Ελένη Στασινού, Μαινάδες του Κηφισού, Γκοβόστης 2018, σελ. 375
Η παρακάτω
βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένας μεγάλος
έρωτας, μια μεγάλη εξέγερση, με φόντο το αλάτι
Μετά τα «Βρωμοθήλυκα της
ιστορίας» η Ελένη Στασινού μας δίνει το καινούριο της μυθιστόρημα, «Μαινάδες του Κηφισού», με τον υπότιτλο «ιστορία από νερό κι αλάτι».
Έχουμε τους ήρωες της ιστορίας όπως σε κάθε
μυθιστόρημα, όμως ο αφηγηματικός ιστός είναι το αλάτι, εξ ου και ο υπότιτλος.
Όλοι οι ήρωες, περισσότερο ή λιγότερο, σχετίζονται με το αλάτι, και οι ιστορίες
τους περιπλέκονται από την ύπαρξή του. Διαβάζουμε αρκετά για την παρασκευή του
αλατιού, καθώς και για μύθους, προλήψεις και ιστορίες σχετικές με το αλάτι.
Κεντρική ηρωίδα είναι η Βιργινία.
Δίπλα σ’ αυτήν είναι ο άντρας που την αγαπά
και που θα τον παντρευτεί. Πίσω της είναι ο πατέρας της με τους φίλους του, που
οι διάφορες (παρ)ανομίες τους θα αποτελέσουν καταλύτη για τις μεταγενέστερες
εξελίξεις.
Και οι μαινάδες;
Αυτές είναι οι φίλες της Βιργινίας.
Γιατί μαινάδες;
Γιατί συμπεριφέρθηκαν σαν μαινάδες απέναντι
σε δυο νεαρούς.
Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη, η πλοκή
των οποίων τοποθετείται σε τρεις χρονικές περιόδους. Η πρώτη είναι η κατοχική
και η μετακατοχική. Τέσσερις φίλοι αγαπούν την ίδια γυναίκα. Θα τους την κλέψει
κυριολεκτικά κάτω από τα μάτια τους ο ένας.
Ο ένας αυτός εμφορείται και από το ιδανικό
μιας καινούριας κοινωνίας. Οι άλλοι τρεις είναι τα λαμόγια, που θα πλουτίσουν
με διάφορες παρανομίες. Ο ένας από τους τρεις θα το φέρει βαρέως που στη
μοιρασιά ρίχτηκε. Οι άλλοι δυο έγιναν μεγάλοι και τρανοί, αυτός απλός
ταβερνιάρης.
Ο γιος της όμορφης και του αριστερού θα
ερωτευθεί την Βιργινία, την κόρη ενός από τα λαμόγια. Θα κάνει μεγάλες, μα πάρα
πολύ μεγάλες θυσίες για χάρη της. Την ιστορία του έρωτά τους θα την
παρακολουθήσουμε στο δεύτερο μέρος. Όσο για το τρίτο, τους βλέπουμε
παντρεμένους, εδώ και δεκατρία χρόνια.
Είναι ευτυχισμένη η Βιργινία από αυτόν τον
γάμο;
Στο διδακτορικό μου πραγματεύθηκα
μυθιστορήματα πέντε συγγραφέων, πολλά από τα οποία είχαν ως θέμα το δίπολο «συμβιβασμός/μη
συμβιβασμός». Σε όλα ο μη συμβιβασμός προβάλλεται ως υπέρτατη αξία, όμως το
τίμημα είναι συχνά πολύ ακριβό.
Το τίμημα αυτό το πλήρωσε και η Βιργινία, που
αρνήθηκε να συμβιβαστεί.
Όμως ας μην κάνουμε spoiler, μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο.
Το ύφος της Στασινού είναι το γνωστό μας από
τα προηγούμενα βιβλία της: ένας τιθασευμένος λυρισμός, που αφήνει όλο και
περισσότερο χώρο στον διάλογο. Αυτό φαίνεται ολοκάθαρα αν το συγκρίνει κανείς
με την «Απόδραση στο φως», βιβλίο του 1999 το οποίο παρουσιάσαμε πρόσφατα.
Το δοκιμιακό στοιχείο είναι επίσης αρκετά έντονο.
Αλλά το μυθιστόρημα αυτό έχει και αρκετά
καινούρια στοιχεία. Πρώτα πρώτα έχει αρκετές υποσημειώσεις, παραθέτοντας
ιστορικές και άλλες πληροφορίες. Επίσης έχει τρία επιμύθια. Το πρώτο
τοποθετήθηκε μετά το τέλος, γιατί διαφορετικά θα λειτουργούσε περίπου ως spoiler. Το δεύτερο είναι τα γράμματα που έγραψε
κάποια από τις αλυκές στον άντρα της Βιργινίας ενημερώνοντάς τον για τη γυναίκα
του. Το τρίτο περιέχει ορισμένες από τις ιστορίες που αφηγούνταν το βράδυ, μετά
τη δουλειά της ημέρας στις αλυκές, όλοι τους με την προσμονή ποιανού την
ιστορία θα προκρίνει η Βιργινία σαν την καλύτερη για να δώσει το έπαθλο. Όμως η
πιο μεγάλη πρωτοτυπία είναι η ενσωμάτωση στην αφήγηση αποσπασμάτων από άλλα
έργα της λογοτεχνίας, συχνά με πλαγιαστά, με την αναφορά της προέλευσής τους σε
υποσημείωση. Το μόνο ανάλογο που έχω υπόψη μου είναι η ενσωμάτωση στίχων παλιών
κινέζων ποιητών σε καινούρια ποιήματα, χωρίς αυτό να θεωρείται λογοκλοπή·
απεναντίας, έδειχνε την ικανότητα και την κουλτούρα του ποιητή.
Και τώρα κάποια αποσπάσματα, όπως το
συνηθίζουμε.
Και πρώτα πρώτα ένα που περιγράφει τη δουλειά
στις αλυκές.
«Τι να πρωτοέλεγε λοιπόν σήμερα; Για το
γέμισμα των αλατο-χωραφιών με τα νερά, με το που πήγαιναν; Για τον μόχθο που
είχαν μετά για να βγάζουν και να κουβαλούν σε κουβάδες τη λάσπη και τη βρωμιά
που είχαν κατακαθίσει; Για την άντληση του νερού με τους νερόμυλους, τα
κουβαδάκια, όπως τα έλεγαν; Σκληρές δουλειές, χειρωνακτικές. Κι ύστερα να
βλέπεις τους άντρες να σκάβουν τις θίνες με γκασμά κι άλλους με σύρτη και
φτυάρια να το συγκεντρώνουν σε σωρούς και, στη συνέχεια, παιδιά, γυναίκες και
λιγοστοί άνδρες να το μεταφέρουν στις προσωρινές αποθήκες απ’ όπου και θα το
έπαιρναν για καθάρισμα από τις λάσπες, με πλύσιμο από θαλασσινό νερό, κι όλα
αυτά στη λάβρα του ήλιου;» (σελ. 122).
Θα διαβάσουμε και άλλες ανάλογες περιγραφές.
«Λέω πως αυτός που έχει αδικηθεί έστω και
πικραμένος, μπορεί να κοιμηθεί. Μα αυτός που ευθύνεται για κακό, περνάει θηλιά
στο λαιμό του κι όπου πάει κι ό,τι κάνει, να ησυχάσει δεν μπορεί» (σελ. 136).
Αυτή είναι και η κύρια διαφορά ανάμεσα στο
δράμα και την τραγωδία.
«Γιατί λαξευμένες λευκές γάμπες πλανούσαν
κάθε βλέμμα… για να αφεθεί εκεί όπου η γεωμετρία ανάπαυε το ωραιότερό της
σχήμα. Είχε καιρό τώρα σχηματίσει τις καμπύλες» (σελ. 202).
Αυτή είναι η Βιργινία· που, παρεμπιπτόντως,
από τον τρόπο που την περιγράφει η Στασινού μου έφερνε στο μυαλό μια
κινηματογραφική ηρωίδα, η Μιράντα, από την ταινία του Peter Weir «Πικνίκ στον κρεμαστό βράχο».
Συχνά αυτοβιογραφούμαι στις κριτικές μου.
Διαβάζοντας το βιβλίο της Στασινού ήρθε στην επιφάνεια μια παλιά μου ανάμνηση.
Πρέπει να ήμουν φοιτητής. Λούζομαι και
ξεπορτίζω αμέσως. Κάτι ξεχνάω και κάνω να γυρίσω πίσω. Και τι βλέπω; τη μάνα
μου με την αλατιέρα να με αλατίζει. Ο λουσμένος είναι ευάλωτος στο κακό μάτι,
έπρεπε να το ξορκίσει. Το έκανε στα κρυφά, μην την πάρω χαμπάρι και της βάλω
τις φωνές ή την κοροϊδέψω.
Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι αν της έβαλα
τις φωνές ή την κοροΐδεψα.
Εξαιρετικό και αυτό το βιβλίο της Ελένης
Στασινού, της ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο.
Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι με τους
οποίους τελειώνουμε τις αναρτήσεις μας.
Ας πούμε σαν
βεβήλωση μια ιερής ουσίας (σελ. 41)
Εγώ τον λέω
Γέρακα, εσύ τον λες προδότη (σελ. 79)
Τότε τον
αντιλήφθηκε στο άνοιγμα της πόρτας (σελ. 107)
Θραύσματα
διηγήσεων λάθρα αποκτημένων (σελ. 112)
Βέβαια ήμουν
σίγουρος για την ορθή σου κρίση (σελ. 120)
Αχτένιστη και
άπλυτη, ίδιο άγριο ζώο (σελ. 132)
Ενώ συνάμα την
τραβούν, γελούν και την πειράζουν (σελ. 134)
Μέσα της έβγαζαν
φωτιές και μύριζαν θειάφι (σελ. 136)
Όσο μιλά και
εξηγεί το ύφος της αλλάζει (σελ. 145)
Σταμάτησε από
μόνη της, δεν είχε σημασία (σελ. 146)
Η Εύα τιμωρήθηκε
για τον καρπό της γνώσης (σελ. 155)
Και τώρα που το
σκέφτομαι πιστεύω πως έτσι είναι (σελ. 159)
Καλύτερα να έλεγε
πως την απεχθανόταν (σελ. 187)
Και η Διδώ την
κοίταξε υπενθυμίζοντάς της (σελ. 210)
Βουητό και τις
φωνές που έσκισαν τη νύχτα (σελ. 216)
Άσε που τα
κορίτσια τους τα ρίχνανε σε σπίτια (σελ. 216)
Που γέμιζε τις
νύχτες του στάχτες από τσιγάρα (σελ. 220)
Και έμεινε
ακίνητος στο άνοιγμα της πόρτας (σελ. 261)
Στην πλάτη της
καρέκλας του ο καρφωμένος Ίων (σελ. 279)
Να ψάξει
συμπεριφορές ώστε να την τονίσει (σελ. 282)
Που προκαλούσε
θαυμασμό δίχως να φέρνει δέος (σελ. 282-283)
Που έγινες
γυναίκα μου και μάνα των παιδιών μου (σελ. 291)
Στο σκοτεινό
δωμάτιο των παιδικών του χρόνων (σελ. 305)
Το στήθος του
μεγάλωνε ώστε να τη χωρέσει (313)
Οι λέξεις και τα
πράγματα χάνουν τα όριά τους (σελ. 329)
Που οργισμένο
στρίγγλιζε μέσα στην αγκαλιά Του (σελ. 364)
Ίσως
τρομακτικότερο και απ’ αυτή την ίδια (σελ. 365)
Όμως να δώσω από ένα δείγμα και από άλλα
μέτρα που εντόπισα.
Να τρυγήσει
ελπίδα στους δρόμους (σελ. 105, ανάπαιστος). Θα ξανακάνω το σχόλιο, αν
αφαιρέσουμε το «Να» έχουμε αμφίβραχυ. Το έχω συναντήσει πολλές φορές σε άλλα
κείμενα.
Σεπτέμβρης στη μέση
του, Σάββατο βράδυ (σελ. 320, αυθεντικός αμφίβραχυς αυτός).
Δεν σταμάτησε
μαζί τους (σελ. 321, τροχαίος)
Μπήκε στη θάλασσα
κι απομακρύνθηκε (σελ. 321, δάχτυλος).
Μπάμπης
Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment