Book review, movie criticism

Monday, October 28, 2019

Σεργκέι Λοζνίτσα, My joy (Счастье моё, 2010)


Σεργκέι Λοζνίτσα, My joy (Счастье моё, 2010)


  Εν όψει της προβολής της ταινίας «Donbass» του Λoζνίτσα στις 7 Νοεμβρίου στο «Άστυ» αποφάσισα να τον δω πακέτο, δηλαδή όλες τις ταινίες μυθοπλασίας του, είτε στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα είτε όχι. Αυτές με ενδιαφέρουν ως αφηγηματολόγο, ενώ τα ντοκιμαντέρ (ο Λοζνίτσα είναι κυρίως ντοκιμαντερίστας), ανάλογα με το θέμα τους.
  Η «Χαρά μου» είναι η πρώτη ταινία μυθοπλασίας του Λοζνίτσα. Πριν τρία χρόνια και δυο μέρες είδα την επόμενη ταινία του, «Στην ομίχλη».
  Από τις τρεις ταινίες του που έχω δει, θα χαρακτήριζα τον κινηματογράφο του ως «κινηματογράφο της σκληρότητας». Υπάρχει πολύ βία στις ταινίες του, βία από κακόψυχους ανθρώπους.
  Όπως και το «Donbass» έτσι και η «Χαρά μου» αποτελείται από επεισόδια που όμως, σε αντίθεση με το «Donbass», συνδέονται πιο σφιχτά μεταξύ τους, σε μια ενιαία πλοκή. Στημόνι σ’ αυτήν αποτελεί ο φορτηγατζής.
  Το πρώτο επεισόδιο είναι η τραγική «Ιστορία του στρατιώτη» που επιστρέφει στην πατρίδα του από το Βερολίνο, στο οποίο είχαν προελάσει νικηφόρα τα ρωσικά στρατεύματα, για να τον ληστέψουν οι διεφθαρμένοι αστυνομικοί. Θα σκοτώσει τον ένα απ’ αυτούς. Του την αφηγείται ο ηλικιωμένος που έχει πάρει μαζί του στο φορτηγό.
  Να μην αφηγηθούμε όλα τα επεισόδια, εξάλλου μπορεί κανείς να διαβάσει αναλυτικά την πλοκή στο σύνδεσμο της βικιπαίδειας που παραθέτω. Η ανθρώπινη κακία, η βία και τα πτώματα είναι διάχυτα σ’ αυτά. Να πούμε μόνο ότι έχει μείνει μουγκός και ελαφρά καθυστερημένος από ένα κτύπημα που έφαγε στο κεφάλι από δυο κακοποιούς, και ότι στη συνέχεια θα υποφέρει τα πάνδεινα.   
  Το ότι κουβαλάει μαζί του το πιστόλι που πήρε από τον ηλικιωμένο που τον φιλοξενούσε (εκείνον που είχε πάρει στην αρχή της ταινίας στο φορτηγό του και με τον οποίο συναντήθηκε τυχαία), τον οποίο σκότωσε ένας στρατιωτικός, προσημαίνει ότι θα έχουμε ποιητική δικαιοσύνη.   
  Δυο αστυνομικοί που συναντήσαμε στην αρχή της ταινίας φέρνονται εντελώς βάναυσα σε ένα ζευγάρι. Μάλιστα στον άνδρα, ανώτερό τους αστυνομικό, περνάνε χειροπέδες αφού πρώτα τον σακάτεψαν στο ξύλο όταν προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί. Ανάλογα φέρνονται και στη γυναίκα του.
   Καταφτάνει ένα φορτηγό με ένα λαλίστατο φορτηγατζή που είχε πάρει τον ήρωά μας. Τους σταματάνε. Του ζητάνε να υπογράψει ένα χαρτί ότι τάχα είδε τον άνδρα με τις χειροπέδες να τους επιτίθεται. Αυτός φυσικά αρνείται. Αγριεύουν, τον απειλούν. Υποχωρεί. Του ζητάνε να γράψει και το όνομά του. Όμως πριν το γράψει αρχίζουν να κτυπάνε άγρια τον άνδρα με τις χειροπέδες. Η γυναίκα του ορμάει μέσα ουρλιάζοντας να τους αποτρέψει και αυτοί την πετάνε έξω. Ο φορτηγατζής καταλαβαίνει ότι πάνε να τον σκοτώσουν. Επιτίθεται στον ένα. Ο άλλος τραβάει το αυτόματο, φωνάζοντάς του να σταματήσει.
  Το περιμέναμε, δεν ήταν εφέ έκπληξης ότι ο ήρωάς μας θα τραβούσε το πιστόλι. Βλέπαμε εξάλλου κατά διαστήματα το αγριεμένο βλέμμα του. Όμως υπήρχε ένα απόλυτο εφέ έκπληξης. Πυροβολεί όχι μόνο τους δυο αστυνομικούς, αλλά και τους άλλους τρεις. Μετά απομακρύνεται από το φυλάκιο.
  Ένας Joker πριν τον «Joker», που σκορπάει τον θάνατο επί δικαίων και αδίκων.  

Μιχαήλ Ρομ, Ο Λένιν το 1918 (Ленин в 1918 году, 1939)


Μιχαήλ Ρομ, Ο Λένιν το 1918 (Ленин в 1918 году, 1939)

