει μια ιστορία για κάποια δασκάλα θρησκευτικών που είχε η δωδεκάχρονη ξαδέλφη
της. Η δασκάλα αυτή συμβούλευε τις μαθήτριές της να καλύπτουν το σώμα και το
κεφάλι τους, υποσχόμενη ότι στον παράδεισο θα έπαιρναν τη δίκαιη ανταμοιβή τους.
Εκεί στον παράδεισο τις περιμένουν ρυάκια με κρασί και γεροδεμένοι νέοι άντρες.
Καθώς μιλούσε για τους γεροδεμένους νέους άνδρες, έμοιαζαν να τρέχουν σάλια από
τα παχιά της χείλη, λες και επρόκειτο για αρνάκια γάλακτος σερβιρισμένα ήδη στο
πιάτο της» (σελ. 341-342).
Και εγώ που νόμιζα ότι
στον παράδεισο υπάρχουν μόνο τα ουρί, παρθένες κοπέλες για τους άντρες (κατ’
άλλους 50, κατ’ άλλους 70 για τον καθένα)!!! Να που μαθαίνω ότι υπάρχουν και
γεροδεμένοι νέοι άνδρες για τις γυναίκες. Αλλά αυτό από πού να το
πληροφορηθείς, δεν κυκλοφορεί φαίνεται ευρέως. Αν πει κάτι τέτοιο μια γυναίκα
και το μάθει ο άντρας της, θα την ξυλοφορτώσει (παρεμπιπτόντως κυκλοφόρησε στο youtube ένα video clip με ένα μουλά να δίνει οδηγίες στους συζύγους πώς να δέρνουν τις
γυναίκες τους χωρίς να τους προκαλέσουν κάποια ανήκεστο βλάβη).
Ένας φανατικός ισλαμιστής
φοιτητής κατέδωσε μια φοιτήτρια που αποβλήθηκε γιατί λέει «τον προκαλούσε
σεξουαλικά ένα κομματάκι λευκής επιδερμίδας που μόλις διακρινόταν κάτω από τη
μαντήλα της» (σελ. 342). Πήρε χρόνια στην Ναφισί να κάνει μια διαπίστωση που
εγώ την έκανα πολύ πιο γρήγορα: «Ο πολιτισμός μας απέφευγε το σεξ επειδή τον
απασχολούσε υπερβολικά» (σελ. 485). Και επειδή αυτό το ξέρει κάθε μουσουλμάνος,
θέλει να κρύβει τη γυναίκα του από τα μάτια των άλλων. Η πορνεία απαγορεύεται,
όμως ένας μουσουλμάνος μπορεί να παντρευτεί «νόμιμα» μια γυναίκα ακόμη και για
μια ώρα. Ο γάμος είναι συμβόλαιο. Αλλά αυτό είναι μεγάλο θέμα για να το
συζητήσουμε εδώ.
Στο κεφάλαιο για την Όστεν
η Ναφισί επιστρέφει πάλι στον Ναμπόκοφ όπου «έχουμε τέρατα σαν τον Χάμπερτ που
βιάζουν δωδεκάχρονα κορίτσια» (σελ. 502). Για το κατά πόσο τη βίασε έχουμε
γράψει πιο πάνω. Στο Ιράν παντρεύονται, με βάση το νόμο της σαρίας, τα
εννιάχρονα κορίτσια. Αυτά σίγουρα δεν θέλουν να παντρευτούν, αλλά ποιος τα
ρωτάει (Όχι, το έργο της Μαρζιγιέ Μεσκινί «Την ημέρα που έγινα γυναίκα» δεν
αναφέρεται στο ξεπαρθένεμα ενός εννιάχρονου κοριτσιού όταν το πάντρεψαν,
αναφέρεται σε ένα κοριτσάκι που του απαγόρευσαν να παίζει με ένα αγοράκι φίλο
της μόλις έγινε εννιά χρονών γιατί «έγινε γυναίκα»).
