Μαίρη Σέλλεϋ, Φρανκενστάιν (μετ. Θάνος Σακκέτας), Στοχαστής
1995, σελ. 284
Αρκετές φορές το ότι
θα διαβάσω ένα βιβλίο ή θα δω μια ταινία είναι όπως μια μπίλια του μπιλιάρδου
που την κτυπά μια άλλη. Προ ημερών ο φίλος μου ο Σταύρος με την Κατερίνα τη
γυναίκα του έβλεπαν στην τηλεόραση το «Bachelor». Ε, ας το δω κι
εγώ, είπα. Βλέποντας όμως τις πρώτες σκηνές σαν να μου φάνηκε ότι το είχα
ξαναδεί, πράγμα που επιβεβαίωσα βλέποντας την ανάρτησή μου. Είπα λοιπόν: «Και
δεν βλέπω το Bachelor 2»;
Και το είδα.
Πριν ενάμισι μήνα
προβλήθηκε η «Mary Shelley» της Haifaa al-Mansour. Είπα λοιπόν, μια και είδα την
ταινία, δεν διαβάζω και τον «Φρανκενστάιν»; Δεν είμαι φαν των έργων τρόμου,
αλλά η λογοτεχνία είναι το επαγγελματικό μου ενδιαφέρον. Έτσι αποφάσισα να το
διαβάσω, μια και αποτελεί ένα από τα κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Η δεκαοκτάχρονη
Μαίρη Σέλλεϋ γράφει τον «Φρανκενστάιν» επειδή προκλήθηκε από τον Μπάιρον και
τον άνδρα της, τον Πέρσι Σέλλεϋ. Είναι δυνατόν μια γυναίκα να γράψει
μυθιστόρημα τρόμου της προκοπής;
Τελικά αποδείχτηκε
ότι είναι.
Το μοτίβο είναι το
«Η ωραία και το τέρας». Η ωραία φιλάει το τέρας κι εκείνο γίνεται ένα όμορφο
βασιλόπουλο. Το «τέρας» του Φρανκενστάιν, όπως μου ήταν περισσότερο γνωστό το
έργο, πιθανόν από τα κλασικά εικονογραφημένα, αναζητάει την αγάπη και την
αποδοχή του ευεργέτη του. Όμως αυτός είναι αποτροπιασμένος από το τέρας που
έφτιαξαν τα χέρια του. Μάταια τον παρακαλεί να του φτειάξει μια σύντροφο (εδώ μπαίνει
και το θέμα της μοναξιάς), με την υπόσχεση ότι θα εξαφανιστεί όχι μόνο από τη
ζωή του αλλά και από την Ευρώπη, θα πάει σε κάποιο ερημικό μέρος στη Λατινική
Αμερική. Μπροστά στην άρνηση του δημιουργού του η λαχτάρα του για αγάπη από
τους ανθρώπους θα μετατραπεί σε μίσος, το οποίο μεγαλώνει όταν βλέπει ότι όσοι
τον αντικρίζουν πανικοβάλλονται και το βάζουν στα πόδια. Θα αρχίσει να
σκοτώνει, ξεκινώντας από τους φίλους και συγγενείς του Φρανκενστάιν. Το
παρακάτω απόσπασμα είναι ολότελα αποκαλυπτικό.
