Η μάνα του Γκόρκι και η μάνα της Περλ Μπακ
Η «Μάνα» του Γκόρκι είναι ένα έργο που δεν το
διάβασα τότε που έπρεπε, στα επικά χρόνια της χούντας και της μεταπολίτευσης.
Αφενός γιατί δεν είχε πέσει στα χέρια μου και αφετέρου γιατί τα διαβάσματά μου
εκείνη την εποχή ήταν δοκιμιακά, οι κλασικοί του μαρξισμού. Πάντα όμως έλεγα
ότι κάποια στιγμή αυτό το μυθιστόρημα θα το διαβάσω. Ήταν η πιο μεγάλη τύψη στο
«ράφι των τύψεων». Κατεβαίνοντας στην Κρήτη το είχα βάλει σε απόλυτη
προτεραιότητα, επιστρέφοντας στην Αθήνα να το διαβάσω. Και με έκπληξη, εντελώς
τυχαία, ανακάλυψα ότι το έχω και στην Κρήτη. Άλλο ένα διπλοαγορασμένο
βιβλίο.
Δεν είχα διαβάσει τη «Μάνα», όμως είχα διαβάσει τα «Παιδικά χρόνια», στο
πρωτότυπο. Πρόσφατα επίσης την «Πρώτη αγάπη» για την οποία έκανα μια ανάρτηση,
ενώ τους «Αρταμάνοφ» που τους δανείστηκα από τον φίλο μου τον Μιχάλη για να
τους διαβάσω σε αντιπαραβολή με το ρώσικο κείμενο δεν τα κατάφερα. Και δεν
θυμάμαι πού τους έχω βάλει, για να τους επιστρέψω. Αλλά ας μη νοιώθω μεγάλες τύψεις,
κι εγώ έχω δώσει βιβλία «δανεικά κι αγύριστα».
Διάβασα τη «Μάνα» και προσφέρθηκα να τη δωρίσω
στον ανιψιό μου τον Μανώλη. –Την έχω, μου κάνει. Πάνω στην κουβέντα όμως
προέκυψε ότι η μάνα που είχε ήταν η «Μάνα» της Περλ Μπακ. Ευτυχής σύμπτωση, σκέφτομαι,
θα διαβάσω και αυτήν και μετά θα δω αν μπορώ να συγκρίνω τα δυο έργα.
Η
Περλ Μπακ πρέπει να διαβαζόταν πάρα πολύ στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Το
υποθέτω, γιατί στο βιβλιοπωλείο της Σοφίας της Αεράκης στην Ιεράπετρα είχαν
φτάσει δυο βιβλία της που τα αγόρασα και τα διάβασα, το «Ανατολικός και δυτικός
άνεμος» και «Κάτω από το βλέμμα του Βούδα». Μόλις σχόλαγα από το σχολείο, πριν
κινήσω για το χωριό κατέβαινα με το ποδήλατό μου στο βιβλιοπωλείο της και
κοίταζα τι καινούριο βιβλίο είχε έλθει. Ήταν πρακτορείο εφημερίδων και της
έστελναν και βιβλία. Από εκεί αγόρασα σχεδόν όλα μου τα βιβλία, όσο ήμουν
μαθητής.
Τόσο
η «Μάνα» του Μαξίμ Γκόρκι όσο και η «Μάνα» της Περλ Μπακ είναι από τα πιο
πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα. Έχουν αρκετά κοινά στοιχεία, περισσότερα από όσα
μπορεί να υποδηλώνει ο κοινός τίτλος. Υπάρχουν βέβαια και οι διαφορές. Επειδή είμαι
συγκριτολόγος από ιδιοσυγκρασία όπως με χαρακτήρισε ένας καναδός καθηγητής, ο Steven Tötösy de Zepetnek, ο πρώτος με τον οποίο αντάλλαξα email, κάπου το 1994, και ο οποίος μου δημοσίευσε ένα
άρθρο μου στο Canadian review of Comparative Literature, το «Η τιμή και η ντροπή στο έργο του
Κωνσταντίνου Θεοτόκη», αποφάσισα να τα παρουσιάσω συγκριτολογικά.
Δεν ξέρω αν η Περλ Μπακ όταν έγραφε τη δική της «Μάνα» είχε υπόψη της τη
«Μάνα» του Γκόρκι. Μπορεί το βιβλίο του Γκόρκι να εκδόθηκε το 1907, όμως το
δικό της το έγραψε όταν ακόμη ήταν στην Κίνα και οι κομμουνιστές βρισκόταν κάτω
από απηνή καταδίωξη. Ένα χρόνο μετά την έκδοση του βιβλίου της (1933), άρχισε η
Μεγάλη Πορεία των Κινέζων κομμουνιστών μετά την κατάληψη της βάσης τους στο
Τζιανγκ Σι, και την ίδια χρονιά η Περλ Μπακ επέστρεψε στις ΗΠΑ. Επίσης δεν
θεωρώ πιθανό να διάβασε το βιβλίο σε κάποια από τα ταξίδια της στην Αμερική.
Κάποιοι βιογράφοι της ασφαλώς θα ξέρουν καλύτερα.
Ο
Γκόρκι είναι ένας στρατευμένος αριστερός που έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια. Η
Μπακ είναι κόρη ιεραποστόλων, και ζει σε μια ξένη χώρα. Και οι δυο "Μάνες" έχουν έναν άντρα που τις καταπιέζει, και κατά καιρούς τις δέρνει. Ο άντρας
βέβαια της μάνας του Γκόρκι είναι πιο αγροίκος από τον άντρα της μάνας της
Μπακ. Όμως κάποια στιγμή και οι δυο άντρες χάνονται από τη ζωή τους. Στον
Γκόρκι σκοτώνεται, στην Μπακ εγκαταλείπει την οικογένειά του.
Η
μάνα του Γκόρκι έχει ένα γιο. Η μάνα της Μπακ έχει δυο γιους και μια κόρη,
και είναι μισότυφλη από κάποια πάθηση των ματιών που αργότερα θα την οδηγήσει σε ολική
τύφλωση.
Ο
γιος στον Γκόρκι, όταν πεθαίνει ο πατέρας του, αναλαμβάνει την πόζα και την
αγριάδα του. Για λίγο όμως. Μέσα σε ένα κεφάλαιο ολοκληρώνεται η bildung του και γίνεται αριστερός. Ο μικρός γιος
στην Μπακ θα ριζοσπαστικοποιηθεί μόνο προς το τέλος του μυθιστορήματος. Εξάλλου
το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος, μετά τη μάνα εστιάζει στον μεγαλύτερο
γιο και την κόρη.
Η
μάνα του Γκόρκι είναι περίπου ασεξουαλική. Αντίθετα η μάνα της Μπακ υποφέρει
από την εγκατάλειψη του άντρα, και κάποια στιγμή θα ενδώσει στο φλερτ του
επιστάτη. Θα μείνει έγκυος, όμως θα φροντίσει να κάνει αποβολή, και έτσι κανείς
δεν θα μάθει για το παραστράτημά της εκτός από την ξαδέλφη της, που τη βοήθησε
προμηθεύοντάς τη το σχετικό φάρμακο για να αποβάλει.
Θαύμασα το πάθος του τριανταοκτάχρονου Γκόρκι, που χρησιμοποιεί το
μυθιστόρημά του για επαναστατική προπαγάνδα. Ίσως είναι το καλύτερο μυθιστόρημα
στρατευμένης λογοτεχνίας. Οι ήρωές του ρητορεύουν συνεχώς, και κάποια στιγμή
παρασύρουν τη θρησκευόμενη μάνα να τους βοηθήσει στον αγώνα τους.
Και σκέφτομαι πόσο διαφορετικά πρέπει να προσλήφθηκε το μυθιστόρημα αυτό
το 1906, με την αποτυχία της εξέγερσης του 1905 εντελώς πρόσφατη, πόσο
διαφορετικά το 1917, που οι σύντροφοι του Πάβελ κατέκτησαν την εξουσία, και
πόσο διαφορετικά το 1989 με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Και φυσικά
και ενδιάμεσα, με τις σταλινικές δίκες, την εισβολή στην Ουγγαρία και στην
Τσεχοσλοβακία, που οδήγησαν πολλούς κομμουνιστές να εγκαταλείψουν το κόμμα.
Η
μάνα της Μπακ όμως δεν ριζοσπαστικοποιείται. Στο τέλος του έργου τη βλέπουμε να
οδύρεται, καθώς ο γιος της εκτελείται ως κομμουνιστής.
Στόχος του Γκόρκι είναι να κηρύξει τον επαναστατικό λόγο. Στόχος της
Μπακ είναι να δείξει τη δυστυχισμένη ζωή μιας γυναίκας στην αγροτική Κίνα. Και
οι δυο τους τα κατάφεραν περίφημα, αφού η «Μάνα» τους είναι από τα πιο
πολυδιαβασμένα τους μυθιστορήματα.
Μετά τη σύγκριση ας πούμε δυο λόγια ξεχωριστά για καθένα έργο.
Και πρώτα πρώτα για την «Μάνα» του Γκόρκι.
