Λίτσα Παντελίδου, Γυάλινη κούκλα, ΑλΔε 2011, σελ. 236
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μια συναρπαστική ιστορία με δραματικό, αλλά και απρόβλεπτο τέλος
Παρόλο που είναι το πρώτο της μυθιστόρημα, η Λίτσα Παντελίδου εμφανίζεται ως ώριμη συγγραφέας. Επινοητική στην πλοκή, χειρίζεται άψογα τον διάλογο, στον οποίο δίνει την πρωτοκαθεδρία. Η αφήγηση παίζει σχεδόν βοηθητικό ρόλο, λειτουργώντας όπως το «παρακείμενο» σε ένα θεατρικό έργο. Η Παντελίδου γράφει μυθιστόρημα, αλλά πιστεύουμε ότι θα διαπρέψει εξίσου καλά και στο θέατρο.
Η Μυρτώ, η ηρωίδα της, είναι μια φιλόδοξη κοπέλα, μοναχοπαίδι. Σπουδάζει νομικά. Ονειρεύεται μια λαμπρή καριέρα. Κάποια στιγμή θα ανακαλύψει ότι βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο εγκυμοσύνης. Θα το κρύψει όμως από το φίλο της, και θα του πει ότι θα κάνει έκτρωση. Αυτός αγωνίζεται να την μεταπείσει. Αδύνατον. Θα καλύψει την απουσία της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, και έτσι αυτός δεν θα καταλάβει τίποτα. (Παρεμπιπτόντως και στο μυθιστόρημα «Βίος του Μάρκου Λαοπόδη» του Αντώνη Δεσύλλα, για το οποίο γράψαμε στην προηγούμενη ανάρτησή μας στο blog μας, αναφέρεται η περίπτωση εξώγαμου παιδιού και υιοθεσίας. Μια ακόμη σύμπτωση από τις πολλές που μου συμβαίνουν).
Στην Αθήνα όπου θα ανοίξει τελικά το δικηγορικό γραφείο της θα τα μπλέξει με τον διακοσμητή της. Το φοιτητικό της αμόρε έχει εξαφανιστεί. Ο Δημήτρης, σε αντίθεση με τον Άγγελο, το φίλο της Θάλειας στο μυθιστόρημα της Γεωργίας Χιόνη «Μια αλήθεια χίλια ψέματα» (είναι η προηγούμενη ανάρτησή μας, στο Λέξημα αυτή τη φορά) που είναι «προβλέψιμος», δηλαδή καθόλου ελκυστικός, αυτός είναι «απρόβλεπτος». Τα φτιάχνουν. Είναι τρελά ερωτευμένοι. Ζουν σε πελάγη ευτυχίας, χωρίς αυτό να εμποδίζει την Μυρτώ να αναδειχθεί ταχύτατα ως μια από τις καλύτερες δικηγόρους της Αθήνας.
Όμως πάντα υπάρχει το καλύτερο. Επίσης, μπορεί ο Δημήτρης να είναι «απρόβλεπτος», όμως υπάρχει πάντα και ο πιο απρόβλεπτος, που καραδοκεί.
Ο πιο απρόβλεπτος είναι ο Γιώργος. Η περίπτωσή του συνδυάζει το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Είναι πολύ ελκυστικός, το τερπνόν. Είναι δημοσιογράφος και την φέρνει στα κανάλια σε τσάμπα διαφήμιση, το ωφέλιμο.
Φτιάχνει δεσμό μαζί του, όμως μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, όπως λέει η παροιμία, και από μια απροσεξία της ο Δημήτρης μαθαίνει για τη σχέση τους. Την παρατάει.
Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, ο Γιώργος την αγαπάει και αυτός. Την παντρεύεται. Η σχέση τους είναι ανέφελη, μέχρι που η Μυρτώ αποφασίζει να κάνει παιδί και διαπιστώνει ότι δεν μπορεί. Δοκιμάζουν με εξωσωματική. Αποτυχία. Τι ήθελε να δώσει το παιδί της για υιοθεσία και δεν το κράταγε; Εδώ πληρώνονται όλα.
