Ελένη Στασινού, Ο οδηγός που άφησε το τρένο στη μέση του πουθενά, Γκοβόστης 2022, σελ. 231
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Έχω διαβάσει σχεδόν όλα τα βιβλία της φίλης μου της Ελένης της Στασινού, με τελευταίο το «Μαινάδες του Κηφισού». Σειρά έχει σήμερα το «Ο οδηγός που άφησε το τρένο στη μέση του πουθενά».
«Από τη γέννηση του μικρού Ζακχάρια ο ήλιος ανέτειλε δύο χιλιάδες εννιακόσιες είκοσι φορές περίπου κι εξακολουθεί να ανατέλλει μέχρι και αυτή τη μέρα του Ιουνίου που σηκώθηκε νωχελικά πάνω από την πόλη Θαμβία».
Έτσι ξεκινάει ένα από τα πρώτα κεφάλαια του μυθιστορήματος, δίνοντας το χρόνο και το χώρο που τοποθετείται η δράση. Η Θαμβία βέβαια είναι πόλη φανταστική. «…η Θαμβία ήταν ο σταθμός στο τέλος του πολιτισμού και στην αρχή της μεγάλης ερήμου που διαρκούσε αμέτρητες ώρες έως ότου διακρίνει την επόμενη πολίχνη». Ανάμεσα σε αυτές τις δυο πόλεις, στη μέση της ερήμου, στη μέση του πουθενά, ο μηχανοδηγός παράτησε το τραίνο. «Ο ίδιος με ένα μπουκάλι χλιαρό νερό και μια πετσέτα στο κεφάλι χάθηκε πίσω από τον πρώτο αμμόλοφο» (σελ. 231).
Ο συνειρμός: «Άντε και ντε», του Νίκου Μαμαγκάκη σε στίχους Γιάννη Ρίτσου, που το τραγούδησε ο Γιάννης Πουλόπουλος.
ασίκης μηχανοδηγός
με το μικρό μουστάκι του
καλό τιμόνι οδήγαγε
το τραίνο για τον ουρανό
άιντε και ντε...
Πραγματικό περιστατικό. Στη σύγκρουση δυο τρένων σκοτώθηκαν εικοσιένα άτομα, οι περισσότεροι φαντάροι (το τρένο για τον ουρανό).
Οι ήρωες είναι εβραίοι. Η Ελένη δίνει τη μετάφραση των περισσότερων. Συμεών είναι ο υπάκουος, Σαλομά είναι η ευτυχισμένη, κ.ά. Και, καθώς εκτυλίσσεται η πλοκή θα παρακολουθήσουμε τις ζωές τους, οι οποίες έχουν σημαντικές καμπές που θα τους αναστατώσουν ιδιαίτερα.
Θα παρακολουθήσουμε τέσσερις ιστορίες. Η πρώτη: «Η οικογένεια που σκάρωνε κουτσούνια» (τίτλος κεφαλαίου) με κεντρικό πρόσωπο τον Ζοχάρ, με δίπλα του την Χάνα.
«Ο πατέρας είχε κατασκευάσει καλούπια και σκόνη αργίλου. Η μάνα τα άλειφε με λίπος ή λάδι. Ο πατέρας ετοίμαζε το μείγμα από γύψο και λίγη σκόνη μαρμάρου, έριχνε νερό και ανακάτευε γρήγορα…» (σελ. 33).
Και ο Ζοχάρ τα πουλούσε.
Ζοχάρ σημαίνει Μνημόνιο (σελ. 130).
Αλήθεια, εμείς σε ποιο ζοχάρ είμαστε τώρα;
Στην επόμενη ιστορία θα συναντήσουμε τον Κεφά, έναν διεφθαρμένο πλούσιο
της περιοχής, τους δυο γιους του, την δεύτερη γυναίκα του Ταβιθά, καθώς και τον
γιο της από τον προηγούμενο γάμο της.
Η τρίτη ιστορία είναι του Αντρέ και της Έλι, που είχαν μια σύντομη ερωτική ιστορία. «Είχε ζήσει ξεχρεώνοντας επί χρόνια την δωδεκάωρη επανάστασή της». Αργότερα θα αγαπηθεί.
Η Ελένη, με την ποιητική της πρόζα, περιγράφει με εξαίσιο τρόπο της συνευρέσεις τους, χρησιμοποιώντας και κάμποσα αποσπάσματα από τον «Εκκλησιαστή».
«Την ώρα αυτή που είμαστε ένα, με την ιερή μου ακίδα απόλυτα εφαρμοσμένη στον ιερό σου κύκλο και σε κοιτώ στα μάτια, βλέπω χιλιάδες φορές να με καθρεφτίζεις στην αγάπη σου. Τότε ο άντρας μέσα μου, μπορεί να πεθάνει. Γιατί στην επιθυμία σου τον ανασταίνεις χίλιες φορές. Έτσι κι ο κάθε άντρας μπορεί να πλησιάσει τον θάνατο, να τον αγγίξει ή και να τον νοιώσει. Εφόσον γνωρίζει ότι η γυναίκα με τον έρωτά της θα του επιστρέψει τη ζωή, που αυτός ενταφίασε σε μια στάλα σπέρμα. Γιατί αγάπη μου, εκσπερματώνοντας ο άντρας κατά κάποιο τρόπο πεθαίνει. Έχει φτάσει στην υψηλότερη στιγμή της ζωής του κι εκεί ακριβώς έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο. Διότι αυτή τη στιγμή, χάνει κάτι απόλυτα δικό του, κάτι που τον επιβεβαιώνει και τον συντηρεί» (σελ. 53).
Έτσι εξηγείται το post coitum omnia animalia trista sunt, μετά τον οργασμό όλα τα ζώα είναι θλιμμένα.
Η τέταρτη ιστορία είναι η ιστορία του Χαγκαντά και της Ταμάρ.
Και ο μαγικός ρεαλισμός: Η κραυγή, τεράστια (ο συνειρμός με την «Κραυγή» του Μυνχ), προκάλεσε φωτιές και σεισμικές δονήσεις. Η Ταμάρ αυταναφλέχθηκε, μόνο η στάχτη της έμεινε.
Και τώρα κάποια αποσπάσματα.
«Ο χρόνος μπορεί να σκλαβώσει με τρεις τρόπους. Σαν παρελθόν. Αν γίνει κάτι τέτοιο δύσκολα πας μπροστά. Ο χρόνος μπορεί να σκλαβώσει σαν παρόν. Τότε φτύνεις το παρελθόν και δεν νοιάζεσαι για το μέλλον. Επίσης ο χρόνο μπορεί να σε σκλαβώσει και σαν μέλλον. Τότε νοιάζεσαι μόνο γι’ αυτό που θα κάνεις αύριο και χάνεις το τώρα, τη ζωή από τα χέρια σου» (σελ. 58-59).
«Ες αύριον τα σπουδαία», η δεύτερη περίπτωση.
«Η μικρή, και πιο όμορφη, είναι γυμνόστηθη και μόνο στη μέση της φορά λευκό χιτώνα. Φτιάχνει κλωστή με το αδράχτι, αλλά το μάτι του Ζοχάρ δεν μένει ούτε στο στήθος, ούτε στις ομορφιές της νεότητας, μα στα μάτια της – λίμνες πράσινες όπου παιχνιδιάρικες κόκκινες αστραπές τη διασχίζανε» (σελ. 60).
«Λίμνες τα μάτια σου βαθιές που οι πόθοι μου αρμενίσαν», ένα κρητικό τραγούδι που τόσο μου άρεσε που το έμαθα στη λύρα.
«Μετά συμφώνησαν σε κάτι ωραίο. Να διαβάζουν το ίδιο βιβλίο με τη σειρά και κατόπιν να συζητούν απάνω σ’ αυτό» (σελ. 79).
Το πρώτο που συζητήσαμε ήταν τα «Έντεκα λεπτά». Μια κουβέντα της ήταν αρκετή για να γράψω ένα βιβλίο (είπαμε, συχνά στις κριτικές μου αυτοβιογραφούμαι).
«Εκεί μέσα τα παιδιά γίνονται άντρες και οι άντρες γίνονται παιδιά» (σελ. 80).
Πού;
Στη μαγική σπηλιά. Τώρα τι συνέβαινε εκεί μέσα, βάλτε τη φαντασία σας να δουλέψει.
Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που συναντήσαμε:
την έλλειψη ανέσεων στο σπίτι του αδελφού (σελ. 22)
Σκληρή, γριά και άσχημη, σαν τη δουλειά που κάνει (σελ. 60)
Θα σε πλουτίσω σήμερα με τα κοσμήματά μου (σελ. 72)
Ώστε ο σπόρος του ληστή, του μιαρού ερωτύλου (σελ. 85)
Και τα χιλιάδες μυστικά που έκρυβαν τα τραίνα (σελ. 214)
Ελένη μου, εξαιρετικό το βιβλίο σου, καλοτάξιδο να είναι.
No comments:
Post a Comment