Οι
υπόλοιπες μαντινιάδες από το μπλοκάκι
(Όλες.
Δεν είμαι ποιητής, πολύ φτωχική η παραγωγή μου, δεν έχω την πολυτέλεια να
σβήνω)
Τα καστανά σου
τα μαλλιά, γη πούρι και ξανθά ’ναι
αυτά μου δέσαν την
καρδιά, και όπου πας με πάνε
Πεινώ και μόλις
σε θωρώ, την πείνα μου ξεχνώ τη
χορταίνει με η
όψη σου κι η δροσερή σου νιότη
Τα καστανά σου
τα μαλλιά, του γέλιου σου η γλυκότη
αυτά μου κλέψαν
την καρδιά, μου σκλάβωσαν τη νιότη
Το νου μου πήρε
μια ξανθιά, δεν μου τον δίνει οπίσω
κι εδά κοπιώ ο
ταλαίπωρος, να τση ξελησμονήσω
Αφού μου πήρες
την καρδιά, κακούργα κοπελιά μου
να σου ξεχάσω
δεν μπορώ, δεν είναι μπλιο τσ’ εξάς μου
Σ’ όλο το σώμα
ανατριχιώ, όλος γροικώ και λιώνω
Η δροσερή σου η
αναπνιά, όντε μ’ αγγίζει μόνο
Τα χείλη σου
τριαντάφυλλα σκορπούν όταν γελούνε
και με γεμίζουν
με χαρά, κάθε όταν με φιλούνε
Κοντά σαν σ’ έχω
χαίρομαι να σε θωρώ μικρή μου
μα και σαν
λείπεις σε θωρούν τα μάτια της ψυχής μου
(Εύκολα
αναγνωρίζεται το σολωμικό διακείμενο)
Στην αγκαλιά σου
έχε με μέσα βαθιά χωσμένο
να με φιλάς να
σε φιλώ να μη σ’ αποχορταίνω
Τα χείλη σου
τριαντάφυλλα σκορπούν όταν γελούνε
με το γλυκό τους
άρωμα με πνίγουν, με μεθούνε.
Η ζήση σου ’ναι
ζήση μου η ανάπνια σου πνοή μου
σε κάθε σου
αναστεναγμό σπαράσσει το κορμί μου
Ποιος σου ’χει
ράνει το κορμί μ’ άνθη, δροσιές και κρίνα
κι αλλού ποθές
δεν έχω βρει πιο μυριστά από κείνα;
Ποιος σου ’χει
βάλει στην ψυχή γλυκιά μου γλύκα τόση;
τη δροσεράδα της
καρδιάς ποιος σου την έχει δώσει;
Τα μάτια τ’
αμυγδαλωτά, τα στήθη σου τ’ αφράτα
τα χείλη σου τα
ολόγλυκα, ποιος Θεός σ’ τα ’χει πεμπάτα;
Ποια σμίλη σού
τα λάξεψε κείνα τα δυο λακκάκια
πάνω στα δυο σου
μάγουλα, δίπλα στα δυο χειλάκια;
’Πο ποια νεράιδα
τα ’κλεψες τα όμορφά σου κάλλη
και σαν εσένα
πουθενά στον κόσμο δεν είν’ άλλη;
Η
τρυφεράδα της καρδιάς κι η γλύκα της ψυχής σου
πόσο
ομορφοστολίζουνε κι ανθίζουν το κορμί σου
Στη
γέμωση του φεγγαριού θωρώ το πρόσωπό σου
όλα
τ’ άστρα χλωμιάζουνε και λάμπει το δικό σου
Απ’
τη δροσιά πιο δροσερή είναι η αγκαλιά σου
κι
από τη γλύκα πιο γλυκά στο στόμα τα φιλιά σου
Δεν
θέλω γω να σε θωρώ στη χάση και στη φέξη
γι’
αυτό α σε κάνω ταίρι μου ό,τι καιρό κι αν βρέξει
Τον
κρίνο έχεις στην καρδιά, τριαντάφυλλο στα χείλη
και
το χρυσάφι των μαλλιών σου λάμπει από ’να μίλι
Κραυγή
της αγωνίας μου, βογγητό τσ’ έκστασής μου
κι
αγάπης αναστεναγμός μέσα στη θύμησή μου
Στη
γαλανή της θάλασσας την απεραντοσύνη
απλώνεται
η αγάπη μου ατέλειωτη για κείνη
Στην
απεραντοσύνη της η τρυφερή σου αγκάλη
στάζει
ολόγλυκους χυμούς και μυρωδάτα κάλλη
Μέλι
στάζει απ’ τον κόρφο σου, ζάχαρη απ’ τα φιλιά σου
Μαργαριτάρια
χύνονται απ’ τα δροσόγελά σου
’Π
τα παραθύρια των ματιών θωρώ μεσ’ στην ψυχή σου
να
λάμπουν πλήσιες ομορφιές και πρώτη η αρετή σου
Σου