Η λέξη «απρόβλεπτος» υπάρχει μια φορά στη βιβλίο, στη σελίδα 62. Αντίθετα η Χιόνη, στο δικό της μυθιστόρημα (παρεμπιπτόντως θα είμαι ο παρουσιαστής του στις 28 του Μάρτη, στο βιβλιοπωλείο Μπατσιούλα, Πανόρμου 83, στις 7 το βράδυ), παραθέτει αρκετές φορές τη λέξη «προβλέψιμος». Αυτός είναι ένας κομψός και μη προσβλητικός τρόπος για να δηλώσεις ότι κάποιος δεν σε ελκύει, γιατί δεν είναι ωραίος, γιατί δεν…, κ.λπ. κ.λπ.
Όπως όμως υπάρχουν άντρες πιο «προβλέψιμοι» από κάποιους άλλους, έτσι υπάρχουν και γυναίκες πιο «προβλέψιμες» από κάποιες άλλες. Και στην περίπτωση ενός γάμου, η συμβίωση κάνει τον σύντροφο όλο και περισσότερο «προβλέψιμο». Να, τώρα θα μου ζητήσει να του φτιάξω καφέ. Να, τώρα θα καθίσει να δει τηλεόραση, κ.λπ. Η Μυρτώ αρχίζει να γίνεται για τον Γιώργο σιγά σιγά «προβλέψιμη», και έτσι θα αναζητήσει αυτό που δεν του προσφέρει πια η Μυρτώ, σε ξένη αγκαλιά. Και βέβαια, καριερίστες και οι δυο, έπαψαν να έχουν χρόνο για επαφή, κυριολεκτική επαφή, αφού η δουλειά τους τούς απορροφούσε πολύ χρόνο. Εδώ ταιριάζει η παροιμία «ήταν ξερό το κλίμα, το ’φαγε και ο γάιδαρος».
Να μην ξαναπούμε την άλλη παροιμία, η Μυρτώ τον παίρνει χαμπάρι κάποια στιγμή και χωρίζουν. Μένει μόνη.
Στην Κρήτη λέμε την παροιμία (την έχω διαβάσει στον Καζαντζάκη) «Καλώς τηνε τη συμφορά μονάχα να ’ναι μόνη». Και δυστυχώς στη συμφορά της μοναξιάς έρχεται να προστεθεί μια ακόμη: η αρρώστια. Η Μυρτώ πάσχει από λευχαιμία. Οι θεραπείες αποτυγχάνουν (Έχω διαβάσει ότι οι πιθανότητες να ξεφύγεις είναι μια στις δύο. Ξέρω άτομα που ξέφυγαν. Η Μυρτώ απλά ήταν άτυχη). Ο θάνατος είναι αναπόφευκτος.
Και τότε θα αναζητήσει αυτούς που έχασε, αυτούς που θυσίασε στο βωμό της καριέρας της (το μυθιστόρημα δεν αφηγείται μόνο μια συναρπαστική ιστορία, είναι roman a thése, μυθιστόρημα με θέση). Δεν θα πείσει την κοινωνική λειτουργό που φρόντισε για την υιοθεσία του παιδιού της να της αποκαλύψει πού βρίσκεται, ακόμη και όταν επιχειρεί να την λαδώσει. Θα είναι όμως πιο τυχερή όταν θα επιδιώξει να συναντήσει τον Δημήτρη, που στο μεταξύ είχε παντρευτεί, είχε κάνει μια κόρη και είχε χωρίσει. Θα ξανασμίξουν.
Μπορεί το τέλος να είναι μελοδραματικό, όπως της Μαργαρίτας Γκωτιέ, αλλά δεν είμαι από αυτούς που θα ρίξουν το ανάθεμα στο μελόδραμα για χάρη ενός συμβατικού ρεαλισμού. Και το τέλος είναι διπλά μελοδραματικό, γιατί αιωρείται και ένα σασπένς, που προσημάνθηκε στην αρχή, όταν η Μυρτώ πέρασε το αλυσιδάκι με το σταυρό που φορούσε στο λαιμό του μωρού. Η αφηγηματική αναμονή είναι ότι πάνω σ’ αυτό το αλυσιδάκι θα στηριχθεί η αναγνώριση που θα σμίξει το παιδί με τους πραγματικούς γονείς του. Παρεμπιπτόντως, η αναγνώριση είναι ένα εφέ που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στους περασμένους αιώνες («Ερωτόκριτος», «Η δωδεκάτη ώρα» του Σαίξπηρ, «Ορέστεια» του Αισχύλου, κ.λπ.).
Όμως δεν θα προδώσουμε το τέλος, που είναι συγκινητικό και συναρπαστικό. Μπορείτε να αγοράσετε το βιβλίο και να το διαβάσετε.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment