Γιώργος Βέης: Βλέπω, Ύψιλον/βιβλία 2013, σελ. 139
Η παρακάτω κριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Να ξεκινήσουμε από
τον τίτλο: «Βλέπω»: με την αυτοσυνειδησία του ποιητή που ξέρει ότι «βλέπει»
πράγματα που ο κοινός άνθρωπος δεν βλέπει.
Είναι η τελευταία
ποιητική συλλογή του ποιητή Γιώργου Βέη, τον οποίο έχουμε γνωρίσει κυρίως ως
συγγραφέα ταξιδιωτικών εντυπώσεων. Έχουμε παρουσιάσει τα βιβλία του «Έρωτες τοπίων», «Από το Τόκιο στο Χαρτούμ», «Στην απαγορευμένη
πόλη» και «Μανχάταν-Μπαγκγκόκ».
Περίμενε αρκετό
καιρό μέχρι να εκδώσει ο Βέης τα ποιήματά του, δημοσιευμένα κατά καιρούς σε
διάφορα έντυπα, γιατί πρώτη φορά βλέπουμε μια τόσο πολυσέλιδη ποιητική συλλογή.
Χωρίς θεματική ενότητα, με μόνο ενοποιητικό ιστό αυτό το «βλέπω», τα ποιήματα
αυτά κινούνται μέσα σε ένα ευρύ φάσμα, από την ιμπρεσιονιστική εντύπωση («Λεπτοκαρυές,
προπετείς πάντα», «Κορμοράνοι ζεσταίνονται στον ήλιο», «Πάλι εσύ, το πρώτο
βουνό», «Το εγκαταλελειμμένο σιτροέν»), συχνά με συνειρμικές αναλογίες («Άλογα
στη βροχή», «Μάρμαρο», «Πέτρες»), μέχρι την ταξιδιωτική ανάμνηση («Ανταποκρίσεις»,
«Αλεξανδρούπολη», «Μέσα στο φως της Ορεστιάδας») ή την ιστορική («Το παλτό του
Βενέδικτου», «Αντόνιο Ματσάδο»), και τον quasi δοκιμιακό σχολιασμό («Μας
ονειρεύτηκε στην άκρη της λίμνης»). Μέσα σ’ αυτά χωράνε και στίχοι από ξένους
ποιητές, όπως.
«…η ζωή, αυτός ο
δισταγμός μεταξύ/ ενός θαυμαστικού κι ενός ερωτηματικού, που λέει ο Πεσσόα»
(σελ. 25).
Άλλες φορές όμως ο
Βέης δεν αποκαλύπτει τα διακείμενά του:
«Ας πούμε λοιπόν ότι
ο κόσμος μας είναι πράγματι ο καλύτερος/ από όλους τους πιθανούς κόσμους» (σελ.
34).
Να το πάρει το
ποτάμι; (γι’ αυτούς που δεν το ξέρουν, εννοείται).
Ας το πάρει.
Το είπε ο Λάιμπνιτζ.
(Αυτοί που δεν τον
ξέρουν ας τον ψάξουν στη βικιπαίδεια).
Στο «Ενθύμιον», ένα
ποίημα για το ποίημα, ορίζοντάς το, καταλήγει ο Βέης: «Μήπως το κάθε ποίημα δεν
είναι… ένα οδόφραγμα στη μιζέρια;» (σελ. 27).
Υπάρχουν και
ποιήματα μιας πρατικακικής οντοφάνειας, όπως «Η ευφράδεια των σπάρτων».
Έχουν εξασφαλίσει
μια ή δυο αιωνιότητες
τα κύτταρά τους εγγύηση της αέναης επιστροφής
πιστός δάσκαλος,
φρόνιμος μαθητής ο κάθε μίσχος τους
με την άνοιξη να
βιάζεται να εκμυστηρευθεί τα πάντα.
