Κατωχωρίτικες ιστορίες, 17η ιστορία, Ο χαλβάς
Κάθομαι σήμερα το μεσημέρι με τον
Λάμπη τον Ελευθεράκη στο καφενείο και πίνουμε μπύρα. Πρωταγωνιστεί σε δυο από
τις ιστορίες που έχω γράψει και μου τις έχουν αφηγηθεί άλλοι. Ζήτησα να μου τις
επιβεβαιώσει και μου τις επιβεβαίωσε.
Μου είπε διάφορα. Μου είπε και δυο
μαντινιάδες αλλά παραείναι σόκιν για να τις γράψω. Μου είπε και μια παραμιά
(έτσι λέμε την παροιμία στην Κρήτη): «Όξω από μάνα κι αδελφή και άσκημη
ξαδέλφη». Δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ πρώτος στίχος, πάντως μπορεί και να
παραλειφθεί ως ευκόλως εννοούμενος.
Μου είπε και ένα ανέκδοτο.
Συζήτηση στο καφενείο.
-Δεν μου λες, η γυναίκα σου όταν
κάνει έρωτα φωνάζει, φωνάζει;
-Αν φωνάζει λέει! Από το καφενείο
που ήμουνα προχθές άκουγα τις φωνές της.
Πάνω στη συζήτηση ανέφερε το
μπακαλικάκι της Κατερίνης της Παραουλάκη.
Κι θυμήθηκα μια ακόμη προσωπική
ιστορία.
Ο χαλβάς πάντα μου άρεσε πάρα πολύ·
σαν γλυκό. Όχι αυτός που σερβίρουν στη «Ροζαλία», την ταβέρνα στα Εξάρχεια,
μετά το φαγητό, ούτε ο Φαρσάλων, που πουλάνε κάθε πέντε μέτρα στο πανηγύρι της
αγίας Γλυκερίας στο Γαλάτσι, αλλά ο άλλος, ο αποκριάτικος. Με τα χρόνια, καθώς απόκτησα
προβλήματα με το στομάχι μου, τον αποφεύγω, είναι αρκετά δύσπεπτος, ιδιαίτερα
όταν φας πολύ. Επίσης γιατί έχει πολλές θερμίδες, και εδώ και δεκαετίες βρίσκομαι
σε διαρκή δίαιτα, μια δίαιτα που διαρκώς παραβιάζω, και γι’ αυτό εξάλλου δεν
έχει τελειωμό. Να μπορούσα λέει να χάσω τα κιλά που θέλω να χάσω και να
ουρλιάξω από χαρά: Ζήτωωωωωωω, τέρμα πια η δίαιτα.
Και όταν ήμουν μικρός δεν αγόραζα
συχνά χαλβά. Όχι γιατί έκανα δίαιτα, τότε δεν ήμουν παχύς, αντίθετα ήμουν
αδύνατος καθώς οι πυώδεις αμυγδαλές που είχα δεν με άφηναν να παχύνω, αλλά για
έναν πολύ πιο απλό λόγο: δεν είχα λεφτά. Όχι γιατί ήταν τσιγκούνηδες οι γονείς
μου και δεν μου έδιναν χαρτζιλίκι, αλλά γιατί και αυτοί δεν είχαν λεφτά. Οι
δεκαετίες του πενήντα και του εξήντα για πάρα πολλές οικογένειες στην Ελλάδα
ήταν πολύ δύσκολες.
Θα ήμουν δεν θα ήμουν πέντε χρονών.
Βρέθηκα ξαφνικά να έχω πάνω μου ένα ολόκληρο πενηνταράκι. Δεν είχα κανένα
ενδοιασμό για το πώς να το ξοδέψω: θα αγόραζα χαλβά. Πηγαίνω λοιπόν στο
μπακαλικάκι της Κατερίνης της Παραουλάκη, της μητέρας του Κωστή για τον οποίο
έχουμε αφηγηθεί κάποιες ιστορίες και πιθανότατα θα αφηγηθούμε κι άλλες, που
βρισκόταν στα νοτιοανατολικά της πλατείας του χωριού.
-Κατερίνη, της λέω, δώσε μου ένα
πενηνταράκι χαλουβά (έτσι τον λέμε στην Κρήτη, χαλουβά και όχι χαλβά).
Πηγαίνει και κόβει ένα βωλαράκι,
τον βάζει πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί περιτυλίγματος, τον φέρνει στη μούρη μου
και μου λέει.
-Μύρισε.
Μυρίζομαι.
-Τώρα δώσε μου το πενηνταράκι.
Τι χαλβά μπορούσα να αγοράσω με ένα
πενηνταράκι;
Αν ήμουν μεγάλος θα ήταν προσβολή.
Με εμένα όμως ήθελε να κάνει πλάκα. Από εκείνη πήρε ο γιος της ο Κωστής.
Και φυσικά μου έδωσε το βωλαράκι
τον χαλβά, που τον έκανα μια χαψιά.
No comments:
Post a Comment