Σ’ αυτή την ταινία τα βασικά θέματα
είναι δυο: η γυναικεία αυτοθυσία, όμως αυτή τη φορά για την αδελφή (πρώτα η μια
και ύστερα η άλλη) και η γυναίκα που εξακολουθεί να υποφέρει εξαιτίας των
φεουδαρχικών κατάλοιπων μετά την πτώση του σογκουνάτου το 1868. Στην
προ-προηγούμενη ταινία είδαμε τους αγώνες για σύνταγμα, για κοινοβούλιο, ενώ τα
προβλήματα των γυναικών αφέθηκαν για τις καλένδες.
Τον Shinnosuke τον ψήνουν να
παντρευτεί, όμως αυτός αρνείται όλα τα προξενιά, θέλει να πάρει μια γυναίκα που
να του αρέσει πραγματικά. Η τελευταία υποψήφια νύφη είναι η Shizu. Τη συνοδεύει στη συνάντηση
γνωριμίας η αδελφή της η Όγιου, η οποία είναι χήρα με ένα αγοράκι. Ο Shinnosuke εντυπωσιάζεται
από την ομορφιά της, και αυτή τον θεωρεί σαν ένα πολύ κατάλληλο γαμπρό για την
αδελφή της.
Η αδελφή της πιάνει
τα σήματα στον αέρα. Ξέρει ότι η Oyu δεν μπορεί να τον παντρευτεί λόγω των
φεουδαρχικών παραδόσεων, πρέπει να μείνει ανύπαντρη για να μεγαλώσει τον γιο
της που είναι και ο διάδοχος-φορέας του ονόματος της οικογένειας. Δεν θα δυσκολευτεί
να πεισθεί από την αδελφή της να παντρευτεί τον Shinnosuke με το επιχείρημα ότι είναι ο
μόνος τρόπος για να τη βλέπει, γιατί ένας άλλος γαμπρός, πιθανότατα από άλλη
πόλη, θα τους χώριζε για μεγάλα διαστήματα.
Η Shizu δέχεται ξέροντας τα αισθήματα που
τρέφουν ο ένας για τον άλλο. Όμως δεν θέλει να προδώσει την αδελφή της και έτσι
μόλις γίνεται ο γάμος δηλώνει στον άντρα της ότι, καθώς ξέρει τα αμοιβαία τους
αισθήματα, θέλει ο γάμος τους να μείνει λευκός. Αυτός είναι εξάλλου και ο λόγος
που τον παντρεύτηκε, για να μπορούν να βλέπονται οι δυο τους. Ο Shinnosuke αναγκάζεται να
συμβιβαστεί.
Το θέμα του
ανεκπλήρωτου έρωτα για το οποίο γράφουμε κατά καιρούς («Περί έρωτος και άλλων
δαιμονίων», «Ο σκύλος της Μαρί», κ.ά.) είναι το τρίτο θέμα της ταινίας. Οι δυο ερωτευμένοι
θα αρκεστούν στην πλατωνική τους σχέση που, παρεμπιπτόντως, θα ήταν αδιανόητη
για τα δυτικά δεδομένα. Η Shizu
κάνει ό,τι μπορεί για να βρίσκονται όσο γίνεται πιο συχνά μαζί οι δυο τους.
Τα πράγματα αλλάζουν
όταν ο μικρός πεθαίνει από πνευμονία, ενώ έχουν αρχίσει ήδη τα κουτσομπολιά, τα
οποία βέβαια φτάνουν στα αυτιά των δυο οικογενειών. Δεν υπάρχει πια λόγος να μένει
με την οικογένεια του άντρα της, πρέπει να γυρίσει στην πατρική της οικογένεια.
Ο αδελφός της την πείθει να παντρευτεί κάποιον πλούσιο που την είδε πρόσφατα
και την ερωτεύθηκε.
Θα δεχθεί γιατί στο
μεταξύ η αδελφή της αναγκάστηκε να της ομολογήσει ότι ο γάμος της είναι λευκός
και ότι ο λόγος που παντρεύτηκε τον Shinnosuke ήταν για να τους διευκολύνει
να βρίσκονται μαζί.
Και ήλθε η σειρά της
να θυσιαστεί για την αδελφή της. Δέχεται να παντρευτεί τον πλούσιο αυτόν για να
μην διαλύσει το γάμο της, ξέροντας ότι και αυτή είναι ερωτευμένη μαζί του.
Γίνονται πια κανονικό
ζευγάρι, η Shizu μένει έγκυος, όμως λίγο μετά τη γέννα πεθαίνει. Ο Shinnosuke πηγαίνει
στη βίλλα κοντά στη λίμνη όπου ζει η Oyu και αφήνει το μωρό σε ένα παγκάκι. Τα
κλάματά του την οδηγούν σ’ αυτό. Σε ένα γράμμα που έχει αφήσει πάνω του της τα
εξηγεί όλα, ο ίδιος έχει αποφασίσει να μην την ξαναδεί.
Όταν είδα στα
γράμματα της αρχής ότι η ταινία είναι μεταφορά της νουβέλας του Τζουνιτσίρο
Τανιζάκι «The reed cutter»
(ο καλαμοκόπτης) αποφάσισα να τη δω αφού διαβάσω πρώτα τη νουβέλα.
Η ιστορία είναι
εγκιβωτισμένη. Ο αφηγητής πηγαίνει σε μια λίμνη για να απολαύσει την πανσέληνο.
Εκεί θα συναντήσει κάποιον ο οποίος θα του αφηγηθεί την ιστορία που
παρακολουθήσαμε στην ταινία. Τον πήγαινε εκεί ο πατέρας του κάθε πανσέληνο για
να δουν από μακριά τη βίλλα. Και όταν έγινε δέκα χρονών του διηγήθηκε την
ιστορία, προειδοποιώντας τον ότι δεν θα την κατανοούσε πλήρως παρά μόνο όταν
μεγάλωνε.
Πέρα από τις
μικροδιαφορές της νουβέλας από την ταινία, εδώ βρίσκεται η μεγάλη διαφορά: O άνθρωπος αυτός δεν ήταν
άλλος από το γιο του Shinnosuke και της Shizu
που μεγάλωσε με τον πατέρα του, όχι όπως στην ταινία που παραδόθηκε στην Oyu.
Δεν ξέρω αν είμαι
προκατειλημμένος επειδή προέρχομαι από το χώρο της λογοτεχνίας, αλλά κάθε
κινηματογραφική μεταφορά ενός μυθιστορήματος τη βρίσκω κατώτερη από το
λογοτεχνικό έργο, προπαντός όταν είναι μεγάλου συγγραφέα. Οι περιγραφές της
ομορφιάς και της εκλεπτυσμένης αγωγής της Oyu από τον Τανιζάκι είναι ασύγκριτες. Ακόμη καθώς ο κινηματογράφος
είναι ελλειπτικός λόγω της ασυνέχειας των σκηνών, πολλές φορές μου δημιουργείται
αφηγηματική ασάφεια, αν και όχι εδώ. Δεν νομίζω όμως ότι όλοι οι θεατές
συνέλαβαν στην ταινία αυτό που δηλώνεται απερίφραστα στη νουβέλα: ο άνδρας της Oyu γρήγορα τη βαρέθηκε και
την παράτησε στη βίλλα, προσφέροντάς της βέβαια μια χλιδάτη ζωή, ενώ ο ίδιος
ζούσε στο Τόκιο. Το ότι θα είχε τη φιλενάδα του όπως ο άνδρας της Γιούκι (η
προηγούμενη ταινία) είναι ευκόλως εννοούμενο.