το ’πανε πως σ’ αγαπώ κι όταν με ανταμώνεις
μου
ρίχνεις δυο κλεφτές ματιές και κρυφοκαμαρώνεις
Ποιος
σού ’βαλε τσι ρουφιανιές και όντε μου παντήξεις
αλλού
γυρνάς τη μούρη σου κι ε θες να με ξανοίξεις;
Μα
’γω μικρή μου σ’ αγαπώ, σου το ’χω λεομένο
ποτέ
μου δεν θα σ’ αρνηθώ κι ας μ’ έχεις πικραμένο
Εγίνηκε
η καρβουνιστιά που ’ψες στα σωθικά μου
κι
εδά ’ναι που α γενεί οφτή η δόλια η καρδιά μου
Τα
κάτεχες εξέμαθες, τα μού ’λεγες εξείπες
μου
πήρες όσα μού ’δωσες και πράμα δεν μ’ αφήκες
Άχι
και να το κάτεχα είντά ’θελ’ α μου ξώσεις
να
φας την απολυταρά να πας από ’κεια που ’ρθες
(Η έλλειψη ρίμας
για να τονισθεί η σάτιρα)
Γλυκά
’ν’ τα σύκα στη συκιά γλυκά ’ν’ και τα σταφύλια
γλυκά
’ν’ τα πετροκέρασα πού ’χεις στα δυο σου χείλια
Ποιαν
εβδομάδα, ποιον καιρό, ποιο μήνα, ποιαν ημέρα
θα
κάμουμε το γάμο μας γλυκιά μου περιστέρα;
(Μου ήλθε καθώς
διάβαζα τους στίχους 335-336 από τη «Θυσία του Αβραάμ»: Και πότε θα σε
καρτερεί ο κύρης κι η μητέρα; Ποιαν εβδομάδα, ποιο καιρό, ποιο μήνα, ποιαν
ημέρα; Ανάλογη έμπνευση έχει και το παρακάτω δίστιχο)
Ποια
ταχυνή, ποια αργατινή, θα μπεις στην αγκαλιά μου
να
σ’ έχω μεσ’ στα χέρια μου ως σ’ έχω στην καρδιά μου;
Εστέρεψε
η έμπνευση, επάγωσε η ψυχή μου
κι
οι στίχοι αυτοί που σού ’γραψα δεν είναι μπλιο δικοί μου.
Όσες
κοπέλες κι αν ιδώ γλυκιά μου περιστέρα
μου
φαίνονται όλες σκοτεινές μα σένα κράζω μέρα
(Εμπνευσμένη από
ανάλογους στίχους του «Ερωτόκριτου»)
Γιάντα
δε φεύγω; Γιάντα αργώ; Είντ’ άλλο μπλιο απομένει;
διστάζω
ακόμη, ή αγαπώ, την τόσο αγαπημένη;
(Από τον
«Βασιλιά το Ροδολίνο»)
Ήφτασε
το φθινόπωρο, τα σύννεφα πλακώσαν
του
ήλιου σβήστηκε το φως, κι οι ελπίδες μαραζώσαν
Το
διάβασμά ’χα σύντροφο, το γράψιμο για φίλο
παρηγοριά
τη λύρα μου, κι εδά ’βρηκα το στίχο
Το
τι ’χεις μέσα στην καρδιά δείχνει το πρόσωπό σου
και
ό,τι κι αν λεν τα χείλη σου το λένε στανικώς σου
(Από τον
«Ερωτόκριτο»)
Όλες
μου φαίνονται άσκημες και δίχως καμιά χάρη
όλες
σαν νύχτα σκοτεινή κι εσύ ’σαι το φεγγάρι
(Από τον
«Ερωτόκριτο»)
Μοίρα,
όσα θέλεις πέψε μου βάσανα, μη διστάσεις
μα
μια σταλαματιά κακό στην αγαπώ μη στάξεις
(Από τον
Ερωτόκριτο)
Ιδεοψυχαναγκασμός
είναι ο έρωτάς μου
κι
εξαρτημένη αντίδραση που σ’ έχω στην καρδιά μου
Εξαρτημένο
ερέθισμα είναι η ομορφιά σου
με
μιαν επανεξάρτηση θα φύγω από κοντά σου
Γη sublimation είν’ αυτό, γη πάλι ’είν’ acting out
καλά
την κάνει τη δουλειά, her to forget I’m about
(Το να γράφω
δηλαδή μαντινιάδες. Διάβαζα τότε μετά μανίας ψυχολογία)
Πολλώ
λογιώ ’ν’ τα βάσανα που ο άνθρωπος αντέχει
μ’
από τσ’ αγάπης τον καημό χειρότερο δεν έχει
Γιάντα
να σ’ έχω στην καρδιά να λιώνω απ’ το μαράζι
να
τ’ άξιζες τουλάχιστον θα ’λεγα δεν πειράζει
Εσύ
θαρρείς πως ήπιασες τον πάπα από τ’ αρχ#δ#α
και
θες με γιο εφοπλιστή ν’ αλλάξεις δαχτυλίδια.