Και τέλος: «Γι’ αυτό σου
αρέσω-ένας άνθρωπος
χωρίς ιδιότητες» (σελ. 296).
Το ξεκίνησα – το βιβλίο
του Μούσιλ- πριν λίγους μήνες, διάβασα λίγες σελίδες και το άφησα∙ όχι γιατί
δεν μου άρεσε, αλλά γιατί μπήκαν στη μέση διάφορα άλλα, ανάμεσα στα οποία και
το σχολείο. Τη φράση αυτή την εξέλαβα ως παρώθηση. Τώρα λέω να το διαβάσω επί
τέλους – ας περιμένει λίγο η Σαλαμπώ. Δυο χοντροί τόμοι, αλλά θα τους καταφέρω.
28-5-2011
Βλαντιμήρ Ναμπόκοφ, Πρόσκληση σ’ έναν αποκεφαλισμό (μετ. Δημήτρης
Καραγιάννης) Αιγόκερως 1982, σελ. 171.
Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ
(1899-1977) είναι σε όλους γνωστός από την Λολίτα. Για την Λολίτα γράψαμε λίγα
πράγματα πριν κάποια χρόνια. Τότε δεν είχαμε ακόμη blog, τα μεταφέραμε όμως αργότερα στο blog. Σήμερα θα γράψουμε για ένα άλλο
βιβλίο του, την «Πρόσκληση για έναν αποκεφαλισμό», ένα από τα πρώτα έργα του,
γραμμένο στα ρώσικα το 1936.
Θα ξεκινήσω από τον
πρόλογο του Γιάννη Σολδάτου. Εκεί παραθέτει ένα απόσπασμα στο οποίο ο Ναμπόκοφ
αρνείται τις επιδράσεις που έχουν ανιχνεύσει στο έργο του, και ανάμεσα στους
συγγραφείς που παραθέτει είναι ο Κάφκα και ο Όργουελ. Για τον Κάφκα λέει ότι
δεν είχε διαβάσει ακόμη τα έργα του όταν έγραφε το βιβλίο. Παρά την «αγωνία της
επίδρασης» για την οποία μιλάει ο Χάρολντ Μπλουμ στο ομώνυμο βιβλίο του δεν
νομίζουμε ότι ψεύδεται, όμως όταν λέει ότι το βιβλίο του δεν έχει καμιά σχέση
με τη «Δίκη» και το «Κάστρο» δεν εκφράζει τίποτα περισσότερο από την προσωπική
του άποψη. Γιατί εγώ, όπως και οι κριτικοί που διαπίστωσαν τη συγγένεια, πιστεύουμε
ότι υπάρχει βαθειά σχέση ανάμεσα στην «Πρόσκληση για έναν αποκεφαλισμό» και στα
έργα αυτά του Κάφκα, ιδιαίτερα τη «Δίκη». Για τον Όργουελ σίγουρα έχει δίκιο,
αφού το έργο του «1984» κυκλοφόρησε το 1949. Όμως θα προσθέσω ένα άλλο όνομα
στον κατάλογο, τον Άλντους Χάξλεϋ, του οποίο ο «Θαυμαστός καινούριος κόσμος»
κυκλοφόρησε το 1932, τέσσερα χρόνια πριν.
Ο θαυμαστός καινούριος
κόσμος του Ναμπόκοφ περιέχει στοιχεία που δεν έχουμε συναντήσει στο παρελθόν,
όπως π.χ. ότι ο δημόσιος κατήγορος και ο συνήγορος υπεράσπισης πρέπει να είναι
δίδυμα αδέλφια, ή τουλάχιστον να φαίνονται με μακιγιάζ ως τέτοια, σε αντίθεση
με κάποια άλλα όπως ο αποκεφαλισμός (όχι με γκιλοτίνα αλλά με τσεκούρι) και η δημόσια
παρακολούθηση εκτελέσεων που μας είναι γνωστά. Όσο για τον «Πύργο», όντως
μπορεί απλά να έχει μια μακρινή ομοιότητα με τη φυλακή όπου κρατείται ο
Κινγκιννάτος, όμως ο «Κινγκιννάτος Κ.» με την παράλογη θανατική καταδίκη του,
αν και πιστεύω ότι είναι συμπτωματική η ομοιότητα του ονόματός του με τον
Τζόζεφ Κ., παραπέμπει σίγουρα στη «Δίκη».
Έχω διαβάσει ότι κάποιοι
ιθαγενείς, όταν ξέπεφτε κάποιος ξένος στα μέρη τους και δεν μπορούσαν να
προσδιορίσουν τι σόι άνθρωπος είναι, τον έτρωγαν. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στον
κόσμο που ζει ο Κινγκιννάτος. Η «αδιαφάνεια», το να μην είσαι διαπερατός στη
ματιά των συνανθρώπων σου, είναι έγκλημα που καταδικάζεται με θάνατο. Έχει
μάλιστα και όνομα: «Γνωστική διαφθορά», που προσδιορίζεται ως «αδιαπερατότητα,
αδιαφάνεια, αγνωσία» (σελ. 57). Πιο πριν διαβάζουμε:
«Ήταν απρόσιτος στις
ακτίνες των άλλων, κι ως εκ τούτου όταν ξεχνιόταν δημιουργούσε μια αλλόκοτη
εντύπωση, σαν ένα μοναχικό σκοτεινό εμπόδιο σ’ αυτό τον κόσμο των διαφανών
ψυχών· έμαθε εντούτοις να υποκρίνεται διαύγεια, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο
σύστημα απ’ οπτικές πλάνες-όμως αρκούσε μόνο ν’ αφαιρεθεί, να επιτρέψει ένα
στιγμιαίο παραπάτημα στον αυτοέλεγχό του, στο χειρισμό των επιδέξια φωτισμένων πλευρών
και γωνιών προς τις οποίες έστρεφε την ψυχή του, κι αμέσως γινόταν συναγερμός.
Στο κορύφωμα της έξαψης ενός αγώνα οι συνομήλικοί του έξαφνα θα τον
εγκατέλειπαν, σημάδι ότι είχαν καταλάβει πως το καθαρό του βλέμμα κι οι
γαλαζωποί του κρόταφοι δεν ήταν παρά μια δεξιοτεχνική απάτη και πως στην
πραγματικότητα ο Κινγκιννάτος ήταν αδιαπέραστος» (σελ. 21).
Από την παιδική του ηλικία
ήταν αδιαφανής. Πριν καταδικαστεί σε θάνατο ως ενήλικας, οι συνομήλικοί του τον
είχαν καταδικάσει στην μοναξιά, καθώς δεν ήταν ευπρόσδεκτος στις παρέες και στα
παιχνίδια τους.
Η υπαρξιακή συνθήκη του
ανθρώπου, να το ξαναγράψω άλλη μια φορά, είναι η μοναξιά. Εδώ η μοναξιά του
Κινγκιννάτου τονίζεται ακόμη περισσότερο με την τραγικότητα της ύπαρξής του. Η
γυναίκα του τον απατάει εξακολουθητικά, τα δυο παιδιά του, ένα αγόρι και ένα
κορίτσι, έχουν περίπου ένα διεστραμμένο ψυχισμό, και οι γονείς του δεν τρέφουν
καθόλου τα αισθήματα που τρέφουν οι γονείς απέναντι στα παιδιά τους. Είναι
απόλυτα μόνος. Όμως κάποια στιγμή του φέρνουν σε ένα διπλανό κελί έναν άλλο
φυλακισμένο, για να κάνουν πότε πότε παρέα. Όμως στο τέλος αποδεικνύεται ότι ο
φυλακισμένος αυτός δεν είναι άλλος από τον εκτελεστή του. Ένας από τους κανόνες
των εκτελέσεων είναι να γνωρίζεται ο δήμιος από πριν με τον καταδικασμένο.