«Είμαι μοχθηρός
γιατί είμαι δυστυχισμένος. Δε με αποφεύγουν και δε με μισούν όλοι οι άνθρωποι;
Εσύ, ο δημιουργός μου, θα μ’ έκανες κομμάτια κι ύστερα θα θριαμβολογούσες·
θυμήσου αυτό και πες μου γιατί θα έπρεπε εγώ να λυπάμαι τον άνθρωπο περισσότερο
απ’ ό,τι λυπάσαι εσύ εμένα; Δε θα το αποκαλούσες φόνο, αν μπορούσες να με
γκρεμίσεις μέσα σε καμιά από κείνες τις παγωμένες χαράδρες και να με
εξαφανίσεις, εμένα το έργο των χεριών σου. Γιατί θα πρέπει να σεβαστώ τον
άνθρωπο, όταν με περιφρονεί; Αν γινόταν να ζήσει μαζί μου και η επικοινωνία μας
ρυθμιζόταν από ένα πνεύμα αντίστοιχης καλοσύνης, τότε αντί να τον βλάψω θα του
χάριζα το καλύτερο που γινόταν, με δάκρυα μάλιστα ευγνωμοσύνης στα μάτια που το
δεχόταν. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει· οι ανθρώπινες αισθήσεις στέκονται
ανυπέρβλητα φράγματα στην ένωσή μας. Τα δικά μου όμως αισθήματα επαναστατούν
στην ιδέα της αποδοχής αυτής της απαίσιας σκλαβιάς. Θα εκδικηθώ για όσα έχω
τραβήξει· αν δεν μπορώ να εμπνεύσω αγάπη, θα προκαλέσω τρόμο· κυρίως σε σένα
που είσαι ο μεγαλύτερός μου εχθρός και επειδή είσαι ο δημιουργός μου σου
ορκίζομαι να σε μισώ ακατάπαυστα» (σελ. 187-188).
Και το παρακάτω:
«Νομίζεις πως τα
βογκητά του Κλερβάλ [φίλος του Φρανκενστάιν που τον σκότωσε] ήταν μουσική για
τ’ αυτιά μου; Η καρδιά μου φτιάχτηκε για να αισθάνεται αγάπη και συμπόνια· κι όταν
από την πολλή δυστυχία έστριψε απότομα στην κακία και στο μίσος, δεν άντεξε τη
βιαιότητα αυτής της αλλαγής και βασανιζόταν σε τέτοιο σημείο που δεν μπορείς να
φανταστείς» (σελ. 273).
Τελικά το
μυθιστόρημα δεν είναι καθόλου τρόμου. Οι φόνοι δίνονται με άκρα λιτότητα όταν
δεν ανακοινώνονται απλώς, ενώ η Σέλλεϋ εστιάζει περισσότερο στα συναισθήματα
των δυο ηρώων της, του Φρανκενστάιν και του δημιουργήματός του.
Να πούμε ότι η
ιστορία του Φρανκενστάιν είναι εγκιβωτισμένη, όπως συνηθιζόταν εκείνη την
εποχή, και μάλιστα επιστολική (μια φίλη μου έκανε τη διατριβή της πάνω στο
επιστολικό μυθιστόρημα). Την αφηγείται σε γράμματα που στέλνει ένας ναυτικός
στην αδελφή του, όπως του τη διηγήθηκε ο Φρανκενστάιν.
Όμως να παραθέσουμε
κάποια αποσπάσματα, σχολιάζοντάς τα κατά περίπτωση.
«Λένε πως ο Ισαάκ
Νεύτων εξομολογήθηκε κάποτε πως ένιωθε σαν παιδί που μαζεύει κοχύλια πλάι στον
τεράστιο και ανεξερεύνητο ωκεανό της αλήθειας» (σελ. 65).
Η λέξη «αλήθεια»
ήταν μια λέξη-φετίχ εκείνη την εποχή. Όλοι μίλαγαν για την αλήθεια, όπως θα
μίλαγαν αργότερα για την επανάσταση.
«Ναι, ομολόγησα ένα
ψέμα. Ομολόγησα για να μπορέσω να πάρω άφεση αμαρτιών· τώρα όμως αυτή η ψευτιά
βαραίνει την καρδιά μου περισσότερο από όλες τις άλλες αμαρτίες μου. Ο Θεός ας
με συγχωρέσει! Από τότε που καταδικάστηκα, ο εξομολογητής μου με πίεζε συνεχώς· με
απειλούσε και με φοβέριζε ώσπου σχεδόν άρχισα σχεδόν να νομίζω πως ήμουν το
τέρας που έλεγε πως ήμουν. Με απειλούσε με αφορισμό και με τις φωτιές της
κόλασης στις τελευταίες μου στιγμές, αν εξακολουθούσα να είμαι αμετανόητη»
(σελ. 119).
Η Ζυστίν φορτώθηκε
το πρώτο έγκλημα του τέρατος με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε θάνατο και να
εκτελεστεί. Ίσως οι αντικληρικαλιστικές αιχμές του παραπάνω αποσπάσματος να
είναι σκόπιμες.
«Άκουσα για την ανακάλυψη
του αμερικανικού ημισφαίριου και έκλαψα μαζί με τη Σάφι για τη σκληρή μοίρα των
αρχικών κατοίκων της» (σελ. 157).
Είχα διαβάσει ότι η
αμερικανική βουλή ετοιμαζόταν εκδώσει ψήφισμα για τη γενοκτονία των Αρμενίων. Η
Τουρκία τους απείλησε ότι αν προχωρούσαν σε κάτι τέτοιο, η τουρκική βουλή θα εξέδιδε
ψήφισμα για την γενοκτονία των Ινδιάνων. Κώλωσαν οι Αμερικάνοι.
«…έχω δει… τα κύματα
να ορμούν με μανία στα ριζά του βουνού όπου ο παπάς κι η ερωμένη του
καταπλακώθηκαν από χιονοστιβάδα και όπου λέγεται ότι οι φωνές τους για βοήθεια
λίγο πριν πεθάνουν ακούγονταν ακόμα ανάμεσα στις παύσεις του νυχτερινού ανέμου»
(σελ. 199).
Το επεισόδιο δεν
είναι απαραίτητο στην πλοκή, πράγμα που με υποψιάζει ότι πρόκειται για
πραγματικό περιστατικό.
Το μυθιστόρημα αυτό
της Μαίρης Σέλλεϋ ξεχωρίζει από τα άλλα έργα τρόμου. Δεν είναι μόνο το ότι δεν
περιγράφει εκτενώς τους φόνους, κάτι που αρέσει ιδιαίτερα στους λάτρεις του
είδους, αλλά κυρίως το ότι απουσιάζει ο μανιχαϊσμός που παρατηρείται στα έργα αυτά,
οι σκοτεινές δυνάμεις του κακού που σκορπίζουν τον τρόμο.
Το τέρας του
Φρανκεστάιν δεν είναι κακό, είναι τραγικό.
Πολύ καλή η
μετάφραση και εξαιρετική η εισαγωγή του Θάνου Σακκέτα.
Όταν διαβάζω ένα
μυθιστόρημα βλέπω και τις ταινίες που γυρίστηκαν όχι μόνο σαν μεταφορά του αλλά
και εμπνευσμένες απ’ αυτό. Καθώς ξεκινώ από τις παλιότερες είδα την ομώνυμη
ταινία του James Whale (1931) με τον Boris Karloff στο ρόλο του τέρατος.
Καμία σχέση με το
έργο·
ή μάλλον, η μόνη σχέση που έχει είναι η κεντρική ιδέα, ο Φρανκενστάιν που
φτειάχνει το τέρας. Δεν είναι τα καινούρια επεισόδια που με ενόχλησαν όσο το
ότι ο σκηνοθέτης δεν διατήρησε τίποτα από την ιδέα της Μαίρης Σέλλεϋ. Το τέρας είναι
κακό γιατί κατά λάθος στο σώμα του νεκρού έβαλαν τον εγκέφαλο ενός εγκληματία. Επίσης
το τέρας είναι εντελώς μουγκό σε σχέση με το λαλίστατο της Σέλλεϋ. Δεν έχει
παράπονα να εκφράσει, το μόνο που θέλει είναι να σκορπάει τον τρόμο.
Υποπτευόμενος ότι
και οι υπόλοιπες ταινίες θα κινούνταν στο ίδιο μήκος κύματος, και καθώς το έχω
δηλώσει ότι δεν μου αρέσουν καθόλου οι ταινίες horror, εγκατέλειψα την ιδέα να τις δω.
2 comments:
Πολυ ωραίο!
Σ' ευχαριστώ Αγνή, χαίρομαι που σου άρεσε
Post a Comment