Ο
Γκόρκι δεν περιορίζεται μόνο στο κήρυγμα. Μιλάει και για τις ψιλοαδυναμίες και
τις αντιθέσεις των συντρόφων, τη δυσπιστία απέναντι στους διανοούμενους και
στους πλούσιους κ.λπ, πράγμα που δίνει μεγάλη σοσιαλιστική ρεαλιστικότητα στην
αφήγησή του. Επίσης δίνει όλο το φάσμα του επαναστατικού αγώνα, την παράνομη δουλειά,
την απεργία, το πρωτομαγιάτικο συλλαλητήριο, τη φυλακή, τη δίκη, τη δραπέτευση.
Ο
Βσέβολοντ Πουντόβκιν, του οποίου είδαμε τη «Μάνα» (1926), ξεφεύγει αρκετά από
τον Γκόρκι. Μεγάλος σκηνοθέτης, ήθελε να φτιάξει μια δική του μάνα στα πρότυπα της
μάνας του Γκόρκι και όχι να την αντιγράψει πιστά. Με ένα γρήγορο ρυθμό χάρη στο
μοντάζ, με αρκετές χιουμοριστικές σκηνές αλλά και πάρα πολλές επικές, με έντονη
δράση, καθηλώνει τον θεατή, ακόμη και εκείνον που θα έβλεπε απρόθυμα μια βουβή
ταινία.
Θα
κάνουμε όμως και κάποιες κριτικές παρατηρήσεις.
Και πρώτα για την «Μάνα» του Γκόρκι.
Ο
Αντρέας είναι ερωτευμένος με την Νατάσα. Θέλει να της το πει, όμως ο Παύλος τον
αποτρέπει.
«-…θα
κάνετε παιδιά… θα χρειαστεί να δουλεύεις μονάχος… να δουλεύεις πολύ. Η ζωή σας
θα γίνει σαν όλων των άλλων… για ένα κομμάτι ψωμί, για τα παιδιά, για το νοίκι…
Για το κίνημα δεν θα υπάρχετε πια. Ούτε συ, ούτε κείνη!... Αν αγαπάς το μέλλον,
πρέπει να τ’ απαρνηθείς όλα στο παρόν… Όλα!...
-Ώστε να μην πω τίποτα;
-Αυτό
θα ’ναι το πιο τίμιο Αντρέα…
-Δε
λέω λέξη λοιπόν!» (σελ. 44-45).
Αργότερα όμως ξεχνά τις συμβουλές που έδωσε στο φίλο του, και μπλέκεται
σε ένα ειδύλλιο με τη Σάσα.
Και για τη «Μάνα» της Μπακ:
Παρόλο που η συγγραφέας έχει σαν στόχο να μας δείξει τα βάσανα της
μάνας, δεν το καταφέρνει απόλυτα. Υπάρχουν κάποιες απιθανότητες στην πλοκή που,
ή τραβάνε το χαλί κάτω από τα πόδια του ρεαλισμού, ή αφήνουν έκθετη τη μάνα.
Μας φαίνεται αρκετά απίθανο ότι η μάνα κάλυπτε για τόσα χρόνια την απουσία του
άντρα της λέγοντας ότι δουλεύει σε άλλη πόλη, χωρίς να έλθει να τους δει,
στέλνοντας μόνο ένα γράμμα το χρόνο με κάποια χρήματα μαζί, γράμμα που το
έστελνε η ίδια στον εαυτό της, τάχα από τον άντρα της. Ήταν δυνατόν να
ξεγελιούνται τόσα χρόνια οι χωριανοί;
Επίσης
θα την χαρακτηρίσουμε σαν ουσιαστικά αδιάφορη μητέρα, που όσο και αν δείχνει να
πονάει την κόρη της, δεν κάνει τίποτα για να της θεραπεύσει την αρρώστια των
ματιών της. Κάτι πάει να κάνει, όταν είναι πια πολύ αργά. Επίσης την παντρεύει
σαν το γουρούνι στο σακί, χωρίς να δει τον γαμπρό. Κάνει μήνες να πάει να τη
δει, και όταν αποφασίζει να την επισκεφτεί, τη βρίσκει νεκρή· είχε
πεθάνει την ίδια μέρα. Τότε βλέπει ότι την πάντρεψε με έναν καθυστερημένο. Η
μάνα και ο μικρός της γιος φεύγουν πανικόβλητοι από αυτό το μέρος, από αυτή την
οικογένεια αγριανθρώπων, φοβούμενοι για τη ζωή τους. Μόνο για τον μικρό της γιο
φαίνεται να τρέφει αληθινά αισθήματα, που ο αιμομικτικός τους χαρακτήρας δεν
κρύβεται από την Μπακ, υπενθυμίζοντας συνεχώς πόσο μοιάζει με τον άντρα της. Τέλος
θεωρώ πολύ απίθανο να την φλέρταρε τόσο έντονα ο επιστάτης και όταν επί τέλους
την κατάφερε να αρκεστεί μόνο σε αυτή τη μοναδική συνεύρεση, λες και είχε βάλει
στοίχημα και μόλις το κέρδισε έπαψε να ενδιαφέρεται.
Αν
η Μπακ ήθελε να μου μεταδώσει τον έλεο για την «Μάνα», για την ταλαιπωρημένη
της ζωή, δεν τα κατάφερε, τουλάχιστον στο βαθμό που θα ήθελε. Όμως περιγράφει
με ζωηρό ρεαλισμό τη ζωή στην αγροτική Κίνα, σε μια από τις πιο κρίσιμες
περιόδους της ιστορίας της.
Να
παραθέσουμε και κάποια αποσπάσματα.
Και πρώτα πρώτα από τον Γκόρκι.
«…-Κι η δεσποινίδα… τι μυαλωμένη! Τι είναι;
-Δασκάλα! απάντησε ο Παύλος βηματίζοντας στο δωμάτιο.
-Α! Γι’ αυτό είναι τόσο φτωχή!» (σελ. 33).
Και
τότε, και τώρα, ελπίζω όχι για πάντα.
«…ο πλούσιος παραστράτησε μαθές κι αυτός» (σελ. 225).
Μεγάλε Καζαντζάκη, τα ίχνη της επιρροής σου υπάρχουν παντού.
«…συνδεμένοι μ’ όλους όσους δίνουν τη ζωή τους…» (σελ. 227).
Ο
Άρης Αλεξάνδρου γράφει όπως μιλάει, χρησιμοποιώντας και στον γραπτό λόγο την
έλξη του αναφορικού, πράγμα σπάνιο σήμερα.
«Μου κάνει μεγάλη χαρά να βλέπω το πρόσωπό σας, γιαγιάκα…» (σελ. 248).
Γιαγιά να σε πουν τα παιδιά σου. Η μάνα δεν είχε πατήσει ακόμη τα
σαράντα. Όμως ούτε που της περνάει από το μυαλό να διαμαρτυρηθεί. Δεν ξέρω όμως
αν θα άρεσε στον τριανταοκτάχρονο τότε Γκόρκι να τον προσφωνήσει κανείς
«παππού».
Και από τη «Μάνα» της Μπακ.
Μιλώντας για τη γιαγιά:
«Ναι, αλλά είναι πολύ χρήσιμη ακόμα, για να μας φυλάει την πόρτα, κι
ελπίζω ότι θα ζήσει μέχρι που να μεγαλώσει λίγο το κορίτσι» (σελ. 28).
Και θυμάμαι τον πατέρα μου πόσο στενοχωρήθηκε που ο γιος μου, έκτη
δημοτικού πια, μπορούσε να ανοίγει μόνος του την πόρτα γυρνώντας από το
σχολείο, χωρίς να χρειάζεται τον παππού να του ανοίξει. Και τώρα που το
σκέφτομαι, στο τέλος της ίδιας σχολικής χρονιάς πέθανε.
«Κοπέλες υπάρχουν όσες θέλεις στο χωριό, γιατί ποτές μας δεν σκοτώνουμε
τα κορίτσια όταν είναι μωρά, όπως κάνουν στις πόλεις…» (σελ. 168).
Ναι αλλά, όπως έγραψα σε μια προηγούμενη ανάρτηση, τα πουλάγανε.
«…ο πατέρας της βιάζεται να την παντρέψει και δεν θα ζητήσει πολλά»
(σελ. 168). Τελικά τα κορίτσια κάποιοι τα πουλούσανε και κάποιοι τα αγοράζανε.
Ελπίζω να διαβάσω και άλλα έργα του Μαξίμ Γκόρκι και της Περλ Μπακ. Του
Γκόρκι, τα άλλα δυο αυτοβιογραφικά του βιβλία. Της Περλ Μπακ, την «Καλή γη».
Προς το παρόν το πρόγραμμά μου είναι να ξαναδιαβάσω τους μεγάλους κλασικούς. Σε
λίγο τελειώνω το «Κόκκινο και το μαύρο» και θα συνεχίσω με το «Μοναστήρι της
Πάρμας», που τα βρήκα και τα δυο εδώ στην Κρήτη.
No comments:
Post a Comment