Πάλι λάθος, δικό μου. Η προβολή θα γίνει τελικά στις 7-11-2019. Δεν θα ξανακάνω κοινοποίηση 
Τελικά από σήμερα 31-10-2019 στους κινηματογράφους.
  Έκανα λάθος. Νόμιζα ότι μετά τον «Λένιν τον Οκτώβρη» θα προβαλλόταν στο Στούντιο η ταινία «Ο Λένιν το 1919». Έτσι κι αλλιώς θα την έβλεπα. Αναρτώ τώρα. Υπάρχει στο youtube με αγγλικούς υπότιτλους.
  Δυο χρόνια μετά την ταινία «Ο Λένιν τον Οκτώβρη» ο Μιχαήλ Ρομ γύρισε την ταινία «Ο Λένιν το 1918». Αναφέρεται στις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι μπολσεβίκοι αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας. Βασικό ήταν ο εφοδιασμός των πόλεων με τρόφιμα. Οι νεκροί από την πείνα ήσαν θέμα που δεν κρύβεται στην ταινία. Ένα κοριτσάκι μας λέει ότι έχασε τη μητέρα του από την πείνα. Οι αντεπαναστάτες, οι λεγόμενοι λευκοί, συνασπισμός από πρώην συντρόφους στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα μέχρι τους νοσταλγούς του τσαρισμού, ήταν επίσης ένα μεγάλο πρόβλημα.
  Από τα κορυφαία επεισόδια εδώ υπήρξε μια σχεδιαζόμενη εισβολή στο Κρεμλίνο. Δωροδοκήθηκε ο αρχηγός της φρουράς να ανοίξει τις πύλες, όμως ο ίδιος ήταν πιστός μπολσεβίκος και τους την έστησαν. Αλλά το κορυφαίο βέβαια ήταν η απόπειρα κατά του Λένιν. Σώθηκε μεν αλλά οι δυο σφαίρες τις οποίες δέχτηκε έμειναν μέσα του, ήταν επικίνδυνο να αφαιρεθούν. Ο τραυματισμός του αυτός σίγουρα συντέλεσε στον πρόωρο θάνατό του. Το τμήμα που περιγράφει τη νοσηλεία του είναι γεμάτο χιουμοριστικά επεισόδια, σε αντίθεση με την ταινία «Ο Λένιν τον Οκτώβρη», της οποίας το τέλος είναι η επική κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων.
  Στο τέλος δείχνεται επίσης ένα σύντομο επεισόδιο που μας άρεσε πολύ για τη λήψη του. Με κοντρ-μπλοζέ φιλμάρονται τα άλογα να πηδούν ένα τοίχο, στην επέλαση του ιππικού των μπολσεβίκων για την ανακατάληψη μιας πόλης που κατείχαν οι λευκοί.
  Και αυτή η ταινία μας άρεσε πάρα πολύ. Να είναι καλά το youtube στο οποίο υπάρχουν και οι δυο, αλλά ενώ την πρώτη τη βρήκα με αγγλικούς υπότιτλους, τη δεύτερη τη βρήκα μόνο με ισπανικούς. Έτσι κι αλλιώς, μια και προβάλλονται σε επανέκδοση, δεν επρόκειτο να σας παραθέσω τους συνδέσμους, όπως κάνω με τις ταινίες που δεν είναι σε επανέκδοση, όπως π.χ. με τις ταινίες του Μιτζόγκουτσι και του Όζου. 

Saturday, October 26, 2019

Λέων Τολστόι, Χατζή Μουράτ


Λέων Τολστόι, Χατζή Μουράτ


  Η νουβέλα «Χατζή Μουράτ» είναι από τα τελευταία έργα του Τολστόι. Όμως αν και γράφηκε στο διάστημα 1896-1898, δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, όχι πλήρης το 1912 και πλήρης το 1917.
  Ο «Χατζή Μουράτ» διαφέρει όχι μόνο από τα έργα που έγραψε εκείνη την εποχή, όπως γράφει η βικιπαίδεια, αλλά και από όλα τα έργα του. Η Rebecca Ruth Gould εύστοχα τον χαρακτηρίζει ως «Εθνογραφικές υποσημειώσεις που πληροφορούν τον αναγνώστη για την ιστορία, τις γλώσσες και τα έθιμα των εχθρών της Ρωσίας».
  Εχθροί της είναι οι μουσουλμάνοι του Καυκάσου, οι τσετσένοι, ταταρική φυλή. Η Ρωσία, μετά από επιτυχή εκστρατεία, τους προσάρτησε το 1950. Τότε ήταν που είχε υπηρετήσει στο στρατό ο Τολστόι, από όπου γράφει στον αδελφό του για τον Χατζή Μουράτ, γενναίο τσετσένο αρχηγό, που παραδόθηκε στους ρώσους. 
  Οι υποσημειώσεις είναι πάντα υποσημειώσεις ενός κειμένου, και για να τις διαβάσει ο αναγνώστης πρέπει να τον συναρπάσει το κείμενο, να είναι μια συναρπαστική ιστορία. Και η ιστορία είναι συναρπαστική, σαν περιπέτεια.
  Ο Χατζή Μουράτ, υπαρχηγός του Σαμίλ, έρχεται σε σύγκρουση μαζί του. Αυτός τον ψάχνει να τον σκοτώσει. Ξεφεύγει, και πηγαίνει και παραδίδεται στους ρώσους. Θέλει να τους υπηρετήσει τους λέει, αλλά πρώτα πρέπει να απελευθερώσουν την οικογένειά του που ο Σαμίλ κρατάει αιχμάλωτη, ανταλλάσσοντάς την με τσετσένους αιχμαλώτους.
  Καθώς η απόφαση για την ανταλλαγή αργεί, και έχοντας πάρει μήνυμα του Σαμίλ ότι θα τον συγχωρέσει, αποφασίζει να το σκάσει από τους ρώσους και να επιστρέψει, παρόλο που δεν είναι σίγουρος για την ειλικρίνεια της πρότασής του. Οι ρώσοι τον καταδιώκουν και τον σκοτώνουν. 
  Πριν προχωρήσω στην παράθεση αποσπασμάτων ήθελα να κάνω ένα σχόλιο.
  Ξαναδιάβασα στη βικιπαίδεια τη βιογραφία το Λένιν με αφορμή τις δυο ταινίες του Μιχαήλ Ρομ, και ακολούθησα τον σύνδεσμο που γράφει για τη συμφωνία του Bret-Litovsk, κατά την οποία οι μπολσεβίκοι έδωσαν εδάφη στους Γερμανούς για να συνάψουν ειρήνη μαζί τους. Δεν ήξερα, ή δεν θυμόμουνα, ποια εδάφη είχαν δώσει. Τα εδάφη που έδωσαν δεν ήταν παρά κατακτήσεις της τσαρικής αυτοκρατορίας: Οι χώρες της Βαλτικής, η Πολωνία, η Ουκρανία και ο Καύκασος. Δεν ήμουνα σίγουρος αν ο Καύκασος κατοικούνταν από ρώσους, βαρέθηκα να το ψάξω, και τώρα βλέπω ότι εκεί κατοικούν μουσουλμανικοί πληθυσμοί.
  Εδώ και αρκετά χρόνια έχω κάνει την εξής σκέψη: Οι γερμανοί, εισβάλλοντας στη Ρωσία, τι διαφορετικό έκαναν από ό,τι έκαναν οι ρώσοι πριν από χρόνια, εισβάλλοντας και καταλαμβάνοντας τις χώρες αυτές τις οποίες έδωσε αργότερα με τη συμφωνία του ο Λένιν στους γερμανούς; Όλες αυτές οι χώρες τα κατάφεραν, είναι σήμερα ανεξάρτητες δημοκρατίες, με εξαίρεση την Τσετσενία. Και, διάβασα πρόσφατα σχετικά με τον «Ταράς Μπούλμπα» του Γκόγκολ, οι ρώσοι εξοργίστηκαν όταν το 1830 οι πολωνοί εξεγέρθηκαν για να αποτινάξουν την κυριαρχία τους και ξεκίνησαν προπαγανδιστική εκστρατεία, στα πλαίσια της οποίας εντάσσεται και ο Ταράς Μπούλμπα.
  Η ιστορία του Χατζή Μουράτ περιγράφεται σαν ανάμνηση που ήλθε στο μυαλό του Τολστόι συνειρμικά, καθώς περπατώντας στα χωράφια είδε τον «Θάμνο του τατάρου», ένα φυτό ακανθώδες με ένα άνθος στην κορυφή, που είδε κι έπαθε να το ξεριζώσει, τόσο ανθεκτικό ήταν. Και καταλήγει: «Και μου ήλθε στο νου μια παλιά ιστορία καυκασιανή, που ένα μέρος της το είδα, άλλο το άκουσα από αυτόπτες και άλλο το φαντάστηκα. Η ιστορία αυτή όπως καταστρώθηκε στη μνήμη και στη φαντασία μου είναι τούτη» (σελ. 7).  
  Και ενώ με τα χρόνια η μνήμη μου εξασθενεί, η συνειρμική μου μνήμη όπως και του Τολστόι διατηρείται μια χαρά. Διαβάζοντας για τον Χατζή Μουράτ μου ήλθε αμέσως στο νου μια άλλη νουβέλα, ο «Μοσκώφ Σελήμ» του Γεώργιου Βιζυηνού. Εδώ ο Σελήμ δεν αυτομόλησε στους ρώσους αλλά πιάστηκε αιχμάλωτος. Όταν όμως είδε πώς του φέρθηκαν οι ρώσοι και πώς οι δικοί του, πριν και μετά την αιχμαλωσία του, έγινε φανατικός ρωσόφιλος. Αλλά, όπως και ο Χατζή Μουράτ, στο τέλος της ζωής του δεν άντεξε να αρνηθεί την πατρίδα του, και ένιωθε τύψεις για τη χαρά που ένιωσε μαθαίνοντας ότι οι ρώσοι κατέβηκαν στη Βουλγαρία. «Και ο τούρκος έμεινε τούρκος», καταλήγει στο διήγημά του ο Βιζυηνός.   
  Έχουμε και εδώ τις «υποσημειώσεις», τη ζωή στην οθωμανική αυτοκρατορία, πολύ ενδιαφέρουσες. Σκέφτομαι ότι είναι ευκαιρία να διαβάσω και τα υπόλοιπα διηγήματα του Βιζυηνού, με εξαίρεση το «Μόνον της ζωής μου ταξίδιον» που ξαναδιάβασα πριν τέσσερα χρόνια καθώς ήθελα να δω την ομώνυμη ταινία του Λάκη Παπαστάθη.
  Και τώρα τα αποσπάσματα.  
  «Ο [τσάρος] Νικόλαος ήταν βέβαιος πως όλοι κλέβουν. Ήξερε πως τώρα έπρεπε να τιμωρήσει αυτούς τους καταχραστές, και να τους τιμωρήσει πολύ αυστηρά, μα ήξερε επίσης πως κι οι αντικαταστάτες τους θα ’καναν το ίδιο. Η κλεψιά ήταν συνυφασμένη με την ιδιότητα των δημοσίων υπαλλήλων, αυτός δε ήταν υποχρεωμένος να την τιμωρεί οσάκις την ανακάλυπτε, και μολονότι είχε τρομερά βαρεθεί την υποχρέωση αυτή, δεν ήταν ωστόσο δυνατό να την αποφύγει κι ευσυνείδητα την εκτελούσε» (σελ. 90).
