Λέων Τολστόι, Ανάσταση (μετ. Γεράσιμος Κυριακάτος),
Γκοβόστης, 2010, σελ. 560
Συνήθως το
διαβάζουμε σε σχέση με ταινίες: «βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα». Η ιστορία
που αφηγείται ο Τολστόι στο τελευταίο του αυτό μυθιστόρημα, έντεκα χρόνια πριν
πεθάνει, βασίζεται επίσης σε πραγματικά γεγονότα· τουλάχιστον έτσι γράφει το
οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Πολλές φορές στις
κριτικές μου για ταινίες γράφω, παραφράζοντας τη Φακίνου, ότι
«Το στόρι ήταν το πρόσχημα». Θα μπορούσα να γράψω το ίδιο και για την
«Ανάσταση» αν δεν είχα διαβάσει τον «Πάτερ Σέργιο»,
τη νουβέλα του Τολστόι που εκδόθηκε την προηγούμενη χρονιά (1898). Όπως και ο Στεπάν
Κασάτσκι, ο πρίγκιπας Ντμίτρι Ιβάνοβιτς Νεχλιούντοφ υφίσταται μια συνειδησιακή
μεταστροφή όταν συνειδητοποιεί ότι για το κατάντημα της Κατιούσας Μάσλοβα, της
πόρνης που καταδικάζεται άδικα για δολοφονία, είναι ο ίδιος υπεύθυνος.
Εγκαταλείπει την έκλυτη ζωή του αριστοκράτη την οποία έκανε μέχρι τώρα και
αποφασίζει να την ακολουθήσει στα κάτεργα και να την παντρευτεί.
Θα έλεγα ότι τέτοιες
συνειδησιακές μεταστροφές είναι εντελώς αντιρεαλιστικές αν δεν είχα υπόψη μου
τα κορυφαία παραδείγματα του Άγιου Φραγκίσκου και του Βούδα.
Το στόρι δεν είναι
λοιπόν το πρόσχημα, ισοζυγιάζεται με το θέμα, το οποίο είναι μια δριμεία
καταγγελία του σαθρού οικοδομήματος της ρώσικης κοινωνίας, το οποίο ήλθε να
σαρώσει, δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, η οκτωβριανή επανάσταση, παίρνοντας εκδίκηση
για τα βάσανα τόσων και τόσων ρώσων με την εκτέλεση του τσάρου και της
οικογένειάς του.
Στο στόχαστρό του
είναι οι ανώτερες τάξεις με τη διαφθορά τους, η δικαιοσύνη, αλλά κυρίως οι
συνθήκες κράτησης των φυλακισμένων. Βλέπει με συμπάθεια τους επαναστάτες και
μιλάει αρκετά για τους πολιτικούς κρατούμενους και τις ιδέες του. Για να γίνουν
όμως όλα αυτά θα έπρεπε να ακολουθήσει ο Νεχλιούντοφ την Κατιούσα στην πορεία
της προς τη Σιβηρία. Στην πορεία αυτή θα συναντήσει αρκετούς κρατούμενους και
θα αφηγηθεί τη ζωή τους όπως του την διηγήθηκαν οι ίδιοι ή άλλοι φυλακισμένοι.
Θα την παντρευτεί
τελικά;
Η Κατιούσα, που χάρη
στις προσπάθειές του η τετραετής ποινή της στα κάτεργα θα μετατραπεί σε
τετραετή εκτόπιση σε κοντινή περιοχή της Σιβηρίας, παρόλο που τον αγαπά, δεν
θέλει να δεχθεί την πρότασή του, ξέροντας ότι αυτό θα ήταν μια κοινωνική πτώση
για τον αγαπημένο της. Θα δεχθεί την πρόταση ενός άλλου φυλακισμένου να την
παντρευτεί. Αξίζει όμως να παραθέσουμε το πιο χαρακτηριστικό απόσπασμα.
«—Συγχωρέστε με, του είπε με ψιθυριστή φωνή που μόλις ακούστηκε. Τα
βλέμματά τους
συναντήθηκαν κι ο Νεχλιούντοφ από εκείνο
το αλλόκοτο, αλλήθωρο βλέμμα και το θλιμμένο της χαμόγελο, που φώτισε το
πρόσωπό της όταν του είπε «συγχωρέστε με» κι όχι «αντίο», διαισθάνθηκε πως, από
τις δυο υποθέσεις που ’χε κάνει για τα κίνητρα της απόφασής της, αλήθευε η
δεύτερη: τον αγαπούσε και σκεφτόταν πως αν ένωνε τη μοίρα της με τη δική του,
θα του γκρέμιζε τη ζωή, ενώ αν έφευγε για πάντα με τον Σίμονσον, θα τον
απελευθέρωνε, και γι’ αυτό χαιρόταν που πραγματοποιούσε την επιθυμία της μα,
ταυτόχρονα, υπόφερε τώρα που τον άφηνε και χωρίζανε».
Ένας λόγος που το παράθεσα είναι γιατί δείχνει πολύ χαρακτηριστικά το
μοτίβο της αυτοθυσίας της γυναίκας για τον άντρα, στο οποίο τόσες φορές έχουμε
αναφερθεί.
Το μυθιστόρημα
τελειώνει με αποσπάσματα από την Αγία Γραφή, δείχνοντας την ολοκληρωτική
προσκόλληση του Τολστόι στον χριστιανισμό, την πεποίθησή του ότι η τήρηση των
χριστιανικών εντολών είναι ο μόνος δρόμος για τη σωτηρία της ανθρωπότητας.
Στο μυθιστόρημά του
αναφέρεται στον Τουργκένιεφ, καθόλου τυχαία. Υπήρξε και εκείνος δριμύς
κατήγορος της τάξης τους που βασανίζει και καταπιέζει τον λαό. Πρόσφατα
διαβάσαμε μερικά
έργα του.
Να παραθέσουμε όμως
κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.
«Έτσι πέθαναν τα
πέντε της παιδιά. Τα βάφτιζαν, τα άφηναν νηστικά και πέθαιναν. Το έκτο παιδί,
που το ’χε κάνει μ’ ένα περαστικό τσιγγάνο, ήταν κοριτσάκι και θα ’χε την ίδια
τύχη κι αυτό αν τη μέρα που γεννήθηκε δεν έμπαινε συμπωματικά η μια γριά
αρχόντισσα στο στάβλο…».
Έτσι γλίτωσε η
Κατιούσα.
Στους Άραβες τα
νεογέννητα κορίτσια τα έθαβαν ζωντανά, μέχρι που ήλθε ο Μωάμεθ και το
απαγόρευσε.
«Ο Ραμπελαί έγραφε
ότι ο δικηγόρος στον οποίο απευθύνθηκαν κάποιοι για να τους λύσει τις διαφορές,
αφού συμβουλεύτηκε όλους τους νόμους, μετά την ανάγνωση είκοσι σελίδων με
νομικές ασυναρτησίες στα Λατινικά, πρότεινε στις δύο πλευρές να ρίξουν τα ζάρια
μονά ζυγά. Αν έρθουν ζυγά, τους είπε, θα έχει δίκιο ο ενάγων, κι αν έρθουν
μονά, θα έχει δίκιο ο εναγόμενος».
Δεν μας λέει όμως (ή
μήπως δεν ξέρει) αν οι διάδικοι δέχτηκαν την πρόταση του δικηγόρου ή
απευθύνθηκαν σε άλλον.
Να αναφέρω άλλη μια
φορά ότι στις κριτικές μου είμαι ραμπελαιικός,
συμφύροντας το υψηλό με το χαμηλό υφολογικό επίπεδο.
«Θα σας δείξω εγώ
μελέτη στη βιβλιογραφία μας ενός Γερμανού συγγραφέα που προτείνει ευθέως να μη
θεωρείται κολάσιμη πράξη παρόμοια συμπεριφορά και, συνεπώς, να είναι δυνατή η
τέλεση γάμου μεταξύ ανδρών…».
Σήμερα μόλις
δικαιώθηκε αυτός ο συγγραφέας. Κρίμα να μην αναφέρεται το όνομά του.
«Διότι θα απογοήτευε
όλους όσους ήταν…», «σκότωσε όλους όσους του αντιστάθηκαν», «η μακάρια σιγουριά
όλων όσων συνεργούσαν σ’ αυτό…».
Επιμένω κι εγώ στην
έλξη του αναφορικού του προφορικού λόγου και των προγόνων μας.
«Για να είναι σε
θέση να εκπληρώσει την αποστολή του, έπρεπε να είναι ακράδαντα πεισμένος για
την αλήθεια».
Το έγραψα κάπου
πρόσφατα ότι η λέξη «αλήθεια» ήταν λέξη-φετίχ κατά τα τέλη του 19ου
αρχές του 20ουαιώνα.
«Κατάλαβε απ’ τα
καμώματα της Mariette πως φλερτάριζε τον ανιψιό της…». Το «φλερτάριζε» δεν θα το
θεωρούσα λάθος, έχω συναντήσει και άλλους ανάλογους παρατατικούς, παρόλο που το
«φλέρταρε» θα ήταν σωστότερο. Τι να λέει άραγε ο φίλος μου ο Χρίστος γι’ αυτό;
Να θυμηθώ να τον ρωτήσω. Ψάχνοντας στο google βρήκα 2.180 λήμματα με το «φλερτάριζε», ενώ με το
«φλέρταρε» 432.000.
«Θυμόταν τα λόγια
του Αμερικανού συγγραφέα Ερρίκου Θόρω
τον καιρό που στην Αμερική ήταν διαδεδομένη δουλεία ότι το μοναδικό μέρος που
αρμόζει σ’ έναν έντιμο πολίτη ενός κράτους που διαιωνίζει και προστατεύει με
τους νόμους του τη δουλεία, είναι η φυλακή. Το ίδιο ακριβώς πίστευε τώρα κι ο
Νεχλιούντοφ».
Συνηθίζω να παραθέτω
ρήσεις άλλων συγγραφέων που συναντώ σε ένα βιβλίο. Και ένα ακόμη:
«Όπως έλεγε ο
Χέρτσεν, όταν εκκαθάρισαν τις γραμμές των Δεκεμβριστών έπεσε το επίπεδο της
κοινωνίας».
«Κατάλαβε ότι
αγωνίζονταν μαζί με το λαό ενάντια στους αφέντες και καθώς, μάλιστα, οι
άνθρωποι αυτοί ήταν οι ίδιοι αφέντες που θυσίαζαν τα προνόμιά τους, την
ελευθερία τους και τη ζωή τους την ίδια για το λαό, την έκαναν να τους εκτιμά
ιδιαίτερα και να τους θαυμάζει».
Για τους πολιτικούς
κρατουμένους που λέγαμε.
«…έλεγαν πως σκότωσε
τον σύντροφό του για να τον φάει».
Επίσης:
«…μερικοί αγύρτες
που δραπέτευαν απ’ τα κάτεργα και χώνονταν στην ταϊγκά, παρέσερναν μαζί τους κι
άλλους συντρόφους κι ύστερα τους σκότωναν για να φάνε το κρέας τους. Συνάντησε
μάλιστα κι έναν απ’ αυτούς που τον κατηγορούσαν γι’ αυτό το έγκλημα κι εκείνος
το παραδεχόταν. Μα το πιο φριχτό απ’ όλα ήταν πως αυτά τα κρούσματα της
ανθρωποφαγίας δεν ήταν μεμονωμένα, αλλά συνέβαιναν συνέχεια».
Έχουμε ακούσει σε
ταινίες, έχουμε διαβάσει σε βιβλία, για την ανθρωποφαγία στη Ρωσία, ανάμεσα στα
άλλα και στο βιβλίο του Καζαντζάκη «Τόντα Ράμπα».
«…κάθισε στο πιάνο
κι εκτέλεσε με άψογο τρόπο αποσπάσματα της Πέμπτης Συμφωνίας
του Μπετόβεν, ο Νεχλιούντοφ αισθάνθηκε ύστερα από πολύ καρό μια πραγματική
ψυχική ευφορία, σαν ν’ ανακάλυπτε εκείνη τη στιγμή πόσες χάρες είχε ο ίδιος σαν
άνθρωπος… Ακούγοντας εκείνο το εξαίσιο αντάντε, ένιωσε κάτι να του καίει τα
σωθικά απ’ τη συγκίνηση που τον πλημμύρισε για τον εαυτό του κι όλες τις αρετές
του».
Για να θυμάμαι ότι η
Πέμπτη ήταν μια αγαπημένη συμφωνία του Τολστόι.
Ξαναδιαβάζοντας αυτή
την ανάρτηση θυμήθηκα και το παρακάτω ανέκδοτο. Ρωτάνε τον αδελφό του
Μπετόβεν:-Είναι αλήθεια ότι στις συνθέσεις σας έχετε επηρεαστεί από τον διάσημο
αδελφό σας; -Εγώ; Ας γελάσω! Χα χα χα χαααααααααααα.
«Ο Νεχλιούντοφ τώρα
κατάλαβε πια πως η κοινωνία και γενικά η κοινωνική τάξη υπάρχουν όχι επειδή
υπάρχουν οι νομιμοποιημένοι εγκληματίες που δικάζουν και καταδικάζουν τους
άλλους, αλλά επειδή, σε πείσμα αυτής της
πρωτοφανούς διαφθοράς, οι άνθρωποι συνεχίζουν παρ’ όλα αυτά να νιώθουν οίκτο κι
αγάπη για τους συνανθρώπους τους».
Μου αρέσει αυτό το
απόσπασμα, παρά την υπερβολή του.
Να μην το ξεχάσω:
γιατί θέλησα να ξαναδιαβάσω αυτό το βιβλίο;
Διάβασα ότι η ταινία
του Κέντζι Μιτζόγκουτσι «Straights of love and hate» είναι εμπνευσμένη από
την «Ανάσταση». Το αγνοούσε η βικιπαίδεια, το πρόσθεσα, κάτι που κάνω κατά
καιρούς. Του Μιτζόγκουτσι παρουσίασα σχεδόν όλες
του τις ταινίες.
Είδαμε και την ομώνυμη
τηλεταινία των αδελφών Ταβιάνι, γυρισμένη το 2001. Παρά την τρίωρη διάρκειά της
που επέτρεψε στους δυο ιταλούς σκηνοθέτες να μπάσουν αρκετά πράγματα από το
μυθιστόρημα σ’ αυτή, το στόρι βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Στο τέλος, επειδή στο
μυθιστόρημα η αγάπη της Κατιούσας για τον Ντιμίτρι δίνεται μόνο εν συντομία, οι
Ταβιάνοι μπάζουν επεισόδια όπου αυτή φαίνεται πιο ξεκάθαρα. Χαρακτηριστικό
είναι το επεισόδιο που ο Ντιμίτρι, αφού την έσωσε από ένα βιασμό, δέχεται ένα
κτύπημα με πέτρα στο κεφάλι. Αναίσθητο μέσα σε ένα αυτοκίνητο τον περιποιείται
η Κατιούσα. Σκύβει να τον φιλήσει, όμως χωρίς να τολμήσει τελικά. Επίσης
παντρεύεται τον Σίμονσον, για να φέρει τον Ντμίτρι προ τετελεσμένου γεγονότος.
Και δεν «Του έσφιξε το χέρι», όπως στο μυθιστόρημα, στον
αποχαιρετισμό, αλλά αγκαλιάστηκαν.
Το μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1899, όμως οι Ταβιάνι, κινηματογραφική αδεία,
βάζουν στο τέλος της ταινίας τον Ντμίτρι να βρίσκεται μέσα στη ζεστή ατμόσφαιρα
μιας οικογένειας που γιορτάζουν την έλευση του 20ου αιώνα.
Ταβιάνι είναι αυτοί,
εξαιρετική η ταινία, και ακόμη πιο εξαιρετική η ερμηνεία της Stefania Rocca. Την ανέβασα στο youtube, αλλά δυστυχώς δεν συγχρόνισαν τους ελληνικούς
υπότιτλους. Μπορείτε να την κατεβάσετε με το 4Κ video downloader που κατεβάζει και
τους υπότιτλους. Το πρώτο μέρος συγχρονίζεται στoυς -8000. Το δεύτερο βαρέθηκα να ψάχνω,
το είδα χωρίς υπότιτλους. Αν εσείς τους συγχρονίσετε, αφήσετε σχόλιο.
Είδαμε και μια
ισπανική τηλεταινία στο youtube, του 1966, σε
σκηνοθεσία Alberto Gonzalez Vergel.
Οι ισπανομαθείς μπορούν να βρουν μαζεμένα και τα πέντε επεισόδια εδώ.
Δίωρης διάρκειας
περίπου, δεν μπόρεσε να βάλει ο σκηνοθέτης όσα έβαλαν οι Ταβιάνι στην τρίωρης
διάρκειας δικής τους τηλεταινίας. Παρόλ’ αυτά προσθέτει δικούς του διαλόγους,
χωρίς να παραβιάζει καθόλου το πνεύμα του Τολστόι. Η σκηνή που οι δυο νέοι
κάνουν έρωτα απουσιάζει εντελώς, απλά υπονοείται. Το παράπονο της Κατιούσας,
που κάποιες φορές εκφράζεται με ανοιχτό μίσος, είναι εδώ πολύ πιο έντονο. Στο
τέλος βέβαια υποχωρεί. Και οι δυο ήρωες αποχαιρετιούνται με απλή χειραψία, όπως
και στο μυθιστόρημα.
2 comments:
Καμμία σχετική ταινία, κατά την γνώμη μου, δεν μπόρεσε νε φθάσει την σοβιετική τού 1960, με την ανεπανάληπτη Τατιάνα Σιόμινα. Την είχα δει σαν μαθητής γυμνσίου γύρω στο 1963 και θα μού μείνει αξέχαστη, διότι, συν τοίς άλλοις, μού κόστισε και μία τριήερη αποβολή από το σχολείο!
Σε ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο, θα τη δω. Είναι υπερτρίωρη, του 1960. Μια φορά μας τσάκωσε εμάς ο επιστάτης, αλλά ευτυχώς δεν μας κάρφωσε. Όπως με την καραντίνα τώρα, κλειστοί οι κινηματογράφοι για τους μαθητές. Ευτυχώς που στο θερινό κινηματογράφου του χωριού μου ξεφεύγαμε από το σχολικό νόμο.
Post a Comment