καθώς και στίχοι με
εντελώς πρωτότυπες μεταφορές, οι οποίες είναι το χρυσορυχείο της ποίησης, όπως
οι παρακάτω, καταληκτικοί στα ποιήματα όπου βρίσκονται, δημιουργώντας ένα
εντυπωσιακό εφέ τέλους:
Κορμοράνοι, η
αφήγηση του κόσμου
Οι λυγμοί των
ναυαγών τα σμαράγδια μας
Από τα ποιήματα θα
ξεχωρίσουμε ακόμη το πολύστιχο ψευδο-σονέτο «Γράφοντας τελευταία φορά στον
Μάριο Μαρκίδη», καθώς και τα «Στάση ζωής» και «Είναι το επιστέγασμα:» για την
πρωτοτυπία τους, το να προχωράει δηλαδή το ποίημα συνθετικά, από την περιγραφή
του αντικειμένου στη μορφή του και όχι αντίστροφα, αναλυτικά, όπως γίνεται σχεδόν
πάντα, όπου το αναλυόμενο-περιγραφόμενο εμφανίζεται συχνά ήδη στον τίτλο. «το
αηδόνι» είναι ο τελευταίος στίχος στο πρώτο, και «γράφω για έναν ώριμο ψαραετό
της Λήμνου/ κι έχω ακόμα πολλά να πω γι’ αυτόν», είναι οι τελευταίοι στίχοι στο
δεύτερο.
Και ένα ακόμη: το
«Βιότοποι», με το οποίο αποτίει φόρο τιμής στην παραδοσιακή μας ποίηση, την
ποίηση του δημοτικού τραγουδιού και του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου. Δεν θα
παραθέσω τους σχετικούς στίχους, αλλά άλλους δεκαπεντασύλλαβους που άγρευσα στα
υπόλοιπα ποιήματα, όπως το έχω συνήθειο.
Εδώ θα σταματήσουμε,
αν βέβαια σωθούμε (σελ. 18)
…τα όξινα, τ’
αλκαλικά των συλλαβών μας όλων (σελ. 26)
…όχι αυτός, επ’
ουδενί, αλλά εγώ είμαι εκείνος (σελ. 46)
ούτε νιφάδα ακριβώς
ούτε βροχής λεπίδι (σελ. 60)
…που έχει όμως
δικαίωμα οργής και απωλείας (σελ. 66)
Έδωσα όλα τα χρώματα
των ρόδων στους ζωγράφους (σελ. 68)
το θρόισμα ενός
γράμματος/ ενός μορίου Γνώσης (σελ. 72)
άτυχες κι ολομόναχες
πάνω σ’ αυτό τ’ αστέρι (σελ. 109)
Το έχω ξαναγράψει ότι
ο δεκαπεντασύλλαβος κυλάει ασυνείδητα και όχι προγραμματικά, όχι μόνο ανάμεσα
σε στίχους ποιητών αλλά και σε πεζογραφήματα (άγρευσα άφθονους τέτοιους σε μια
μετάφραση της «Σαλαμπώ»
για την οποία γράψαμε πριν λίγες μέρες), κι αυτό φαίνεται από στίχους όπως οι
παρακάτω, που με ελάχιστη παρέμβαση γίνονται δεκαπεντασύλλαβοι:
Πώς άραγε να σ[ου]
το πω/ [και] πως (άραγε) να σ[ου] το γράψω (σελ. 50)
το σπίτι του [πολύ]
μακριά και η μπόρα το τυλίγει (σελ. 66)
Εξαφανίστη(κε κι) ο
φλογερός κόκορας της αυλής [μας] (σελ. 67)
αγάπη μην [την] πεις
ξανά, παρά μόνο πηγάδι (σελ. 78)
Διαβάζουμε:
«Τι θέλει άραγε τόση
ώρα να μας πει η παιωνία;
Μήπως ότι απ’ τον
πόθο μας λείπει η σοφή μουσική;»
Τουλάχιστον από τον
δικό μου δεν λείπει. Είναι η μουσική από την υπέροχη κινέζικη όπερα Κουν Τσου «Το περίπτερο με τις παιωνίες».
Βλέπω τον Βέη να
παίρνει το κρατικό βραβείο ποίησης με αυτή τη συλλογή. (Όχι, δεν το λέω για να
κάνω λογοπαίγνιο, το εννοώ).
No comments:
Post a Comment