Book review, movie criticism

Wednesday, August 29, 2012

Κατωχωρίτικες ιστορίες, 19η ιστορία, Ο καφές



Κατωχωρίτικες ιστορίες, 19η ιστορία, Ο καφές

  Ο Γιάννης είναι τυφλός. Δηλαδή στραβός. Γι’ αυτό και τον λένε Στραβογιαννιό.
  Το Στραβογιαννιό είναι οικογενειάρχης. Έχει γυναίκα και τρία παιδιά, μια κόρη και δυο γιους. Με το μικρότερό του γιο, τον συγχωρεμένο τον Νικολή, ήμασταν συμμαθητές και φίλοι.
  Παίζει και βιολί. Καλό βιολί. Κατά καιρούς γυρνάει το πανελλήνιο. Στέκεται μπροστά στις εκκλησίες, στα πανηγύρια, και ζητιανεύει. Ο κόσμος του δίνει λεφτά. Εκτός του ότι παίζει καλό βιολί είναι και τυφλός. Πραγματικός τυφλός, όχι όπως ο Φωτόπουλος, που το έπαιζε «αόμματος» στην «Κάλπικη λίρα». Με τα λεφτά που μαζεύει δανείζει τους χωριανούς που έχουν ανάγκη. Δάνειζε και τον πατέρα μου τότε που ήμουν φοιτητής και έπρεπε να μου στέλνει λεφτά. Όχι τοκογλύφος, αλλά φυσικά με το αζημίωτο.
  Αυτά χρόνια πριν, γιατί είναι και αυτός συγχωρεμένος. Εδώ και χρόνια.
  Ο Στέλιος είναι καφετζής.
  Μια μέρα το Στραβογιαννιό πηγαίνει στο καφενείο του και του παραγγέλνει καφέ. Ο Στέλιος φέρνει τον καφέ, και τον ακουμπάει στο τραπεζάκι του. Αθόρυβα, γιατί το Στραβογιαννιό δεν παίρνει χαμπάρι. Περιμένει τον καφέ του, περιμένει, πού να φανταστεί πως ο καφές είναι μπροστά του. Αφού έχει περάσει αρκετή ώρα, και η υπομονή του επίσης έχει περάσει τα όριά της, φωνάζει στον Στέλιο.
  -Έ, Στέλιο, θα μου φέρεις καμιά φορά τον καφέ;
  Και ο Στέλιος:
  -Στραβός είσαι; Δεν τον βλέπεις που είναι μπροστά σου;

Tuesday, August 28, 2012

Μια συμπλήρωση στην 21η Ιστορία «Του τάφου», με τίτλο «Το δώρο».



  Μια συμπλήρωση στην 21η Ιστορία «Του τάφου», με τίτλο «Το δώρο».
 Τελικά παραείμαι επιφυλακτικός με τα ονόματα. Ο ομογενής που έκανε δώρο τους τάφους ονομάζεται Ματθαίος Παχλιτζανάκης, που πρόσφατα εξέδωσε την ποιητική του συλλογή «Χαίρε Σύμπαν Ασύμπαντο».
  Και δυο ανέκδοτα με αυτόν. Όντας κοινοτάρχης ανακαίνισε το νεκροταφείο του Καβουσίου. Σε επίσκεψη του Δημάρχου, του προτείνει αστειευόμενος: -Τι λες δήμαρχε, να βάλουμε και μια επιγραφή που να γράφει «Ανοίξαμε και σας περιμένουμε;».
  Και το δεύτερο:
  Τον σταματάει ο τροχονόμος. Κοιτάζει το δίπλωμά του και του λέει ότι είναι ληγμένο. Και ο Παχλιτζανάκης: «Σου το έδωσα να το δεις, όχι να το φας».