  Χωρίς σχόλια.
  Και πάλι ο τσάρος
  «Είναι άξιος θανατικής ποινής. Μα, δόξα τω θεώ, δεν έχουμε θανατική ποινή στη Ρωσία» (σελ. 90).
  Άντε τώρα να το ψάξεις αυτό αν είναι αλήθεια. Μόλις την προηγούμενη χρονιά (1949) ο Ντοστογιέφσκι είχε καταδικαστεί σε θάνατο. Και ο αδελφός του Λένιν απαγχονίστηκε το 1891. Μήπως πράγματι για κάποιο διάστημα, ανάμεσα σ’ αυτές τις χρονολογίες, είχε καταργηθεί η θανατική ποινή;
  «Άμα ντύθηκε πρόσταξε το στρατιώτη να του φέρει το φάρμακο. Φάρμακο λέγοντας εννοούσε τη βότκα» (σελ. 101-102).
  Το ίδιο λένε και στην Κρήτη, μόνο που στη θέση της βότκας βάζουν τη ρακί.
  Και θυμήθηκα τον συγχωρεμένο τον ξάδελφό μου, κάθε φορά που ζητούσα νερό από την ξαδέλφη μου μού έλεγε: Μην πίνεις νερό, κάνει ψείρες, να πίνεις ρακή.
  Αμινέτ, Σαριάτ (σελ. 106 και 107). 
  Αμίνα ήταν το όνομα της μητέρας του Μωάμεθ. Οι τούρκοι τη λένε Εμινέ, έτσι διάβασα στον «Καπετάν Μιχάλη». Η τσετσένοι κάτι ενδιάμεσο, αμινέτ, προσθέτοντας ένα τ στο τέλος. Και τη σαρία τη λένε σαριάτ.
  «Μια παροιμία δική μας λέει: ο σκύλος τάιζε το γάιδαρο κρέας κι ο γάιδαρος το σκύλο σανό, κι οι δυο απόμειναν νηστικοί» (σελ. 113).
  Δεν ξέρω αν υπάρχει σ’ εμάς κάποια ανάλογη.
  Είδαμε και δυο ταινίες που γυρίστηκαν πάνω στον Χατζή Μουράτ. Η πρώτη είναι η ταινία «Λευκός διάβολος», γυρισμένη το 1930, βωβή, του Alexandr Volkoff.
  Η ταινία κρατάει μόνο το «στημόνι» του έργου του Τολστόι: τον τσακωμό του με τον Σαμίλ, την φυγή του στους ρώσους, και την προσπάθεια επιστροφής του στους συμπατριώτες του κατά την οποία σκοτώνεται από τους ρώσους στρατιώτες. Υπάρχουν βέβαια και κάποιες λεπτομέρειες ίδιες, όπως π.χ. η παρακολούθηση μπαλέτου («Λίμνη των κύκνων»). Όμως υπάρχουν και μεγάλες αλλαγές.
  Η μεγάλη αλλαγή είναι αυτό που δεν σκέφτηκε ο Τολστόι: το ρομάντζο.
  Τον έχει ερωτευθεί η Σάιρα, η ανιψιά του Σαμίρ (όχι Σαμίλ, όπως στο μυθιστόρημα), και πηγαίνει και τον βρίσκει στους ρώσους. Της την πέφτει ο Τσάρος, όμως ο Χατζή Μουράτ, κρυμμένος στο μπουντουάρ της, θα εμφανιστεί. Αμέσως μετά καταφτάνει η τσαρίνα που ήξερε τα σχέδιά του και η προσπάθειά του πάει χαμένη.
  Παντρεύεται τη Σάιρα (στο έργο είναι χήρος, ο γιος του τού ζητάει να του βρει άλλη μαμά). Το σκάει όπως είπαμε, αλλά δεν σκοτώνεται, τραυματίζεται θανάσιμα και σώζεται από τους συμπατριώτες του που επιτίθενται στους ρώσους. Ο Σαμίρ τον συγχωρεί. Την επόμενη στιγμή σωριάζεται νεκρός από το άλογό του.
  Από τις λεπτομέρειες: ο λόγος που τσακώθηκε με τον Σαμίρ είναι ότι δεν ήθελε να σκοτώσουν τους ρώσους αιχμαλώτους που αυτός είχε συλλάβει. Ακόμη αρνήθηκε να πολεμήσει τους συμπατριώτες του, ακριβώς γιατί είναι συμπατριώτες του και όχι γιατί κρατάνε όμηρο την οικογένειά του.
   Το φολκλόρ και τα τραγούδια ήταν διάχυτα σε όλη την ταινία. Άκουσα και το τραγουδάκι «Έι ούχνιεμ», που πρωτάκουσα στη μέθοδο με την οποία μάθαινα ρώσικα. Επίσης η ταινία, μετέπειτα προσθήκη βέβαια, είναι γεμάτη με ρώσικη μουσική, κυρίως Τσαϊκόφσκι.
  Πολλά τραγούδια ακούσαμε και στην ταινία «Η νιότη του Μαξίμ» που από την Πέμπτη παίζεται στους κινηματογράφους. Φαίνεται ήταν κοινός τόπος των ρώσικων ταινιών της εποχής, όπως των δικών μας της δεκαετίας του ’60, όπου οι παραγωγοί συναγωνίζονταν ποιος θα μπάσει περισσότερα τραγούδια στις ταινίες του. Τα περισσότερα που άκουσα σε διαφήμιση ήταν «36 λαϊκά τραγούδια».
  Η δεύτερη ταινία, του Ricardo Fredda, γυρισμένη το 1959, έχει τίτλο «Χατζή Μουράτ, ο λευκός διάβολος». Στον επώνυμο ρόλο ο μποντιμπιλνταράς Στηβ Ριβζ, που οι περισσότεροι της γενιάς μου θα τον θυμούνται σαν Ηρακλή.
  Εδώ κι αν ξεφεύγει από τη νουβέλα του Τολστόι ο Φρέντα!
  Και πάλι ο έρωτας είναι το κέντρο της ταινίας. Όμως εδώ έχουμε δυο γυναίκες και έναν άντρα. Η μια γυναίκα είναι η κόρη του βασιλιά, του οποίου ο Σαμίλ είναι υπαρχηγός και κάπου στο τέλος τον βγάζει από τη μέση δηλητηριάζοντάς τον. Θέλει να παντρευτεί την κόρη του, αυτή αρνείται, αλλά υποκύπτει όταν απειλεί ότι θα σκοτώσει το γιο του Χατζή Μουράτ.
  Ο Χατζή Μουράτ τσακώνεται με τον Σαμίλ γιατί σκότωσε τους αιχμαλώτους του. Όμως ο Σαμίλ είναι ο υπαρχηγός του βασιλιά, ο Χατζή Μουράτ δεν έχει άλλη επιλογή, φεύγει για την πατρίδα του παίρνοντας μαζί του και την αγαπημένη του. Όμως στο δρόμο πέφτουν πάνω σε ρώσους στρατιώτες που τους πυροβολούν. Αυτός πέφτει κάτω πληγωμένος όμως αυτή καταφέρνει να το σκάσει.
  Ο πρίγκηπας δεν είναι εδώ ο ευγενικός οικοδεσπότης που γνωρίσαμε στη νουβέλα, είναι ένας άγριος που τον βασανίζει. Και η γυναίκα του δεν νοιώθει απλώς κάποια αισθήματα για τον Χατζή Μουράτ όπως στο έργο του Τολστόι, αλλά είναι απροκάλυπτα ερωτευμένη μαζί του.
  Ο Χατζή Μουράτ το σκάει με έναν φίλο του που είχε έλθει να τον ελευθερώσει και επιστρέφει στους δικούς του.
  Και εδώ είναι η μεγάλη διαφορά από το μυθιστόρημα: ο Χατζή Μουράτ σκοτώνει τον Σαμίλ σε μια άγρια μάχη, και στη συνέχεια ο λαός πανηγυρίζει. Δεν σκοτώνεται όπως στη νουβέλα και στην άλλη ταινία.   
  
 

Ανδρέας Μήτσου, Η αστυνόμος


Ανδρέας Μήτσου, Η αστυνόμος, Καστανιώτης 2019, σελ. 239


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ο πιο αποκλίνων έρωτας, σ’ αυτό το μυθιστόρημα.

  Μετά τη συλλογή διηγημάτων «Ο Ορφέας και ο Ανδρέας», ο Ανδρέας Μήτσου επιστρέφει πάλι στο μυθιστόρημα. Το προηγούμενο μυθιστόρημά του ήταν το «Γκαλίνα, η σκοτεινή οικιακή βοηθός», το προ-προηγούμενο βιβλίο του.
  Εδώ ο Ανδρέας καταπιάνεται με ένα θέμα με το οποίο έχουν ασχοληθεί τόσο σκηνοθέτες («American beauty») όσο και λογοτέχνες («Λολίτα»): τον γεροντοέρωτα.
   Η Λένα είναι μια τριαντατετράχρονη αστυνόμος. Παρά τον τίτλο του βιβλίου είναι κυρίως μάρτυρας στα διαδραματιζόμενα, που είναι η σχέση του πατέρα της ο οποίος έχει περάσει ήδη τα εξήντα, με τη Νίκη που μόλις έχει περάσει τα τριάντα.- Έχετε τριάντα χρόνια διαφορά και βάλε, προσπαθεί να τον προσγειώσει. Όμως αυτός είναι τρελός από έρωτα.
  Πολύ τρελός; Στην «Ελένη την καιρουριογωρίτισσα» του Διαλινομιχάλη διαβάζουμε την παλιά κρητική ευχή: «Να σε γλιτώσει ο θεός από γεροντοέρωτα». Γιατί άραγε; Μα γιατί αυτός ο έρωτας από τη μια σε τρελαίνει και από την άλλη δεν έχει ευτυχισμένη κατάληψη.
  Όμως εδώ υπάρχει το ερωτικό τρίγωνο που τον περιπλέκει ακόμη περισσότερο: μια γυναίκα δύο άντρες. Ο τρίτος άντρας είναι ο άντρας της, φορτηγατζής. Στη γωνία είναι και η Μαίρη, η φιλενάδα του αστυνόμου με την οποία συζεί, όμως δεν παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Την ιστορία την αφηγούνται η Λένα και ο πατέρας της.
  Οι συγγραφείς μπορεί να καταπιάνονται με διάφορα θέματα στα βιβλία τους, όμως σε κάποια βασικά χαρακτηριστικά, κυρίως υφολογικά, μένουν σχεδόν πάντα οι ίδιοι.
  Δεν είναι μόνο η Γκαλίνα, σχεδόν όλα τα πρόσωπα στις ιστορίες του Μήτσου βρίσκονται μέσα στις πενήντα αποχρώσεις του γκρι, το λευκό χρώμα δεν τους ταιριάζει. Στη λιγότερο γκρίζα περιοχή βρίσκεται η Λένα, χωρίς σχέση, ίσως έχοντας ένα ασυνείδητο σύμπλεγμα της Ηλέκτρας. Ο πατέρας της, συγγραφέας που γράφει και αστυνομικές ιστορίες για τον επιούσιο, είναι ένας δον Ζουάν, έστω και περασμένης ηλικίας. Κι αυτός βρίσκεται στην περιοχή με τις ανοιχτές αποχρώσεις του γκρι. Η Νίκη όμως και ο άνδρας της ο φορτηγατζής είναι στις πιο σκοτεινές αποχρώσεις του που συγγενεύουν με το μαύρο. Αλλά αυτό θα το διαπιστώσουμε όταν φτάσουμε κοντά στο τέλος.
  «Μίμησις πράξεως σπουδαίας» μας λέει ο Αριστοτέλης ότι είναι η τραγωδία, αλλά το ίδιο θα έλεγε και για το μυθιστόρημα. Απλά καθημερινά γεγονότα είναι ένα ιντερμέτζο σε μια αφήγηση, όπου χωρίς τα σπουδαία γεγονότα η αφήγηση χάνει το ενδιαφέρον της για τον αναγνώστη, εκτός πια και αν το υποτυπώδες στόρι είναι το πρόσχημα για γλωσσικά και υφολογικά παιχνίδια, όπως στον Τζόυς. Και ένα scalping του ζηλιάρη φορτηγατζή που στέλνει τη Νίκη στο νοσοκομείο είναι σπουδαίο γεγονός. Όμως κυρίαρχο είναι το σασπένς, εκ των ων ουκ άνευ σε μια αφήγηση, για το πώς θα εξελιχθεί και πού θα καταλήξει αυτή η αταίριαστη σχέση.
  Ο Μήτσου δοκιμιογραφεί στα περισσότερα τα έργα του. Εδώ στις συζητήσεις ακούμε διάφορες απόψεις για διάφορα θέματα, όπως για την τέχνη της γραφής, καθώς και στοχασμούς και αναστοχασμούς πάνω στα λεγόμενα και στις πράξεις κυρίως των δύο αφηγητών.
  Οι «αποκλίνοντες» έρωτες έχουν το μεγαλύτερο αφηγηματικό ενδιαφέρον, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στον κινηματογράφο. Και πιο αποκλίνοντα έρωτα από αυτόν της Νίκης και του άνδρα της δεν έχω ξανασυναντήσει. Αλλά ας μη κάνω σπόιλερ λέγοντας περισσότερα.
  Οι μικρές παράγραφοι είναι επίσης χαρακτηριστικό του Μήτσου, ενώ η μίξη υφολογικών επιπέδων στους διαλόγους δίνει μεγαλύτερη ρεαλιστικότητα, κυρίως στους χαρακτήρες της Νίκης και του άνδρα της.
  Και τώρα να περάσουμε σε κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.
  «Ένα παιχνίδι και τίποτα περισσότερο είναι η ζωή» (σελ. 37).
  Homo ludens λέγεται το έργο που έγραψε ο Johan Huizinga, πάνε χρόνια που το διάβασα. Αυτό ακριβώς υποστηρίζει, ότι η ζωή είναι ένα παιχνίδι.
  «Γιατί τότε ζει κανείς συνειδητά, μόνο όταν κινείται» (σελ. 38).
  Αυτό το είπε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, μας λέει ο Μήτσου.
  «Εμένα δεν μου αρέσει να τον λες Πέτρο τον πατέρα σου. Τι σημαίνει δηλαδή αυτή η άνεση; Αυτές οι μοντερνιές;» (σελ. 71). Αυτό το λέει η Μαίρη στη Λένα.
  Θάνο φώναζε τον εκδότη μου η κόρη του. Ούτε κι εμένα μου άρεσε, νομίζω ότι δημιουργεί μια απόσταση, κι ας πιστεύουν αυτοί που το υιοθετούν το αντίθετο. Είδα κι έπαθα να μάθω το γιο μου να με φωνάζει μπαμπά και όχι Μπάμπη. Άκουγε να με φωνάζουν Μπάμπη και το βρήκε πιο βολικό, μια και οι μόνες διαφορές είναι ο τόνος και το τελευταίο φωνήεν.
  Και ένα τελευταίο απόσπασμα, που δίνει και το στίγμα του έργου.
  «Ούτε είμαι βέβαιος αν πρέπει να εύχεται και να παρακαλεί να μην του συμβεί του ίδιου ποτέ. Και να περιφρονεί αυτούς που πέφτουν στον έρωτα και ταπεινώνονται. Όσο για εκείνους που τα βλέπουν υπερβολικά κι ακατανόητα ετούτα τα παθήματα, καλό είναι να ξέρουν πως αλλάζει ο άνθρωπος. Πως δεν μένει πάντα ο ίδιος. Ότι μπορεί να πάθει ακόμα κι αυτός, εκεί που δεν το περιμένει, παρόμοιο χουνέρι. Εξάλλου, αν αξίζει κάτι, αν προσδοκούμε να μας συμβεί κάτι, αυτό κρύβεται μόνο στην υπερβολή. Στην υπέρβαση των καχεκτικών ορίων μας. Ένα θέατρο είναι ο κόσμος, κι όποιους πρέπει να θαυμάζουμε και να ζηλεύουμε είναι οι ηθοποιοί, οι σαλτιμπάγκοι. Όπου παίζουν ρόλους σε κάθε είδους σκηνή. Εκείνους που εκτίθενται» (σελ. 90-91).
  Παρατέντωσέ με κι ας σπάσω, είναι η τρίτη προσευχή της ψυχής στο θεό («Ο φτωχούλης του θεού», Καζαντζάκης). Να μη φοβηθεί δηλαδή να υπερβεί τα όρια.
  Εξαιρετικό και αυτό το μυθιστόρημα του Ανδρέα Μήτσου, ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο.

Friday, October 25, 2019

Valery Todorovsky, The country of the deaf (Страна глухих, 1998)


Valery Todorovsky, The country of the deaf (Страна глухих, 1998)


  «Η χώρα των κουφών» είναι η πρώτη ταινία της Τσουλπάν Χαμάτοβα, της Λάρας στο ρώσικο σήριαλ.
  Ο φίλος της είναι αδιόρθωτος τζογαδόρος. Χρεώνεται για τον τζόγο. Δεν έχει να πληρώσει. Θα τον καθαρίσουν. Πού να βρει χρήματα; Υπόσχεται να τα φέρει σε δυο ώρες. Ο δανειστής κρατάει για εγγύηση την Τσουλπάν. Ευτυχώς που της έκοψε ότι φίλος της δεν επρόκειτο να γυρίσει, πού να βρει τόσα λεφτά σε ένα δίωρο, και μόλις βρίσκει την ευκαιρία το σκάει. Πού να γυρίσει όμως σπίτι, που το ξέρει ο δανειστής.
  Πέφτει πάνω στην κουφή. Την φιλοξενεί. Από και εκεί ύστερα η ταινία γίνεται ένα γυναικείο ντούο.
  Πρέπει να βρουν λεφτά. Πώς όμως; Η κουφή υποκύπτει στην πορνεία, την συμβουλεύει να υποκύψει και αυτή. Δοκιμάζει. Δεν τα καταφέρνει. Ο παρ’ ολίγον πελάτης εκτιμά την τιμιότητά της. Κωφάλαλος, θα την προσλάβει να γίνει το αυτί του. Έχει μάθει από τη φίλη της την γλώσσα των κωφαλάλων, θα παριστάνει την κουφή. Στις επαφές του, αν κάτι της καθίσει άσχημα από τις κουβέντες με αυτούς με τους οποίους συναλλάσσεται, θα φέρει το χέρι της στο αυτί της.
  Βγάζει να πληρώσει για το εμπόρευμα, ναρκωτικά. Αυτοί έχουν σκοπό να τον σκοτώσουν και να πάρουν τα λεφτά. Βλέπει την Τσαλπάν να φέρει την παλάμη της στο αυτί της σιγά σιγά. Αντί να βγάλει την επόμενη δεσμίδα από την τσάντα του βγάζει το πιστόλι και πυροβολεί τον απέναντί του, που και αυτός είχε βγάλει το πιστόλι του αλλά ήλθε δεύτερος.
  Τις συλλαμβάνει ο δανειστής του φίλου της. Τον παρακαλεί να πάνε στο αφεντικό της, θα της δώσει τα λεφτά. Πηγαίνουν. Πάρα πολλά τα λεφτά, δεν τα έχει πάνω του. Πάνε να τα πάρουν από το σπίτι του. Πριν φτάσουν, αυτός και οι φρουροί του τραβάνε τα όπλα και τον σκοτώνουν μαζί με τους συνοδούς του.
  Οι δυο φίλες το σκάνε από τη συμπλοκή. Σε ένα μακρύ τελευταίο πλάνο (έχουμε δει κάμποσα τέτοια μακρά τελευταία πλάνα σε ταινίες) βλέπουμε τις δυο φίλες να απομακρύνονται. Αυτό το μακρύ πλάνο λειτουργεί σαν μια ανάσα από την ένταση της σκηνής που προηγήθηκε.
  Εξαιρετική ταινία, βραβευμένη, μ’ αυτήν έγινε γνωστός ο σκηνοθέτης.

Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Λολίτα


Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Λολίτα


  [Δεν ξέρω τι έγινε με την ανάρτηση που έκανα τότε στο blog μου, από τις πρώτες μου αναρτήσεις, το 2007. Ο σύνδεσμος δεν τη βγάζει. Αναρτώ ξανά. Περισσότερα όμως για τη «Λολίτα» έγραψα σε μια άλλη ανάρτησή μου, λίγο μετά].
  Θα πεταχτώ σε λίγο στο περίπτερο να αγοράσω το βιβλίο. Το πρωτοαγόρασα στα ρώσικα, μετά το διάβασα στα αγγλικά γιατί η ελληνική μετάφραση είχε εξαντληθεί. Επανεκδόθηκε μετά από ένα χρόνο. Σήμερα κυκλοφόρησε και από τη βιβλιοθήκη του Βήματος, πέντε ευρώ.
  Δεν θα το διαβάσω τώρα. Όμως θέλω να γράψω κάτι γι αυτό. Κάτι θυμάμαι έχω γράψει, δεν θυμάμαι πού, και βάζω τη λέξη στην αναζήτηση των windows. (Κοίτα να δεις, τώρα το συνειδητοποιώ, λέμε computer και υπολογιστής, mouse και ποντίκι, αλλά δεν λέμε «παράθυρα» όταν αναφερόμαστε στο λειτουργικό, λέμε μόνο windows). Με έκπληξη βλέπω και με βγάζει σε ένα αυτοβιογραφικό κείμενο που έγραψα πρόπερσι το καλοκαίρι. Ένα κείμενο που δεν προορίζεται να πάει σε εκδότη, τουλάχιστον πριν το θάνατό μου. Που τον θέλω ανώδυνο.
  Μόνο ανώδυνο;
  Όχι μόνο. Θυμήθηκα μια από τις ατάκες του Γκαούρ Ταρζάν, που μαζί με τον Μικρό Ήρωα με γαλούχησαν στην φιλαναγνωσία όταν ήμουν πιτσιρικάς.
  Ο Ποκοπίκο είναι μέσα στο καζάνι, και ο φύλαρχος ετοιμάζεται να του βάλει φωτιά. –Και μια και θα πεθάνεις, ποια είναι η τελευταία σου επιθυμία; -Να πεθάνω από βαθιά γηρατειά.
  Αυτή είναι και η δική μου. Αλλά προηγουμένως να έχω πάει μόνος μου στην τουαλέτα.
  Όταν γράφεις, συχνά μπαίνεις στον πειρασμό να δώσεις κάτι και στους φίλους σου. Έτσι έστειλα σε δυο μερικές σελίδες, και σε άλλους τρεις τύπωσα και έδωσα όλο το κείμενο: σε ένα γείτονα, σε ένα φίλο που τον αναφέρω μέσα για μια φάρσα που του έκανα, και στον Κώστα το Μαυρουδή γιατί ένα επεισόδιο που του αφηγήθηκα και το γράφω, το παραθέτει και αυτός, μεταλλαγμένο, στη «Στενογραφία» του.
  Έβαλα και ένα απόσπασμα στο blog μου, δίνοντας ψεύτικα στοιχεία για συγγραφέα και έκδοση. Ήταν στο post «Τον αράπη σαπουνίζεις το σαπούνι σου χαλάς». Την επομένη πήρα την απανταχούσα για την ΕΔΕ και το κατέβασα τρομοκρατημένος, μαζί με κάμποσα άλλα posts. Όμως ο Τέλης ενθουσιάζεται από το απόσπασμα, και συστήνει το βιβλίο στους αποδέκτες των email του. Αν πήγε κανείς να το ψάξει, θα απογοητεύθηκε που δεν μπόρεσε να το βρει.
  Όμως να παραθέσω το απόσπασμα για τη Λολίτα.
  «Πράγα! Τι μου θυμίζει! 2002, ένα συνέδριο για το «κακό!» Στην πιο σκληρή φάση της δίαιτάς μου. Είχα ξεκινήσει την πρώτη του Μάρτη, το συνέδριο πρέπει να ήταν κατά τις 20. Είχα κατέβει στα 95 κιλά, από 100 που ήμουν. Θα έφτανα τα 77, για να σταθεροποιηθώ μετά στα 80. Τώρα έχω ξανανέβει λιγάκι.
  Σε ένα βιβλιοπωλείο βρήκα ρώσικα βιβλία. Ευκαιρία, είπα, από τη Σύγχρονη Εποχή είχαν κάνει φτερά πριν προφτάσω να αγοράσω όλους τους αγαπημένους μου κλασικούς, Τολστόι και Ντοστογιέφσκι. Τότε ήταν που αγόρασα την Belaya Gvardia του Μπουλγκάκοφ. Βρίσκω και τη Λολίτα του Ναμπόκοφ. Είχα δει την ταινία πριν χρόνια, με τη Σιου Λάιον. Με τον Τζέρεμι Άιρονς ακόμη δεν αξιώθηκα να τη δω. Την έχω γράψει με το dvd recorder μου. Κάτι είχα διαβάσει γι αυτό το έργο. Το είχε γράψει ο Ναμπόκοφ πρώτα στα ρώσικα, ή πρώτα στα αγγλικά; Δεν θυμόμουνα. Ρώτησα τον υπάλληλο. –Μα στα ρώσικα φυσικά.
  Φυσικά. Να το πουλήσει ήθελε ο άνθρωπος, τι θα έλεγε; Όταν έφτασα στην Αθήνα μπήκα στο ίντερνετ και έψαξα. Η πρώτη γραφή ήταν στα αγγλικά, αλλά ο ίδιος δήλωνε ότι στα ρώσικα που το μετέγραψε αργότερα ήταν πολύ καλύτερο.
  Διάβασα την πρώτη σελίδα. Δύσκολο κείμενο, πολλές άγνωστες λέξεις. Με τη γλώσσα τον κλασικών είμαι πιο εξοικειωμένος. Το ίδιο δύσκολος μου ήταν και ο Tihi Don, του Σολόχωφ, και τον παράτησα.
  Лолита, свет моей  жизни,  огонь  моих  чресел.  Грех  мой,  душа  моя.Ло-ли-та. Λολίτα, φως της ζωής μου, φωτιά των –κοίτα να δεις, μια λέξη δεν ξέρω και δεν την έχει το λεξικό. Να το βρω στα αγγλικά-. Αμαρτία μου, ψυχή μου). Λο-λί-τα.
  Πώς να γράφεται άραγε στα γιαπωνέζικα το Λολίτα, που είναι συλλαβική γλώσσα; Αν βάλουμε τις συλλαβές ανάποδα, τι μας δίνει; Τα-λι-λο. Τα, στα κινέζικα θα πει αυτός ή αυτή, ανάλογα με το ιδεόγραμμα. Αυτή καλύτερα.
  Λολίτα! Υποκορεστικό του Ντολορές, που θα πει λύπη. Ποιος Έλληνας θα έδινε ποτέ τέτοιο όνομα στην κόρη του; Να μας λείπει.
  Στην Αθήνα όταν γύρισα και το έψαξα να το αγοράσω, η ελληνική έκδοση είχε εξαντληθεί. Έτσι πήρα το αγγλικό. Και αυτό δύσκολο κείμενο, πολλές άγνωστες λέξεις. Θα ήθελα κάποια στιγμή να διαβάσω και το ρώσικο. Η σκηνή που ο πρωταγωνιστής σκοτώνει τον αποπλανητή της Λολίτας, που εκτείνεται σε τρεις σελίδες νομίζω, είναι από τις πιο ωραίες που έχω διαβάσει ποτέ. Όμως οι ανυπέρβλητες είναι οι τρεις σελίδες από το θερισμό, στην Άννα Καρένινα.
  Ψάχνοντας στο Ίντερνετ, βρήκα ένα αρχείο κειμένου με τον Jeremy Irons να απαγγέλει, ακριβώς αυτές τις σελίδες όπου περιγράφεται ο φόνος. Φαίνεται ότι δεν είναι μόνο δική μου αντίληψη ότι αυτές είναι οι ωραιότερες σελίδες του έργου».

26-10-2007

Thursday, October 24, 2019

Γκριγκόρι Κοζίντσεφ, Η νιότη του Μαξίμ (Юность Максима,1935)


Γκριγκόρι Κοζίντσεφ, Η νιότη του Μαξίμ (Юность Максима,1935)


  Από σήμερα στο Στούντιο.
  Ταινίες ενηλικίωσης τις λέμε, αλλά εδώ πιο ειδικά είναι ταινία πολιτικής ωρίμανσης.
  Βρισκόμαστε στην τσαρική ρωσία, γύρω στο 1910. Ο Μαξίμ είναι ένας απολίτικος νεαρός εργάτης. Όμως μπλέκεται άθελά του μέσα στη δίνη των καιρών. Με δυο φίλους του σώζουν τη Νατάσα, μια νεαρή δασκάλα ακτιβίστρια μπολσεβίκα, από τα χέρια της αστυνομίας. Όμως κάποιος τους βλέπει. Θα τους καταδώσει στην αστυνομία, θα τους ανακρίνουν, όμως δηλώνουν πώς δεν ξέρουν τίποτα. Ο θάνατος ενός φίλου του και ενός εργάτη οι κηδείες των οποίων θα γίνουν ταυτόχρονα και μια διαδήλωση διαμαρτυρίας, θα τον κάνουν να συνειδητοποιηθεί πολιτικά. Θα συμμετέχει στο εξής ενεργά στο κόμμα, και στο τέλος θα υπαγορέψει αυτός την προκήρυξη μετά τη σύλληψη της ηγεσίας τους, αντίθετη απ’ αυτή που πηγαίνει να γράψει η Νατάσα. «Κυκλοφορούν φήμες ότι συνελήφθη η επιτροπή του κόμματος. Ψέματα! Η επιτροπή είναι ελεύθερη και λειτουργεί. Η καλύτερη απόδειξη είναι αυτή η προκήρυξη. Όλοι σε απεργία αλληλεγγύης». Ναι, δεν πρέπει να σπείρουν την απογοήτευση στον κόσμο.
  Και ο Μαξίμ περνάει στην παρανομία, με το όνομα Πάβελ. Θα πάει στην Πετρούπολη, θα εργαστεί στην εκεί κομματική οργάνωση.
  Θα ακούσουμε πολλά τραγούδια στην ταινία, πολλά απ’ αυτά επαναστατικά.
  Όμως τι θα γίνει με τη Νατάσα, με την οποία αντάλλαξαν ένα φιλί; Θα προχωρήσει το ειδύλλιο;
  Δεν ξέρουμε. Αυτό που μετράει προς το παρόν είναι ο αγώνας.
  Τι να πω γι’ αυτή την ταινία, μου θύμισε τα νιάτα μου. Αχ, και να ξαναγύριζαν.