Μόνο
μια νύχτα να ’σουνα μέσα στην αγκαλιά μου
κι
ήθελ’ α σβήσει μονομιάς ο πόνος της καρδιάς μου
Χίλια
χρυσά χαμόγελα σπέρνεις στο πέρασμά σου
και
τον καθένα που σε δει θαμπώνει η ομορφιά σου
Το
κάθε σου χαμόγελο κι η κάθε μια ματιά σου
μου
τη μαγεύει την καρδιά, ως κι η πορπατηξά σου
Καινούρια
αγάπη ήβαλα μέσα στην αγκαλιά μου
από
την πρώτη πιο καλή, φως και παρηγοριά μου
Να
’ταν πουλί η αγάπη σου και να τηνε σφαλίξω
μεσ’
στης καρδιάς μου το κλουβί, ποτέ να μην τσ’ ανοίξω
Μακρά
’σαι μα στον ύπνο μου έρχεσαι κάθε βράδυ
ωσάν
φεγγάρι ολόγιομο και διώχνεις το σκοτάδι
Να
’χα φτερά στους ώμους μου να πέταγα κοντά σου
να
ξημεροβραδιάζομαι μέσα στην αγκαλιά σου
Να
’χα τ’ αθάνατο νερό μ’ αυτό να σε ποτίσω
εσύ
να ζεις παντοτινά κι εγώ ας ξεψυχήσω
Εσύ
’σαι μεσ’ στη σκέψη μου, εσύ ’σαι στην ψυχή μου
εσύ
’σαι που εγέμισες όλη την ύπαρξή μου.
Τα
πλούτη δεν τα πόθησα, η δόξα δεν μου κάνει
μέσα
σε τούτη τη ζωή η αγάπη σου μου φτάνει.
Δεν
έχει μέτρο ο έρωτας και ζύγι η αγάπη
γιατί
’ναι φλόγα της καρδιάς και μέρα νύχτα ανάφτει
Θέλω
δε θέλω σ’ αγαπώ, θέλω δε θέλω λιώνω
θέλω
δε θέλω καίγομαι, στην πίκρα και στον πόνο
Θέλω
δε θέλω σ’ αγαπώ, θέλω δε θέλω λιώνω
θέλω
δε θέλω σα σε δω, ποθώ σε και φουντώνω.
Σε
όλες σχεδόν τις μαντινιάδες έχω και ημερομηνίες. Εδώ θα βάλω μόνο την
καταληκτική:
12-11-83
Έργα
του συγγραφέα
1. Παραψυχολογία,
μύθος ή πραγματικότητα,
Αθήνα 1981, β' έκδοση
1991, Θυµάρι, σελ. 167.
2. Η αναγκαιότητα του μύθου,
Αθήνα 1987, Θυµάρι,
σελ. 151.
3. Περιβάλλον διατροφή και ποιότητα ζωής,
Αθήνα 1988, β' έκδοση
1992, Θυµάρι, σελ. 255.
4. Οικολογία και δημοκρατία,
Αθήνα 1989, Θυµάρι,
σελ.11Ο.
5. Η Λαϊκότητα της Κρητικής Λογοτεχνίας,
Αθήνα 1990, Δωρικός,
σελ. 143.
6. Το Χωριό µου: Από την αυτοκατανάλωση στην αγορά,
Αθήνα 1995, Θυµάρι σελ. 139.
7. Ο Χορός της βροχής, οικολογικά παραμύθια
και
διηγήματα.
Αθήνα 1988, ΚΕΠΚΑ, σελ.
96.
8. Αφηγηματικές Τεχνικές: Ελληνική πεζογραφία και
δραματουργία (διδακτορική διατριβή).
Αθήνα 2000, Gutenberg,
σειρά: Το Μυστικό και το Παράδειγμα, σελ. 400.
9. Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας,
Αθήνα 2010, ΑΛΔΕ σελ. 167
10. Το Φραγκιό,
Αθήνα 2011, ΑΛΔΕ, σελ. 55
No comments:
Post a Comment