Στη νουβέλα διαβάζω επίσης
ότι ο Shinnosuke αρχικά
ήταν αποφασισμένος να μην παντρευτεί ποτέ, ότι «ήταν αποφασισμένος να μείνει
προσκολλημένος στον αγνό του θαυμασμό για την Miss Oyu, να την κρατήσει για πάντα
σαν την μυστική, πνευματική του σύζυγο». Την «πνευματική σύζυγο» τη συναντήσαμε
και στην ταινία του Μιτζογκούτσι «Miyamoto Musashi».
Διαβάζω ακόμη:
«Αν ο πατέρας ήταν αποφασισμένος
να οδηγήσει τον έρωτά του μέχρι το τέλος, δεν θα είχε άλλη επιλογή τότε από το
να αυτοκτονήσει μαζί με την Miss Oyu.
Πράγματι μου είπε ότι είχε καταλήξει σ’ αυτή την απόφαση πολλές φορές, όμως η ύπαρξη
της Oshizu δεν τον άφηνε να την εκτελέσει».
Έχουμε διαβάσει και
αλλού για τις διπλές αυτοκτονίες, τόσο στην Ιαπωνία όσο και στην Κίνα, όταν οι
ερωτευμένοι βρίσκονταν σε αδιέξοδο, κυρίως λόγω των αυστηρών κανόνων της εποχής
που δεν τους άφηναν να γίνουν ζευγάρι.
Η εγκιβωτίζουσα
ιστορία, το οδοιπορικό του αφηγητή μέχρι να συναντήσει τον άνθρωπο εκείνο, μου
θύμισε μια τάση που υπήρχε τόσο στην κινέζικη όσο και την γιαπωνέζικη
δραματουργία κατά την περίοδο της κινέζικης δυναστείας Yuan (1279-1368). Αντιγράφω το σχετικό
απόσπασμα από το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας».
«…οι δραματουργοί
της εποχής Yuan, όπως
άλλωστε και οι γιαπωνέζοι ομόλογοί τους, κάθε άλλο παρά διακρίνονταν για την
«αγωνία της επίδρασης» για την οποία μιλάει ο Harold Bloom. Απεναντίας, κοίταζαν
να ενσωματώσουν στα έργα τους όσο γίνεται περισσότερους στίχους προγενέστερων
δημιουργών, σε σημείο πολλές φορές τα έργα τους να μοιάζουν σαν ένα απλό
συνονθύλευμα αποσπασμάτων από παλιότερα έργα».
Φαίνεται ότι η τάση
αυτή δεν ήταν μόνο στη δραματουργία, και όχι μόνο στην εποχή Yuan. Στην εγκιβωτίζουσα ιστορία του Τανιζάκι
διαβάζουμε στίχους παλιών ποιητών, αλλά και αποσπάσματα από πεζογραφικά έργα. Όμως
εμείς θα παραθέσουμε ένα χάι κου για την πανσέληνο, κατά την οποία, διαβάζω,
έδιναν πάρτι σε ανοιχτούς χώρους για να τη απολαύσουν.
«Πανσέληνος! Μα πότε
πρόλαβε και γέρασε το βουνό Ότοκο;».
Το τμήμα αυτό που
καλύπτει περισσότερο από το ένα τρίτο της νουβέλας βρίθει επί πλέον από
υποσημειώσεις, κυρίως ιστορικού χαρακτήρα. Και μαθαίνω ότι οι συγκρούσεις
σογκούν και αυτοκράτορα είναι πολύ πιο παλιές από τον 17ο αιώνα,
οπότε επικράτησαν οι σογκούν για σχεδόν διακόσια χρόνια. Ένας αυτοκράτορας, ο Gotoba, κάπου το 1200 μ.Χ.,
είχε εξορισθεί για πάνω από δέκα χρόνια από τον σογκούν. Ήταν
αυτοκράτορας-ποιητής, όπως και άλλοι αυτοκράτορες.
No comments:
Post a Comment