Ένα γκροτέσκο στοιχείο στο
έργο είναι και μια αράχνη που βρίσκεται στο κελί του, και που εμφανίζεται συχνά
στην αφήγηση. Στο τέλος αποκαλύπτεται ότι είναι μηχανική, και την χειρίζεται ο
φύλακας με αόρατα νήματα. Γκροτέσκα είναι επίσης και η υποχρέωση ένας
καταδικασμένος σε θάνατο να επισκέπτεται τις αρχές της πόλης. Ακόμη πιο
γκροτέσκος είναι ο κανονισμός της φυλακής, που στο υπαριθ. 6 αναφέρει: «Επιθυμητόν
είναι όπως ο εσώκλειστος ουδόλως έχει, ή, εάν έχει, θα πρέπει μόνος του αμέσως
να καθυποτάξει νυχτερινά όνειρα τον οποίων το περιεχόμενο ίσως καταστεί ασυμβίβαστον
προς τας συνθήκας και το καθεστώς κράτησης του φυλακισμένου, τέτοια όπως: αγλαή
τοπία, έξοδοι με φίλους, οικογενειακά γεύματα, καθώς και σεξουαλικαί επαφαί με
πρόσωπα τα οποία εις την πραγματικήν ζωήν και εις κατάστασιν εγρήγορσης δεν θα
επέτρεπαν εις το άτομον να τα πλησιάσει, το δε άτομο ως εκ τούτου θα θεωρηθεί
από τον νόμο ένοχο βιασμού» (σελ. 40).
Ένα κελί φυλακής δεν είναι
ένας ευχάριστος τόπος διαμονής, και μάλιστα όταν είσαι μελλοθάνατος. Όμως στον
Κινγκιννάτο συμβαίνει κάτι χειρότερο: δεν του έχουν ανακοινώσει την ημερομηνία της
εκτέλεσής του. Έτσι βρίσκεται σε συνεχή αγωνία, καθώς ανά πάσα στιγμή μπορεί να
τον πάρουν για εκτέλεση. Αυτή θα πραγματοποιηθεί τελικά σε δεκαπέντε μέρες. Μ’
αυτήν τελειώνει και το έργο.
Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη,
με παρέμβλητη κατά διαστήματα την πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός εσωτερικού
μονόλογου, που όμως καταγράφεται ως ημερολόγιο. Στον εσωτερικό αυτό μονόλογο ο
Κινγκιννάτος μιλάει και για κάποιες παραισθήσεις που έχει. Να σημειώσουμε ακόμη
ότι ο ακραίος νατουραλισμός στην παράθεση λεπτομερειών κάνει την ατμόσφαιρα
ακόμη πιο ζοφερή.
Η μετάφραση φαντάζομαι έγινε
από τα αγγλικά. Αν γινόταν από τα ρώσικα θα δηλωνόταν. Δεν είναι καλή, αν και
νομίζω ότι το πρόβλημα προέρχεται από την επιμέλεια. Το ότι κάθε τρεις και μια
συναντάμε λέξεις χωρίς τόνο μας κάνει να υποθέσουμε ότι η επιμέλεια ήταν
ανύπαρκτη, αλλιώς δεν θα παρέμενε η φράση «οι ήχοι απασχολήθηκαν» (σελ. 107),
που είναι ακατανόητη.
Η φράση στο πρωτότυπο
είναι «заработали звуки». Заработаю σημαίνει αρχίζω να δουλεύω, μπαίνω σε
κίνηση. Δεν θα ήταν άραγε μια καλύτερη μετάφραση το «άρχισαν οι θόρυβοι» από
αυτό το ασαφές «απασχολήθηκαν»;
Παρά τις ενστάσεις μας για
τη μετάφραση και την επιμέλεια, το βιβλίο είναι εξαιρετικό, και δεν νομίζω να
υπάρχει άλλη μετάφραση του έργου στα ελληνικά. Είναι ένα βιβλίο που δεν
πρόκειται ποτέ να σβηστεί από τη μνήμη του αναγνώστη.
No comments:
Post a Comment