Σταντάλ, Το κόκκινο και το μαύρο



Σταντάλ, Το κόκκινο και το μαύρο (μετ. Γεωργίου Σπανού), εκδόσεις Deagostini Hellas 2000, σελ. 414

  Διαβάζω στην εισαγωγή ότι ο Stendhal ήθελε το όνομά του να προφέρεται Στεντάλ. Δεν το ήξερα. Θυμάμαι ότι το διόρθωσα σε κάποια βιβλιοκριτική μου. Παρ’ όλ’ αυτά ο διάσημος γάλλος συγγραφέας είναι γνωστός σαν Σταντάλ, και αυτό το όνομα αναγράφεται στο εξώφυλλο του βιβλίου.
  Το μυθιστόρημα αυτό το διάβασα πριν 11 χρόνια. Το ξαναδιάβασα ακολουθώντας το σχέδιό μου να ξαναδιαβάσω τα κορυφαία έργα των κλασικών που έχω ήδη διαβάσει. Εδώ στην Κρήτη βρήκα και τα δυο αριστουργήματα του Σταντάλ, είπα ευκαιρία είναι να τα διαβάσω πριν επιστρέψω στην Αθήνα.   
  Ξαναδιαβάζοντας ένα βιβλίο μετά από χρόνια το προσλαμβάνεις περισσότερο ή λιγότερο διαφορετικά από ό,τι τότε που το πρωτοδιάβασες. Το ίδιο συνέβη και με μένα, ξαναδιαβάζοντας το «Κόκκινο και το μαύρο».
  Διαβάζω για το συμβολισμό του κόκκινου και του μαύρου, για τις ερμηνείες που έχουν προταθεί. Θα προτείνω τη δική μου: το κόκκινο συμβολίζει τον παθιασμένο βοναπαρτιστή που κρύβει μέσα του ο Ζυλιέν Σορέλ, τον αληθινό εαυτό του, και το μαύρο τη μάσκα του ευλαβούς ιεροσπουδαστή, την οποία έπρεπε να φορέσει υποχρεωτικά αν ήθελε να αναδειχθεί στην Γαλλία της Παλινόρθωσης. Όμως, τόσο το κόκκινο όσο και το μαύρο δεν αποτελούν την κύρια θεματική του έργου. Η κύρια θεματική του είναι ο έρωτας. Ίσως να μου ξέφευγε αν δεν είχα διαβάσει το «Περί έρωτος», έργο που έγραψε ο Σταντάλ πριν από το «Κόκκινο και το μαύρο», και, όπως διαβάζω τώρα στη βιβλιοκριτική που έγραψα για το βιβλίο, το έγραψε  για να ξεπεράσει μια ερωτική απογοήτευση.
  Ο ήρωας του έργου, ο Ζυλιέν Σορέλ, είναι ένας ταλαντούχος νεαρός αλλά ταπεινής καταγωγής. Ο πατέρας του είναι ξυλουργός. Είναι συμφεροντολόγος και κακομεταχειρίζεται αφάνταστα το γιο του. Ο Ζυλιέν ονειρεύεται να ανέβει κοινωνικά, να διακριθεί, όπως έγινε με τόσους και τόσους νέους την εποχή του Ναπολέοντα.   
  Δεν ξέρω αν έχει προταθεί όρος ανάλογος με τον γερμανικό Bildungsroman, που να αναφέρεται σε έργα με πρωταγωνιστές φιλόδοξους νεαρούς, κάτι σαν Roman de ambition, μια και τα σχετικά μυθιστορήματα είναι γαλλικά. Εκτός από τα εξίσου κορυφαία «Μπάρμπα Γκοριό» του Μπαλζάκ και «Φιλαράκος» του Μωπασάν (αυτό το διάβασα πρόσφατα), σίγουρα θα υπάρχουν και άλλα με ήρωες φιλόδοξους νεαρούς.
  Το έχω γράψει κάπου παλιά, ότι υπάρχει ο ρεαλισμός στην απεικόνιση των αισθημάτων και ο ρεαλισμός στην απεικόνιση των καταστάσεων. Για να περιγράψεις το μεγαλειώδες αυτό αίσθημα του έρωτα πρέπει να αφηγηθείς ακραίες καταστάσεις, που όμως, αν τοποθετηθούν σε σειρά, φαίνονται εντελώς αντιρρεαλιστικές.
  «Δυο γυναίκες, ένας άντρας, κομπολόι μίας χάντρας», θα αντιστρέψω το σχετικό λαϊκό άσμα που κόλλησα πρόσφατα σαν comment σε ανάρτηση στο facebook. Ο άντρας είπαμε είναι ο Ζυλιέν. Οι γυναίκες είναι, διαδοχικά στην αρχή και ταυτόχρονα στο τέλος, η κυρία ντε Ρενάλ, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του, και η δεσποινίς ντε λα Μολ, που πιο συχνά την συναντάμε με το όνομα Ματθίλδη, λίγο μικρότερή του. Την κυρία ντε Ρενάλ την κατακτάει, στη συνέχεια την ερωτεύεται πραγματικά, όμως πρέπει να την εγκαταλείψει γιατί είναι παντρεμένη. Την Ματθίλδη επίσης την κατακτάει, αλλά μόλις την ερωτεύεται, αυτή παύει να είναι ερωτευμένη μαζί του. «Είναι τρελή», σκέφτεται, και παίζοντάς το αδιάφορος την ξανακατακτάει. Όμως η κυρία ντε Ρενάλ, ωθούμενη από τον εξομολόγο της, στέλνει ένα γράμμα που μαρτυράει τη σχέση που είχε με τον Ζυλιέν. Όλα καταστρέφονται. Ο Ζυλιέν, τρελός από θυμό, την παραφυλάει σε μια εκκλησιά και την πυροβολεί. Δεν σκοτώνεται, αλλά ο Ζυλιέν πηγαίνει φυλακή και αντιμετωπίζει την θανατική του καταδίκη. Όταν καταδικάζεται πραγματικά σε θάνατο, κυρίως εξαιτίας της προκλητικής απολογίας του, όπως ο Σωκράτης, η Ματθίλδη κάνει σαν τρελή, αγωνίζεται να τον σώσει. Το ίδιο και η κυρία ντε Ρενάλ, που τον επισκέπτεται και αυτή τακτικά στη φυλακή. Ο Ζυλιέν αρνείται να ζητήσει έφεση, και αρνείται να δραπετεύσει. Περιμένοντας την εκτέλεσή του ουσιαστικά αυτοκτονεί. Όμως τώρα είναι ερωτευμένος με την κυρία ντε Ρενάλ, ο φλογερός του έρωτας για τη Ματθίλδη έχει σβήσει. Αυτή, που είναι μάλιστα έγκυος, νοιώθει να τρελαίνεται από τη ζήλια. Στο τέλος του έργου τη βλέπουμε να κουβαλάει το κεφάλι του Ζυλιέν σε μια σπηλιά στο βουνό, σύμφωνα με την επιθυμία του, και το θάβει. Αργότερα θα τη διακοσμήσει με μάρμαρα.
  Δεν είναι τρελά όλα αυτά; Δυο τρεις φορές χαρακτηρίζει ο Ζυλιέν την Ματθίλδη τρελή για την αστάθεια των αισθημάτων της, αλλά και ο ίδιος δεν πάει πίσω, είναι το ίδιο τρελός. Όμως, μέσα σ’ αυτή την τρέλα, που κάνει όλα αυτά τα επεισόδια ελάχιστα ρεαλιστικά, ο Σταντάλ, με μεγαλειώδη τρόπο, παρουσιάζει το βάθος και τις αποχρώσεις του έρωτα, από την ευφορία μέχρι την πιο βαθιά κατάθλιψη, καθώς και όλες τις ενδιάμεσες αμφιθυμικές καταστάσεις. Μάλιστα, για να μην παρεξηγηθεί και θεωρήσουν κάποιοι ότι η Ματθίλδη είναι μια τυπική κοπέλα των παρισινών σαλονιών της εποχής, σε μια σελίδα την οποία βάζει σε παρένθεση, ανάμεσα στα άλλα γράφει ο Σταντάλ: «Το πρόσωπο αυτό είναι πέρα για πέρα φανταστικό, και μάλιστα το φαντάστηκα εντελώς έξω από τις κοινωνικές συνθήκες που, μεταξύ όλων των άλλων εποχών, θα εξασφαλίσουν στον 19ο αιώνα μια τόσο διακεκριμένη θέση» (σελ. 296).
  Ένα μεγάλο μέρος του έργου αναφέρεται στο τι συμβαίνει μέσα στο μυαλό των ηρώων της ιστορίας. Στοχάζονται συνεχώς πάνω στα γεγονότα και στις σχέσεις τους με τα πρόσωπα, και κάνουν σχέδια για το πώς να ενεργήσουν, πολύ συχνά μονολογώντας, μια τεχνική που θα εξελιχθεί αργότερα στο stream of consciousness του εσωτερικού μονόλογου. Μιλάει βέβαια γι’ αυτά και ο ίδιος ο Σταντάλ, ως παντογνώστης τριτοπρόσωπος αφηγητής. Συχνά επίσης αποστασιοποιείται από τους ήρωές του και τους σχολιάζει σαν ανεξάρτητος παρατηρητής, απευθυνόμενος άμεσα στον αναγνώστη.
  Οι μεγάλοι συγγραφείς διαθέτουν χιούμορ. Όχι όλοι βέβαια, αλλά νομίζω οι περισσότεροι. Σ’ αυτούς ανήκει και ο Σταντάλ. Και το χιούμορ του αυτό κάνει την ανάγνωση του μυθιστορήματος ιδιαίτερα απολαυστική.
  Σε ένα απόσπασμα για το βιβλίο «Εγώ, ο Ντοστογιέφσκι» (printa 2011) υπάρχει το παρακάτω απόσπασμα που ευτυχώς το ενσωμάτωσα στη βιβλιοκριτική μου.
  «Οι ταλαντούχοι συγγραφείς μας Τολστόι και Γκοντσάροφ οι οποίοι με υψηλή καλλιτεχνικότητα περιέγραψαν την (οικογενειακή) ζωή των μεσαίων στρωμάτων, θεωρούσαν ότι περιέγραφαν τη ζωή της πλειονότητας. Κατά την άποψή μου, ακριβώς αυτοί ήταν που περιέγραψαν τη ζωή των εξαιρέσεων. Αντίθετα, ενώ η ζωή τους είναι η ζωή των εξαιρέσεων, η δική μου ζωή είναι ζωή του γενικού κανόνα. Σε αυτό θα πειστούν οι επόμενες γενιές, οι οποίες θα είναι πιο αμερόληπτες, και θα αποδειχτεί ότι έχω δίκιο. Πιστεύω σ’ αυτό» (σελ. 237-238).
  Και ο Σταντάλ δεν περιγράφει τη ζωή του γενικού κανόνα. Τα περισσότερα επεισόδια του έργου διαδραματίζονται στα αρχοντικά του ντε Ρενάλ και του ντε Λα Μολ. Του Τολστόι, στο «Πόλεμος και Ειρήνη», στα αρχοντικά κόμητων και πριγκήπων. Και αυτό είναι φυσικό: Σε αυτά τα περιβάλλοντα κινούνται οι συγγραφείς, σε τέτοια περιβάλλοντα θα τοποθετήσουν και τις ιστορίες τους. Ο David Lodge για παράδειγμα, θεωρητικός της λογοτεχνίας και πανεπιστημιακός, τοποθετεί τα μυθιστορήματά του στο χώρο των πανεπιστημίων (campus novel), με ήρωες καθηγητές, καθηγήτριες, φοιτητές και φοιτήτριες. Είναι φυσικό. Επίσης ο Joseph Conrad, o Jack London και ο Herman Melville τοποθετούν πολλά επεισόδια σε μυθιστορήματά τους στη θάλασσα, πάνω σε πλοία. Υπήρξαν και οι τρεις τους ναυτικοί. Σίγουρα υπάρχουν και αρκετά άλλα παραδείγματα που δεν ξέρω ή μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή.
  Τώρα που είμαι συνταξιούχος, δεν θα πω φιλοδοξώ, θα πω θα ήθελα να μου έλθει το κέφι να γράψω ένα μυθιστόρημα. Το ίδιο κέφι με το οποίο γράφω τώρα τις ιστορίες «Του τάφου» και τις «Κατωχωρίτικες ιστορίες».  Όμως πού θα τοποθετήσω την πλοκή; Θα έχω σαν ήρωες μεγαλοαστούς με μέγαρα με πισίνες, μερσεντές και κότερα,  ή πολιτικούς μπλεγμένους σε ένα σωρό ίντριγκες; Το μόνο περιβάλλον που γνωρίζω καλά είναι αυτό της μέσης εκπαίδευσης. Αλλά για τι να γράψω, για το πώς τσακωνόμαστε εμείς οι καθηγητές στην κατανομή των μαθημάτων, πώς διαμαρτυρόμαστε για το πρόγραμμα και τις εφημερίες, ή για τις διαρκείς μεμψιμοιρίες μας για τους χαμηλούς μας μισθούς και τις απεργιακές μας κινητοποιήσεις, που εδώ και χρόνια έχουν χάσει τον μεγαλειώδη χαρακτήρα που είχαν τη δεκαετία του ’80; Φοβάμαι πως δεν θα τα καταφέρω.
  Όμως ας κλείσουμε αυτή την παρένθεση και ας συνεχίσουμε με το βιβλίο.
  Διαβάζουμε:
  «Η τύχη του γιου του απορροφούσε προκαταβολικά κάθε του σκέψη» (σελ. 361). Τουλάχιστον άλλες πέντε φορές αναφέρεται αυτός ο γιος.
  Μα πώς το ξέρει ότι είναι γιος; Αφού τα υπερηχογραφήματα με τα οποία μπορεί κανείς να μάθει το φύλο του παιδιού μετά τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης είναι ανακάλυψη του επόμενου αιώνα. Είναι φαίνεται σαν το «γερός να ’ναι κι ό,τι ναι». Η φαλλοκρατία εισέδυσε πολύ ύπουλα σ’ αυτό το βιβλίο, υποσυνείδητα, χωρίς να το πάρει χαμπάρι ο Σταντάλ. Ο Ζυλιέν, τώρα που θα πεθάνει, θέλει το «γιο» του να τον αναλάβει η κυρία ντε Ρενάλ (που, παρεμπιπτόντως, πεθαίνει τρεις μέρες μετά την εκτέλεσή του, όχι και τόσο κατά το «εικός και το αναγκαίο»).
  Δεν μπόρεσα να βρω σε ποιο ιρανικό έργο υπάρχει αυτό το επεισόδιο: ο άντρας χαστουκίζει τη γυναίκα γιατί λέει τον κοίταξε στο πρόσωπο, πράγμα που τον διέγειρε σεξουαλικά. Τέτοια παλαβά συμβαίνουν στο Ισλάμ.
  Όμως στο μυθιστόρημα αυτό διάβασα κάτι πιο παλαβό. Ο Ζυλιέν παρεξηγήθηκε γιατί κάποιος τον κοίταξε έντονα. Τον καλεί σε μονομαχία. Ο άλλος του πετάει στο πρόσωπο ένα μάτσο επισκεπτήρια. Όμως στον τόπο της μονομαχίας δεν εμφανίζεται αυτός, αλλά κάποιος άλλος. Είναι δικά του τα επισκεπτήρια, και αυτός που τα έδωσε στον Ζυλιέν είναι ο αμαξάς του. Αλλά  καθώς προσβλήθηκε γι’ αυτή την πρόσκληση σε μονομαχία, θα μονομαχήσουν. Με πιστόλια. Ο Ζυλιέν πληγώνεται στο χέρι.
  Και έπειτα;
  Φιλιώνουν. Και όχι μόνο φιλιώνουν αλλά γίνονται κυριολεκτικά κώλος και βρακί. Τρελλό δεν είναι; Ή μήπως πρέπει να αντιμετωπίσουμε το επεισόδιο ανθρωπολογικά, ως εντελώς φυσιολογικό στα πλαίσια μιας άλλης κουλτούρας;
  Κάτι που μου έκανε εντύπωση. Ενώ εμείς σήμερα σαν ξεχωριστό χαρακτηριστικό ενός ατόμου έχουμε το επάγγελμά του, στη Γαλλία του Σταντάλ είχαν το εισόδημά του. «Απολαμβάνει με κάθε ταπεινοφροσύνη εξήντα χιλιάδες λίβρες εισόδημα το χρόνο…» (σελ. 217) «…αφήνοντας στο γιο του εκατό χιλιάδες σκούδα εισόδημα το μήνα… …μέλλων δούκας με εισόδημα εκατό χιλιάδες λίβρες…» (σελ. 220) κ.ά.
  Και κάτι συγκριτολογικό: Η κυρία ντε Ρενάλ, πολύ θεούσα, όταν αρρωσταίνει ο μικρός της γιος το θεωρεί ως θεϊκή τιμωρία για τη μοιχεία της και προς στιγμή διώχνει τον Ζυλιέν. Απαράλλαχτα όπως η Sue στο Jude, the obscure του Thomas Hardy (είδαμε την ταινία με την Ναστάζια Κίνσκι), που θεωρεί τον θάνατο των παιδιών της ως θεϊκή τιμωρία για τη σχέση της με τον Jude, με τον οποίο συζεί χωρίς να είναι παντρεμένη.
  Μιλήσαμε για το κόκκινο: ο Σταντάλ σατιρίζει αδυσώπητα την αριστοκρατία, την πλουτοκρατία και τον κλήρο, όμως δεν βλέπουμε καμιά συμπάθεια για τις κατώτερες τάξεις από τις οποίες προέρχεται ο Ζυλιέν. Και ο Ζυλιέν τον ενδιαφέρει μόνο ως φιλόδοξος και ταλαντούχος νεαρός που υπερβαίνοντας την τάξη του διεισδύει στις ανώτερες τάξεις. Τα μοναδικά πρόσωπα από τα κατώτερα στρώματα που ξεχωρίζουν είναι ο πατέρας του Ζυλιέν, που ο Σταντάλ τον παρουσιάζει ως κουτοπόνηρο χωριάτη, και μια υπηρέτρια που καρφώνει τη σχέση του Ζυλιέν.   
  Διαβάζουμε:
  «…τους λαμπρούς αυτούς νεαρούς μουστακοφόρους…» (σελ. 264).
  Σημειολογικά το μουστάκι δεν παραπέμπει στους ίδιους νεαρούς που παραπέμπει σήμερα. Όπως θα έλεγε και ο Έκο, τα περισσότερα σημεία είναι συμβατικά.
  Διαβάζουμε:
  «…η Μανόν Λεσκώ… Πράγμα που δεν εμπόδισε τον Βοναπάρτη σας να δηλώσει στην Αγία Ελένη πως είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο για υπηρέτες» (σελ. 338).
  Δεν αγανακτούμε με τον Βοναπάρτη, αυτοκράτορας ήταν και όχι λόγιος, όμως τι να πούμε για τον Κοραή που δηλώνει ότι ο «Ερωτόκριτος» είναι ανάγνωσμα κατάλληλο μόνο για τις πόρνες;
  Αυτά με το «Κόκκινο και το μαύρο». Θα συνεχίσουμε με το «Μοναστήρι της Πάρμας» που (ξανα)διαβάζω τώρα.  

Συμπληρώνω μετά από 12 χρόνια.

  Είδα και την τηλεταινία του Jean-Daniel Verhaeghe, «Le rouge et le noir», (1997). Δεν μπορώ να κάνω σύγκριση με το μυθιστόρημα μια και το διάβασα πριν από τόσα χρόνια, αλλά πιστεύω ότι στις σχεδόν τρεισήμισι ώρες που διαρκεί μπόρεσαν να χωρέσουν σχεδόν τα πάντα από το μυθιστόρημα, χωρίς αλλαγές και συμπτύξεις στη βάση της κινηματογραφικής οικονομίας. Πολύ καλή ταινία, η βαθμολογία της είναι 7,5 στο IMDb.